Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

«Σκοτεινές Συντυχίες»: Ο ποιητής Νάσος Βαγενάς και η θεία του

Μπορχεσιανό παίγνιο, ανταπόδοση στο Βαγενά

Κείμενο δημοσιευμένο στο περιοδικό Γραφή της Λάρισας στο αφιέρωμα για το Νάσο Βαγενά


Στην αρχή της οδού Μελενίκου στη Θεσσαλονίκη - λίγο απάνου από το ερείπιον τείχος πλάι στον ΟΥΘ - διατηρούσε διαμέρισμα δυαράκι η γηραιά κυρία Ιφιγένεια Βαγενά του Βασιλείου γεννηθείσα εν Δράμα το σωτήριον  έτος 1900. Προερχομένη από οικογένεια καπνεμπόρων και μεταπρατών εσπούδασε γαλλικήν φιλολογία και ήθελε να κάμει καριέρα εις τον κλασσικόν χορόν. Πλην  - τύχη κακή - εις τα είκοσί της χρόνια την εκτύπησε αρρώστια του μυελού των οστών και απέμεινε παράλυτος και φυσικά ανύπανδρος. Αλλά την αγάπην διά την ανάγνωση λογοτεχνημάτων και τον έρωτα προς την φιλολογίαν ουδέποτε απώλεσεν παρότι κατάκοιτος. Η κυρία αυτή υπήρξε η μεγαλυτέρα αναγνώστις εν Ελλάδι. Η μόνη καθημερινή επαφή της ήσαν δύο άνθρωποι. Η νοσοκόμος της, μία έμπιστη Αρμένισσα ονόματι Ρωξάνη που είχε αναλάβει τα καθ’ ημέραν, και ο ευθυτενής και ψυχρός βιβλιοπώλης κύριος Κωνσταντινίδης, όστις διέθετε βιβλιοπωλείον επί της Εγνατίας, δίπλα από τον ΟΥΘ. Ο εν λόγω βιβλιοπώλης, ήτο ο μόνος ο οποίος τακτικά την επισκέπτετο - με το αζημίωτον- καθότι είχεν εύρει εις το πρόσωπον της κατακοίτου, την τελείαν αναγνώστρια. Όποιο φιλολογικό και λογοτεχνικό βιβλίο έφθανε, και προτού καλά - καλά τοποθετηθεί εις την προθήκην του βιβλιοπωλείου,  έπρεπε πρώτα να περάσει από τα χέρια της γηραιάς κυρίας η οποία είχε αναπτύξει εκπληκτικήν ικανότητα ταχείας αναγνώσεως και εν καιρώ είχε αποσαφηνίσει πλήρως κριτήρια και μέτρα βάσει των οποίων μπορούσε να αξιολογεί την ποιότητα των κειμένων που ανεγίγνωσκε. Ο πονηρός βιβλιοπώλης είχε κερδίσει λαχείο! Από τη μια εξασφάλισε ένα βιβλιοφάγο πελάτη κι από την άλλη είχε ένα κριτικό οι αποτιμήσεις του οποίου γραμμένες σε μικρά καρτελάκια μαζεύονταν στο γραφείο του και επομένως βάσει αυτών κατηύθυνε την βιβλιαγοράν και δη την πανεπιστημιακήν (επειδή το βιβλιοπωλείον του ένεκα της γειτνιάσεως με το ΑΠΘ συνεκέντρωνε πλείστους πανεπιστημιακούς). Οι πανεπιστημιακοί σπανίως σκέπτονται (μετρημένοι εις τα δάκτυλα είναι αι εξαιρέσεις). Συνήθως ερευνούν συγκεκριμένα πράματα που απλώνουνε μπροστά τους ή προετοιμάζουν μετά μανίας προγράμματα και τεχνικά δελτία. Η έλλειψις χρόνου είναι δεδομένη. Και γι’ αυτό δεν ασχολούνται και πολύ με την ελεύθερη ανάγνωση. Ή μάλλον διαβάζουν διαγωνίως διότι, ως εκτιμούν, διαθέτουν εξ ορισμού την αποδοχήν της κοινωνίας ως ειδικευμένες αυθεντίες. Εις το πρόσωπον του βιβλιοπώλη, όστις βεβαίως δεν εμαρτύρη εις ουδένα ότι οι κρίσεις εις τα καρτελάκια του προήρχοντο από τας κρίσεις της γηραιάς κυρίας, ευρήκαν τον ιδανικόν διευκολυντή. Εσημείωναν τις κρίσεις και ολοέν και συχνότερον τις μετέφεραν ως ιδικές των εις τα φοιτητητικά ακροατήρια. Έτσι συν τω χρόνω η γηραιά κυρία, χωρίς να το γνωρίζει (;), εξελίχθη εις καθοδηγητήν της πανεπιστημιακής κριτικής. 
Η γηραιά κυρία ως μόνον συγγενή είχε ένα ανεψίδι, ονόματι Βαγενά Νάσο, γεννημένο στη Δράμα της βορείου Ελλάδος, το 1945. Το εν λόγω ανεψίδι τελείωσε το δημοτικόν και τις τρεις πρώτες τάξεις του γυμνασίου εκεί, αλλ’ αργότερον -από το 1960- εγκατεστάθη εις την Αθήνα. Και όποιος πηγαίνει εκεί, χάνεται πλήρως διά τους οικείους του• αν και δεν τους ξεχνά, εντούτοις πνίγεται και δεν τους επισκέπτεται ειμή μόνον κάθε δεύτερο Πάσχα, και εάν τύχει…. Ωστόσο παρά το γεγονός ότι δεν διετήρη και πολλάς επαφάς με την κατάκοιτον θείαν του, η γηραιά κυρία παρηκολούθει ανελλιπώς τας σπουδάς του. Και εφρόντιζε με τον τρόπον της να συνεισφέρει στα διαφέροντα του ανεψιού, είτε αποστέλλοντας επιλεγμένα βιβλία, με παρατηρήσεις και σημειώσεις διά την ορθήν ανάγνωσιν, είτε αποστέλλοντας χρήματα τα οποία ήσαν δεσμευμένα σε συγκεκριμένες μορφωτικές δράσεις και σπουδές. Έτσι ο νεαρός ανεψιός, εσπούδασε φιλολογία στα Πανεπιστήμια Αθηνών (1963-1968), Ρώμης (1970-1972), Έσσεξ (1972-1973).
Η γηραιά κυρία Ιφιγένεια Βαγενά, επήρε μεγίστην χαράν όταν εις τα χέρια της ήλθεν επιστολή του ανεψιού της από το Έσσεξ, την οποίαν συνόδευε πρωτόλειος ατιτλοφόρητος ποιητική συλλογή. Ανέλαβε το καθήκον να μελετήσει τα κείμενα του ανεψιού. Και φυσικά ως πολύπειρος αναγνώστρια με τον οξύ κριτικόν της νου ανέλαβε το άχαρες έργον της διορθώσεως. Και ουσιαστικώς είδε τα κείμενα του ανεψιού της ως αφορμήν ιδικής της συνθέσεως. Έτσι εγεννήθη η ποιητική συλλογή  «Πεδίον του Άρεως» (1), εις 40 σελίδας, και τέσσαρα χρόνια αργότερον η ποιητική συλλογή «Βιογραφία»  (2) επίσης εις 40 σελίδας. Ο κριτικός του μέλλοντος οφείλει να προσέξει τον αριθμόν 40. Δεν ήτο τυχαία επιλογή. Η Ιφιγένεια Βαγενά είχε διαμηνύσει περί αυτού τον ανεψιόν της - αν και αυτός ποτέ δεν το παρεδέχθη - ότι τα πρωτόλεια οφείλουν να είναι σεμνά και εθεώρει τον αριθμόν «40» ιερόν• επεσήμαινε δε ότι δεν θα εδέχετο εκ μέρους του ανεψιού «ουδεμίαν περαιτέρω διόρθωσιν» και ότι του απέστειλε τα χρήματα που απαιτούσε ο εκδότης. Επεσήμαινε : «έσο φιλόδοξος, όπερ σημαίνει, νέε μου, να εμμένεις εις την προσωπικήν σου άποψιν»  (3). Η προτροπή της ήτο αντιφατική σε σχέση με την εκπεφρασμένη επιθυμία της. Διότι εάν ο Βαγενάς ακολουθούσε την προτροπήν, δεν θα έπρεπε να δεχτεί τας διορθώσεις της θείας του. Εάν ακολουθούσε την επιθυμίαν της, θα έπρεπε να ανατρέψει πλήρως το ιδικόν του άχαρες πρωτόλειον. Τι έπρεπε να πράξει;
 
Η γραφή είναι χώρος διλημμάτων και κρισίμων επιλογών. Η γηραιά κυρία, προφανώς γνωρίζουσα ετούτη την αλήθεια, αύξαινε επίτηδες τα διλήμματα και έθετε το ανεψίδι της ενώπιον κρισίμων προβλημάτων που αναφέρονται εις την ηθικήν της γραφής. Συγχρόνως η αντιφατική της στάση ήτο και μία αφορμή δια να οξυνθεί ο κριτικός νους του ανεψιού, ώστε ευθύς εξαρχής να εννοήσει, τας δυσκολίας και την προσωπικήν ευθύνην του ποιητού έναντι του έργου του. Μάθημα μέγα έδιδε εμμέσως εις τον ανεψιόν.
Πώς ακριβώς αντιμετώπισεν την προκλητικήν αντιφατικότητα της θείας του, και τί εν τέλει έπραξεν ο Βαγενάς δεν ήμεθα εις θέσιν να γνωρίζουμε.
Το πιθανότερον είναι ότι δεν απετόλμησε να επεμβεί εις τας διορθώσεις της θείας του, καθ’ ότι οικονομικά εξαρτημένος. Πάντως, ως μαρτυρείται, η γηραιά κυρία εχάρη πολύ την έκδοσιν και απήλαυσε την κριτική του Καραντώνη διά την «Βιογραφία» (4)  που εδημοσίευσε η «Νέα Εστία», αν και εν πολλοίς δεν συμφωνούσε με τον παλαιομοδίτικο λόγο του κριτικού και ειδικότερον με τις κριτικάς αναφοράς του περί «απαισιοδοξίας».
Όταν ο Νάσος Βαγενάς μετώκησεν εις το Καίμπριτζ(1974-1978), όπου εκπόνησε διδακτορικήν διατριβή με θέμα την ποίηση και την ποιητική του Γιώργου Σεφέρη (5), πάλιν ήτο η κρυφή εργασία της γηραιάς κυρίας που έδωκε πνοήν εις το πόνημα που αργότερον εθεωρήθη μεγίστη συνεισφορά εις την κατανόησιν του Σεφέρη.
Οι πολλοί, θεωρούν ότι ο ποιητής και κριτικός Νάσος Βαγενάς έγραψε την διατριβήν μόνος. Αποκαλύπτω ότι η βασική ιδέα ήτο της κατάκοιτης θείας του. Η επιθυμία της νεότητός της να γίνει χορεύτρια, απετέλεσε την αφορμήν και την βασικήν ιδέα της να συσχετίσει ως άριστη αναγνώστρια τον «χορό» με την σεφερικήν ποίησιν. Διότι ο Βαγενάς ουδεμίαν σχέσιν έχει με χορόν και με χορεύτριες. Αυτή εσχεδίασε και ανέπτυξε τας βασικάς γραμμάς της διατριβής και εμμέσως παρηκολούθει την πορείαν της εργασίας εμπλουτίζοντάς την διαρκώς με σοφάς παραπομπάς και με πλήθος παρατηρήσεων.
Τελικώς η διατριβή εξεδόθη και ο νεαρός ανεψιός το 1980 έγινε καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας εις το Πανεπιστήμιον της Κρήτης. Αλλά η γηραιά κυρία δεν επεθύμει διά τον ανεψιόν έδρα περιφερειακού πανεπιστημίου. «Εις τας Αθήνας, εκεί, εις τας Αθήνας » τον προέτρεπε «εκεί, ο κριτικός λόγος έχει μεγίστην δυνατότητα διαχύσεως». Και εκείνος  - διά να μην της χαλάσει χατήρι - το 1992 μετώκησεν οριστικώς ως καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η προτροπή της γηραιάς κυρίας και ιδιαιτέρως η επιδίωξίς της περί διαχύσεως του κριτικού λόγου, αποδεικνύουν επίσης την αντιφατικότητά της. Από τη μια η ίδια να σιωπά και ποτέ να μην παρουσιάζεται ευθαρσώς και αυτοπροσώπως ως κριτικός και, από την άλλην, να παρωθεί τον ανεψιόν να εισβάλλει εις τα κέντρα της κριτικής. Σίγουρα πρόκειται περί πονηράς και απολύτως σταθμισμένης μεθοδεύσεως, αν και την σημασίαν της δεν είναι δυνατόν εισέτι να την εκτιμήσομεν εις όλον της το βάθος. Πάντως η προτροπή της αποδεικνύει τουλάχιστον ότι η γηραιά κυρία είχεν αντιληφθεί την σημασίαν της πανεπιστημιακής κριτικής και την βαρύνουσα σημασίαν της εις την διαμόρφωσιν του κοινού γούστου. Και εμμέσως διετήρει - ποίος να το ηξεύρει- πόσας και ποίας φιλοδοξίας διά έμμεσον παρέμβασιν εις τα ποιητικά και κριτικά τεκταινόμενα.
Πάντως κατά τα έτη 1980 έως 2002 ο Νάσος Βαγενάς καταξιώθηκε ως ποιητής και δη από τους σημαντικότερους της επονομαζομένης γενιάς του Πολυτεχνείου ή άλλως γενιάς του ’70. Εξέδωκε πολλά ποιητικά βιβλία (6) . Η αλήθεια βεβαίως είναι ότι εκείνος απλώς έδιδε τα χειρόγραφά του αλλά η γηραιά θεία ήτο εκείνη η οποία ανελάμβανε την «μεταγραφήν». Μια γραία έδωσε τον τόνον εις ένα εκ των σημαντικοτέρων νεοελλήνων ποητών.  (7)
Και ευθύς τίθενται μια σειρά ερωτήματα διά τον φιλόλογον του μέλλοντος. Έως ποίου σημείου η ποίησις του Βαγενά ανήκει εις την γραφίδα του, ή είναι προϊόν του πνεύματος της θείας του;
Πώς η γηραιά κυρία κατάφερε να εκφράσει κατάκοιτος ούσα τον παλμόν της γενιάς του 70;
Ο Βαγενάς ηκολούθησε πλήρως τα χειρόγραφα της θείας του ή, εκ των υστέρων, δούλευε πάνω εις αυτά και, με δεδομένο ότι η θεία δεν διατηρούσε τα χειρόγραφα, απλώς της έκαμε το χατήρι λέγοντάς της (διά να της δώσει χαράν) πως εξέδιδε ό,τι εκείνη είχε γράψει, ενώ ο ίδιος έγραφε ό,τι τελικώς ήθελε;
Και διατί η γηραιά κυρία δεν απετόλμησεν ποτέ της να δημοσιεύσει μιαν ιδικήν της προσωπική ποιητική συλλογή;
Ιδού τα φιλολογικά προβλήματα.
Ο ίδιος ο Βαγενάς δεν απαντά. Τηρεί σιωπήν σφιγγός και χειρότερον ακόμη. Μειδιά και απαξιοί να δώσει εξηγήσεις.
Ας δούμε κάποια στοιχεία από κείμενά του (της): 
Εκδίδει το 1981 τη συλλογή «Τα γόνατα της Ρωξάνης». Και ερωτώ: Μήπως η Ρωξάνη είναι η νοσοκόμος της θείας του, και τα «γόνατα» δεν είναι άλλο τι παρά «σύμβολον» και επιθυμία μετακινήσεως μιας κατακοίτου;
Το ποίημα Καθαρές Κουρτίνες  (8)  μας εισάγει στον καθημερινό κόσμο της γηραιάς κυρίας. Γιατί, πώς είναι δυνατό ο νεαρός Βαγενάς να γνωρίζει από καθαριότητα και δη κουρτινών και κυρίως να εκφράζεται με στίχους ως «Μια βροχή πότε-πότε για να πλένει τα αισθήματα», δηλαδή διά πράγματα που μαθαίνονται μονάχα υπό το βάρος των χρόνων;
Το ποίημα Γένεσις  (9) θα μπορούσε να γραφεί μόνον από άνθρωπο που πάσχει και επέρασε το πλείστον της ζωής του μελετών τα του βίου του. Είναι δυνατόν αυτό να έχει συμβεί εις τον νεαρόν Βαγενά; «Δεν χρησιμοποίησα όλο το σκοτάδι μου σωστά», (είναι δυνατό να γνωρίζει, νέος ων, από σκοτάδι;), ή οι στίχοι «Ο αέρας κατεβάζει συνεχώς παγωμένες αναμνήσεις / Ας δούμε τι μας επιφυλάσσει το υπόλοιπο της Δημιουργίας.» (παγωμένες αναμνήσεις μόνο η θεία του μπορεί να έχει καθ’ ότι κατάκοιτος).
Αλλά τα κείμενα του Βαγενά θέτουν από μόνα τους μία σειράν επιπλέον κειμενικών προβλημάτων τα οποία σχετίζονται άμεσα με τα ερωτήματα που ήδη διατυπώθησαν:
Α)  «Ο ιδανισμός στα θέματα (με την έννοια της αναζήτησης του ωραίου, μέσω της χρήσης θεματικών μοτίβων όπως "λουλούδια", "σελήνη", "πουλιά", "άστρα", "κιθάρες", "άγγελος", κ.α.) συνδυάζεται, κατ' αντίθεση, με τη χρήση μιας διανοητικής γλώσσας, έντονες εκδηλώσεις της οποίας είναι εκφράσεις του δοκιμιακού λόγου». (10) Ποίος δεν αντιλαμβάνεται ότι αυτά τα μοτίβα δεν προσιδιάζουν καλύτερον εις ψυχοσύνθεσιν μιας γηραιάς κυρίας;
Β) «Στη σύνθεση των ποιημάτων συγκεράζεται η μικροσκοπική ματιά που καταγράφει στις λεπτομέρειές τους καθημερινά αντικείμενα και πράξεις και η μακροσκοπική όραση που συλλαμβάνει, μέσα από αισθητηριακές αφορμές, κυρίως μέσα από τον έρωτα, έννοιες αφηρημένες όπως ο θάνατος, η μοίρα και ο χρόνος. Αυτή η μετάβαση από έναν άμεσα βιωμένο φθαρτό κόσμο στο σύμπαν "του ουσιώδους και του διηνεκούς" δεν αποτελεί απότομη ρήξη, αλλά δημιουργικό βήμα» (11). Οι επιστολές της Ιφιγενείας Βαγενά αποκαλύπτουν τη «δημιουργική» σχέση της με τον θάνατο. Τελικώς είναι ιδέες του ανεψιού ή της θείας;
Γ) «Η κατάδειξη της φθοράς που επιφέρει ο χρόνος, η επαφή με τη φύση αντιμετωπίζονται με μια "ψυχρή" γραφή, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος του συναισθηματισμού.»(12)  Η «ψυχρή γραφή», που επισημαίνεται από τον Γαραντούδη, μήπως είναι τέχνασμα της Ιφιγενείας που προσπαθούσε με τον τρόπον αυτό να αποστασιοποιηθεί από τον ποιητικόν εαυτό της και να «μπει » εις το ποιητικόν «εγώ» του ανεψιού της;
Διά τούτο λέγω πως απαιτείται εις το μέλλον η κριτική να εντρυφήσει επί των κειμένων και να αποδώσει τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, δια να εννοήσουμε επιτέλους τι οφείλει ο Βαγενάς στη θεία του και τι η θεία  εις τον Βαγενά. Έως τότε - δυστυχώς - μόνον υποθέσεις δυνάμεθα να διατυπώσουμε.
Το γεγονός ότι τα έξι βιβλία μελετών και δοκιμίων (13)  πάνω σε θέματα της λογοτεχνίας και της λογοτεχνικής κριτικής τον έχουν αναδείξει σε έναν από τους σημαντικότερους σήμερα Έλληνες κριτικούς, δυσκολεύει την έρευνα. Διότι ενώ οι ποιηταί είναι ανυπεράσπιστοι, οι ποιηταί που είναι και κριτικοί είναι περίεργον είδος και αντλούν παράδοξον ισχύν. Ιδίως όταν με τα δοκίμια και τις μελέτες τους κερδίζουν την αναγνώρισιν έως και από την συντεταγμένην  πολιτείαν (14)   και κατά συνέπεια γεννούν ενδοιασμούς εις εκείνους που ήθελον σκύψει ερευνητικά εις τα έργα τους. Πόσο μάλλον όταν τίθενται τέτοιου είδους ζητήματα συνδημιουργίας (;) ποίησης μεταξύ «συγγενών».
Αποτολμώ να γράψω μίαν υπόθεσιν και μ’ αυτή να κλείσω.
Η λύσις κάποιων εκ των ζητημάτων που ετέθησαν ευρίσκεται ίσως εις το μόνον πεζόν που έγραψε ο Βαγενάς. Την περιβόητον «Συντεχνία» (15)   που εξεδόθη το 1976 αμέσως μετά την έκδοσιν της πρώτης του συλλογής  «Πεδίον του Άρεως».
Προφανώς τότε ο νεαρός Βαγενάς ευρίσκεται εις την δύσκολον θέσιν να επιλέξει τον τρόπον που θα χειριστεί την ποίησίν του σε σχέση με την ποίησιν της θείας του. Εις το εν λόγω πεζόν, λοιπόν, ενώ πουθενά δεν κάμνει λόγον για τη θεία του, επιλέγει να διεκπεραιώσει αντίστοιχον πρόβλημα διά της μυθοπλαστικής οδού.
Δημιουργεί τον εκ Δράμας αφανή ποιητή Μενέλαο Σοϊλελμετζίδη. Προφανώς δεν υπήρξε τοιούτος τις ποιητής.
Αλλά ποία η ανάγκη να εφευρεθεί είς ανύπαρκτος;
Ο Φρόϋδ ομιλεί δια την μετάθεσιν. Ε, λοιπόν ο Βαγενάς ουσιαστικώς μετέθεσεν το πρόβλημα των σχέσεών του με την ποίησιν της θείας του εις το εν λόγω αφήγημα. … Στην πραγματικότητα ο φανταστικός ποιητής  είναι η persona της θείας και ο ανώνυμος αφηγητής είναι ο ίδιος ο Βαγενάς.
Εμμέσως το αποδέχεται όταν λέγει εις την «Συντεχνία» (16) :  «Υπάρχουν άνθρωποι που αναγνωρίζουν τη φυσιογνωμία μου στην ανεπιτήδευτη απόδοση της γυναικείας ψυχολογίας…» (17)
Αλλ’ εκείνο που αποκαλύπτω -και είναι συγκλονιστικόν- είναι ότι ο Βαγενάς εις το εν λόγω κείμενον χρησιμοποίησε αυτούσια αποσπάσματα επιστολών της θείας του προς τον ίδιο και τα παρουσίασε (διά τας ανάγκας της μυθοπλασίας) ως σκέψεις του ανυπάρκτου ποιητού Μενελάου Σοϊλελμετζίδη. Ευτυχώς αντίγραφα των επιστολών διεσώθησαν τυχαίως από τον φιλόλογον Ξενοφώντα Κοκόλη όστις εις παραπεταμένον χαρτόκουτον ευρήκε πλήθος στοιχείων, όταν μετά τον θάνατον της γηραιάς κυρίας ηγόρασε το διαμέρισμά της και προέβη εις τον αναγκαίον καθαρισμόν. Ελπίζομεν κάποτε η έκδοσις των επιστολών να αποδείξει την στενήν πνευματικήν σχέσιν ανεψιού και θείας (αλλά θα αποτολμήσει ποτέ την έκδοσιν ο Ξενοφών;). Εκεί λοιπόν ο Βαγενάς παραθέτει συνεχόμενα αποσπάσματα δώδεκα επιστολών, πού καλύπτουν μια περίοδο τριάντα χρόνων ως δήθεν «πνευματική διαθήκη του ανυπάρκτου ποιητού Μενέλαου Σοϊλελμετζίδη»:
«Το ποιητικό μου έργο, δηλαδή ή σιωπή μου, ασχολείται με το πρόβλημα της ποίησης, ένα πρόβλημα πού δε θα υπήρχε αν η λογική της ποίησης είχε γίνει κατανοητή. . . Για να μιλήσω απλά : ο μοναδικός σκοπός του ποιητικού μου έργου είναι να δώσει ένα τέλος στην ποίηση... Γιατί ή ποίηση έχει βρει εύκολο καταφύγιο στη γλώσσα, κι αυτή είναι η πιο αποτρόπαιη πράξη της... Η γλώσσα είναι ικανοποιητικό μέσο αναπαράστασης μόνο όταν ασχολείται με τα εξωτερικά γεγονότα... Η γλώσσα δε μπορεί να ελπίζει πώς θ’ αποδώσει τα νοήματα του εσωτερικού κόσμου... Το μόνο που η γλώσσα μπορεί να εκφράσει είναι το «πώς» είναι η πραγματικότητα... Η γλώσσα δεν είναι σε θέση να εκφράσει το «τί» είναι η πραγματικότητα, πράγμα πού προσπαθούν (ή θά ’πρεπε να προσπαθούν) να πουν οι ποιητές... Στον κόσμο τα πάντα είναι όπως είναι και, συμβαίνουν όπως τυχαίνει να συμβούν. Αυτό πού τα κάνει να μην είναι συμπτωματικά δε μπορεί να βρίσκεται μέσα στον κόσμο• πρέπει να είναι έξω άπ' αυτόν... Η λύση στο πρόβλημα της ποίησης μέσα στο χώρο και το χρόνο πρέπει να βρίσκεται έξω από το χώρο και το χρόνο... Αυτό σημαίνει πώς υπάρχουν πράγματα που δεν μπορούν να ειπωθούν... Αυτό σημαίνει πως έπρεπε να πάψω να μιλώ...».
Πρόκειται -ξαναλέω- για αποσπάσματα των επιστολών της θείας προς το ανεψίδι της τα οποία ρίχνουν άπλετον φως τουλάχιστον εις το ερώτημα διατί η γηραιά κυρία ηρνήθη να εκδόσει ποτέ μίαν έστω προσωπικήν ποιητική συλλογή και να παρουσιαστεί αυτοπροσώπως ως ποιήτρια. Η γηραιά κυρία επίστευε βαθιά ότι: «Δεν υπάρχει άδοξότερος θάνατος από το να πεθάνεις διάσημος, πασίγνωστος για τους άλλους, και άγνωστος στον ίδιο σου τον εαυτό». Αυτό ήτο το τραγικόν μεγαλείον του βίου της: η καταφρόνησις μιας περίλαμπρης δόξας που απειλούσε να παραποιήσει το αληθινόν της πρόσωπο. Δεν ξέρω πολλούς που κατόρθωσαν να κατανικήσουν έναν τέτοιο πειρασμόν. Ξέρω πώς η θεία του Βαγενά είναι ένα αφανές πλην μέγιστο πνευματικό ανάστημα που επέλεξε να ομιλήσει πλαγίως μέσω του ανεψιού της. Και αυτή ταύτη η απόφασίς της αυτομάτως την μετατρέπει εις ένα πρόσωπον ακραίως διχασμένον και αντιφατικόν (εφόσον επέλεξε ταυτοχρόνως να γράψει και να μη γράψει)• ένα πρόσωπον σχεδόν μυθικόν, άξιον να το απαθανατίσει ένας Μπόρχες.

                                                                                                                                     ΘΩΜΑΣ ΨύΡΡΑΣ


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 (1) «Πεδίον του Άρεως», Αθήνα, Διογένης, 1974.

 (2) «Βιογραφία», Αθήνα, Κέδρος, 1978.

 (3) Αντίγραφον της επιστολής εσώθη τυχαίως εις χαρτόκουτο που ευρήκε ο φιλόλογος Ξενοφών Κοκόλης, όταν μετά τον θάνατον της κυρίας ηγόρασε το διαμέρισμα και προέβη εις τον αναγκαίον καθαρισμόν).

 (4) «… Η μέθοδος του Βαγενά είναι κοφτές εικόνες φαινομενικά ασύνδετες, αλλά που κλεισμένες σ' ένα στέρεο και στενό περίγραμμα, εξαναγκάζονται να συγκλίνουν προς μια ομοιογενή ποιητική διάθεση ή προς ένα αντίστοιχο νόημα. Το νόημα τείνει προς την εντυπωσιακή εμφάνιση, αστραπιαία πάντα, μιας σύγχρονης ρεαλιστικής πραγματικότητας που συγγενεύει με την "απομυθοποίηση". Μα η απομυθοποίηση, εκτός του ότι έγινε ένα είδος "πανάκειας ηθικών καταστροφών", δεν είναι παρά μια αφελώς ρομαντική φάση προς την άγονη άρνηση. Γιατί με την άρνηση δεν μπορείς να γνωρίσεις τίποτε, μια που καταργείς κάθε προϋπόθεση γνώσης.
Μα ο Βαγενάς, διδαγμένος από τον Σεφέρη, δεν αρνιέται. Ανιχνεύει γνωστικά αυτή την καινούρια πραγματικότητα, που σε τελευταία ανάλυση, δεν είναι δυνατό να διαχωριστεί από την ατομική του ποιητική πραγματικότητα. Κι η ατομική του ποιητική, διαθέτει νεύρο και λιτότητα, αλλά και ηρακλείτιο μάτι που συγκομίζει υποβλητική απαισιοδοξία: "Γιατί μακρύτερα; Αφού κανείς θα ξαναϊδεί τα ίδια τοπία."».  Ανδρέας Καραντώνης Περιοδ. Νέα Εστία Νο 108, 1980

 (5) «Ο ποιητής και ο χορευτής: Μια εξέταση της ποιητικής και της ποίησης του Σεφέρη», Αθήνα, Κέδρος, 1979.

(6) «Τα γόνατα της Ρωξάνης», Αθήνα, Κέδρος, 1981,.Σελ. 48
«Περιπλάνηση ενός μη ταξιδιώτη», Αθήνα, Κέδρος, 1986 Σελ. 56
«Η πτώση του ιπταμένου», Αθήνα, Στιγμή, 1989, Σελ. 64
«Βάρβαρες ωδές», Αθήνα, Κέδρος, 1992. Σελ. 48
«Η πτώση του ιπτάμενου β΄», Αθήνα, Παρουσία, 1997. Σελ. 24
«Σκοτεινές μπαλλάντες και άλλα ποιήματα», Αθήνα, Κέδρος, 2001. Σελ. 80

(7)«Αυτό που από μια πρώτη ματιά φαίνεται ότι ολοκλήρωσε ο Ν. Βαγενάς στα Γόνατα της Ρωξάνης είναι η δημιουργία μιας άκρως συνεκτικής, ποίησης. Επιβεβαιώνοντας μια ήδη από το παρελθόν διατυπωμένη πρότασή του για τη συγκινησιακή χρήση της γλώσσας, έρχεται να δει τώρα στην πράξη (και από αυτή την άποψη είναι ολοφάνερη η προσπάθειά του να φτάσει σε μια κατά τον δυνατόν πιο αποκαθαρμένη ποιητική εικόνα) σε πιο βαθμό μπορούν να αποδοθούν ποιητικά οι συναισθηματικές και οι αισθησιακές καταστάσεις που έχει περάσει ο άνθρωπος και που τις χρησιμοποιεί τώρα ως εναύσματα στις περιηγήσεις της μνήμης φαντασίας του…» Αλέξης Ζήρας, Γενεαλογικά» εκδ. Ρόπτρον 1989
«Για τον Βαγενά η έρις την οποία κάθε άνθρωπος αναπτύσσει με το είναι του είναι ένα πρόβλημα του χρόνου, όμως οι στίχοι του αναδίδουν μια παγανιστική επιθυμία υπέρβασης του χρόνου. Η αναζήτηση ενός αισθήματος θρησκευτικότητας ασφαλώς θα υπονόμευε αυτήν την ποίηση. Για τον ποιητή η ύπαρξη, "δώρο" θνητό, δεν είναι μια αναπότρεπτη πραγματικότητα, αλλά ένα μυστήριο προς εξιχνίαση. Η εξερεύνηση όμως αυτού του μυστηρίου δεν πραγματοποιείται μέσα από μεταφυσικές αναζητήσεις ή θρησκευτικές ψευδαισθήσεις αλλά γεννιέται και διεξάγεται μέσα από την ακριβή παρατήρηση των πλέον συνηθισμένων και κοινότοπων πράξεων και λέξεων. Θάνατος και χρόνος είναι το ίδιο πράγμα. Ο ίδιος ο χρόνος συχνά ταυτίζεται με τον θάνατο και η ζωή γίνεται μια καθημερινή εμπειρία θανάτου. Ο θάνατος είναι ο τελετάρχης της επικείμενης κηδείας μας. Η ζωτικότητα του έρωτα είναι μια ψευδαίσθηση της στιγμής: το αίτημα της αιωνιότητας μπορούμε να το εμπιστευθούμε στην ποίηση, που έχει την ικανότητα να εκμηδενίζει τον χρόνο.» Caterina Carpinato «Nasos Vaghenas,  Vagabondaggi di un non viaggiatore», Crocetti Editore, Milano 1997
«…Η ιδέα του Ν.Β. να ψάλει με τις Ωδές του την αναπότρεπτη φθορά μέσα από τη λατρεία και τον άκαρπο έρωτά του προς τη διπρόσωπη γυναικεία μορφή του κοσμικού και του γήινου συστήματος καταξιώνει αυτή τη φιλόδοξη σύνθεση και δίνει στον λόγο του και χάρη και νόημα ανώτερο από το πρωτογενές υλικό του. Πέρα από αυτό το γεγονός, οι "Βάρβαρες Ωδές" συνειδητά αναθερμαίνουν μιαν αναγνωρίσιμη ποιητική παράδοση και από αυτήν την άποψη βάζουν ορισμένα πράγματα στη θέση τους. Για το καλό του ίδιου το ποιητή αλλά και της νεοελληνικής ποιήσεως.» Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 24-1-1993
«Η έντεχνη διάσταση ανάμεσα στη συγκίνηση και τη λέξη είναι αισθητή ήδη από τα πρώτα ποιητικά βιβλία του Νάσου Βαγενά (Πεδίον του Άρεως, 1974 και Βιογραφία, 1978) προαναγγέλλοντας εκείνη την απόσταση που όλο και περισσότερο θα μεταφράζεται σε ειρωνεία, μια ειρωνεία που αναδιατάσσει τις αξίες της ζωής και της λογοτεχνίας. Ήδη αυτή τη φάση ο Βαγενάς αποδεικνύει την ικανότητα του να συγχωνεύει την ουσιαστικότητα τη συντεθειμένη από λέξεις που εκφράζουν πράγματα συνηθισμένα ή κοινότοπα με μιαν υπαινικτικότητα μόλις διαφαινόμενη, όμως αποκαλυπτική μεγάλων μυστικών. Η τάση του προς την ουσιώδη επιγραμματικότητα συμφιλιώνεται με την αποσπασματικότητα των πληροφοριών, οι οποίες ωστόσο εκβάλλουν σε μια διατύπωση αποκαλυπτική της αλήθειας. Η συνομιλία του με το λογοτεχνικό παρελθόν (ακόμη και στο παίξιμο του με λογοτεχνικές μορφές όπως εκείνες του σονέτου, του τριολέτου, του χάικου ή της ωδής - ένα βιβλίο του έχει τον τίτλο Βάρβαρες Ωδές, 1992) - διευρύνει το πεδίο των υπαινιγμών εμπλουτίζοντας σημαντικά το πολιτισμικό δίκτυο του επιχειρήματος του. Ταυτόχρονα η έκφραση του Βαγενά κερδίζει σε δραστικότητα με τόνους που βρίσκονται στο μεταίχμιο ανάμεσα στο σοβαρό και το παιγνιώδες, όπως στο ποίημα με τον ιταλικό τίτλο La forza del destino της συλλογής. Η πτώση του ιπτάμενου, β΄ (1997).» Mario Vitti «Storia della letteratura neogreca», Roma, Carocci Editore, 2001

 (8)

Αγάπες που αγαπώ και πάθη που επιτρέπω:
Ένας ζεστός καφές το πρωί.
Το διάβασμα (όσο γίνεται πιο αργά) της εφημερίδας.
Μια βροχή πότε-πότε για να πλένει τα αισθήματα.
Το χώμα στα καινούργια σου τακούνια.
Η θάλασσα το απόγευμα με λίγη συννεφιά.
Γαρίφαλα. Πολλά γαρίφαλα.
Ακόμη:

"Ο άνθρωπος που πηδάει πάνω απ' την πόλη" του Σαγκάλ.
Ν' ανεβαίνω παλιά ξύλινα σκαλοπάτια.
Το χέρι μου στο στήθος σου.
Κάποια ποιήματα του Καβάφη.
Όμως κυρίως το χέρι μου στο στήθος σου. 

(9)
Δεν χρησιμοποίησα όλο το σκοτάδι μου σωστά
Ούτε το λευκό που είχα στοιβάξει στο στήθος.
Κομμάτια σύννεφα αιωρούνται στο διάστημα.
Ο αέρας κατεβάζει συνεχώς παγωμένες αναμνήσεις.
Ας δούμε τι μας επιφυλάσσει το υπόλοιπο της Δημιουργίας.
Είμαστε ακόμη κάπου στη μέση της τρίτης μέρας. Μόλις
έχει αρχίσει να λειτουργεί το φως.
Το χώμα δεν έχει καλά - καλά κρυώσει.
Και φυσικά ούτε λόγος
για γαλάζιο. Βλέπω
τον αγαθό Θεό ανάμεσα σε δύο φτερωτά
λιοντάρια να σκαλίζει με το σκαρπέλο του σκοτεινά κοράλλια.
Εσύ δεν έχεις ακόμη γεννηθεί
ούτε βέβαια το τρυφερό σου σώμα.
Ως εκ τούτου ο κήπος της Εδέμ
δεν έχει λόγο υπάρξεως.
Ούτε ωραία δέντρα. Ούτε ζεστά πουλιά.
Ούτε φρούτα γλυκά που φουσκώνουν και σκάνε.
Το φίδι μόνο κινείται άπραγο. Σιωπηλό
μέσα σε μια παρωδία χρωμάτων.
 
(10) «O Ποιητής Νάσος Βαγενάς» Ευρυπίδης Γαραντούδης, Επίκουρος καθηγητής, Παν/μιο Κρήτης

(11) στο ίδιο

(12) στο ίδιο

(13) «Ο λαβύρινθος της σιωπής: Δοκίμιο για την ποίηση», Aθήνα , Κέδρος, 1982
«Η εσθήτα της θέας: Σημειώσεις για τη ποίηση και την κριτική». Αθήνα, Στιγμή, 1988.
«Ποίηση και μετάφραση» Αθήνα, Στιγμή 1989
«Η ειρωνική γλώσσα: Κριτικές μελέτες για την νεοελληνική γραμματεία», Αθήνα, Στιγμή, 1994
«Σημειώσεις από το τέλος του αιώνα», Αθήνα Κέδρος, 1999.

 (14) Το βιβλίο του Βαγενά  «Η Ειρωνική Γλώσσα», βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Κριτικής το 1995.

(15) «Η συντεχνία», Αθήνα, Κέδρος, 1976, σ. 29

(16) Ακόμη και η επιλογή της λέξεως «Συντεχνία» αποδίδει κάποια συνεργατικήν σχέσιν (συν+τέχνη). Να είναι κι αυτό τυχαίον;

(17) δες Νάσος Βαγενάς, Συντεχνία, «Μενέλαος Σοϊλελμετζίδης (1889-1955)», εκδ. Κέδρος, Αθήνα, σ.29

Δημήτρη Χατζηκωνσταντίνου : TERRA SANTA

Το διήγημα είναι από τη φύση του μια εξιστόρηση που βασίζεται σε ένα κεντρικό επεισόδιο κι ολόγυρά πλέκονται επιμέρους συμβάντα η παρουσία των οποίων χρειάζεται ίσα για να αναδειχτεί το κεντρικό συμβάν το οποίο είναι καθοριστικό για τη ζωή των διηγηματικών ηρώων.
Τονίζω αυτό το χαρακτηριστικό γιατί περιγράφει κατά τον καλύτερο τρόπο το τι έχει να περιμένει ο αναγνώστης που παίρνει στα χέρια του τη συλλογή με τα 10 διηγήματα του Δημήτρη Χατζηκωνσταντίνου.
Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος η δομή των διηγημάτων του ακολουθεί αυτόν ακριβώς τον κανόνα, τον δοκιμασμένο από παλιά στην ελληνική διηγηματογραφία, μόνο που καταφεύγει σε μία ανεπαίσθητη μετάθεση που από μόνη της αλλάζει το κέντρο βάρους της διήγησης: ο συγγραφέας δημιουργεί ένα αφηγητή, τη φωνή του οποίου ακούμε να μας απευθύνει το λόγο. Έτσι ενώ εξιστορούνται τα βάσανα τρίτων προσώπων –των διηγηματικών ηρώων-  το βάρος πέφτει στις επιπτώσεις του δράματος πάνω στον αφηγητή. Δηλαδή πρόκειται για μια ουσιαστική συναισθηματική μετατόπιση από τον ήρωα στον πλαστό αφηγητή. Κι αυτό αποτελεί μια ουσιαστική ιδιαιτερότητα του Δημήτρη Χατζηκωνσταντίνου. Δηλαδή δημιουργεί ένα κλασικό διήγημα μόνο που το βάρος μετατοπίζεται στην πλευρά του αφηγητή ο οποίος διατηρεί για τον εαυτό του το δικαίωμα της κριτικής και του χαρακτηρισμού των εξιστορούμενων πράξεων.
Αυτό σημαίνει πως ο αφηγητής δημιουργεί λόγο επιχειρηματολογίας, αξιολογικού μάλιστα τύπου, όχι από τη θέση ενός ουδέτερου σχολιαστή, αλλά από την κεκτημένη ενέργεια του εμπλεκόμενου προσώπου.

Αλλά ας έρθουμε μετά από αυτή την δομικού τύπου επισήμανση στη θεματική  του Χατζηκωνσταντίνου.
Στο διήγημα «Η μάνα» το θέμα είναι η διαρκούσα μητρική αγάπη για το χαμένο γιο, μια αγάπη όμως παθολογική για το νεκρό πλέον γιο.
Στο διήγημα «Το στοίχημα» το θέμα είναι τα ναρκωτικά. Ο πατέρας πέφτει στα ναρκωτικά για να σώσει το γιο. Η σωτηρία έρχεται, αλλά κανένα από τα πρόσωπα του οικογενειακού δράματος δεν μένει αλώβητο και κανένα δεν είναι όπως ήταν παλιότερα.
Στο «Ζωή σ’ ασπρόμαυρο φόντο», ένα εξαιρετικό κείμενο (λες κι έρχεται από τη γραφίδα του Δημοσθένη Βουτυρά), ο αφηγητής δάσκαλος αναφέρεται στη ζωή της φτωχής μαθήτριας , κόρη μιας πόρνης.
«Το δώρο» -το οποίο θεωρώ ως αριστουργηματικό κείμενο- αναφέρεται σε ένα μυστικό, ένα δώρο έκπληξη που καταλήγει να γίνει η αιτία θανάτου στην άσφαλτο.
Στο διήγημα «Terra Santa»  το θέμα είναι η επαναλαμβανόμενη σύγκρουση των γενεών. Παρακολουθούμε ένα νεαρό Νοτιοϊταλό να συγκρούεται με τον πατέρα του  και να φεύγει από το σπίτι. Περιπλανιέται από δω κι από κει και τελικά  κατασταλάζει σ’ ένα νησί του Αιγαίου όπου παντρεύεται και ανοίγει την ταβέρνα Terra Santa . Τα χρόνια περνούν και τελικά η ιστορία επαναλαμβάνεται με το φευγιό του γιού του από το σπίτι...
Στο διήγημα «Η γοητεία του αδιέξοδου» ο αφηγητής μετά το θάνατο της γυναίκας του  και μια περίοδο βασανιστικής μοναξιάς προσπαθεί να στήσει ένα ερωτικό δεσμό με μια εντυπωσιακή κοπέλα. που μοιάζει να ανταποκρίνεται. Αλλά ένα ζεϊμπέκικο θα μαρτυρήσει το αίνιγμα της ερωτικής προδιάθεσης της ωραίας γυναίκας.
Στο διήγημα «Το κινητό τηλέφωνο» ο τακτικός και μετρημένος λογιστής μεταμορφώνεται. Αιτία είναι ο έρωτάς του προς μία πλούσια χήρα.. αλλά δεν σταματά εδώ… προχωρεί σε πράξεις που ενδιαφέρουν την αστυνομία… Σταματώ εδώ γιατί δεν θέλω να μαρτυρήσω σε όσους δεν έχουν διαβάσει το κείμενο τη λύση της αστυνομικής αυτής ιστορίας…
Στο διήγημα  «Μια ερωτική ιστορία» ένας πενηντάρης ερωτεύεται και ζητάει φορτικά από το φίλο του συγγραφέα να γράψει την προσωπική του περιπέτεια.
Η «Ηλεκτρονική ατζέντα» έχει ως θέμα τη πιεστική μνήμη που αναζητά σημεία και χρονικούς τόπους για να ξεπηδήσει με τη μορφή της βιωματικής αφήγησης. Το κειμενικό είδος του ημερολογίου μετατρέπεται εδώ με τη βοήθεια της ηλεκτρονικής ατζέντας σε ένα memorandum και πλέον μας παραδίδει τα σημεία του χρόνου ως πεδίο ασκήσεων της μνήμης. Πρόκειται για εξαιρετικό αφηγηματικό εύρημα.
Τέλος στα «Συναπαντήματα», το τελευταίο διήγημα της συλλογής, από την ετυμολογία της λέξης «συναπαντήματα» οδηγούμαστε στην τέλεση πράξεων των όσων οι λέξη υπονοεί. Άλλωστε  «Απάντησις» σημαίνει στα αρχαία Ελληνικά «συνάντησις».


Είναι φανερό ότι τα δέκα διηγήματα  δεν είναι οργανωμένα ολόγυρα από ένα κεντρικό θέμα. Η θεματική του Χατζηκωνσταντίνου ποικίλει.. Όλα τους όμως αντλούν το θέμα τους από το σήμερα. Αυτό ίσως για κάποιους να μην σημαίνει τίποτε, αλλά είναι βασικό ζητούμενο και της ρεαλιστικής γραφής αλλά και σαφές αξιολογικό κριτήριο. Σκεφτείτε ότι ακόμη και σήμερα η ελληνική διηγηματογραφία της τελευταίας παραγωγής εξακολουθεί να είναι γεμάτη από ιστορίες του πολέμου, της κατοχής, της αντίστασης, του εμφύλιου (η Ιστορία παρούσα και σχεδόν παγωμένη σε μια συγκεκριμένη περίοδο). Το να γράφεις για το σήμερα, για το τροχαίο ατύχημα, την ηλεκτρονική ατζέντα, το στοίχημα είναι από μόνο του μια προσπάθεια να κατανοήσεις τον κόσμο σου. Και η λογοτεχνία είναι όπως και να το κάνουμε η δρώσα και η πλέον καταλυτική γνώση για τον κόσμο μας. Στα κείμενα λοιπόν του Χατζηκωνσταντίνου έχουμε την κυριαρχία μιας συνείδησης που τροφοδοτείται από τα στοιχεία του κόσμου στον οποίο κινείται. Σ’ εμάς η συνείδηση εκφράζεται μέσα από το λόγο που αρθρώνει ο αφηγητής του σε κάθε διήγημα. Είναι η συνείδηση του  εσωτερικού εμιγκρέ ο οποίος από Θεσσαλός μετατρέπεται σταδιακά σε Κρητικό, είναι ο νεοαστός πρώην γιος αγρότη που ζει πλέον στις γειτονιές μιας μεγαλούπολης. Αυτός ο άνθρωπος-αφηγητής έχει να καταθέσει πολλά γιατί - γενικεύοντας- είναι ο κυρίαρχος της σημερινής ελληνικής κοινωνίας. Η δική του λογοτεχνική κατάθεση είναι εκείνη η οποία θα δώσει την προοπτική μιας νέας θεματικής και θα μας ανοίξει σε θέματα που ενώ υλοποιούνται γύρω μας ως ζωή δεν μετουσιώνονται ακόμα σε θέματα της λογοτεχνίας. Ο εσωτερικός μετανάστης για παράδειγμα με την διχασμένη ματιά δεν πέρασε στη λογοτεχνία μας. Όπως βέβαια  δεν πέρασε στη λογοτεχνία μας ακόμα ο ξένος μετανάστης και ο απόλυτα ενσωματωμένος γιος του, ή ο νεαρός που ζει σε ένα χωριό το οποίο καθημερινά ρημάζει ενώ εκείνος δεν έχει ελπίδα διαφυγής … αυτά είναι τα θέματα του σήμερα…
Κι όποιος καταθέτει με τη λογοτεχνική γραφή του, τη δική του συνείδηση και τη δική του ματιά για τέτοια φρέσκα θέματα είναι από μόνος του αξιοπρόσεκτος.

Αλλά ο Χατζηκωνσταντίνου είναι ποικίλος και για ένα άλλο λόγο. Δοκιμάζει τη γραφή του σε μια ποικιλία κειμενικών ειδών. Στη συλλογή  θα συναντήσουμε λογής μορφές κειμένων οι οποίες ειρήσθω εν παρόδω έχουν και διαφορετικές τεχνικές απαιτήσεις και σας πληροφορώ ως άνθρωπος που ασχολείται με το γράψιμο ότι δεν είναι διόλου εύκολο σε οποιονδήποτε συγγραφέα να περνάει από τη μία μορφή στην άλλη. Υπάρχουν λοιπόν στη συλλογή   το αστυνομικό διήγημα –σαν αυτά του ιταλού Καμιλιέρι-, το κλασικό κοινωνικό διήγημα όπως το έχτισε ο Βουτυράς, το  λεξιστικό κείμενο πουυ μοιάζει σαν να προέκυψε από τον κύκλο των λατινοαμερικάνων ουλτριστών, το ημερολόγιο, το αγγλικής έμπνευσης short story…   Η ποικιλία και το ανακάτεμα των κειμενικών ειδών είναι προδιαγραμμένη από το γεγονός ότι η μορφή αγωνίζεται να απαντήσει στην ποικιλία της θεματικής. Η μία συμπαρασέρνει την άλλη. Και αυτό πρέπει ο αναγνώστης να μην αιφνιδιαστεί και να την αντιμετωπίσει ως «πρόκληση» και ως κέντημα στη συνείδηση που προσλαμβάνει..

Και μια και ήρθαμε στην πρόσληψη των διηγημάτων από τον αναγνώστη, δηλαδή από εσάς, πρέπει να σας θυμίσω κάτι. Ο Περίανδρος από την Κόρινθο, που ήταν ένας από τους επτά σοφούς, μας άφησε μία ρήση: «Μελέτα το παν».
Μελέτη δε σημαίνει σχολικό διάβασμα. Σημαίνει σκέψη και φροντίδα, μέλημα. Το «παν» δεν είναι ένα άθροισμα όπως είναι συμμαζεμένο στην πιο μεγάλη εγκυκλοπαίδεια, το «παν», είναι η ζωντανή σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο. Εκεί κρίνεται ο άνθρωπος και πιο πολύ από όλους κρίνεται ο συγγραφέας . Γιατί ο συγγραφέας μέσα στον κόσμο, είναι ριγμένος έτσι κι αλλιώς στην περιπλάνηση. Για να δώσει απάντηση πρέπει να περιπλανηθεί και να βρει πρώτα το ερώτημα. Αλλά ξέρει ότι το ερώτημα δεν το θέτει εκείνος! Αυτός το διατυπώνει με το έργο του και το διατυπώνει αινιγματικά, υπαινικτικά στις θεματικές του επιλογές και στην συγκρότηση του λόγου του- γιατί έτσι συμβαίνει με την τέχνη. Γιαυτό και οι απαντήσεις των συγγραφέων και των ποιητών μένουν ανοιχτές και προκλητικές νοημάτων, δηλαδή απαντήσεων από την πλευρά του κάθε αναγνώστη.
Θα ήταν καλό να διαβάσετε τα διηγήματα του Χατζηκωνσταντίνου όχι σαν «ιστορίες», σαν σύντομα αφηγηματικά συμβάντα, μένοντας στην πρώτη εντύπωση, αλλά ως μια συλλογή που περιπλανιέται στο λόγο για να βρει το ερώτημα και σαν το βρίσκει να διατυπώσει την απάντηση της τέχνης.
Χρειάζεται ο αναγνώστης να έχει μόνιμα κατά νου ότι ο Δημήτρης  Χατζηκωνσταντίνου στα διηγήματά του κυνηγά εμ το ερώτημα εμ την απάντηση… 
Αν δεν το διαβάσετε μ’ αυτό τον τρόπο θα αδικήσετε σίγουρα το βιβλίο…
Λάρισα 18 Νοεμβρίου 2004                                                                                        ΘΩΜΑΣ ΨύΡΡΑΣ

Γιώργος Α. Χατζηλάκος : Η πολυδιαβασμένη Ντόρις και η αγράμματη Σούζι


Τα βιβλία που σε δυσκολεύουν είναι τα βιβλία των ανθρώπων που γνωρίζεις. Δίχως να το θέλεις δεν είσαι ποτέ ένας απλός αναγνώστης. Είσαι ένας αναγνώστης που θαρρεί πως είναι αρκούντως υποψιασμένος κι έτσι συχνά λειτουργεί με μια διάθεση κουτσομπολίστικη ή με μια προδιάθεση να ανακαλύπτει και να φαντάζεται πίσω από τις λέξεις τον άνθρωπο.
Βέβαια ποτέ ο συγγραφέας δεν είναι ο απόλυτος παρών. Χωρίς να είναι απών εντούτοις έχει τον τρόπο του να διαφοροποιείται. Αλλά δεν είναι διόλου εύκολο να κάνεις αυτή τη διαφοροποίηση…
Ξέροντας ότι θα αντιμετώπιζα με τον εαυτό μου μια τέτοια αναγνωστικά «μπερδεμένη » κατάσταση πήρα απόφαση να διαβάσω το βιβλίο τρεις φορές πριν να παρουσιαστώ μπροστά σας. Και μάλιστα έβαλα εξαρχής τις προδιαγραφές των απανωτών αναγνώσεων :
- το πρώτο διάβασμα θα ήταν για τον άνθρωπο, να διακρίνω τον κυρ-Γιώργο, αλλά και να διασταυρώσω πιθανώς κάποια μυθιστορηματικά πρόσωπα με τα αντίστοιχα υπαρκτά
- το δεύτερο διάβασμα ήταν για να συσχετίσω τα μυθιστορηματικά γεγονότα με τα ιστορικά δεδομένα μια και πρόκειται ουσιαστικά για την περίοδο της γερμανικής κατοχής στην Θεσσαλονίκη και συγκεκριμένα στη δράση του φοιτητικού της ΕΠΟΝ.
- η τρίτη ανάγνωση ήταν  για το φιλολογικό του πράγματος, όπου πλέον ο στόχος μου ήταν να επισημάνω - γιατί δεν γίνεται να εξαντλήσω – μια σειρά σημεία που αξίζει κατά την γνώμη μου να προσεχτούν έτσι ώστε να διευκολύνουν την απολαυστική ανάγνωση από τη δική σας πλευρά. Άλλωστε αυτός νομίζω ότι πρέπει να είναι και μια παρουσίαση ενός βιβλίου.

Και θα μου έλεγε με εκείνο το τσεκουράτο ύφος που δε σήκωνε και πολλά πολλά : «Αντε! ας προχωρήσουμε επί της ουσίας!»

Ας δούμε σε γενικές γραμμές την ιστορία, το story πάνω στο οποίο βασίζεται το έργο.
Χώρος η Θεσσαλονίκη,  την περίοδο της γερμανικής κατοχής.
Στην οδό Αγγελάκη κοντά στο Συντριβάνι, λειτουργεί ένας «κρυφός» οίκος ανοχής τον οποίο διευθύνει η μαντάμ Σούζυ. Εκεί συχνάζουν μια παρέα νεαρών φοιτητών του Αριστοτελείου, όλοι τους μέλη της φοιτητικής ΕΠΟΝ,  οι οποίοι εκτός των σωματικών ηδονών και απολαύσεων χρησιμοποιούν το συγκεκριμένο σπίτι για χώρο συνωμοτικών συναντήσεων αλλά και ως μια «ιδανική» γιάφκα για τα σύνεργα της αντιστασιακής δράσης. Εκεί εργάζεται και η Μαργαρίτα. Η ωραιότερη ανάμεσα σε όλα τα κορίτσια του ιδρύματος…
Οι άντρες που μπαινοβγαίνουν σ’ αυτό το σπίτι είναι μιας κάποιας κοινωνικής θέσης. Πρόκειται για σπίτι «καθωσπρέπει», κι όχι σαν εκείνα της οδού Ειρήνης ή της Μπάρας…
Εδώ συχνάζει  και ένας γερμανός αξιωματικός από τη Βιέννη, αριστοκρατικής καταγωγής και με σημαντική ανθρωπιστική παιδεία. Ο Χανς Φίσερ ομιλεί άψογα ελληνικά Οι νεαροί τον υποψιάζονται ότι είναι βαλτός να ψαρεύει κουβέντες κι ότι τελικός του σκοπός είναι να διαλύσει την ΕΠΟΝ και να συλλάβει τους ηγέτες της και κυρίως τον Νίκο Μπαλλή, το γυαλάκια της Φιλοσοφικής.
Ο Χανς Φίσερ ζητούσε πάντα την ίδια γυναίκα, τη Μαργαρίτα. Η αλήθεια είναι όμως πως ποτέ δεν ολοκλήρωνε μαζί της τη συνεύρεση γιατί ήταν «ελλειμματικός» και είχε φοβία με τις γυναίκες. 
Μια βραδιά λοιπόν ο Χανς ζήτησε από τη ματρόνα να συνοδεύσει την Μαργαρίτα έξω για λίγες ώρες στο κέντρο στα Κούτσουρα του Δαλαμάγκα που εκείνο τον καιρό τραγουδούσε ο Τσιτσάνης…
Στην πραγματικότητα είχε τις πληροφορίες του για μια συνάντηση που επρόκειτο να λάβει χώρα στο εν λόιγω κέντρο και χρειαζόταν την κοπέλα ως κάλυψη…
Όμως ο γυαλάκιας, εκείνος που περίμενε ο Χανς, ειδοποιήθηκε έγκαιρα και δεν ήρθε. Ήρθε όμως ο «Κουρσάρος», ένα ιδιαίτερα χαρισματικό παληκάρι, τότε οργανωμένος στη «Φιλική» συμφοιτητής των θαμώνων του οίκου ανοχής, αλλά όχι και σύντροφος στις ηδονές τους – τώρα πλέον καθηγητής του Αριστοτελείου…  Εκείνο το βράδυ ο Κουρσάρος θα συναντήσει τη ματιά της Μαργαρίτας [σελ80]
Εκείνη η συνάντηση θα είναι μοιραία. Η Μαργαρίτα θα ερωτευτεί κεραυνοβόλα το νεαρό και θα πάψει να δέχεται πλέον πελάτες. Η σχέση τους τελικά θα ολοκληρωθεί.
Η μαντάμ Σούζυ δεν θα αργήσει να αντιληφθεί ότι η Μαργαρίτα είναι ερωτευμένη. Θεωρεί ότι η παρουσία του νεαρού της χαλάει το μαγαζί και τον διώχνει «να μην ξαναπατήσει».
Σε όλο αυτό το διάστημα ο Χανς ήταν απασχολημένος με τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης και δεν είχε επισκεφτεί καθόλου το σπίτι της μαντάμ Σούζυς. Έτσι δεν είχε πληροφορηθεί τον έρωτα της Μαργαρίτας…
Ο Κουρσάρος μαζί με άλλους 143 λίγο μετά το γεγονός της αποπομπής του, συνελήφθη και τους μετέφεραν στη Σταυρούπολη, στο στρατόπεδο Παύλου Μελά.
Η Μαργαρίτα τρελλαμένη από την αγωνία και συνοδευμένη από την μαντάμ Σούζυ πηγαίνουν και στήνονται έξω από τα σύρματα του στρατοπέδου με τους άλλους συγγενείς των παλληκαριών να μάθουν νέα για την τύχη τους.
Η μαργαρίτα θα φύγει από το σπίτι. Όμως ο Χανς θα κινήσει γή και ουρανό και θα την βρει. Δεν γνωρίζει τίποτε από όσα μεσολάβησαν. Θα της ζητήσει να γίνει γυναίκα του και να πάει μαζί του στη Βιέννη. Η μαργαρίτα θα δεχτεί με τον όρο να αποφυλακιστούν οι κρατούμενοι φοιτητές. Κι ο Χανς δέχεται. Και κρατάει το λόγο του .
Η Μαργαρίτα θα δει από μακρυά για τελευταία φοράτον άντρα που αγάπησε να περπατάει στην προκυμαία της Θεσσαλονίκης με ένα φίλο του.
Μέγα Σάββατο του 1943 η Μαργαρίτα θα φύγει με τον Χανς Φίσερ για τη Βιέννη με την αμαξοστοιχία που μετέφερε αξιωματικούς της Βέρμαχτ.
Πριν ακόμα περάσουν τα σύνορα η Μαργαρίτα θα αισθανθεί ζαλάδες. Ο γιατρός που την εξετάζει θα διαπιστώσει την εγκυμοσύνη. Η Μαργαρίτα κουβαλά στην Βιέννη το παιδί του Κουρσάρου
Ο Χανς που δεν γνώριζε την αλήθεια ήταν περήφανος που θα γινόταν πατέρας. Εκεί όμως στα στενά του Ντεμιρ Ισάρ , στο σταθμό της Κλεισούρας, άγνωστο από ποια παρόρμηση παρακινημένη η Μαργαρίτα θα ζητήσει να περπατήσει λίγο για να ξεμουδιάσει. Θα προσπαθήσει να διαφύγει γυρνώντας πίσω σε μια εμπορική αμαξοστοιχία που προχωρά με κατεύθυνση τη θεσσαλονίκη. Ο Χανς θα την αντιληφθεί και μεμιάς θα τα καταλάβει όλα. Εκεί θα τη σκοτώσει. [σελ. 134] 

Αυτή σε γενικές γραμμές είναι η κεντρική ιστορία, εκείνη που κρατεί το βιβλίο. Όμως το βιβλίο δεν είναι αυτό που μόλις ακούσατε.
Ο Χατζηλάκος καταφεύγει σε ένα τέχνασμα το οποίο είναι καθοριστικό για τη μορφή και το περιεχόμενο του αφηγημένου λόγου.
Η ιστορία που σας παρουσίασα γραμμικά βάζοντας τα γεγονότα της σε χρονική τάξη, ακούγεται –προσέξτε το ρήμα – ακούγεται σε άλλο χρόνο και σε άλλο χώρο από κάποιον αφηγητή ο οποίος δεν κατονομάζεται. Αυτός ο αφηγητής στέλνει το αφήγημα στον φίλο του Φιλόλαο στο Παρίσι. Πρόκειται για ένα αφηγητή «ρεαλιστή», «τεχνολόγο», «υπηρέτη των θετικών επιστημών», «γεωπόνο» ο οποίος παρουσιάζεται στο σήμερα, στο δικό μας χρόνο, στο τώρα,  ως φοιτητής που θαυμάζει απεριόριστα τον καθηγητή του τον Κουρσάρο. Αυτός λοιπόν μιλά, αυτουνού η φωνή ακούγεται,  αυτός σχολιάζει κι αυτός πληροφορεί τον μακρινό του δέκτη. Έτσι εξαρχής το μυθιστόρημα δομείται σε βάση επικοινωνιακή ως μονόλογος ενός προσώπου το οποίο έχει σκοπό την πληροφόρηση ενός φίλου του.
Άλλωστε ο θαυμασμός του σημερινού φοιτητή για τον καθηγητή του αποτυπώνεται και στον τίτλο του μυθιστορήματος. «Η πολυδιαβασμένη Ντόρις» δεν είναι πρόσωπο του μύθου αλλά μια εμμονή αναλογικού τύπου του αφηγητή –φοιτητή που βλέπει τον Κουρσάρο σαν εκείνους τους άντρες που περιγράφει η συγγραφέας Ντόρις Λέσσιγκ στο Σημειωματάριό της - εκείνους τους ηδονικούς άντρες που έχοντας   μιαν αδέξια ανυπόμονη ταπεινοφροσύνη εντούτοις διατηρούν μια αλαζονική δύναμη που τους επιτρέπει με την παρουσία τους και μόνο να κυριαρχούν οι ποθητοί… Αντιλαμβάνεστε ότι αναφέρεται  με τα λόγια της Λέσιγκ και με αντίστοιχα λόγια της μαντάμ Σούζυς στην καταλυτική παρουσία του Κουρσάρου…

Όμως οι πληροφορίες που μεταδίδει στον φίλο του Φιλόλαο τις έχει πάρει από λογής πηγές . Η κυριότερη πηγή του είναι ο κοινός φίλος τους ο Κώστας Πρίντζιπας που κατάφερε να παρασύρει τον κύριο Κοντούλη, αδερφικό φίλο και παλιό συμφοιτητή του καθηγητή του Κουρσάρου σε μιαν αφήγηση  διαρκείας. Έχουμε λοιπόν μια άλλη αφήγηση μέσα στην προηγούμενη. Και δεν τελειώνουμε εδώ.
Όσοι μπορούν να φανταστούν την τέχνη του ψηφιδωτού μπορούν εύκολα να κατανοήσουν αυτό που υλοποιεί ο Χατζηλάκος. Πάνω στο σώμα της κύριας ιστορίας κεντιούνται αναρίθμητες μικροιστορίες, παρεκβάσεις, πισωγυρίσματα, προλήψεις που οργανώνουν τελικά μια πινακοθήκη ή ένα συμφωνικό «κείμενο»: οι προσωπικές ιστορίες της Σούζυς, της Θάλειας, της συμφοιτήτριάς  Ρόζης, του Τσιάρα, του Μπαλλή, του… μέτρησα πάνω από σαρανταδύο επιμέρους τέτοιες μικροϊστορίες. Αληθινό ρεκόρ!
Και μια επισήμανση :
Όταν στο τέλος του βιβλίου ο φίλος του Κουρσάρου, ο κύριος Κοντούλης, αφηγείται στον Κώστα Πρίντζιπα, πως ψηλά στο Καρπενήσι συνάντησε μετά από 15 χρόνια τον Κουρσάρο  κι αρχίζει η διήγηση της ζωής ταιριάζοντας τις αναμνήσεις και τις καινούργιες πληροφορίες κλείνοντας το ψηφιδωτό της ζωής τους… Είναι το πλέον συνταρακτικό κείμενο που διάβασα…

Αλλά θαρρώ ότι κατάλαβα γιατί το έκανε.
Ο κυρ Γιώργος δεν ήθελε  να πει μια ιστορία ενός ερωτικού τριγώνου σε μιαν δύσκολη εποχή. Τέτοια ήταν έξω από τη φτιασιά του… 
Κυρίως ήθελε να στήσει μια πινακοθήκη στάσεων και συμπεριφορών δηλαδή να αποδώσει το ήθος της εποχής.

Γιαυτό και εντελώς παράξενο και «άτοπο» για μυθιστόρημα δηλώνει ότι πρόκειται για : «μαρτυρίες από τα χρόνια εκείνα τα δύσκολα και ηρωικά για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι.» 
Ενώ λοιπόν ξεκινά από μια τέτοια διδακτική διάθεση  συγκροτεί ένα κλασικής δομής μυθιστόρημα που υλοποιεί τη διδαχή της πέρα από την ομολογημένη του πρόθεση. Τελικά ο κυρ Γιώργος πονηρά μας έκλεισε το μάτι. Δεν έγραψε μαρτυρίες αλλά ένα παλίμψηστο κείμενο που μας αφορά όλους..

Προσπάθησε  να μας δείξει πώς η ζωή είναι μια αινιγματική απάντηση  και ότι είμαστε και εμείς μέλη αυτής της αινιγματικής απάντησης  και επομένως μπορούμε εντός και απέναντί της να σταθούμε με περισσότερη φιλικότητα και κατανόηση για τη δύναμη και την αδυναμία μας, για το τυχαίο και το αναπόφευκτο.
Κι αυτό ο κυρ Γιώργης το κατάφερε…

Λάρισα  2004                                                                                                           ΨύΡΡΑΣ ΘΩΜΑΣ 

Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

Φωτογράφος στον κάμπο


του φίλου μου φωτογράφου Φώτη Νατσιούλη

« - Ακούσατε, ακούσατε!…»
- Ο μουστακαλής κήρυκας ανέβαινε στο σκαλί της πλατείας κι έβανε φωνήν μεγάλη - 
«Ακουουούσατε!!!…
Μεθαύριο μέρα Τετράδη όσοι έχουν άλογο και σούστα να πάν να το δηλώσουνε στου γραμματικού, να λάβουνε χαρτί… Κι ο παιδονόμος λέει να μην εβγαίνουνε της ογδόης πέραν οι μαθητές για να ρεμπελεύουνε… και αύριον εθέλει νάρθει ο κυρ-Μπαζής ο έμπορας να πάρει σταφύλι κουτουράδα απ’ όποιον αγαπά να δώκει τ’ αμπέλι τ’… Και δώδεκα δραχμές παίρνει την αρμαθιά καπνό ο Καραμίντζας ο Δομενικιώτης, κι όποιος γλέπει συφερτικιά την τιμή να κοπιάσει αύριον εις τον καφενέ του  Γκρόζου να πωλήσει…
Ακούσατε ακουουούσατε!…»

Με τέτοιες φωνές μεγαλώσαμε.
Τι ο κάμπος είναι κορμί απλωμένο κι αισθήσεις έχει. Έχει στόμα, αφτιά, ρόγες από δάχτυλα που σ’ ακουμπάν και σε ξεψαχνίζουν, έχει και στόμα ολάνοιχτο και ιδρωμένα μάτια. Είναι ξαπλωμένο κορμί, αλλ’ άνθρωπος δεν είναι. Είναι πελώριο ζωντανό, μια ιδρωμένη φοράδα είναι, που διψάει και τραβάει το σκοινί κατά το πηγάδι, να αναποδογυρίσει τον κουβά ώσπου να γλείψει λάσπη…

Έλεγα τέτοιες κουβέντες σε φωτογράφο που ήθελε να τραβήξει, λέει, φωτογραφίες για να στήσει μιαν έκδοση καλλιτεχνική.
«- Καλόπαιδο, δεν γίνεται ο κάμπος να μπει σε φωτογραφία. Δεν τραβάς ποτέ φωτογραφία το πετσί το ιδρωμένο. Δεν το θέλουνε τα μάτια των αστών. Και προς τί να τραβήξεις εικόνες απ’ το ισιάδι, από το ίσιωμα; απ’ το απέραντο τίποτα;… »
Το κατάλαβε σαν είδε το αποτέλεσμα.
Τίποτα.
Ίσιωμα και χώμα.
Δυο φορές τίποτα.
Είπα λοιπόν:
«- Σα θες να καταλάβεις, ώρα να αφήσεις τη μηχανή! Χρειάζεται να νοιώσεις αυτό πού όλοι προσπερνούν σαν έρχουνται στον κάμπο.
Άκου!
Δες!
Μύρισε βαθιά!
Πιάσε!
Βάλε τ’ αχείλι σ’ να γευτεί!.. Κι αυτό που έλαβε και πήρε η καρδιά σου κράτησον βαθιά μες στην ψυχή· ετούτο είναι ο κάμπος…»
Δύσκολο να καταλάβει…
Κι έπιασα να τον μιλώ:
«- Ο κάμπος δε χωρεί σε μηχανές κι εικόνες. Είναι φαρδύς, είναι πλατύς, είναι ίσιος. Δε δείχνει τίποτις με τη μιας στο μάτι. Θέλει να σκύψεις να ταπεινωθείς, να βάνεις το μάγουλο στη γης, να γίνεις χώμα. Να δεις αυτό που προσπερνάν όλοι οι περαστικοί βιαστικά και δεν το γλέπουν.»
Πάλι δε με κατάλαβε.
«- Το μικρό, λέω, το μικρό!.. αυτό είναι ο τρόπος σου, το μικρό να κοιτάς για να δείξεις το μεγάλο!…»

«- Άκου!..
Ο κάμπος σιωπηλός είναι, μα έχει βουή παράξενη. Φωνές που έρχουνται μακριά απ’ τα μποστάνια καθώς ανθρώποι εργατικοί ανοίγουνε καρίκια να περάσει το ποτιστικό νερό, παλιά μαλκότσι που στενάζουν  ντούκου-ντούκου ν’ ανεβάσουνε νερό, στεναγμοί απ’ τη φοράδα στο ντάμι κι ένα μουγκανητό απ’ τον μπουγά οπού νειρεύεται τη γελάδα του…
Ακούς;…

Τώρα δες!..
Αχνός  σκώνεται από το χώμα τα μεσημέρια και κυματίζει διάφανος, ιδρωμένος ήλιος  σα  μήλο που κρέμεται απ’ τον ουρανό, τσαπάδι μαύρο που δεν μαύρισε ακόμα…Δες, δόλιε μ’, την κάψα που μαραγκιάζει τα φύλλα και κάνει το χώμα να σκίζεται σαν πέτσα κακιά. Δες, στα ζευγολατιά να κενώνουν από ένα πιάτο φακή στα παραπαίδια…
Βλέπεις;…

Ο κάμπος έχει γεύση σταφύλι μπαντίκι. Ή γεύση πεπόνι με τυρί αρμυρό. Καρώ πετσέτα και κλειδώτο στο χωράφι, φτσέλα με νερό, χλιαρό αγίασμα  που καλύτερο κι από δροσιά  μοιάζει στο ξηρό στόμα. Και γεύση από χειμωνιάτικο  τραχανά με τσιγαρίδα απ’ τη γουρούνα που σφάξαμε τα Χριστούγεννα, καλή της ώρα!..
Εγεύθης;…

Τον  κάμπο - τι κι αν είναι απέραντος; - τον πιάνεις στις ρώγες των δαχτύλων. Μαύρη κόλλα στα δάχτυλα σαν αρμαθιάζεις καπνόφυλλα και πίκρα κακιά σαν το βάλεις  στο στόμα καθώς πας να απλώσεις τις αρμαθιές στον ήλιο. Κάμπος είναι το γάλα απ’ τη συκιά που κολλάει στη γλώσσα άμα τρως τα σύκα σύφλουδα, και η φαγούρα άμα μπεις στην αποθήκη να γυρίσεις με το φτυάρι το κριθάρι. Είναι ο ιδρώτας στο μέτωπο που αν πας να τον σφουγγίξεις γένεται λάσπη... κόλλα κακιά…
Άπλωσες το χέρι να την πιάσεις;…

Βάλε τη μύτη χάμου σα λαγωνίκα!
Κάμπος είναι η μυρουδιά από καρπούζι και ντομάτα. Είναι η ευωδία απ’ το χλωρό μπαχτσέ που κουβανείς απάνω σου στο κορμί σαν πας να μάσεις το μπερεκέτι, αναστημένο με κόπο. Είναι, σε λέω, η μυρουδιά της αποθήκης όταν πας να πάρεις τα παραχωμένα καρπούζια στο στάρι.  Και σα γυρνάς το απόβραδο να τινάζεις τη μυρουδιά απ’ το ρούχο του πατέρα σου – ανεμίδα, τσιγάρο, σκόνη και μυρουδιά καφενείου…
Μύρισες ολόγυρα τες ευωδίες του τόπου;…

Δες,  άκου,  μύρισε,  γέψου,  πιάσε!

Μάζεψέ τα όλα τούτα. Αποταμίεψέ τα μέσα σου, ωσάν σε αποθήκη εκεί οπού στις γριντιές  κρεμάμε τα ρόδια και τα χειμωνιάτικα πεπόνια, εκεί που φυλάμε το κιούπι με τα ρετζέλια μες  στο μούστο.
Μάζεψέ τα όλα μέσα σου, σαν σε υπόγειο που μυρίζει τσίπουρο και βαθιά χαρά απ’ το σαράκι των χρόνων. 
Κι άμα θησαυρίσεις μέσα σου όλα αυτά., ε… θα καταλάβεις, τη χαρά που έχουμε όταν με το καλό έρθει η ώρα να τρέξει αίμα απ’ το μανάρι που φυλάγαμε για το Πάσχα και το κλάψαμε όλοι.

Είμαστε στην ανοιχτωσιά του κάμπου κι εκτεθειμένοι απόλυτα. Και τα βουνά τα πέτρινα είναι μακριά. Είναι σα να μας έχουνε κλείσει τιμωρία εδώ, σαν μαθητές που μας έβανε τιμωρία ο δάσκαλος πίσω απ’ τον πίνακα για μια ανεξήγητη ζαβολιά… Την επράξαμε;… Δεν την επράξαμε;… Ποιος νοιάζεται πλέον;…  Εμείς πάντως μένουμε εγκλωβισμένοι κι έρημοι σε  χώρο ανοιχτό και μαζί περίκλειστο,  χτισμένοι στο ισιάδι και την ανοιχτωσιά με τον ουρανό καπάκι.
Ξεχασμένοι, είμαστε.

Κατεβαίνουμε μουγκοί με το τραίνο στην πόλη. Πεζεύουμε από τα αυτοκίνητα ερχόμενοι ο καθείς από τα δικά του Κιλελέρ. Χρόνια τώρα κάνουμε την ίδια δουλειά: φορτώνουμε - ξεφορτώνουμε.
Φόρτωμα - ξεφόρτωμα, μία ζωή, και εμείς να διαλαλούμε τον κόπο μας στις λαϊκές αγορές και όλο να μπερδεύουμε τα ονόματα περαστικών αγοραστών με παλαιά ονόματα από ανθρώπους που δεν γνωρίσαμε, αλλά άγνωστοι δεν είναι. Ελένες που γεννοβολούσαν και έσκαβαν ολημερίς… Ζωές μικρονύφες που χάθηκαν  ταΐζοντας το φούρνο με ξύλα - πού να προφτάξουν τη φαμίλια… Κυρίους κι αφεντάδες που προσπερνάν ακατάδεχτοι…
Και καμιά φορά περνά ως φαντασιά ένας δικός μας που τον ελέγαμε Μαρίνο κι ήταν έτοιμος τον τσιφλικά να αδράξει, να βάνει στον κάμπο φωτιά, να κάψει την τράπεζα, να πάψουν τα χρέα, να κλείσει τους δρόμους με το τραχτέρ - τέρας καινοφανές - στην εθνική.

Τώρα πια ξέρουμε πως στο Γκιτίκι δεν έχει νερό, πως ο Πηνειός πάει στερεύει, η Κάρλα υπάρχει - δεν υπάρχει, κι η πομόνα  -αλίμονο- τραβάει άμμο κι αρμύρα…

Καθώς πίνουμε τσίπουρο τα μεσημέρια, βγαίνει ο κόπος κι ο φόβος μαζί. Το ένα πίσω απ’ το άλλο τα πενηνταράκια, μπας και διώξουμε τον βάσανο που όνομα δεν έχει... Και ξεχαρμανιάζουμε μανιακά στο σκυλάδικο τη νύχτα έρημοι, μόνοι κι ανέραστοι.

Ζούμε στην αναμονή μιας πυρκαγιάς.

Και τώρα άμα μπορείς, τράβα φωτογραφίες!…»

ΨύΡΡΑΣ ΘΩΜΑΣ