Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014


Τατιάνα Αβέρωφ: Δέκα ζωές σε μία

-Η αλήθεια της μυθοπλασίας και η αλήθεια των γεγονότων-




Πρόκειται για το πέμπτο Μυθιστόρημα της Τατιάνας Αβέρωφ. Κι αν στα προηγούμενα μυθιστορήματα [σημ.1]τα θέματά της αφορούσαν μια οικογενειακή ιστορία, την εφηβεία, την εύθραυστη πραγματικότητα των γυναικών - όλα δοσμένα με ενδοσκοπική διάθεση και με επιμονή στην αναζήτηση σταθερών αξιών [σημ.2] - εδώ, στο “Δέκα ζωές σε μία” όλα συναιρούνται σε ένα. Έχουμε μπροστά μας το πιο σύνθετο βιβλίο της Αβέρωφ, ένα βιβλίο που από την σύλληψή του απαιτεί πολύ παίδεμα και ειδικό χειρισμό μια και έχει υψηλές απαιτήσεις και δυσκολίες δόμησης. Και επιπλέον είναι ένα βιβλίο που θέτει μια σειρά από προκλητικά ερωτήματα. 

Προς στιγμήν θα αφήσω κατά μέρος τα ερωτήματα και θα προσπαθήσω να απαντήσω στον προηγούμενο χαρακτηρισμό: “σύνθετο βιβλίο”.

Πρόκειται για ένα βιβλίο το οποίο είναι ιστορικό μυθιστόρημα που παρουσιάζει την βιογραφία του Λόλη-Βαγγέλη Αβέρωφ με τη μέθοδο της μαρτυρίας ενός δικού του προσώπου, της κόρης του η οποία χρησιμοποιεί και το απομνημόνευμα ως μυθιστορηματικό υλικό.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα ένα ένα:

Πρόκειται για ιστορικό μυθιστόρημα. Και για να μιλήσω τεχνικά: Δεν είναι μόνο ότι καλύπτει τουλάχιστο τα εφτά από τα οχτώ χαρακτηριστικά του είδους που ανέπτυξε σε ένα άρθρο του στο περιοδικό Quarterly  [σημ.3] Review το 1817 ο ευρετής του ιστορικού μυθιστορήματος Sir Walter Scott, αλλά και γιατί ενσωματώνει πλήθος από μυθοπλασιακά - ποιητικά στοιχεία που δίνουν τη δυνατότητα στην συγγραφέα να στρέψει την αφήγηση προς την κατεύθυνση που επιθυμεί. Να αναφέρω χαρακτηριστικά δύο πρόσωπα που λειτουργούν προς τέτοιες κατευθύνσεις : την Φρόσω ωραία παιδίσκη και γοητευτική ερωμένη [σημ. 4], και την Πούγιω μια παράδοξη γυναίκα, υπαρκτό αερικό, που παρακολουθεί τον ήρωα σε δύσκολες στιγμές.

Το συγκεκριμένο βιβλίο ενσωματώνει και το δύσκολο είδος της βιογραφίας · και μάλιστα μιας βιογράφησης που δεν αγιογραφεί και αποφεύγει να εξυμνήσει τα έργα και τις ημέρες ενός «δημόσιου προσώπου» πέρα από τα ανθρώπινα μέτρα αλλά έχει ως στόχο να βαθύνει την οικειότητά μας με το πρόσωπο τη ζωή του οποίου εξιστορεί, σπεύδοντας πολλές φορές να αναδείξει τις φοβίες, τις αντιστάσεις, τα ρήγματα, τις αδυναμίες, τις αμφιβολίες, τις αγωνίες του. Βέβαια από τη φύση της η βιογραφία είναι ένα λογοτεχνικό είδος που εξασκεί τον εξουσιαστικό λόγο αφού συχνά χρησιμοποιεί το υλικό της ζωής του προσώπου ως παραδειγματικό πρότυπο.
Έτσι η βιογραφία του Ευάγγελου Αβέρωφ καθώς ξεδιπλώνεται οργανωμένα και μεθοδικά συντείνει στην κατανόηση της προσωπικής του εξέλιξης μέσα στο μεγαλοαστικό του περιβάλλον, τις οικογενειακές συνθήκες, τις προσωπικές του επιλογές με στόχο να γίνει κατανοητή όχι μόνο η διαδρομή του προσώπου αλλά και οι τεμνόμενες διαδρομές των οικείων του . Αυτό άλλωστε αποτελεί κοινό τόπο στην μυθιστορηματική πρακτική της Αβέρωφ. [σημ. 5]
Δεν πρόκειται για μια βιογραφία με ιστορική στόχευση. Αυτόν τον σκοπό εξυπηρετούν η βιογραφία της Νίτσας Λουλέ και η πολιτική βιογραφία του Ευάνθη Χατζηβασιλείου [σημ.6]

Η Τατιάνα Αβέρωφ στο «Δέκα ζωές σε μία» εγκολπώνεται τη μέθοδο της μαρτυρίας. Από την πρώτη κιόλας σελίδα η αφηγήτρια δεν κρύβεται πίσω από μια τριτοπρόσωπη αντικειμενικότητα, αλλά εμπλέκεται η ίδια αυτοπροσώπως. Και πώς να γίνει αλλιώς; Η κόρη μαρτυρεί για τον πατέρα.

Στην αρχή του βιβλίου γράφει: «Είκοσι χρόνια πέρασαν που προσπαθώ με πείσμα να σε γνωρίσω, εσένα τον άνθρωπο, όχι τις πολλές εικόνες σου. Είκοσι χρόνια που ψάχνω, διαβάζω, ερευνώ, και σαν την κλέφτρα κίσσα συλλέγω ό,τι ρετάλι του χρόνου, του κουτσομπολιού ή της Ιστορίας βρεθεί στον δρόμο μου και το αποθηκεύω καρτερικά, μπας και μπορέσω μια μέρα να γράψω για σένα..»

Ξαναλέω: το βιβλίο είναι η μαρτυρία της κόρης για τη ζωή του πατέρα της (αλλά και τη διαδρομή της οικογένειας). Βεβαίως –όπως σε όλες τις μαρτυρίες – στόχος είναι και η αντικειμενικότητα, έστω κι αν αυτή περνά μέσα από τα υποκειμενικά και συναισθηματικά φίλτρα. Να θυμίσω μια παλιότερη συνέντευξή της Τατιάνας που δείχνει την επιμονή στη βιωμένη πραγματικότητα σε σχέση με την λογοτεχνική αφήγηση:

«Είναι απαραίτητο να βιώνεις ό,τι γράφεις. Πράγμα που σημαίνει πως αν δεν το έχεις ήδη βιώσει στ’ αλήθεια, πρέπει να βρεις τρόπο να το κάνεις για τις ανάγκες του μυθιστορήματος. [...] Είναι ένα διαρκές πάρε-δώσε ανάμεσα σ’ αυτά που έχεις ζήσει πρώτο χέρι και αυτά τα φανταστικά που θέλεις να γεννήσεις.» (Ανατόλια, 2005)

Στο σώμα του βιβλίου εκμεταλλεύεται και το είδος του απομνημονεύματος, τις συζητήσεις του Αβέρωφ με τη Νίτσα Λουλέ και επίσης ενσωματώνει ένα καλά ζυγιασμένο και λιτό ιστορικό αρχειακό υλικό (επιστολές, γραπτά, ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες, ακόμα και κουτσομπολιά, αλλά και αποσιωπήσεις ή σκόπιμες παραλείψεις).

Το βιβλίο δομείται σε πέντε κεφάλαια. Ως τίτλος κάθε κεφαλαίου, κατά σειρά, τίθεται ένα από τα έργα του Ευάγγελου Αβέρωφ: τα μυθιστορήματα Η φωνή της γης (1964), Η γη της οδύνης (1966), Γη Δελφύς (1968), Όταν ξεχνούσαν οι θεοί (1969) και το θεατρικό Καρυδιές στην πέτρινη γη

Σε κάθε κεφάλαιο υπάρχει μία “γέννηση”, δηλαδή μια εμπειρία ζωής καθοριστική για το χαρακτήρα και την εν συνεχεία διαδρομή του Αβέρωφ.

Παρά το γεγονός ότι δεν συνηθίζω να παρουσιάζω το περιεχόμενο ενός βιβλίου, θα μου επιτρέψετε μια εξαίρεση για τον βίο του Αβέρωφ. Το γιατί θα το καταλάβετε αμέσως μετά.

Το πρώτο μέρος Η φωνή της γης” περιλαμβάνει τα χρόνια 1908-1920 , ξεκινά δηλαδή από τη γέννηση του Ευάγγελου Αβέρωφ, τρίτου παιδιού του Τάσου Αβέρωφ και της Ευθυμίας Χατζηγάκη την Παρασκευή 17 Απριλίου 1908.
Το μυθιστόρημα με τρόπο αλματικό μας δείχνει τον δεκάχρονο Ευάγγελο - Λόλης το χαϊδευτικό του - στο χτήμα της Λάρισας να μεγαλώνει παρατηρώντας τη σύγκρουση ανάμεσα στον πατέρα και το μεγάλο γιο το Μιχάλη. Ο Λόλης θησαυρίζει εμπειρίες και διδάγματα για την κατοπινή του διαδρομή. Παρατηρώντας τη σύγκρουση δύο εγωισμών, σε μια σκηνή βγαλμένη λες από την Ιλιάδα, σε ένα αγώνα πατέρα-πρωτότοκου να παραβγαίνουν καβάλα στ' άλογα, θα συμπεράνει : “Τι ανοησία οι αντιπαλότητες ”.(σ. 43)
Την τελευταία μέρα του αλωνίσματος , ο Λόλης, το “κούτσικο”, περνάει και από τη βάσανο της γυναικείας δοκιμασίας. Η Φροσούλα, κόρη του επιστάτη, τον παρασέρνει στο “παιχνίδι” της δοκιμασίας και της ανταμοιβής. Πάνω σε μια συκιά τα δυο παιδιά “παίζουν” το παιχνίδι του δαγκωμένου σύκου και το γαργαλητό του μπάμπουρα. Γαργαλητό, φόβος, ακινησία, σπασμός: πρωτόλεια μύηση στα παίγνια της σεξουαλικότητας.
Το καλοκαίρι του 1920 τελειώνει. Η οικογένεια μετακομίζει στην Αθήνα χάριν των παιδιών: “να φοιτήσουν σ' ένα καλό σχολείο, να γνωρίσουν και πέντε ανθρώπους, να βρει και η Μίκα έναν γαμπρό αντάξιο του ονόματός τους” (σ. 74)

Το δεύτερο μέρος, η “Γη της Οδύνης” καλύπτει την περίοδο 1920- 1927 στην Αθήνα, στο σπίτι στην οδό Αμερικής 19. Η δεύτερη “γέννηση” του Λόλη συντελείται στο σπίτι του θείου Γιώργου, αδερφού του πατέρα του που ήταν βουλευτής του Βενιζέλου. Πρόκειται για κρίσιμη επιρροή μέσα σε κλίμα ευφορίας από τις νίκες στην Μικρασία και την περηφάνια για την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Οι συχνές επισκέψεις στο σπίτι του θείου Γιώργου θα προσφέρουν την ευκαιρία να γνωρίσει σημαντικά πρόσωπα: ανάμεσά τους τον ζωγράφο Παρθένη και τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου.
Η περιγραφή διανθίζεται και με ανεκδοτολογικά στοιχεία: θα τσακώσει την ξαδέρφη του -και μελλοντική συγγραφέα- τη Μιχαήλα Αβέρωφ με τον ζωγράφο Λυκούργο Κογεβίνα πίσω από το παραβάν με τον οποίο αργότερα θα κλεφτεί και θα το σκάσουν στο Παρίσι.[σημ. 7]
Το πρώτο σοκ από την πολιτική ο νεαρός Λόλης θα το εισπράξει σύντομα. Το ίνδαλμά του, ο Βενιζέλος, χάνει τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου του 1920. Αναρωτιέται: Γιατί όλοι έπεσαν έξω στην κρίση τους; Γιατί δεν το προέβλεψαν; Όλοι, ακόμα και ο Παπαναστασίου! Και για πρώτη φορά τίθεται εμπρός του το ερώτημα: πως παράγεται η ορθή πολιτική κρίση;
Στις 25 Ιουνίου 1922 ο Λόλης εγγράφεται στη νεολαία της Δημοκρατικής Ένωσης του κόμματος του Παπαναστασίου.
Φοιτά στο Βαρβάκειο. Όταν συγκρούεται με έναν αυστηρό κι άδικο καθηγητή, το αποτέλεσμα είναι μια αποβολή 3 εβδομάδων. Εξαιτίας της η σύγκρουση με τον αυστηρό πατέρα θα είναι άγρια. Δεν συγχωρείται εύκολα ο ξυλοδαρμός. Αν και από αυτή την περιπέτεια θα βγει τελικά δικαιωμένος. “ Δεν ήταν του στυλ του η αντίδραση για την αντίδραση. Εκείνον τον κινητοποιούσε ο σκοπός μάλλον παρά η κόντρα, το κυνήγι παρά η επιβολή, η αναζήτηση της λύσης στο όποιο πρόβλημά του” (σ. 116) Με επιμονή θα διεκδικήσει το δίκιο του αρκεί “να ξέρεις βέβαια και πως να υποστηρίξεις τη θέση σου. Να είσαι σύντομος, σαφής και πειστικός. Μελετημένος. Δύναμη είναι το δίκιο σου, και η εξουσία φυσικά” (σσ. 118-119).
Δυστυχώς τότε τον χτύπησε η φυματίωση.
Η οικογένεια τον στέλνει στην Ελβετία στο σανατόριο Σάατσαλπ (Schatzalp) στο Νταβός. Δύο ολόκληρα χρόνια θα μείνει εδώ. Εδώ θα γνωρίσει τον Τόμας Μαν, τον συγγραφέα του “Μαγικού Βουνού”. Εδώ “εγκλωβισμένος ανάμεσα στα σύννεφα” θα γνωρίσει την γαλλιδούλα Ινές με την οποία θα ζήσει μια ερωτική σχέση και κοντά της θα ανακαλύψει και τις χαρές της ανάγνωσης. Διαβάζει πολύ, γίνεται αχόρταγος αναγνώστης.
Η μάνα του θα καταφθάσει στο Νταβός. Με τρόπο έξυπνο κι αυταρχικό προσπαθεί να χειριστεί την άρνηση του Λόλη να εγκαταλείψει το Νταβός και την Ινές. Μετά το ξέσπασμα του Λόλη η κυρία-Ευθυμία επιστρέφει άπρακτη. Αλλά ο Λόλης παίρνει το μάθημά του από τη σύγκρουση: “Όλα έχουν τη χρησιμότητά τους στο παιχνίδι της πειθούς και της διπλωματίας. Τα ηχηρά ξεσπάσματα είναι κι αυτά απαραίτητα”(σ. 163).
Όταν δύο εβδομάδες αργότερα η Ινές πεθαίνει, ο Λόλης επιστρέφει στην Ελλάδα υποταγμένος στο σχέδιο της οικογένειας. Τηλεγραφεί: “Επιστρέφω θεραπευθείς ίνα φοιτήσω εις Ιατρικήν”.

Το τρίτο μέρος, “Γη Δελφύς” καλύπτει την περίοδο 1927-1941. Το κλίμα στο σπίτι δεν είναι καλό. Η αδερφή του η Μίκα είναι ερωτευμένη με το νεαρό Παναγιώτη Κανελλόπουλο αλλά η οικογένεια ούτε να ακούσει “γι' αυτόν τον νεαρό κομμουνιστή” (σ. 181). Ο Λόλης πάλι μισεί την Ιατρική. Αφού φοιτήσει δυο χρόνια, θα πάρει την απόφαση: “Δεν θα γινόταν γιατρός” (σ. 184)
Εγκαταλείπει την Αθήνα κι έρχεται στη Λάρισα. Καταφθάνουν οι δικοί του. Τον πιέζουν. “Τι θέλεις να γίνεις;” απαντά “Θέλω να σπουδάσω πολιτικές επιστήμες, διότι κάποτε σκοπεύω να πολιτευτώ.” (σ. 200)

Έτσι θα βρεθεί στο πανεπιστήμιο της Λωζάνης έως το 1933 για να σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες και Νομικά. Η φοίτηση στη Λωζάνη είναι πραγματικά η τρίτη γέννηση. Σημειώνει η αφηγήτρια κόρη: “Δεν θυμάμαι να μας έλεγες ιστορίες πριν από το 29. Λες και η αφήγηση της ζωής σου ξεκινούσε από τη Λωζάνη” (σ. 203)
25 χρονώ το 1931 ο Παπαναστασίου τον ξεσήκωσε να κάνει τη διατριβή του με θέμα την ένωση των Βαλκανίων σε ενιαίο δημοκρατικό σχηματισμό και να την υποβάλλει στο διαγωνισμό της τρίτης Βαλκανικής διασκέψεως. Παίρνει το πρώτο βραβείο.
Το Μέτσοβο έως τότε δεν το είχε επισκεφτεί. Το καλοκαίρι του 39 η υποτροπή της υγείας του τον αναγκάζει να έρθει στο Μέτσοβο. Έχει ανταλλάξει επιστολές με τον βαρόνο Μιχαήλ Τοσίτσα. Ο Λόλης έχει βρει ένα ικανό και κοσμοπολίτη συζητητή κατάλληλο να του εκμυστηρευτεί τα σχέδιά του. Την 1η Σεπτεμβρίου ο Χίτλερ εισβάλλει στην Πολωνία. Αρχίζει ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος.
Η 28η Οκτωβρίου του 1940 θα τον βρει στην Αθήνα. Δεν θα κληθεί να υπηρετήσει λόγω κακής υγείας. Ζητά να καταταγεί εθελοντής αλλά δεν τον κάνουν δεκτό. Ο Λόλης πάει στα Γιάννινα και συναντά τον συμμαθητή του Αχιλλέα Καράκαλο. Εντάσσεται στην ομάδα του με τον Σολομών Μορδεχάι και τον Σταύρο Γκατσόπουλο ως σαμποτέρ στα μετόπισθεν του εχθρού.
Τον Μάρτιο του 1941, 33 χρονώ πια, διορίζεται νομάρχης στην Κέρκυρα από την κυβέρνηση Κορυζή. Είναι το πρώτο πολιτικό του πόστο. Και δεν αργεί να κερδίσει τον σεβασμό των Κερκυραίων. Μετά την παράδοση της Κέρκυρας μένει δύο μήνες στο νησί προσπαθώντας να οργανώσει παθητική αντίσταση. Έρχεται στο Μέτσοβο. Συλλαμβάνεται. Τον κάρφωσε ένας μετσοβίτης οπαδός του Αλκιβιάδη Διαμάντη, του κομεντατόρε. Καταφέρνει να λεφτερωθεί με τη μεσολάβηση του δήμαρχου και τελικά κατεβαίνει στο κτήμα στη Λάρισα. Το κτήμα ήταν χάλια. Ο σεισμός του Φεβρουαρίου και οι βομβαρδισμοί, οι λεηλασίες σχεδόν το ρήμαξαν. Προσπαθεί να βάλει μια τάξη.
Στη Λάρισα και την περιοχή το κουτσοβλαχικό ζήτημα φούντωνε επικίνδυνα (σ.321-326). Οι βλάχοι της λεγεώνας έχουν εκτραχυνθεί. Ο Λόλης είναι αποφασισμένος: “έπρεπε να αντισταθούν στους προδότες” (σ.331).
Με τον γιατρό Νίκο Ράπτη, μια ισχυρή και έντιμη φυσιογνωμία της Λάρισας, τον δικηγόρο Κωνσταντίνου, οργανώνουν την αντίσταση στους λεγεωνάριους (σ.333-339). Μετά ένα επεισόδιο στην αγορά με τον λεγεωνάριο Ραποτίκα, ο Λόλης συλλαμβάνεται. Στις 29 του Απρίλη 1942 μαζί με τους κρατούμενους τον Πλίτση, τον Χαρίλαο Τζήμα, τον Στέργιο Κωνσταντίνου, το Νίκο Ράπτη, τον Αντώνη και τον Ηλία Σκυλλάκο κι άλλους πολλούς θα μεταφερθούν στο σιδηροδρομικό σταθμό για το στρατόπεδο συγκέντρωσης.

Το τέταρτο μέρος, “Όταν ξεχνούσαν οι θεοί”, καλύπτει τα χρόνια 1942-1945
Ο Λόλης μεταφέρεται στην Ιταλία, στο στρατόπεδο Φεραμόντι στην Καλαβρία. Ορίζεται αρχηγός και εκπρόσωπος των 104 Ελλήνων του στρατοπέδου. Απαιτεί από το διοικητή οι Έλληνες κατά την καθημερινή έπαρση και υποστολή της σημαίας να μην υψώνουν το χέρι σε φασιστικό χαιρετισμό. Κι αυτό του κοστίζει. Οι ακραίες στιγμές στη ζωή ενός ανθρώπου είναι σημαδιακές στιγμές και για το Λόλη αποτυπώνονται ως τέταρτη γέννηση.
Στο Φεραμόντι θα μείνει εφτά μήνες. Κι έπειτα θα μεταφερθεί ως “πολίτης υπό περιορισμό” μαζί με άλλους 14 Έλληνες σε ένα χωριό της Κρεμόνας.
Όταν η Ιταλία υπόγραψε ανακωχή με τους συμμάχους πέρασε στην γερμανοκρατούμενη Ρώμη. Εδώ συναντά το Θόδωρο Μελετίου και συγκροτούν την ομάδα “Ελευθερία ή Θάνατος” που διευκόλυνε τη φυγάδευση παράνομων ελλήνων ή συμμάχων. Φυγάδευσαν συνολικά 700 αιχμαλώτους και έδωσαν σημαντικές πληροφορίες για την “γοτθική γραμμή” άμυνας των Γερμανών στα Απέννινα όρη. Όταν τον Ιούνιο του 1944 οι σύμμαχοι μπήκαν στη Ρώμη, ο Λόλης εντάσσεται για ένα χρόνο στη Διασυμμαχική Υπηρεσία εκτοπισθέντων προσώπων.
Τον Ιούνιο του 45 επιστρέφει στην Αθήνα. 37 χρονών πια αποφασίζει να πολιτευτεί με το κόμμα των Βενιζελικών Φιλελεύθερων υπό τον Σοφοκλή Βενιζέλο.

Το πέμπτο μέρος, “Καρυδιές στην Πέτρινη γη”, καλύπτει την περίοδο 1945-1947. Η αλληλογραφία του Αβέρωφ με τον βαρόνο Τοσίτσα έχει πυκνώσει. Κι όταν ο βαρόνος εκδηλώνει την επιθυμία του να υιοθετήσει ένα παιδί από το Μέτσοβο, ο Αβέρωφ προτείνει: “Πιστεύω λοιπόν πως θα ήταν όμορφο, όχι να αλλάξω το όνομά μου, αλλά, αν το επιθυμείτε και εσείς, να φέρω και τα δύο ονόματα και να ονομάζομαι Ευάγγελος Αβέρωφ Τοσίτσας” (σ. 450-451).Τον έχει πείσει να αναστυλώσει το αρχοντικό των Τοσιτσαίων και με συγκεκριμένα έργα να συμβάλλει στην ανάπτυξη του τόπου. Φτιάχτηκαν βρύσες, συντηρήθηκαν εκκλησίες, έγιναν αναδασώσεις, έγινε εργοστάσιο ξυλείας, τυροκομείο, πρότυπο βουστάσιο, κτίστηκε νοσοκομείο... Ο Βαγγέλης - κι όχι πλέον Λόλης – έχει πάρει απόφαση να πολιτευτεί στην Ήπειρο. Ανεβαίνει στο Μέτσοβο και γίνεται δεκτός με εγκάρδιες εκδηλώσεις. Έχοντας αντίπαλο τον Ναπολέοντα Ζέρβα υπάρχουν δυσκολίες για την εκλογή του. Το αντιλαμβάνεται το ίδιο βράδυ όταν οι Μετσοβίτες έρχονται και του ζητούν να τους μοιράσει σε λίρες την προίκα του ιδρύματος Τοσίτσα για να τον ψηφίσουν! Λίρα και ψήφο. Εκρήγνυται και δεν ενδίδει. Ενώ αυτός μιλάει για ανάπτυξη, αυτοί θέλουν λίρες και στο χέρι. Παρόλα αυτά εκλέγεται βουλευτής. Είναι η χρονική στιγμή που όλοι στην Ευρώπη επαναχαράζουν τα σύνορά τους. Δυστυχώς η μοναδική παραχώρηση που γίνεται στην Ελλάδα είναι η ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων. Τίποτε άλλο. Ο Βαγγέλης κατανοεί μια επίκαιρη αλήθεια: “δυστυχώς, η διεθνής δικαιοσύνη δεν υπάρχει” (σ. 466). Η ύπαιθρος εγκαταλειμμένη, ο εμφύλιος μπροστά μας, οι πολιτικές διαφωνίες εντείνονται παρά το αίτημα να υπάρξει κυβέρνηση συνεργασίας.
Στα τέλη του Οκτωβρίου του 1946 γνωρίζει την αγγλοθρεμμένη Ντίνα Λυκιαρδοπούλου και δεν αργεί ανάμεσά τους να αναπτυχθεί σφοδρό αίσθημα. Η οικογένειά της αντιδρά. Να δώσουν αυτοί το κορίτσι σε έναν ανεπάγγελτο; επάγγελμα είναι το βουλευτιλίκι; κι επιπλέον έχει και κλονισμένη υγεία, φθισικός, με κακά γονίδια... Τελικά, όπως γίνεται σ' αυτές τις περιπτώσεις, άμα θέλει η νύφη κι ο γαμπρός, οι γονείς υποχωρούν.
Ο γάμος γίνεται στο Λονδίνο.


Παρουσίασα συνοπτικά την περιπετειώδη ζωή του Λόλη-Βαγγέλη γιατί, όσο κι αν φαίνεται παράξενο για ένα ιστορικό μυθιστόρημα, δεν βασίζεται στο λεγόμενο “σασπένς”. Επομένως η παρουσίαση μάλλον διευκολύνει και δεν κόβει κάτι από την αναγνωστική ευχαρίστηση γιατί: 

α) η διαδοχή των γεγονότων δεν έχει λογοτεχνική αξία καθεαυτή, όσο έχει η ανίχνευση του τρόπου με τον οποίο παράγονται οι βιωμένες αρχές που τελικά χαρακτηρίζουν τη συμπεριφορά και τη στάση του βιογραφούμενου προσώπου. 

β) δεν είναι καθ’ εαυτά τα γεγονότα του βίου που προκαλούν την αναγνωστική αδημονία, όσο η καθοριστική παρουσία ενός άλλου προσώπου που αναδιφεί, συλλογάται, ερμηνεύει, εκτιμά και αποτιμά τη σχέση με τα γεγονότα∙ που σπαράζει καθώς γράφει: της αφηγήτριας κόρης.

Η παρουσία της είναι πρωταγωνιστική έστω κι αν συνειδητά κάνει την προσπάθεια να «τραβηχτεί» παραπίσω. Τελικά η αληθινή ηρωίδα του μυθιστορήματος είναι η αφηγήτρια-κόρη που πριν ακόμη αρχίσει να γράφει- έρχεται αντιμέτωπη με πολλά προσωπικά ερωτήματα που έχουν να κάνουν με την εκ των υστέρων «σχέση» με τον πατέρα.
  • “σπούδασα ψυχολογία για να τα βγάλω πέρα μαζί σου” (σ.11)
  • “έχω νοιώσει από νήπιο την λατρεία και την απέχθεια στο πρόσωπό μου επειδή ήμουν παιδί σου” (σ. 496)
  • “ποιος ήσουν, αλήθεια; ” (σ. 496)
  • “Πώς να σε καταλάβω;” (σ 398)
  • “πιο πολύ με βασάνιζαν νομίζω αυτά που δεν έλεγες. Η ησυχία σου. Η μαύρη σιωπή που βάραινε πολλές φορές το σπίτι. (σ165)”
  • “περάσαμε τη ζωή μας έτσι, στη μαντεψιά και στη σιωπή” (σ 289)
  • “Ίσως δεν σ' ακούγαμε με αρκετό ενδιαφέρον” (σ. 404)
  • “Θέλω να γνωρίσω εσένα, τον Λόλη, πέρα από τους ρόλους.”(σ166)
  • “δεν θυμάμαι να βίωσα ποτέ την κατανόησή σου, αλλά μια ζωή λαχταρούσα την αποδοχή σου” (σ.281)
  • “δεν γράφω από χρέος ή διάθεση να σε υμνήσω. Είμαι ελεύθερη πια” (282)
  • “Η αγάπη, λένε, θέλει δυο ανθρώπους. Σε ασπάζομαι, πατέρα, τώρα πια μπορώ να σ' αγαπήσω. Συγνώμη που άργησα τόσο” (σ.498)

Και σ' όλα αυτά που σχετίζονται με την προσωπική και επομένως συναισθηματική εμπλοκή της Τατιάνας Αβέρωφ με τον πατέρα, έρχεται να προστεθεί και ένα πλήθος από ερωτήματα με πρώτο και κυρίαρχο το πλέον κρίσιμο ερώτημα για την συγγραφή: Γίνεται ένα μυθιστόρημα να ιστορεί την αλήθεια; ευτυχώς το απαντά η ίδια: “η αλήθεια είναι μια επινόηση που ο καθένας τη βρίσκει μόνος ” (σ. 10)

Και δεν είναι το μόνο ερώτημα που θέτει το βιβλίο. Πολλά τα ερωτήματα, που δεν είναι μόνο σκόπελοι για τη συγγραφή, αλλά και στοιχεία γόνιμα για την ανάγνωση και πρόσφορα για την κριτική διερεύνηση:
  • Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στην αλήθεια της μυθοπλασίας και την αλήθεια των γεγονότων της ιστορίας;
  • Ποια είναι η σχέση της μυθιστοριογράφου Τατιάνας Αβέρωφ με την «κατασκευασμένη» αφηγήτρια του μυθιστορήματος;
  • Ποια η σχέση της τότε κόρης και της νυν κόρης-αφηγήτριας;
  • Πόσο επέδρασε ο παράγοντας χρόνος στην λείανση του προσώπου του πατέρα Ευάγγελου Αβέρωφ;
  • Πώς αναδεικνύεται η υποκειμενικότητα της συγγραφέως; (επιλογές, αποσιωπήσεις, παραλείψεις)
  • Τι σχέση έχει η βιωμένη υποκειμενικά πραγματικότητα με την πραγματικότητα που μεταφέρει η αφήγηση;
  • Τι μπορεί να συνεισφέρει το μυθιστόρημα στην διερεύνηση της συλλογικής μνήμης 25 χρόνια μετά το θάνατο του Ευάγγελου Αβέρωφ;

Ερωτήσεις προκλητικές που απαιτούν δέκα φορές το χρόνο που ξόδεψα για να απαντηθούν.
Ωστόσο εδώ είμαστε. Γιατί στο τέλος της συγγραφής υπάρχει μια διαπίστωση της Τατιάνας: “Δεν μπόρεσα να χωρέσω τη ζωή σου σε ένα βιβλίο [...] Κάποτε ίσως συνεχίσουμε το ταξίδι μας παρέα.” Υπόσχεση δοσμένη. Υπόσχεση για ένα δεύτερο βιβλίο.
Το περιμένουμε.
ΘΩΜΑΣ ΨύΡΡΑΣ

Αθήνα 26-11-2014

 
1 Τα μυθιστορήματα της Τ. Αβέρωφ : “Το ξέφωτο”, Κέδρος 2000 . “Αύγουστος”, Κέδρος 2002. “Ανοιχτή γραμμή”, Κέδρος 2005. “Θράσος”, Κέδρος 2009. “Δέκα ζωές σε μία”, Μεταίχμιο 2014.

2 Δες Αλέξης Ζήρας, Λεξικό Νεοελληνικής λογοτεχνίας, εκδ. Πατάκη 2007

3 Το ιστορικό μυθιστόρημα : α. Αναφέρεται σε παλαιότερες εποχές. β. Περιγράφει γνωστές ιστορικές προσωπικότητες. γ. Περιγράφει τα ήθη και έθιμα των εποχών αυτών. δ. Σέβεται την ιστορική αλήθεια ώστε να μην το απορρίπτει ο αναγνώστης, όμως επιτρέπει την παραποίηση της Ιστορίας σε δευτερευούσης σημασίας συμβάντα, αφού ο συγγραφέας γράφει μυθιστόρημα και όχι Ιστορία. ε. Σέβεται απολύτως την ιστορική αλήθεια στην απεικόνιση των ιστορικών προσώπων, η οποία πρέπει να βασίζεται σε ντοκουμέντα, χωρίς όμως να θεοποιεί νεκρούς ήρωες. στ. Είναι βασισμένο στην πραγματικότητα σε μεγάλο βαθμό. ζ. Διαθέτει μια αφηγηματική τεχνική συνειδητά χαλαρή, ώστε να δίνεται στον συγγραφέα η δυνατότητα παρουσίασης ενός μεγάλου αριθμού προσώπων και εικόνων του παρελθόντος. η. Διαθέτει για πρωταγωνιστή έναν μυθοπλασιακό «παθητικό ήρωα», παρ' όλο που ένας τέτοιος ήρωας δεν αρέσει στο αναγνωστικό κοινό, γιατί έτσι προσφέρει τη δυνατότητα στον συγγραφέα να στρέψει την αφήγηση προς όποια κατεύθυνση επιθυμεί· ο πρωταγωνιστής αυτός οφείλει να είναι ξένος προς τον τόπο όπου διαδραματίζεται η ιστορία, οπότε μέσα από τις περιπέτειές του να πληροφορείται ο αναγνώστης για τις συνήθειες του τόπου, ο οποίος περιγράφεται. (Σοφία Ντενίση, Οι αρχές του νεότερου ιστορικού μυθιστορήματος, Ελευθεροτυπία-Βιβλιοθήκη, Πέμπτη 29 Απριλίου 2010).

4 “Μα δεν υπήρξε καμιά Φροσούλα [...] Ποια είναι τα όρια της συγγραφικής αδείας;” (σ.71)

5 Αλέξης Ζήρας, Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδόσεις Πατάκης, 2007 : «τα πρόσωπά της συνήθως ζουν τις εκδοχές της ίδιας κατά βάση ιστορίας, της μιας και μόνης μαθητείας στην ουσιαστική ζωή».

6 Δες: Νίτσας Λουλέ, Ευάγγελος Αβέρωφ, εκδ. Ειρήνη, 1988 και Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Ευάγγελος Αβέρωφ - Τοσίτσας, 1908-1990 εκδ. Σιδέρης, 2004.


7 Η προσωπογραφία της Μιχαήλας θα ολοκληρωθεί στην σελίδα 257.