Παρασκευή 8 Ιουνίου 2012

H ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΗ ΜΕ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ


ΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΟΥ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΤΕΙ ΚΑΙ ΩΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ


Η ενασχόληση με τα κείμενα αποτελεί για κάθε πολιτισμό αίτημα και μόνιμη ανάγκη. Είτε ο πολιτισμός διαθέτει γραφή, είτε μεταδίδει τα δημιουργήματά του προφορικά, είναι υποχρεωμένος να βρει τρόπους που επιτρέπουν στα μέλη του την πρόσβαση στη δομή των κειμένων. Και αυτό γιατί η ενασχόληση με τα κείμενα εγγυάται τη συνοχή της κοινωνίας και τη συνέχεια του πολιτισμού, εφόσον μόνο όταν εξασφαλιστεί ετούτη η δυνατότητα, τα μέλη του γίνονται ικανά να ανασυνθέτουν τον κόσμο και τις ιδέες τους γι’ αυτόν, καθώς και να κατανοούν τον εαυτό τους και τις μεταξύ τους σχέσεις. Είτε πρόκειται για κείμενα ιερά, είτε για κείμενα τεχνικά ή απλώς πληροφοριακά, η λειτουργία τους τελικά εξυπηρετεί την ανάγκη μιας κοινωνίας να επιβιώσει, να διασφαλίσει τους όρους συμβίωσης, να προσανατολιστεί στον κόσμο και να εκφραστεί μέσα από τα ίδια της τα έργα.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι σε πολλές κοινωνίες (μήπως και στις δικές μας;) η παραγωγή και η φύλαξη των κειμένων ανατίθεται σε ιερατεία, σε κλειστές ομάδες, σε ειδήμονες που εποπτεύουν τη χρήση τους και ενσωματώνουν τις αποκλίνουσες περιπτώσεις σε μια κυρίαρχη λογική χρήσης και νοηματοδότησης που επιβάλλεται τελικά ως κυρίαρχη ιδεολογία. Πέρα από τις οποιεσδήποτε ανάγκες κατανομής ισχύος που ερμηνεύουν τη συγκρότηση τέτοιων ομάδων, η ύπαρξη τους επιβεβαιώνει την αναγκαιότητα διαχείρισης των κειμένων ως συστατικό του κάθε πολιτισμού αλλά και κάθε πολιτισμικά καθορισμένης κοινωνικής ομάδας.
Αλλά ας αρχίσουμε με το ζητούμενο που αποτελεί και το επίκεντρο του προβληματισμού: «Τι είναι κείμενο;».
Όσο κι αν φαίνεται αυτονόητο δεν είναι διόλου απλό. Εμείς, οι άνθρωποι των σύγχρονων βιομηχανικών κοινωνιών, δεν αναγνωρίζουμε ως κείμενο τα λόγια μιας χειρομάντισσας, ή, το θρόισμα των φύλλων μιας βελανιδιάς, ή ακόμα, τα σχήματα στη σπάλα του πασχαλινού οβελία. Κι όμως όλες οι προηγούμενες αναφορές παραπέμπουν για κάποιους πολιτισμούς υποχρεωτικά σε κόσμους σημείων, σε "νοήματα" και σε "αναγνώσεις", δηλαδή τα αντιλαμβάνονται ως οργανωμένες ολότητες προκλητικές νοηματοδοτήσεων.
Στο μυαλό μας η έννοια του κειμένου συναρτάται με τη γραφή και συνηθέστερα με την τυπωμένη απόδοσή της (αφού και για να αναγνωρίσουμε κάποιον ως συγγραφέα, ρωτάμε "ποιά βιβλία έχει εκδώσει;" ). Στην πραγματικότητα λοιπόν συγχέουμε το μέσο ή το υλικό της διάδοσης με το καθαυτό κειμενικό σώμα - πράγμα που συνέβαινε και σε άλλες εποχές όταν οι ερωτευμένοι αντάλλασσαν "γραφές", οι έμποροι "παπίες", οι πολιτικοί "διπλώματα" και "βούλες" και οι εξουσίες μοιράζανε "περγαμηνές" και "χαρτιά"...
Το κείμενο είναι δυνατό να υπάρξει και άνευ γραφής ως λόγος, ως άσμα, ως εικόνα, ως "πλάσμα", ποτέ όμως δεν υπάρχει χωρίς υλική υποστήριξη ενός μέσου και ενός κώδικά που εξασφαλίζουν τη δυνατότητα να οργανωθεί και να μεταδοθεί.
Σκεφτείτε το άκουσμα της κινέζικης μουσικής. Για τα αφτιά ενός Ευρωπαίου που δεν διαθέτει τον αντίστοιχο κώδικα, μοιάζει με διαρκές και μονότονο νιαούρισμα. Ο Κινέζος όμως που είναι εξοικειωμένος με τον κώδικα απολαμβάνει την ποικιλία των ήχων και τον πλούτο των ηχοχρωμάτων, ή
Φανταστείτε μια νύχτα του καλοκαιριού, από κείνες που το κυάνιο φως κυριεύει το στερέωμα κι ο ουρανός γίνεται στα μάτια μας χώρος σημείων ! Τα αστέρια συνδέονται σε σχηματισμούς, αποκτούν σχήμα και μορφή και εμείς "συλλαβίζουμε" το αλφαβητάρι τους "διαβάζοντας" στο κεντίδι τους την ανθρώπινη μοίρα. Και ο ουρανός κείμενο είναι, αρκεί να διαθέτουμε τον τρόπο να τον διαβάσουμε.
Μόνο αν αποδεχτούμε το κείμενο ως κοσμική πράξη έχουμε ελπίδες να κατανοήσουμε τη φύση του αλλά και τη δική μας. Κι όταν λέω "κοσμική πράξη" εννοώ απλά ότι η δημιουργία ενός κειμένου είναι από μόνη της μια πράξη μεταβολής του κόσμου αφού προσθέτει ένα υπάρχον στα ήδη υπάρχοντα, αφού αθροίζει ένα στοιχείο στα στοιχεία του κόσμου, κι από τη στιγμή της δημιουργίας του πλέον μπορούμε να το χρησιμοποιούμε για να επεμβαίνουμε στον και τη ζωή.
Πρόκειται λοιπόν για αντικείμενο το οποίο ενεργοποιεί τις δυνατότητες του - και τις δικές μας - μόνο μέσα από τη χρήση. Και το σημαντικότερο, η χρήση του κειμένου ενεργοποιεί νέες χρήσεις που με τη σειρά τους δημιουργούν νέα κείμενα και απαιτούν πάλι νέες χρήσεις... Γιατί τελικά το κείμενο είναι και μια διαδικασία που πυροδοτεί καταστάσεις άμεσες ή βραδυφλεγείς, προκαλώντας το φαινόμενο της διαλεκτικής συσσώρευσης νοήματος που είναι συνώνυμο με την παραγωγή πολιτισμού.
Ως αντικείμενο λοιπόν παραπέμπει τόσο στον άνθρωπο-κατασκευαστή, όσο και στον άνθρωπο-χρήστη η παρουσία των οποίων ενεργοποιεί τις δυνατότητές του. Χωρίς τον άνθρωπο ο ουρανός δε θα είχε όνομα, δεν θα ήτανε "ωραίος", "κυανός", "φωτεινός", και ούτε θα μεταμορφωνόταν σε κείμενο για να διαβάζουμε την ανθρώπινη μοίρα. Μόνο η ανθρώπινη συμβολική ικανότητα ενεργοποιεί την αναγνωσιμότητα και παράγει νοήματα.
Ας σταθούμε όμως για λίγο σε τούτη την προνομιακή ικανότητα. Ο άνθρωπος είναι το μόνο ον που ξεφεύγει από την ενστικτική του φύση ενεργοποιώντας συμβολικές λειτουργίες που του επιτρέπουν να δημιουργεί μέσα από τα σύμβολα την "κυριαρχία" του στο χώρο και το χρόνο. Ονοματίζοντας τις μέρες "μέρες", το ποτάμι "ποτάμι", και το σπίτι "σπίτι", οικειοποιείται τη φύση, σημασιοδοτεί τις κοινωνικές του σχέσεις και παράγει πολιτισμό. Κι επιπλέον μέσα από τις ήδη παραχθείσες σημασίες κοινωνικοποιείται αλλά και κοινωνικοποιεί.
Το όνομα λοιπόν - "γλωσσικό σημείο" για τους γλωσσολόγους - είναι το κατεξοχήν εργαλείο του συμβολισμού, πλάσμα που μέσα από την υλικότητα του κερδίζει το στοίχημα με το χρόνο και ενώνει δυο ή και περισσότερες συνειδήσεις στα όρια του.
Αν λοιπόν το κείμενο γίνεται αντικείμενο χρήσης - και γι’ αυτό δε χρειάζεται να αναφερθεί ούτε ένα παράδειγμα - το λογοτεχνικό κείμενο εξαιτίας του προσδιορισμού του ως "λογοτεχνικού" παραπέμπει ευθέως σε ειδικού τύπου χρήσεις.
Η Λογοτεχνία είναι ο κατεξοχήν τόπος των κειμένων, εκεί που το κείμενο λειτουργεί ως χώρος άσκησης της εμπειρίας, εκεί που η συνείδηση να συναντήσει μιαν άλλη συνείδηση για να αναμετρηθεί μαζί της και, όπως συμβαίνει με το ακόνισμα των μαχαιριών, η τριβή τίκτει το οξυμένο και το αιχμηρό.
Η χρήση των λογοτεχνικών κειμένων γεννά την απόλαυση γιατί το απρόσμενο, το πέραν της οικείας εμπειρίας, το παρά λόγον και παρά δόξαν πλέον οικειώνεται και μετατρέπεται σε γνώση. Δεν πρόκειται όμως για "γνώση" όπως τουλάχιστο μας την επέβαλε ο δυτικός ορθολογισμός και οι λογής μορφές του κατοπινού θετικισμού. Η χρήση των λογοτεχνικών κειμένων αποβλέπει στην ενορατική γνώση που θα μπορούσαμε να την περιγράψουμε ως βίωση του μη βιωμένου και τελικά ως αποκάλυψη μιας αλήθειας που καμιά διάμεση συλλογιστική διαδικασία δε θα μπορούσε να παράγει.
Ας δούμε - υπεραπλουστεύοντας έστω - μερικά παραδείγματα δανεισμένα από τη νεοελληνική ποίηση:

1 ) το απρόσμενο
Χάσμα σεισμού που βγαν’ ανθούς και τρέμουν στον αέρα. 
                                        (Δ. Σολωμός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Σχεδίασμα Β,22)

Ο στίχος - αν διαβαστεί ανεξάρτητα από τις άλλες <<παραλλαγές>> - υλοποιεί το απρόσμενο. Αν καλύψουμε τη λέξη "ανθούς" και δώσουμε το στίχο σε πολλούς ανθρώπους να συμπληρώσουν το κενό θα γράψουν σκεπτόμενοι λογικά "καπνούς", "αφρούς", "στάχτες", "λάβες" κ.λ.π. Δημιουργώντας ο ποιητής τούτη την αναπάντεχη σύνδεση στοιχείων που δεν συνδέονται άμεσα με την κοινή και άμεση εμπειρία ωθεί τον αναγνώστη να παράγει μια νέα εμπειρία που επιδέχεται πλήθος νοηματοδοτήσεων.

2 ) το παρά δόξαν
Στον έρωτα πάω όπως στο θάνατο: καθαρός, σώμα που το σκούπισε σύννεφο και βροχή.  
                                             (Μ. Μέσκος, Άνθη στο καταραμένο φίδι, 21 )

Η χρήση του ρήματος <<σκουπίζω>> αναφέρεται στη σάρωση δια σαρώθρου και κατ’ επέκταση στη διαδικασία απορρόφησης από στεγνό μάκτρο, υγρού που έχει χυθεί σε μια επιφάνεια. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως η χρήση του ρήματος κυριολεκτικά αντιστρέφεται εφόσον το σύννεφο και η βροχή παραπέμπουν σε καταστάσεις <υγρές>>. Ωστόσο ο ποιητής χρησιμοποιεί την έννοια της λέξης αντίθετα και παρά δόξαν ως συνώνυμο της λέξης <<καθαρίζω>> ή <<πλένω>>. Η λογική αντίφαση αυτοαναιρείται από τη συνολική λεκτική οργάνωση του δίστιχου.

3 ) το παρά λόγον
Oι λογισμοί της ηδονής είναι πουλιά
Που νύχτα - μέρα διασχίζουν τον αέρα
                                   (Αν. Εμπειρίκος, Πουλιά του Προύθου, 15 )
Οι λογισμοί της ηδονής, οι φαντασιώσεις και οι επιθυμίες μας, μοιάζουν με πουλιά, είναι πουλιά που σκίζουν τον "αέρα", διαρκώς περιιπτάμενα και παρόντα, που είναι δυνατόν να τα εντοπίσουμε για να διαπιστώσουμε και να διδαχτούμε πόσο καθορίζουν την προσωπική μας πορεία (αρκεί βέβαια να αποδεχόμαστε και να αντιλαμβανόμαστε τις φαντασιώσεις - πουλιά ως στοιχεία κατανόησης του εαυτού μας). Η παρά λόγον συσχέτιση και ταυτοποίηση πουλιών και φαντασιώσεων παράγει ένα δυναμικό πεδίο νοηματοδοτήσεων που περιγράφει μια εμπειρία πέραν της λογικής που επιτρέπει όμως στον αναγνώστη να προσλαμβάνει την ταύτιση και να την αισθητοποιεί ως γνώση για τη λειτουργία του ασύνειδου.

4 ) το πέραν της οικείας εμπειρίας
Στείλε μου ένα λουλούδι
από κείνα τα κίτρινα της φούστας σου.
                                 (Αντ. Κάλφας, Σημειώσεις για την αθωότητα)

Οι ερωτευμένοι ανταλλάσσουν λουλούδια για να επιβεβαιώσουν τον έρωτά τους. Ο ερωτευμένος του δίστιχου εκλιπαρεί, απαιτεί, ή προστάζει να του προσφερθεί το κίτρινο λουλούδι από τη φούστα του πόθου του. Το "λουλούδι" που καλύπτεται από τη φούστα ή το χρώμα του λατρευτού και συνάμα μισητού (το κίτρινο ως χρώμα του μίσους) λουλουδιού. Η πέραν της οικείας εμπειρίας απαίτηση εκκινεί την ενορατική γνώση των φετιχιστικών αντιφάσεων που κουβαλάμε μέσα μας χωρίς να τες συναισθανόμαστε και να τες συνειδητοποιούμε.


Ο άνθρωπος λοιπόν που απολαμβάνει τη λογοτεχνία είναι εκείνος που - τουλάχιστο για το δικό μας πολιτισμό - έχει αποδεχτεί πως η γνώση δεν εξαντλείται στα πλαίσια του ορθού λόγου, ή έστω της αντίληψης μιας επιδερμικής φαινομενολογικής πρόσληψης των εμπειριών του, αλλά πως η αγωνία να υπάρξει συνταιριάζεται με τον κόσμο που βρίσκεται και πέρα από τις δυνατότητες της άμεσης αίσθησης και αντίληψης. Εκείνος που παραμένει δέσμιος στα στενά πλαίσια που ο ίδιος φρόντισε να χτίσει ολόγυρά του αδυνατεί να ζήσει ως μέλος της κοσμικής ολότητας. Είναι λογικό αυτός ο άνθρωπος να διαμορφώνει τελικά μια λειψή γνώση και, όντας ημιμορφωμένος, να κομίζει μια εντελώς αποσπασματική κι ασπόνδυλη συνείδηση.
Τελικά η λογοτεχνία είναι μια ειδική μορφή γνώσης που διαφέρει από την επιστημονική ή την εμπειρική γνώση, έχει περισσότερη σχέση με την ενόραση και άλλωστε γι’ αυτό δεν έχει τη δυνατότητα να καταγραφεί ως συστηματοποιημένο όλον δηλαδή να πάρει τη μορφή μιας Φυσικής ή μιας Χημείας της ύπαρξης. Γιατί η Λογοτεχνία είναι γνώση άμεση, ζωντανή, προσωπική και βιωματική, γιατί δομεί τη συνείδηση μιας μεταβαλλόμενης ύπαρξης όπου το οικείο αντιμάχεται το ανοίκειο και το ανθρώπινο πνεύμα προσλαμβάνει ακόμα και την ανυπαρξία. Γι’ αυτό και αναζητούμε μέσα στα κείμενα ερμηνείες που αποτυπώνουν μια ρευστή συνείδηση. Και μέσα από τούτη την προσπάθεια - που μετατρέπεται σε αγωνία - η λογοτεχνία ενδέχεται να καταγράψει το ρευστό και παγώνοντας το στιγμιαία ίσως κατορθώσει να περιγράψει μια δίνη της ροής.
Επειδή λοιπόν ο χώρος της Λογοτεχνίας είναι ακραία επισφαλής - καθότι απόλυτα προσωπικός κι επομένως ευάλωτος - η Λογοτεχνία δε μπορεί να γίνει Επιστήμη γιατί την ξεπερνά χωρίς να την παραγνωρίζει.
Απλώς ο άνθρωπος που διαβάζει λογοτεχνία πρέπει να ξέρει πως η Επιστήμη είναι μονομερής ως γνώση, πως είναι μια μορφή συνείδησης σχέσεων και ποσοτήτων που αγνοούν τις ποιότητες που μετέχουν στη ζωή και το θάνατο. Γι’ αυτό κι όλες οι επιστήμες ονειρεύονται την ελευθερία της Λογοτεχνίας να κατανοεί ποιότητες και να αναζητά την ουσία της ύπαρξης στην ανθρώπινη δημιουργία!
Επειδή λοιπόν συχνά τίθενται ερωτήματα για τη χρησιμότητα της λογοτεχνίας ή για το αν πρέπει να διδάσκεται στην εκπαίδευση, η απάντηση πρέπει να είναι απόλυτα καθαρή και σαφής: το λογοτεχνικό κείμενο είναι τόπος γνώσης που έχει από την κατασκευή του μορφωτική αξία, δηλαδή μας διευκολύνει να σμιλέψουμε το εσωτερικό μας άγαλμα και να μορφοποιήσουμε ως ενότητα την ανθρώπινη προσωπικότητα.
Γιατί τα πράγματα είναι απλά. Η λογοτεχνία, η υψηλότερη έκφραση της ανθρώπινης συμβολικής ικανότητας, συνενώνει τελικά ως μορφή γνώσης την εμπειρία, την αισθαντικότητα, τη διαίσθηση και την ενόραση, στοιχεία ικανά να προσδιορίσουν την πορεία μιας ζωής.
Το ζητούμενο λοιπόν δεν είναι αν πρέπει να διδάσκεται η λογοτεχνία, αλλά πως θα οργανώσουμε τη διδασκαλία της λογοτεχνίας ώστε το κάθε κείμενο να λειτουργεί ως τόπος συνάντησης και διεύρυνσης των συνειδήσεων.



“Αδέξιος περιποιητής ανθέων”



Βασίλης Σιουζουλής : “Αδέξιος περιποιητής ανθέων”, εκδ. Γρηγόρη 2012


Δώδεκα χρόνια μετά το “Θεσσαλό Σεπτέμβρη" (εκδόθηκε το 2000) και έξι μετά το πεζό “Η ευτυχία του 50” (εκδόθηκε το 2006), ο Βασίλης Σιουζουλής επιστρέφει στο φυσικό του χώρο, την ποίηση, με τη συλλογή “Αδέξιος περιποιητής ανθέων”.

Πρόκειται για μια συλλογή από τριαντατρία ποιήματα οργανωμένα με το γνωστό σουζούλειο τρόπο, δηλαδή άτακτα, ή μάλλον “τακτοποιημένα” με μια περίεργη προσωπική συναισθηματική σειρά.

Πρόκειται εμφανώς για ποιήματα γραμμένα σε δύο διαφορετικές περιόδους αν και όλα τους διαθέτουν εξωτερικά κοινή μορφή (λίγο πριν το τέλος τους μία «σιωπή» με τη μορφή του κενού διάστιχου και ένα ή δυο στίχους ως καταληκτικό επιμύθιο ή σαν απόλογο).

Τα έντεκα τελευταία ποιήματα της συλλογής είναι χτισμένα με θέματα και μοτίβα που συναντούμε σε εκείνο το πεζό και σχεδόν αυτοβιογραφικό κείμενο την “Ευτυχία του 50”.

Τα είκοσι δύο πρώτα ποιήματα της συλλογής αφορούν προφανώς την πλέον πρόσφατη περίοδο γιατί και η θεματογραφία αλλάζει και ο λόγος του γίνεται πιο ώριμος και περιεκτικός.

Κατά συνέπεια θα ξεκινήσω ανάποδα. Πρώτα από τα έντεκα τελευταία που ανήκουν στην παλαιότερη θεματική του εκεί που ο ποιητής επιστρέφει στη δική του παιδική ηλικία την εμφυλιακή και την τραυματική. Στην ηλικία όπου υπήρχαν όπως λέει ”Μόνο μαυροντυμένες καθημερινές”, κι όπου η ζωή προχωρούσε με λέξεις όπως “Καταζητείται, καταδίδω, καταδότης, / κατά”. Όπου οι σχέσεις των παιδιών με τους ενήλικους περιγράφονται με μια εφιαλτική εικόνα: “τους γαργαλούσαμε τα πόδια / για να τους κάνουμε λίγο να γελάσουν / κι αυτοί μας κυνηγούσαν με τα όπλα”. Ή σε μια εξουσία όπου “υπέβαλλες αίτηση χάριτος πολλές φορές μα χάρη δε σου δόθηκε ποτέ”.
Μια εμφυλιακή κοινωνία που σφραγίζει την παιδικότητα και την εφηβεία με το φόβο, κι όπου “ο έρωτας κρύβεται / συλλαμβάνεται / εκτελείται”. Ιδιαίτερα αγαπητός κοινός ποιητικός τόπος του Σιουζουλή (η δίωξη του έρωτα ή η απαγόρευση να ερωτεύεσαι).

Ο Σιουζουλής βέβαια είναι και ποιητικά αμφιθυμικός · ενώ από τη μια ο εμφύλιος και ο μετεμφύλιος τον σημάδεψαν, έτσι που νιώθει “ φορτωμένο σώμα με πολλές μέρες και νύχτες του τόπου του”, την άλλη στιγμή θα “ήθελε να φύγει για λίγο / από σύγχρονους καιρούς/ για να ανασάνει”. Παράξενη διάθεση και μάταιη διαφυγή...
Μάλιστα για να σκηνοθετήσει το χώρο της αμφιθυμίας του χρησιμοποιεί την πλατεία Ταχυδρομείου της Λάρισας (χώρο με καφετέριες και διαρκή νεανική παρουσία) ως τόπο μυθοποιημένο όπου συναντιέται το τώρα με το παρελθόν - και βέβαια σ’ αυτή την αναμέτρηση πάντοτε νικά το παρόν. Πως να γίνει διαφορετικά;...
Ωστόσο είναι να απορείς με τούτη την αμφιθυμία. Να μη «θέλει» την εφιαλτική εποχή του κι εντούτοις να επιμένει διαρκώς να ξαναγυρνά εμμονικά σ’ αυτή.
Όποιος εμπλακεί στα δίχτυα μιας τέτοιας συναισθηματικής μετάπτωσης είναι δύσκολο να τη διαχειριστεί (γιατί αυτά είναι πράγματα δεν είναι παίξε-γέλασε, μπορεί να σε κάνουν να γονατίσεις, να λιανιστείς, να σκορπίσεις...)

Κι όμως ο Σιουζουλής καταφέρνει να δημιουργήσει μέσα του εκείνα τα στοιχεία –τα προσωπικά του αντισώματα- τα οποία του επέτρεψαν και του επιτρέπουν να αντιπαλεύει τη διαλυτική του αμφιθυμία.

Η απάντηση δίδεται στα πρώτα 22 ποιήματα της συλλογής.
Και η συνταγή είναι για το Σιουζουλή απλή: είναι Δάσκαλος και Ποιητής

Το κεντρικό θέμα των εικοσιδύο πρώτων ποιημάτων είναι η παίδευση. Η παιδεία και η εκπαίδευση βρίσκονται στο επίκεντρο του ποιητικού ενδιαφέροντος.

Παρακαλώ να μου επιτρέψετε -για να γίνω όσο δυνατόν σαφής – να κάνω μια εκτεταμένη παρένθεση.

Η παιδεία και η εκπαίδευση δεν είναι το ίδιο πράγμα.

Η Εκπαίδευση (εάν τη δούμε απολύτως “ψυχρά”) είναι ο οργανωμένος και θεσμισμένος μηχανισμός προαγωγής γνώσης και επιβολής κυρίαρχης ιδεολογίας.
Είναι χώρος στον οποίο μεταδίδονται βασικές κοινωνικές δεξιότητες και απαραίτητοι γραμματισμοί, που επιβάλλονται επιλεγμένες στάσεις και ιδέες κρατικά ελεγχόμενες.

Η Παιδεία είναι μια ιδιαίτερα σύνθετη διαδικασία που ενδέχεται να μην ταυτίζεται με την θεσμισμένη εκπαίδευση , δηλαδή να προέρχεται από άλλες εντελώς πηγές (από πλούσιες προσωπικές εμπειρίες, από προσωπικά βιώματα, από βιώματα που σχετίζονται με τη συλλογική δράση, τις συντροφιές, τη συζήτηση με φίλους, τα ελεύθερα διαβάσματα, την κοινωνική γνώση, τη διαχείριση του συναισθήματος, την αυτομόρφωση, τη σχέση μας με την τέχνη κλπ κλπ).
Η Παιδεία είναι μια μοναδική αρχαιοελληνική πρόταση: δεν σχετίζεται με αυτό που περιγράφει η λέξη education ούτε με το άλλο που περιγράφει η λέξη culture. Γι’ αυτό κι ο Jaeger στο διάσημο τρίτομο έργο του χρησιμοποίησε τη μεταγραφή της λέξης: paedeia.
Ενώ η εκπαίδευση πρωτίστως στοχεύει στη μετάδοση της γνώσης, η παιδεία στοχεύει στη μόρφωση (μια λέξη που προέρχεται από τη “μορφή”).

Τί είναι λοιπόν η μόρφωση;
Να χρησιμοποιήσω μιαν εικόνα.
Όταν γεννιόμαστε κουβαλάμε όλοι μας ένα εσωτερικό κόσμο (ψυχισμό, συναίσθημα, πνεύμα κλπ) ακατέργαστο σαν ένα κομμάτι άμορφο πηλό. Με τη διαδικασία της παιδείας αυτό το άμορφο και ακατέργαστο υλικό αρχίζει να αποκτά μορφή, να διαμορφώνεται, να μορφώνεται σε αναλογίες σε όγκο σε σχήμα. Έτσι σμιλεύεται το εσωτερικό μας άγαλμα και έτσι σιγά-σιγά προχωράει η διαδικασία της μόρφωσης. (Γιατί βέβαια η μόρφωση δεν έχει να κάνει με τα πολλά πτυχία. Ενδέχεται ένας με πολλά πτυχία να παραμένει ένας βαθιά αμόρφωτος άνθρωπος)

Η παιδεία λοιπόν έχει στόχο τη μόρφωση, δηλαδή την προσπάθεια να αποκτήσουμε α) μια οργανωμένη εικόνα του κόσμου πράγμα που μας επιτρέπει να κινούμαστε και να παρεμβαίνουμε σ' αυτόν και β) την εσωτερική συγκρότηση που επιτρέπει οι αξίες και οι αρχές που έχουμε εσωτερικεύσει και στις οποίες πιστεύουμε (ή λέμε ότι πιστεύουμε) να είναι σύμφωνες με τις πράξεις μας. Να ελαχιστοποιούμε δηλαδή τις προσωπικές μας αντιφάσεις. Αυτό δημιουργεί το συγκροτημένο άνθρωπο, τον χαρακτήρα εκείνο που δρα στη βάση εσωτερικευμένων αρχών.

Αντιλαμβανόμαστε ότι τίθεται ένα πελώριο κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα:
Πως είναι δυνατό να γίνει ώστε η εκπαίδευση να παρέχει παιδεία και να δημιουργεί το μορφωμένο, τον συγκροτημένο άνθρωπο; Δηλαδή πως είναι δυνατό ένας κρατικός μηχανισμός (όπως η εκπαίδευση) να ανατραπεί εν μέρει εκ των έσω και να επιτελέσει έργο πέρα από βαθμολογίες, αξιολογήσεις, εξετάσεις, γνώσεις, ασκήσεις, άγχη του πίνακα, ελέγχους κλπ και να μετασχηματιστεί σε πεδίο παιδείας, σε χώρο μόρφωσης.

Εκείνος που μπορεί να μετασχηματίσει την εκπαίδευση σε παίδευση είναι μόνο ο δάσκαλος. Ή για να είμαι πιο σωστός: είναι η σχέση που αναπτύσσει ο δάσκαλος με το μαθητή, μια σχέση επιθυμητική ο ένας θέλει να διδάξει κι ο άλλος θέλει να μάθει, και οι δύο μαζί επιθυμούν τη συν-ζήτηση (την από κοινού αναζήτηση).
Κανένας δε μαθαίνει αν δεν θέλει να μάθει από αυτόν που τον διδάσκει, και κανείς δε διδάσκει καλά αν δεν το επιθυμεί να διδάσκει καλά στα παιδιά.
Γι’ αυτό είναι και επικίνδυνο (= επί του κινδύνου) το λειτούργημα του δασκάλου...

Η επιθυμητική σχέση λοιπόν είναι εκείνη που μετασχηματίζει το άγονο τοπίο του σχολείου σε κήπο ολάνθιστο. Και ο δάσκαλος, ένας όπως ο Σιουζουλής, σαν κηπουρός, παρακολουθεί, παρεμβαίνει, βάζει υποστηλώματα, λιπαίνει, αρδεύει , πολλές φορές κάνοντας κι αδεξιότητες και λάθη.

Να λοιπόν που βρισκόμαστε στον τίτλο της ποιητικής συλλογής του Βασίλη Σιουζουλή.
Αδέξιος περιποιητής ανθέων”.
Ένας άνθρωπος που πέρασε χρόνια και χρόνια στο δασκαλίκι, επιστρέφει να μιλήσει για το σχολειό του, για τον δικό του “κήπο”.
Αυτό το “αδέξιος” του τίτλου δεν είναι μόνο αυτοκριτικό, είναι -αν το καλοσκεφτούμε- και τραγικό γιατί συμπεριλαμβάνει και τα λάθη (τις αδεξιότητες) τα οποία αναγνωρίζει εκ των υστέρων και που δεν μπορεί πια να τα αλλάξει...)
Έμειναν τα λάθη μου παρέα με τα παιδιά και δεν τα άφησαν να μεγαλώσουν”

(για όποιον δίδαξε, ο στίχος είναι συγκλονιστικός καθώς ορίζει την ευθύνη του δασκάλου).

Δεν είναι τυχαίο ότι αφιερώνει τη συλλογή “σε κείνα τα παιδιά της τάξης και της αυλής” που συνάντησε στο διάστημα σαράντα και ενός χρόνων, από τη νεανική άνοιξη του 64 έως την ωριμότητα του φθινοπώρου του 2005.
Ο Βασίλης Σιουζουλής ξέρει καλά τη σημαίνει όχι μόνο “τάξη” αλλά κυρίως “αυλή”, δηλαδή ένας χώρος οικειότητας κι επαφής εκεί που ο δάσκαλος λεφτερωμένος από τη σύμβαση και τη στενότητα των προγραμμάτων ξανοίγεται σε δόσιμο καρδιάς, εκεί που από διδάσκων και βαθμολογητής μετασχηματίζεται μέσα από το ανατρεπτικό επιθυμητικό στον “δάσκαλό μας”

Στα εικοσιδύο πρώτα κείμενα της συλλογής θα συναντήσουμε:
Άμεσες εξομολογήσεις (οι γνωστές αγχωτικές ευαισθησίες του Σιουζουλή που συχνά νοιώθει υπεύθυνος για τα δεινά του κόσμου) μόνο που εδώ σχετίζονται με το διπλό ρόλο του δάσκαλου και του ποιητή ως κορυφαίων ρόλων ευθύνης: “οι λέξεις/ δάσκαλος και ποιητής /χρόνια τώρα πολεμούν /να βγουν έξω / και να μην ντρέπονται”.
Ή
η λέξη δάσκαλος σε μια γωνιά φοβισμένη”

Ενοχές και προβληματισμούς παίδευσης όταν διαπιστώνει ότι : “σε κάθε τελετή / φονεύουμε και ένα έφηβο γέλιο / μέσα στο σπίτι του” ή όταν “στα κρυφά μόνο/ πιάνεται στον αέρα / κάποιο χαμόγελο φιλικό/ πίκρα αγάπης και θυμός υγιής ”

Κατανόηση της εφηβείας: “μιαν αγράμματη αγάπη / πιασμένη απ' το χέρι/ σε χαρωπή παρέα νεανική”,
ή
αγάπες συνομίληκες / γελούν με την καρδιά τους. Τους τραβούν απ' το μανίκι/ ”
ή
Νικηφόρα επίθεση στις ήττες που τον εμποδίζουν να αγκαλιάσει το σώμα του”.


Αλλά και η “περηφάνια” του δασκάλου όταν μετά από χρόνια περπατάει στο δρόμο και
σε κάθε γωνιά / τον περίμενε/ και μια αγάπη παιδική” έτσι ώστε η ζωή του “άθροισμα έγινε /τέτοιων στιγμών”.

Όποιος δεν το έζησε αυτό δεν μπορεί να καταλάβει πως είναι να συναντάς τα παιδιά στο δρόμο και να σε αγαπούν ακόμα…

Εγώ νόμιζα ότι άλλο ήταν το μεγάλο μυστικό του Βασίλη, αλλά λάθεψα.. Τελικά αυτό που τον κρατάει και τον γλυτώνει από την εμμονική εμφυλιακή του αμφιθυμία είναι το δασκαλίκι του, το επιθυμητικό της παιδείας… Αφού έως και στη συλλογή δεν θα σταματήσει το χούι να δίνει συμβουλές στα «παιδιά» (που μπορεί να είναι και πολύ άνω των εξήντα πια):

Να έχετε το νου σας. / Τρέχει πιο γρήγορα το κακό / και στήνει ενέδρα”.
Λάρισα 26-4-2




από την παρουσίαση του βιβλίου