Τετάρτη 25 Μαΐου 2016

Νικόλαος Αθ. Παπαθεοδώρου: Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

Η Λάρισα ως «μνημονικός τόπος».


Τα δημοσιεύματα του Νίκου Παπαθεοδώρου κάθε Τετάρτη στην “Ελευθερία” της Λάρισας διαβάστηκαν είτε ως κείμενα δημοσιογραφικά που εξάπτουν την περιέργεια και παρακινούν ώστε να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι, είτε ως ψηφίδες που διαφωτίζουν στιγμές και πρόσωπα κι επομένως συμβάλουν στην ανάδειξη της ιστορίας της πόλης.

Συγκεντρωμένα όμως πλέον τα πενήντα τρία δημοσιεύματα του 2014 σε ένα τόμο με τον τίτλο “Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα” δημιουργούν μια εντελώς διαφορετική εικόνα και μας επιβάλουν μια διαφορετική ανάγνωση. Η Λάρισα μέσα από την αλληλοδιαδοχή των 53 κειμένων, μετατρέπεται σε «μνημονικό τόπο»1 και πλέον ο αναγνώστης βρίσκεται μπροστά σε ένα χωρικό πλαίσιο που αναδεικνύει το πρόβλημα της συλλογικής μνήμης. Να το πω διαφορετικά: αν για να αποκτήσουν νόημα ακόμα και οι εντελώς προσωπικές αναμνήσεις μας απαιτείται να υπάρχει το πλαίσιο του χώρου, αυτό είναι απολύτως απαραίτητο για τη συλλογική μνήμη.2 Ιδού λοιπόν η αναγνωστική πρόκληση από το βιβλίο του Νίκου Παπαθεοδώρου: η σχέση της πόλης με τη συλλογική μνήμη (ή της μνήμης σε σχέση με την πόλη). 
 
Η Λάρισα, και κάθε πόλη, δεν είναι μόνο δρόμοι και χτίσματα, δεν είναι ούτε καν οι κάτοικοί της, οι λειτουργίες της ή οι εικόνες του παρελθόντος που ανακαλεί. Είναι κυρίως ο βιωμένος χώρος. Αυτός δημιουργεί τελικά εκείνα τα υποκείμενα (τους πολίτες), που διαθέτουν συγκροτημένη ταυτότητα και έτσι μπορούν να δημιουργήσουν ένα αφήγημα για την πόλη τους. Γιατί η πόλη είναι ο κατεξοχήν τόπος εντός του οποίου αναδύονται και υλοποιούνται οι νέες ταυτότητες, κι έτσι η πόλη γίνεται όντως πόλη καθώς περνάει μέσα από τη διαδικασία της μυθολόγησης και τελικά της αφήγησης. Εκεί στο συλλογικό αφήγημα της πόλης κατοικοεδρεύει η συλλογική μνήμη.

Πριν κάμποσα χρόνια στην εισαγωγή του τόμου “Λάρισα : μια πόλη στη λογοτεχνία” έγραψα ότι η Λάρισα είναι ακόμα μια πόλη σε εκκρεμότητα. Κι εννοούσα ότι το τουρκικό Γενή Σεχίρ που μετεξελίχθηκε στη Λάρισα του σήμερα βρίσκεται σε μια διαδικασία διαρκούς εξέλιξης κι αναμόχλευσης. Βρίσκεται σε ένα παρατεταμένο γίγνεσθαι που ακόμα τα τελευταία διακόσια χρόνια δεν έχει αποκρυσταλλωθεί, δεν έχει παγιωθεί και δεν έχει καταλήξει στη φυσιογνωμία της. Και προφανώς δεν εννοούσα τα χτίσματα ή τη ρυμοτομία ή το σχέδιό της. Εννοούσα κυρίως την ταυτότητα των κατοίκων της και τη σχέση τους με την πόλη και κυρίως τη συνείδησή του να είσαι Λαρισινός.

 
Σκεφτείτε τα τελευταία διακόσια χρόνια πόσους πολέμους, πόσες αναταραχές, πόσοι διαφορετικοί πληθυσμοί συνέρρευσαν στην πόλη. Τούρκοι αριστοκράτες (σαν τον Καντήρ Αγά εφένδη, τον πρώτο δήμαρχο της πόλης, ή τον μεγάλο μυστικό ποιητή Αβνί Γενησεχιρλή), Μπεκτασήδες και διανοούμενοι του σουφισμού, Εβραίοι έμποροι, Ρουμελιώτες και Πελοποννήσιοι που αναζητούσαν ευκαιρίες, Βλάχοι (Μοσχοπολίτες, Μπιτολιάνοι, Σαρμανιώτες, Περβολιώτες, Αβδελιώτες) και Σαρακατσαναίοι και νησιώτες (Κρητικοί κι Επτανήσιοι), Ρομά και πλήθος Ηπειρώτες. Και πληθυσμοί από τα γύρω κοντινά και μακρινά ορεινά και τα χωριά του κάμπου: Ραψανιώτες, Αμπελακιώτες, Τσαριτσανιώτες, Χασιώτες, Αργιθεάτες, Κοπατσαραίοι και βουνίσιοι από τα μαστοροχώρια της Μακεδονίας. Και Τυρναβίτες και περαστικοί που απόμεναν εδώ να στήσουν τη ζωή τους. Και Πόντιοι και Καππαδόκες και Μικρασιάτες και πρόσφυγες από την Ρωμυλία και Πόντιοι από τη Ρωσία και τη Γεωργία και νέοι πρόσφυγες... Όλα αυτά τα μελέτια κλήθηκαν μες στις μεταβολές της ιστορίας να συνυπάρξουν, να συμβιώσουν το ένα πλάι στο άλλο, να ενσωματωθούν στην πόλη, να την εγκολπωθούν και να την κάνουν “πατρίδα” τους. Δεν είναι διόλου εύκολο. Πρόκειται για μια πραγματική εποποιία. Μια άγραφη εποποιία η οποία περιέχει συγκρούσεις, αντιπαλότητες, απορρίψεις, περιθωριοποιήσεις, ταξικές και ενδοφυλετικές συγκρούσεις, πάλη ανάμεσα σε διαφορετικές νοοτροπίες, τεταμένες σχέσεις με τις τοπικές εξουσίες, αποσιωπήσεις και τραύματα. 
 
Κι όμως! Όσο κι αν απορεί κανείς, ετούτη η πόλη με το αμάλγαμα των πληθυσμιακών της ομάδων προσπαθεί να διαμορφώνει (γιατί ακόμα πασχίζει να διαμορφώνει) μια ταυτότητα στους πολίτες της. Μ’ αρέσει να λέω πως δεν υπάρχουν Λαρισαίοι, αλλά Λαρισινοί. Είμαστε μεν όλοι φερτοί, που ωστόσο ενσωματωθήκαμε στην πόλη και κατακτούμε πλέον τη συνείδηση ότι είμαστε Λαρισινοί. Πρόκειται για μια διαρκή εκκρεμότητα με την οποία παλεύουμε εδώ και διακόσια τουλάχιστο χρόνια. Πάντως βήμα το βήμα, γενιά τη γενιά αποκτούμε και εσωτερικεύουμε την ταυτότητα του Λαρισινού.
Αλλά πως αποκτιέται αυτή η ταυτότητα; Γιατί βέβαια δεν προκύπτει αυτόματα από μόνη της. Ούτε επιβάλλεται μόνο μέσα από την αναγκαστική συνύπαρξη και τη συνεχή τριβή ανάμεσα σε αλλότριες νοοτροπίες και συνήθειες. Ούτε δημιουργείται μόνο από τη γνώση μιας “επίσημης” τοπικής ιστορίας η οποία συνήθως εξαντλείται στον μακρύ χρόνο και σε “μεγάλα” γεγονότα, σε σπουδαίες στροφές της ιστορικής πορείας ή σε επιλεγμένα “σημαντικά’’ πρόσωπα. Η ταυτότητα διαμορφώνεται κυρίως από τη βιωματική σχέση που δένει τους ανθρώπους με την πόλη. Εδώ υπεισέρχεται ο ρόλος της συλλογικής μνήμης. Η πόλη, οι δρόμοι της, οι τοποθεσίες, τα κτήρια, οι ασήμαντες γωνιές της μετατρέπονται σε ένα κόσμο σημείων που “σημαίνουν”, που γίνονται “σύμβολα” κι έχουν πιθανώς ιστορική αξία αλλά σίγουρα διαθέτουν μια ιδιαίτερα βαριά συναισθηματική αξία για τους ανθρώπους. Οι χώροι της πόλης με τη ζωή που εγχαράσσεται σε αυτούς αποτελούν ενεργούς τροφοδότες της μνήμης. Μετατρέπονται σε μνημονικούς τόπους καθώς διαπλέκονται τα συναισθήματα με συγκεκριμένους χώρους. Ο έρωτας, ο φόβος, η χαμένη παρουσία ανθρώπων που έφυγαν από κοντά μας, η συγκίνηση που συνδέει τους τόπους με παλιότερες διηγήσεις που ακούσαμε από τους παππούδες μας, ακόμα κι όσα θρυλούνται -πραγματικά ή φανταστικά- δημιουργούν τη βάση της συλλογικής μας μνήμης. Σκεφτείτε για παράδειγμα την Αβερώφειο Γεωργική σχολή: ο συνταγματάρχης Λιάπκιν είναι παρών στην απουσία του και “σημαίνει” το χώρο, τον γεμίζει με σημασία· το Μεζούρλο: ως τόπος εφιαλτικός που στοιχειώνει ακόμα τις ψυχές των εκτελεσμένων· τον Πηνειό, το λόφο του Φρουρίου, το “Πανελλήνιον”, το ρολόι της Λάρισας, το Ρίο, τα κτίρια που ανασημασιοδοτούνται όταν αλλάζει η χρήση τους... Το κάθε ένα συνδέεται μαζί μας συναισθηματικά. Και η συλλογική μνήμη τα διαχειρίζεται με χίλιους δυο τρόπους: τα συνδέει με το εθνικό φαντασιακό, τα αναδεικνύει, τα λειαίνει, τα παραποιεί ίσως, τα αποσιωπά ή τα διαχειρίζεται τραυματικά. Έτσι δημιουργούνται εικόνες, εμπειρίες, αξίες, προθέσεις και νοοτροπίες και κυρίως αφηγήσεις που ενσωματώνουν πάνω στην υλική δομή του τόπου το πνεύμα, τη φαντασία και το συναίσθημα των ανθρώπων. Η πόλη μετατρέπεται σε ένα ευρύ χώρο μνήμης όπου αποτυπώνονται οι τρόποι ζωής των κοινωνικών ομάδων που την έχουν κατοικήσει και την κατοικούν, οι λειτουργίες της πόλης, η οικονομική και κοινωνική της ζωή και οι δραστηριότητες των κατοίκων της.

 Νομίζω ότι εδώ βρίσκεται ακριβώς η συμβολή του τόμου που παρουσιάζει ο Νίκος Παπαθεοδώρου. Μέσα στα 53 δημοσιεύματα αναδεικνύει πρωτίστως τι σημαίνει βιωματική λειτουργία της μνήμης και μας δείχνει τι σχέση μπορεί να έχει η ψυχή μας με την πόλη μας. Το τοπίο της Λάρισας γίνεται ένα παλίμψηστο της ιστορίας και της μνήμης έτσι ώστε ο σημερινός Λαρισινός διαβάζοντάς το να πάψει να είναι ένας καταναλωτής του χώρου που αντιλαμβάνεται τη Λάρισα ως τόπο αραγμένων σωμάτων σε καφετέριες αλλά να μετατρέπεται σε δέκτη (κι εν συνεχεία σε πομπό) σημάτων και μηνυμάτων που διαπερνούν το σώμα της πόλης, που αντιπροσωπεύουν την πόλη και τον καθένα Λαρισινό.

Κι αυτό από μόνο του αποτελεί κατάκτηση μιας ιδιαίτερης πλευράς της κοινωνικής εμπειρίας που ισχυροποιεί την ταυτότητα του Λαρισινού και μετατρέπει μια "εκκρεμή" πόλη σε μια επί της ουσίας πόλη, σε μια πόλη αξιοβίωτη. 

ΘΩΜΑΣ ΨύΡΡΑΣ
Λάρισα 25.5.2016


1 Pierre Nora (Πιερ Νορά), Between Memory and History: Les Lieux de Mémoire, στο περ. Representations, Spring 1989, nr. 26, Berkeley: University of California Press, σελ. 7-25
2 Maurice Halbwachs (Μωρίς Χώλμπβαχ), Κοινωνικά πλαίσια της μνήμης, μτφ. Ελευθερία Ζέη, Νεφέλη 2013. 

Τρίτη 10 Μαΐου 2016

Δημήτρης Νόλλας: "Δύσκολοι καιροί": "Το ταξίδι στην Ελλάδα" και "Μάρμαρα στη μέση".


Η Μυθοπλαστική αυτογνωσία.




Ο Δημήτρης Νόλλας ανέλαβε ένα τολμηρό και δύσκολο έργο: Να συγκροτήσει μια μυθιστορηματική τριλογία με το γενικό τίτλο "Δύσκολοι καιροί" η οποία θα καλύπτει μια μεγάλη περίοδο από το 1943 μέχρι τις μέρες μας. Ήδη έχουμε στα χέρια μας τα δύο πρώτα βιβλία της τριλογίας: "Το ταξίδι στην Ελλάδα", που πήρε το κρατικό βραβείο Μυθιστορήματος το 2014, και το "Μάρμαρα στη μέση". Το πρώτο καλύπτει την εμφυλιακή και μετεμφυλιακή περίοδο, το δεύτερο αναφέρεται στην τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα και το τρίτο, που αναμένουμε, θα φτάνει στα χρόνια της κρίσης.


"Το ταξίδι στην Ελλάδα" περιγράφει την κάθοδο στην Ελλάδα, - συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη του 63, μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη - ενός μετανάστη κι επίδοξου ποιητή, του Αρίστου Καραμπίνη, ενός νεαρού που πήγε για σπουδές στη Γερμανία αλλά τα παράτησε και κατέληξε να δουλεύει στη λαχαναγορά του Μονάχου. Όταν το αφεντικό τού πρότεινε να συνοδεύσει στην Ελλάδα μια αινιγματική και σχεδόν σαλεμένη γυναίκα, τη Χρυσάνθη, η οποία είχε μεταναστεύσει στη Γερμανία από το ’43, «την ώρα που είχε πάρει φωτιά ο κόσμος όλος», αρπάζει την ευκαιρία του δωρεάν εισιτηρίου, για να επιστρέψει στη γενέθλια γη.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Νόλλας ασχολείται με τους μετανάστες. Ήδη στη νουβέλα «Ναυαγίων πλάσματα» (Κέδρος, 2009) όσο και στη συλλογή διηγημάτων «Στον τόπο» (Iκαρος, 2012) ο Νόλλας ασχολήθηκε με τη μοίρα των μεταναστών που επιστρέφουν στην Ελλάδα. Η ιστορία αρχίζει και τελειώνει στο Acropolis Express, από το Μόναχο στη Θεσσαλονίκη και αντίστροφα. Η πλοκή του μυθιστορήματος εξελίσσεται στο ενδιάμεσο διάστημα.
Η γενέθλιος γη αποδεικνύεται παγίδα για τον Αρίστο, καθώς σε κάθε βήμα και σε καθεμιά επαφή με φίλους και “φίλους” σκοντάφτει σε ένα παρελθόν που δεν είναι ποτέ παρελθόν αλλά μια ζώσα τωρινή πραγματικότητα που καθορίζει τη ζωή, τις συμπεριφορές και τις μύχιες σκέψεις των ανθρώπων.
Η πρωτεύουσα των προσφύγων, που έλεγε και ο Γιώργος Ιωάννου, αναδεικνύει όλη την νεοελληνική παθογένεια μέσα από μια προσπάθεια “ανασυγκρότησης”. Η πάλαι ποτέ προσφυγική παραγκούπολη μοιάζει με «ένα πηγάδι μέχρι το κέντρο της γης». Η αντιπαροχή, η τοκογλυφία, τα σημάδια του εμφύλιου, ο εθνικισμός, οι πελατειακές σχέσεις, η αστυνομοκρατία, η διαφθορά, η αρπακτική διάθεση για το κέρδος και τον γρήγορο πλουτισμό, η κατάπτωση των παλιών νοικοκυραίων, έχουν δημιουργήσει ένα άλλο κόσμο. Ο Καραμπίνης έρχεται σε επαφή με μαυραγορίτες, καταδότες, χαφιέδες, ταγματασφαλίτες, άρπαγες εβραϊκών περιουσιών, παλιούς φίλους και συγγενείς έτοιμους να τον “ρίξουν”, εργολάβους και μεσίτες, τοκογλύφους, έρχεται σε επαφή με ναυαγισμένες ψυχές και πρόσωπα που σημαδεύτηκαν από τον εμφύλιο. Έτσι το «Ταξίδι στην Ελλάδα» γίνεται πορεία αυτογνωσίας με την ανθρωπολογική έννοια του όρου, ταξίδι που τελικά καθορίζει την ταυτότητα του ήρωα κι φέρνει στην επιφάνεια τους διχασμούς και τις αντιφάσεις του, την βίαιη πρόσκρουση με την Ιστορία και το παρελθόν. Ο Νόλλας σχολιάζει για τον ήρωά του: «Η πιο βαριά αρρώστια ήταν αυτή με την Ελλάδα που είχε αρπάξει.»
Με την μινιμαλιστική και λιτή αλλά γοητευτική γραφή του, μέσα από το «πλήθος των υλικών» που καταδυναστεύει τη ζωή μας, ο Νόλλας χτίζει με τρυφερότητα και συγκίνηση ένα κομψοτέχνημα, που αποτελεί επί της ουσίας μελέτη της «νεοελληνικής ιδιοπροσωπίας». Ένα μυθιστόρημα -που όπως ήδη επεσήμανε η κριτική- χαρακτηρίζεται από το ιδιαίτερο “βλέμμα πάνω στις ζωές των ανθρώπων και στις δυο πλευρές των ιδεολογικών σχημάτων". Ένα Μυθιστόρημα πραγματικό μεν “άλμπουμ ναυαγίων” που ωστόσο αναδεικνύει "μια φωτεινή ιδέα για την Ελλάδα (μ’ όλα τα τρωτά της) γιατί «χρόνια δύσκολα ξεδύσκολα, όταν η σκεπή μπάζει, δεν το βάζεις στα πόδια. Μαζευόμαστε και τη φτιάχνουμε».


Στο δεύτερο βιβλίο της τριλογίας, στο "Μάρμαρα στη μέση", ο Νόλλας μας μεταφέρει στη Γερμανία και στον κόσμο που ξεπήδησε μετά την πτώση του τείχους και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Ανατολικογερμανοί, Βούλγαροι, Ρώσοι, Γιουγκοσλάβοι, Ελληνες στα τέλη της δεκαετίας του ‘90, όλοι ανάκατοι κινούνται με ένα στόχο: το κυνήγι του κέρδους. Ανταγωνισμοί, συγκρούσεις, εξαπάτηση, το συμφέρον πάνω απ’ όλα. Η αναδιάταξη των συνόρων, η κατάρρευση των ιδεολογιών, η ανατροπή της πραγματικότητας, η ρευστότητα των καταστάσεων σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον όπου δεν υπάρχουν πλέον σταθερά σημεία να πιαστείς δημιουργεί το αίσθημα του κενού που, αντί να προσφέρει την επιθυμία μιας «νέας αρχής», συμπαρασύρει τους πάντες σε μια αδυσώπητη μάχη «όλων εναντίον όλων», σε έναν αγώνα οικονομικής, επαγγελματικής και ηθικής αλληλοεξόντωσης, αγνοώντας κάθε αρχή και καταπατώντας οποιαδήποτε δέσμευση. Η κριτική το επεσήμανε: “Τούτο το παρανοϊκό παιχνίδι είναι το κέντρο βάρους του μυθιστορήματος: είναι μια παραζάλη που δεν αφήνει κανέναν αλώβητο. Τα πάντα καταρρέουν και κάτι καινούργιο δεν φαίνεται να οικοδομείται στη θέση των ερειπίων".

Το “Μάρμαρα στη μέση” ξεκινά με την περιγραφή μιας περίεργης εικαστικής σύνθεσης, μιας ναϊφ τοιχογραφίας, που φιλοτέχνησε στον τοίχο της υπόγειας ταβέρνας του Ζαχαρία «Αερόστατο» στο Μίνστερ της Γερμανίας ο Έλληνας Αρίστος Καραμπίνης. Εκεί ο καλλιτέχνης ανακάτεψε εικόνες από τον 13ο και 15ο αιώνα, από το κίνημα των Αναβαπτιστών στην Κεντρική Ευρώπη (1535) κι από την επανάσταση των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη (1343). Τις εικόνες περιεργάζεται ο μεταλλειολόγος Μπάμπης Τσεκίνης, καθώς περιμένει τον επιχειρηματία Γιάννη Πολυχρονόπουλο. Οι δύο Έλληνες ήρθαν στη Γερμανία για μπίζνες. Προσπαθούν να εξαγάγουν ελληνικά μάρμαρα στη Γερμανία (χαρακτηριστικό ελληνικό σύμβολο), αλλά δυστυχώς ενώ έχουν φέρει μια μεγάλη ποσότητα μαρμάρου διαπιστώνουν ότι δεν υπάρχει προοπτική μεταπώλησης. Το βιβλίο δομείται επιφανειακά στην προσπάθεια των δύο Ελλήνων να πουλήσουν το μάρμαρο. Αυτό όμως είναι μόνο μια αφηγηματική δικαιολογία. Το μυθιστόρημα δεν οργανώνεται με βάση μια συμπαγή πλοκή. Ο Νόλλας με αφορμή τα μάρμαρα και την παρουσία των δύο Ελλήνων στη Γερμανία εξακτινώνει την αφήγηση σε δώδεκα φυγόκεντρα επεισόδια: παρέμβλητες ιστορίες, παρωδιακός λόγος, εγκιβωτισμένες εγγραφές από το βιβλίο με τίτλο “999” του Καραμπίνη, τοπικές και χρονικές ασυνέχειες, συχνότατα σχόλια δοκιμιακού τύπου συνθέτουν τον ιδιαίτερο τρόπο της μεταμοντέρνας αφήγησης του Νόλλα διατηρώντας χαλαρή την επαφή με τους ήρωες του πρώτου βιβλίου της τριλογίας. Σ΄ αυτά τα επεισόδια θα διαβάσουμε για τα οικογενειακά προβλήματα του Πολυχρονόπουλου με την κόρη του Ουρανία, για τα επιχειρηματικά κόλπα του επίδοξου ομοφυλόφιλου γαμπρού του Χάινριχ Μπρέσμα ο οποίος τελικά στοχεύει να του “φάει” την επιχείρηση, την πορεία της κόρης του Ουρανίας, η οποία (κεντρικός χαρακτήρας της ιστορίας), εμπλέκεται στο ριψοκίνδυνο αγώνισμα της αυτογνωσίας και δημιουργεί σχέση με έναν ανάπηρο Βούλγαρο πρώην κομμουνιστή και νυν μαφιόζο και τελικά το ρίχνει στα θεία, τη μικροπρέπεια του Μπάμπη Τσεκίνη να ρίξει τον Πολυχρονόπουλο, τον Σταύρο Καζάκο, ένα ταξιτζή (ο οποίος ασχολείται και με μεσιτείες και πουλάει τα πάντα στους πάντες ) που "φιλοσοφεί", "κρίνει" και “σχολιάζει” αλλά έβαλε σκοπό της ζωής του να βγάλει εύκολα χρήματα, τον Καραμπίνης που λειτουργεί ως άγγελος και δαίμονας μαζί.
Ο Νόλλας συγκροτεί κυριολεκτικά ένα θίασο από ναυάγια της ζωής, από ταλαίπωρους αετονύχηδες, από λαμόγια με ματαιωμένες προσδοκίες, από μικροκαταφερτζήδες με μικροκακίες χτυπημένους από προσωπικές συμφορές, από κομπιναδόρους που εξύψωσαν την τέχνη του να τα μπαλώνουν, από μετανάστες δευτεραγωνιστές της ζωής ενός κόσμου σε απόλυτη σήψη, από πρόσωπα που εκτρέφουν τον παρασιτισμό επικαλούμενοι την “ελληνική” μας φύτρα και την “ελληνική μας ιδιαιτερότητα”.
Στο τελευταίο κεφάλαιο θα συναντηθούν οι ήρωες “εν τυμπάνω και χορώ” σε ένα χτήμα Ποντίων (στο κέντρο του οποίου θα δεσπόζει ο πάλλευκος όγκος του μαρμάρου) για να γιορτάσουν το Πάσχα με σούβλες και λαμπριάτικες κουλούρες και κόκκινα αυγά. Η αποθέωση του γκροτέσκου.

Ο Νόλλας έγραψε δύο βιβλία τα οποία στον εικοστό πρώτο αιώνα επαναφέρουν με το δικό τους τρόπο τα διλήμματα που έθετε σε άλλους καιρούς και με άλλη οπτική στο “Διπλό Βιβλίο” του ο Δημήτρης Χατζής. Ιδεολογίες, ιδεολογήματα, αντιλήψεις και «πιστεύω», όλα τίθενται σε δοκιμασία. Τελειώνοντάς τα, μένεις μετέωρος, ακριβώς σαν τα πρόσωπα του έργου. Στη δεύτερη ανάγνωση (γιατί είναι αναγκαία), αντιλαμβάνεσαι ότι το βιβλίο πέρα από την ιστορία ή τις ιστορίες σε έχει τροφοδοτήσει με υλικά προκλητικά στη σκέψη και στο στοχασμό. Σε τι συνίσταται αυτή η βασανιστική «ελληνική ιδιοπροσωπία» ιδίως για τον Έλληνα μετανάστη; Τα “μάρμαρα” κι ό,τι αυτά συνυποδηλώνουν σε σχέση με την παράδοση και την ταυτότητά μας, βρίσκονται στη μέση σαν ένα είδος εμποδίου πάνω στο οποίο σκοντάφτουμε ή είναι “μάρμαρα” στη μέση, ημιτελή και ανολοκλήρωτα και εν τέλει αδιάθετα στα αζήτητα των σύγχρονων “αγορών”; Πως εσωτερικεύει ο όπου γης Έλληνας, τη σχέση του με την Ελλάδα και το “ελληνικό”; και πως η “ιδιοπροσωπία” επηρεάζει τη σχέση του με τους άλλους λαούς; πως επηρεάζει την συμπεριφορά και την αίσθηση του ανήκειν σε ένα κόσμο ρευστότητας που πλέον παράγει αβεβαιότητες και παρατεταμένες κρίσεις; Μήπως τα “μάρμαρα” λειτουργούν από τη μια ως δύναμη συνοχής και “ταυτότητας” αλλά ταυτόχρονα γίνονται δύναμη καθήλωσης, ανοργανωσιάς, αρπακόλλας, μιζέριας παράγοντας έναν εσωστρεφή “εθνικισμό”; και πως η εθνική μας «ιδιοπροσωπία» τρέπεται σε ροπή προς επανειλημμένους διχασμούς, κοινωνικούς και προσωπικούς
Τέτοια κι άλλα ερωτήματα γεννιούνται με την ανάγνωση των δύο πρώτων βιβλίων της τριλογίας κι αυξάνουν την αδημονία για το τρίτο και τελευταίο βιβλίο της σειράς που θα κλείσει την κατά Νόλλα μυθοπλαστική μας αυτογνωσία.