Κώστας Ακρίβος: «Όνομα πατρός: Δούναβης»
Θα ξεκινήσω επισημαίνοντας ότι θα προσπαθήσω να απαντήσω σε τρία ερωτήματα: α) ποιος ήταν ο Ιστράτι, ο ήρωας του βιβλίου, β) γιατί ο Ακρίβος τον επέλεξε ως ήρωα του βιβλίου του, και γ) με ποιο τρόπο ο Ακρίβος χειρίστηκε το υλικό του για να δομήσει το «Όνομα πατρός Δούναβης».
*****
Πριν
περάσω στις απαντήσεις των ερωτημάτων
να υπενθυμίσω
κάτι
που
συχνά παραβλέπουμε: ότι
το
μυθιστορηματικό
είδος σε
όλες του τις ειδολογικές παραλλαγές
δεν είναι τελικά
παρά
μια βιογραφία. Είτε παρουσιάζεται ως
καθαρό προϊόν μυθοπλασίας, είτε
συνδεδεμένο με υπαρκτά πρόσωπα, δεν
είναι παρά μία κατασκευή που υλοποιεί
την προσπάθεια
του συγγραφέα πρωτίστως
να
συγκροτήσει μια πειστική βιογραφία.
Παρακολουθεί
τον βίο ενός ήρωα, τις συγκρουσιακές ή
αγαπητικές σχέσεις με άλλους χαρακτήρες,
τις αντιφάσεις του, τις επιλογές του
μέσα στα γυρίσματα της ζωής και της
ιστορίας και τελικά τη «μοίρα» του.
Σκεφτείτε
τον Ζορμπά του Καζαντζάκη, το "Ζ"
του Βασίλη Βασιλικού , το
«Ελένη
ή Κανείς» της Ρέας Γαλανάκη, το
«Ορλάντο»
της Βιρτζίνια
Γουλφ,
το
«Ντέηβιντ
Κόππερφηλντ»
του Ντίκενς,
τον
«Ροβινσόνα
Κρούσο» του Νταφόε...
Δε
χρειάζεται να αναφέρω κι
άλλα παραδείγματα.
Άλλωστε ο Κώστας Ακρίβος
χρησιμοποίησε
ως μυθιστορηματική βάση το βίο προσώπων
όπως
της
Ανδρομάχης,
του
Καραϊσκάκη,
του
Στρατή
Δούκα, του
Αλφόνς.
*****
Το
νέο μυθιστόρημα του Κώστα Ακρίβου
αναφέρεται
στη χειμαρρώδη
ζωή του ελληνορουμάνου
συγγραφέα Παναϊτ
Ιστράτι. Ποιος
ήταν ο Ιστράτι;
Ο
Παναΐτ
Ιστράτι
γεννήθηκε το 1884 στη Βραΐλα της Ρουμανίας.
Ήταν γιος του Κεφαλλονίτη Γεράσιμου
Βαλσαμή και της Ζωίτσας Ιστράτι.
Η
ζωή του τέμνεται σε δύο μεγάλες περιόδους:
την περίοδο της φτώχειας και της
«αλητείας» έως το 1921 και την περίοδο
της διεθνούς αναγνώρισης έως το τέλος
της ζωής του.
Η
πρώτη περίοδος της ζωής του μοιράζεται
στα δύσκολα παιδικά χρόνια στο χωριό
Μπαλντοβινέστι
και στη Βραΐλα όταν ο τυχοδιώκτης και
λαθρέμπορος πατέρας
του εξαφανίζεται και η μητέρα του
αγωνίζεται μόνη
της μέσα
στην
ακραία ανέχεια να επιβιώσει ξενοπλένοντας.
Ο
μικρός Παναΐτ
αναγκάζεται
να διακόψει το
σχολείο και
να δουλέψει
από
τα
δώδεκα χρόνια μαθητευόμενος σε έναν
πανδοχέα, έναν αρτοποιό και έναν
περιοδεύοντα πωλητή. Είναι ένα παιδί
από το λιμάνι. Έξυπνος,
με ανήσυχο πνεύμα, αναγνώστης της
λογοτεχνίας στα
1900, όταν είναι δεκάξι χρονών, συναντά
τον Μιχαήλ Καζάνσκι
και
εγκαινιάζεται
η αρχή μιας ισχυρής φιλίας που θα κρατήσει
εννιά χρόνια. Ο
Καζάνσκι τον μυεί στην ανάγνωση της
λογοτεχνίας.
Ήδη
από
το 1900 ξεκινά τον πλάνητα αλήτικο βίο,
στο
Βουκουρέστι, την Κωνσταντινούπολη, το
Κάιρο, τη Νάπολη, πότε
μόνος και πότε παρέα με τον Μιχαήλ, αλλά
πάντα με ένα λογοτεχνικό βιβλίο υπό
μάλης.
Από
το
1904
έρχεται για σε επαφή με το σοσιαλιστικό
κίνημα στο Βουκουρέστι. Συνεργάζεται
με την εφημερίδα του σοσιαλιστικού
κόμματος και γίνεται γραμματέας του
συνδικάτου των λιμενεργατών της Βραΐλας
ενώ παράλληλα δουλεύει
και ως μπογιατζής.
Το
1913 αναχωρεί για το Παρίσι όπου παραμένει
μέχρι
το 1914 φτωχός
και άρρωστος. Μαθαίνει
τη γαλλική γλώσσα μόνος
του με
ένα λεξικό, και
παθιάζεται με
το έργο του Ρομαίν Ρολάν. Επιστρέφει
στη Ρουμανία το 1915, και
προσπαθεί μάταια να γίνει χοιροτρόφος.
Ήδη
τον κατατρώει η φυματίωση και πηγαίνει
στην Ελβετία
να θεραπεύσει την
αρρώστια.
Από το 1917 έως το 1920 τριγυρνά
σε διάφορες ελβετικές πόλεις κάνοντας
λογής
επαγγέλματα και
ζώντας
σε κατάσταση ακραίας φτώχειας και
ανέχειας. Επιστρέφει στο Παρίσι και
κατόπιν στη Νίκαια ως πλανόδιος
φωτογράφος.
Στις
3 Ιανουαρίου 1921 - 36
χρονών - απελπισμένος
και
επηρεασμένος από το θάνατο της μητέρας
του κάνει
απόπειρα αυτοκτονίας σε
ένα δημόσιο κήπο στη Νίκαια της Γαλλίας
από
την οποία σχεδόν από τύχη επιζεί. Στην
τσέπη τού
παρ’ ολίγον αυτόχειρα
βρίσκεται μια επιστολή προς
τον Ρομαίν Ρολάν.
Με
τη μεσολάβηση
του Φορμάν Ντεσπρέ η
επιστολή φτάνει
στα χέρια του Ρολάν ο οποίος γοητεύεται
από τον τρόπο γραφής του και
τον
ενθαρρύνει: «Μη μου γράψετε πια άλλο
γράμμα, γράψτε μου βιβλία». Ο
Ιστράτι συναντιέται μαζί του κι
ακολουθεί την προτροπή του συγγραφέα.
Σε δύο μήνες, στο
υπόγειο ενός τσαγκάρη,
γράφει την «Κυρά
Κυραλίνα»
η
οποία εκδίδεται το 1924 αποσπώντας
εκθειαστικές κριτικές.
Και
έτσι αρχίζει η δεύτερη περίοδος της
ζωής του η οποία σημαδεύεται από την
έντονη συγγραφική δραστηριότητα, τη
διεθνή αναγνώριση, τις καθοριστικές
γνωριμίες με πνευματικούς
ανθρώπους.
Στα
τέλη του 1924
τυπώνεται
«Ο Μπαρμπα-Αγγελής»
και το 1925
«Οι
Χαϊδούκοι».
Ο Ιστράτι
μετακινείται
διαρκώς ανάμεσα στη Νίκαια, το Παρίσι,
το Μαζεβώ, και
πάλι Ρουμανία,
Μαζεβό, Νίκαια, Παρίσι, Γενεύη.
Γράφει
τη «Νεραντζούλα»
και
πάλι ταξιδεύει
στη Μεντόν, τη
Νίκαια, τη Γενεύη. Τέλη
του 1926 μπαίνει
στο σανατόριο Montana-sur-Sierre. Το
1927 βρίσκεται
στην Κυανή Ακτή, στο Hautil, όπου εργάζεται
πάνω στο έργο
του «Μιχαήλ»,
ταξιδεύει
στην Ολλανδία
στη Μεντόν
όπου ξεκινά το «Τα
γαϊδουράγκαθα του Μπαραγκάν».
Η
επανάσταση τον ελκύει. Η
Οκτωβριανή επανάσταση υπόσχεται έναν
καλύτερο κόσμο. Γίνεται
ο προπαγανδιστής της Μόσχας.
Στις
15 Οκτωβρίου
1927 αναχωρεί
στο πρώτο του
ταξίδι για τη
Μόσχα προσκεκλημένος
στους εορτασμούς της δέκατης επετείου
της επανάστασης. Εκεί
συναντά τον
Βίκτορα Σερζ και το Νίκο Καζαντζάκη με
τον οποίο δένονται με ισχυρή φιλία.
Συνοδευόμενος
από τον Ν. Καζαντζάκη, αναχωρεί από την
ΕΣΣΔ για την Ελλάδα όπου τους έχει
προσκαλέσει το «Ελεύθερο Βήμα». Στην
Αθήνα τους υποδέχονται με ενθουσιασμό
λογοτέχνες και πολιτικοί. Το πρώτο που
κάνει ο Ιστράτι είναι να επισκεφτεί το
νοσοκομείο Σωτηρία και τις φυλακές
Συγγρού των πολιτικών κρατουμένων. Στη
συνέχεια ο «Εκπαιδευτικός Όμιλος» τον
προσκαλεί
να μιλήσει στο θέατρο Αλάμπρα για να
εκθέσει τις εντυπώσεις του από τη
Σοβιετική Ένωση. Μίλησε ο Γληνός, ο
Καζαντζάκης και τέλος ο Ιστράτι, ο οποίος
ενθουσίασε τόσο το ακροατήριο που μετά
τη διάλεξη κινήθηκαν σε διαδήλωση προς
την πλατεία Κάνιγγος. Μετά την επέμβαση
της αστυνομίας και την κατηγορία για
«κοινωνική διχόνοια» και «κομμουνιστική
δράση» απελαύνεται
από την
Ελλάδα.
Επιστρέφει
στην ΕΣΣΔ.
Παρέα με τη
Μπιλιλί
Μποντ-Μποβί,
το Ν. Καζαντζάκη και την Ε. Σαμίου κάνουν
το μακρύ ταξίδι
στην ΕΣΣΔ για
να γνωρίσουν την οικοδόμηση της
σοσιαλιστικής κοινωνίας.
Ο Ιστράτι ήταν αποφασισμένος να μείνει
και να εργαστεί στη Ρωσία. Όμως σταδιακά
με όσα βλέπει και ακούει απογοητεύεται.
Έρχεται σε
ρήξη με τον Ν. Καζαντζάκη. Τον
Ιανουάριο 1929
βρίσκεται στη
Μόσχα. Η
απογοήτευση του για τη κατάσταση στην
ΕΣΣΔ κορυφώνεται όταν ο
Ρουσάκοφ, γνωστός επαναστάτης και
πεθερός του Βίκτορα
Σερζ, κατηγορήθηκε
ως αντεπαναστάτης
και απειλούνταν με εκτέλεση.
Πλήρως
απογοητευμένος επιστρέφει
στο Παρίσι. Τον
Ιούνιο του
1929 είναι η
τελευταία συνάντηση με
τον Ρομαίν
Ρολάν. Μεταξύ
τους επέρχεται ρήξη και
διακοπή της αλληλογραφίας. Και
πάλι ταξιδεύει: στη
Ρουμανία, στη Βιέννη στο Παρίσι.
Μετά
το δεύτερο ταξίδι Στη
Ρωσία
δημοσίευσε τις εξομολογήσεις του με
τον τίτλο Vers
l'autre flame,
όπου ασκεί κριτική στη σταλινική Ε.Σ.Σ.Δ.
Ένα από τα διάσημα σχόλιά του για το
σοβιετικό καθεστώς: «Βλέπω τα σπασμένα
αυγά, αλλά πού είναι η ομελέτα;» Είναι
το
πρώτο μέρος ενός τρίπτυχου που ολοκλήρωσαν
οι Βικτόρ Σερζ και ο
Μπορίς
Σουβαρίν, άλλοι σφοδροί αντίπαλοι του
Στάλιν. Ακολουθούν
κατηγορίες
από τον αριστερό τύπο της Γαλλίας για
προδοσία. Κανένας
από τους φίλους του δεν προσπάθησε να
σταματήσει την
πλημμύρα των κατηγοριών που εκτοξεύτηκαν
εις βάρος του
Το
1930 ξανά
ταξιδεύει στην Αίγυπτο και
μετά από την Ιταλία, επέστρεψε στο Παρίσι
και πίσω
στη Βραΐλα. Γράφει
την «Τσατσά
Μίνκα» και
στα επόμενα χρόνια ολοκληρώνει
τον κύκλο του Άντριεν Ζογράφι (
Ο
Σφουγγαράς
, 1930· Το
Σπίτι της Θουριγγίας
, 1933· Το
Γραφείο Απασχόλησης
, 1933· Μεσόγειος
- Ανατολή
, 1934· Μεσόγειος
- Δύση
, 1935).
Το
Φεβρουάριο
του
1932 περιοδεύει
δίνοντας διαλέξεις
στην Αυστρία και τη Γερμανία. Καταλήγει
σε
σανατόριο
στο Βουκουρέστι. Επιστρέφει
στο Παρίσι,
στην Ολλανδία, στην Κυανή Ακτή, και
το 1934 στο
Βουκουρέστι. Το
Δεκέμβριο του
1934
ξεκινά συνεργασία με το περιοδικό
Cruciada, ένα
αμφιλεγόμενο εθνικιστικό έντυπο,
γράφοντας πολιτικά άρθρα τα οποία
γίνονται αιτία να πολλαπλασιαστούν
οι εναντίον
του επιθέσεις.
Πεθαίνει
στις του 1935. Η
Humanité,
αναγγέλει
το θάνατό του: «Χθες
μάθαμε για τον θάνατο του Παναΐτ Ιστράτι.
Αυτός
ο πρώην επαναστάτης συγγραφέας πέθανε
στη Ρουμανία ως φασίστας».
Και
έρχομαι στο βιβλίο. Τι είναι αυτό
που
έφερε κοντά δύο συγγραφείς τον Ιστράτι
και τον Ακρίβο;
Είδα
σε συνεντεύξεις
που έδωσε ο Κώστας να επαναλαμβάνουν
το ερώτημα:Γιατί επιλέξατε αυτό το
πρόσωπο;
Όταν υποβάλλεις μια τέτοια
ερώτηση σε ένα συγγραφέα, ας μην περιμένεις
απάντηση γιατί δεν μπορεί να είναι
απολύτως βέβαιος για τους λόγους που
τον ωθούν να γράψει ένα βιβλίο. Όμως η
ερώτηση όντως ισχύει! Μόνο που η απάντηση
δε βρίσκεται στην απόκριση του συγγραφέα
αλλά μέσα στο βιβλίο που έγραψε.
Θα
προσπαθήσω να ιχνηλατήσω την επιλογή
του Ακρίβου με βάση τέσσερα
στοιχεία που νομίζω ότι αναδεικνύονται
από τον χειρισμό και την οργάνωση του
βιογραφικού υλικού
Ο
πρώτος λόγος για την επιλογή του Ιστράτι
ως μυθιστορηματικού χαρακτήρα σίγουρα
εκκινεί
από την
καλλιτεχνική αξία
του έργου του Ιστράτι. Μπορεί να μην
έχει το αριστοτεχνικό όραμα ενός Τολστόι
ή την πυρετώδη μέθη ενός Ντοστογιέφσκι.
Αλλά η καρδιά που πονάει βαθιά για τον
ανθρώπινο πόνο είναι η ίδια. Ο
Ιστράτι έγραψε
όσα
θησαύρισαν και πλημμύρισαν την ψυχή
του με
φλογερή βιασύνη γι’
αυτό
δεν υπάρχει ούτε μία γραμμή στο έργο
του
γραμμένο
με σκοπό την επίδειξη δεξιοτήτων. Το
έργο του Ιστράτι είναι η ίδια η ζωή του.
Όλα
όσα μας είπε είναι κάτι που το
έχει ζήσει, το
έχει δει, το έχει ακούσει, το έχει βιώσει.
Είναι
ένας
βαλκάνιος
παραμυθάς
που
ιστορεί την ίδια του τη ζωή.
Ο
δεύτερος λόγος είναι ότι ο Ακρίβος
είδε στον ελληνορουμάνο συγγραφέα ένα
άνθρωπο που ο
καθένας μας θα
χαιρόταν
να
γνωρίσει. Ένα
λαϊκό
βασανισμένο άνθρωπο, ένα παιδί του
λιμανιού, έναν ανυπότακτο ρομαντικό
που
έζησε μέσα από τα πάθη του και όχι μέσα
από τη λογική της εποχής του. Ένα
χαρακτήρα
παθιασμένο, που έζησε με
ένταση
τη
διαρκή πάλη με
την
ιστορία του και την ίδια του την ψυχή,
έναν
άνθρωπο αντιφατικό
για
τον οποίο η
έννοια του Ελεύθερου Ανθρώπου ήταν το
προσωπικό του ευαγγέλιο. Η
ατυχία -και το μεγαλείο του- είναι ότι
ήθελε
να είναι ο εκπρόσωπος μιας ανθρωπότητας
που υποφέρει και καταπιέζεται.
Ο
τρίτος λόγος είναι ότι ο Ακρίβος
γοητεύτηκε από τον φλογερό
ταξιδιώτη από
την ασίγαστη
επιθυμία του ταξιδιού,
το
διαρκές φευγιό από τη μία πόλη στην
άλλη, από τη μία χώρα στην άλλη σε
μια γοητευτική
και παθιασμένη αναζήτηση.
Ο
Ακρίβος -που
αγαπάει τα ταξίδια-
είδε
στον Ιστράτι τον άνθρωπο που σπάει
τα όρια που θέτει ο πατέρας
Δούναβης,
ο
αρχαίος
“Ιστρος”, ένα
ποτάμι όριο ανάμεσα σε ανατολή και δύση.
Αυτό
αποτελεί από μόνο του μια πρόκληση για
τον Ακρίβο: Τα ταξίδια του Ιστράτι να
γίνουν και δικά μας ταξίδια.
Ο
τέταρτος λόγος είναι ότι ο Ακρίβος είδε
στον Ιστράτι ένα τραγικό πρόσωπο που
βρίσκεται
στριμωγμένος
σε μια εποχή όπου ειλικρινείς
κομμουνιστές πίστευαν στο αλάθητο του
κόμματος έβλεπαν τη φρίκη του σταλινισμού
λέγοντας ότι η ευτυχία που θα βίωναν οι
μελλοντικές γενεές θα επανόρθωνε τη
βραχυπρόθεσμη δυστυχία των Γκουλάγκ.
Και
ο
Ιστράτι ήταν αδύνατο να το δεχτεί γιατί
πίστευε ότι στον
κομμουνισμό πρέπει να
βάζει το
πρόβλημα όπως
το
έβαζε ο
Μάρξ, δηλαδή όχι
πάνω στο
πεδίο της θεωρίας και των άκαμπτων
ιδεολογικών αρχών,
αλλά
στο
πεδίο των ανθρώπινων
σχέσεων. Και αυτό παρήγαγε ένα πολιτικό
ανθρωπισμό ξένο προς τη σταλινική
μηχανική. Και αυτό το πλήρωσε.
Το
βιβλίο
του Ακρίβου «Όνομα
πατρός: Δούναβης» κτίζεται
πάνω σε μια τριγωνική σχέση. Τα συμβάντα
της πραγματικής ζωής του Ιστράτι
αποτελούν το υπόστρωμα του βιβλίου.
Πάνω σ’ αυτό τον καμβά της πραγματικότητας
ο Ακρίβος κεντάει τα αυτοβιογραφικά
στοιχεία του έργου του Ιστράτι
μετατρέποντας την ιστρατική μυθοπλασία
με τους βαλκάνιους χαρακτήρες και την
παραμυθιακή πολυχρωμία της σε αφηγηματικά
συμβάντα. Ανασκάπτει
τα έργα του ελληνορουμάνου συγγραφέα
και ανασύρει τα βιώματα που οδήγησαν
και πλούτισαν τη συγγραφή τους. Με λίγα
λόγια αναζητεί μέσα στα έργα του Ιστράτι
το βίωμα που τα προκάλεσε και τα ζωογονεί.
Και από τη στιγμή που τα εντοπίζει
(εργασία που απαιτεί διάβασμα και μόχθο)
ο Ακρίβος αρχίζει να οργανώνει το υλικό
συνθετικά: ο πραγματικός βίος συμπλέκεται
με το καλλιτεχνικό βίωμα. Έτσι οι
υποθέσεις των έργων του Ιστράτι γίνονται
συμβάντα της ζωής του. Και έπειτα έρχεται
ο συγγραφέας Ακρίβος ο οποίος συμπληρώνει
με τη δική του μυθοπλασία το υλικό που
προέκυψε από την ιδιάζουσα έρευνα και
ανασκαφή. Αποτέλεσμα είναι να παραχθεί
ένα λοξό μυθιστόρημα όπου τα βιογραφικά
ενώνονται με
τα βιωματικά στοιχεία και λοξοδρομούν
παράγοντας
μια καινούργια μυθοπλασία μέσα στην
οποία κρύβεται -και αυτό πρέπει να το
προσέξουμε – το
πρόσωπο του Ακρίβου με τις επιλογές του
και τις προτιμήσεις του. Μίλησα
για τριγωνική σχέση: Ιστράτι – έργο του
Ιστράτι- Ακρίβος. Έχουμε
λοιπόν ένα μυθιστόρημα υβριδικό
όπου η αλήθεια της βιογραφίας συναντά
τη βιωμένη αφήγηση και
μαζί
ξαναπλάθονται
σε
ένα νέο αφήγημα.
Θα
ήταν λάθος ο αναγνώστης να επικεντρωθεί
μόνο στον Ιστράτι. Η «παρουσία» του
Ακρίβου μέσα στο βιβλίο είναι πολύ πιο
μεγάλη απ’ όσο φαίνεται με την πρώτη
ανάγνωση. Ο Ακρίβος δεν περιορίστηκε
στο ρόλο του ερευνητή βιογράφου (όπως
για παράδειγμα έπραξε μια βελγίδα
συγγραφέας
η
Monique
Jutrin
ή ο Alexandru Talex ή
ο Alexandru
Oprea)
ούτε στο ρόλο του αναγνώστη που εξαντλεί
δίκην ανασκαφέως το έργο του Ιστράτι.
Ο
Ακρίβος παρήγαγε ένα υβριδικό μυθιστόρημα
στο οποίο κυριαρχεί η δική του εκδοχή
για τον Ιστράτι και την αντιμετώπιση
του έργου του. Για να γίνω κατανοητός:
Ο Ρομαίν Ρολάν προσέγγισε το έργο του
Ιστράτι μέσα από την οπτική του
Οριενταλισμού, οι δυτικοευρωπαίοι
κριτικοί είδαν ένα Βαλκάνιο χωρικό που
παρήγαγε με την αφηγηματική του αυθορμησία
μια πριμιτίφ πεζογραφία και οι
ανατολικοευρωπαίοι μετέφρασαν το έργο
του Ιστράτι ως βαλκάνιο σοσιαλιστικό
ρεαλισμό. Ο Ακρίβος αποδεσμεύτηκε από
αυτού του είδους τις οπτικές. Επειδή
ξέρει ότι η
λογοτεχνία, όπως είπε κάποτε ο Yehuda
Amichai, είναι «λερωμένη με τα προβλήματα
του κόσμου», συγχώνευσε
τον βίο με το έργο και δημιούργησε ένα
μυθιστόρημα που
ανέδειξε τον τραγικό άνθρωπο σε
μια δύσκολη εποχή.
Και νομίζω ότι αυτό είναι και το κατόρθωμά
του.
Τελειώνοντας να σας δώσω μια αναγνωστική συμβουλή. Κλείστε την τηλεόραση, απλωθείτε στον καναπέ και βάλτε τον καλύτερο αναγνώστη του σπιτιού σας να διαβάσει φωναχτά το βιβλίο. Σε λίγο συνεπαρμένοι θα ξεχάσετε ότι ακούτε μυθιστόρημα. Η αφήγηση θα γίνει πολύχρωμο πανανθρώπινο παραμύθι. Και η απόλαυση της ομιλούσας αφήγησης θα είναι πολλαπλάσια από την κατά μόνας ανάγνωση.
Θωμάς Ψύρρας
Λάρισα 14-5-2025