Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κώστας Ακρίβος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κώστας Ακρίβος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 16 Μαΐου 2025

Κώστας Ακρίβος: «Όνομα πατρός: Δούναβης»


Κώστας Ακρίβος: «Όνομα πατρός: Δούναβης»

                                               

Θα ξεκινήσω επισημαίνοντας ότι θα προσπαθήσω να απαντήσω σε τρία ερωτήματα: α) ποιος ήταν ο Ιστράτι, ο ήρωας του βιβλίου, β) γιατί ο Ακρίβος τον επέλεξε ως ήρωα του βιβλίου του, και γ) με ποιο τρόπο ο Ακρίβος χειρίστηκε το υλικό του για να δομήσει το «Όνομα πατρός Δούναβης».

*****
Πριν περάσω στις απαντήσεις των ερωτημάτων να υπενθυμίσω κάτι που συχνά παραβλέπουμε: ότι το μυθιστορηματικό είδος σε όλες του τις ειδολογικές παραλλαγές δεν είναι τελικά παρά μια βιογραφία. Είτε παρουσιάζεται ως καθαρό προϊόν μυθοπλασίας, είτε συνδεδεμένο με υπαρκτά πρόσωπα, δεν είναι παρά μία κατασκευή που υλοποιεί την προσπάθεια του συγγραφέα πρωτίστως να συγκροτήσει μια πειστική βιογραφία. Παρακολουθεί τον βίο ενός ήρωα, τις συγκρουσιακές ή αγαπητικές σχέσεις με άλλους χαρακτήρες, τις αντιφάσεις του, τις επιλογές του μέσα στα γυρίσματα της ζωής και της ιστορίας και τελικά τη «μοίρα» του. Σκεφτείτε τον Ζορμπά του Καζαντζάκη, το "Ζ" του Βασίλη Βασιλικού , το «Ελένη ή Κανείς» της Ρέας Γαλανάκη, το «Ορλάντο» της Βιρτζίνια Γουλφ, το «Ντέηβιντ Κόππερφηλντ» του Ντίκενς, τον «Ροβινσόνα Κρούσο» του Νταφόε... Δε χρειάζεται να αναφέρω κι άλλα παραδείγματα. Άλλωστε ο Κώστας Ακρίβος χρησιμοποίησε ως μυθιστορηματική βάση το βίο προσώπων όπως της Ανδρομάχης, του Καραϊσκάκη, του Στρατή Δούκα, του Αλφόνς.

*****
Το νέο μυθιστόρημα του Κώστα Ακρίβου αναφέρεται στη χειμαρρώδη ζωή του ελληνορουμάνου συγγραφέα Παναϊτ Ιστράτι. Ποιος ήταν ο Ιστράτι;
Ο Παναΐτ Ιστράτι γεννήθηκε το 1884 στη Βραΐλα της Ρουμανίας. Ήταν γιος του Κεφαλλονίτη Γεράσιμου Βαλσαμή και της Ζωίτσας Ιστράτι.
Η ζωή του τέμνεται σε δύο μεγάλες περιόδους: την περίοδο της φτώχειας και της «αλητείας» έως το 1921 και την περίοδο της διεθνούς αναγνώρισης έως το τέλος της ζωής του.
Η πρώτη περίοδος της ζωής του μοιράζεται στα δύσκολα παιδικά χρόνια στο χωριό Μπαλντοβινέστι και στη Βραΐλα όταν ο τυχοδιώκτης και λαθρέμπορος πατέρας του εξαφανίζεται και η μητέρα του αγωνίζεται μόνη της μέσα στην ακραία ανέχεια να επιβιώσει ξενοπλένοντας. Ο μικρός Παναΐτ αναγκάζεται να διακόψει το σχολείο και να δουλέψει από τα δώδεκα χρόνια μαθητευόμενος σε έναν πανδοχέα, έναν αρτοποιό και έναν περιοδεύοντα πωλητή. Είναι ένα παιδί από το λιμάνι. Έξυπνος, με ανήσυχο πνεύμα, αναγνώστης της λογοτεχνίας στα 1900, όταν είναι δεκάξι χρονών, συναντά τον Μιχαήλ Καζάνσκι και εγκαινιάζεται η αρχή μιας ισχυρής φιλίας που θα κρατήσει εννιά χρόνια. Ο Καζάνσκι τον μυεί στην ανάγνωση της λογοτεχνίας. Ήδη από το 1900 ξεκινά τον πλάνητα αλήτικο βίο, στο Βουκουρέστι, την Κωνσταντινούπολη, το Κάιρο, τη Νάπολη, πότε μόνος και πότε παρέα με τον Μιχαήλ, αλλά πάντα με ένα λογοτεχνικό βιβλίο υπό μάλης. Από το 1904 έρχεται για σε επαφή με το σοσιαλιστικό κίνημα στο Βουκουρέστι. Συνεργάζεται με την εφημερίδα του σοσιαλιστικού κόμματος και γίνεται γραμματέας του συνδικάτου των λιμενεργατών της Βραΐλας ενώ παράλληλα δουλεύει και ως μπογιατζής.
Το 1913 αναχωρεί για το Παρίσι όπου παραμένει μέχρι το 1914 φτωχός και άρρωστος. Μαθαίνει τη γαλλική γλώσσα μόνος του με ένα λεξικό, και παθιάζεται με το έργο του Ρομαίν Ρολάν. Επιστρέφει στη Ρουμανία το 1915, και προσπαθεί μάταια να γίνει χοιροτρόφος. Ήδη τον κατατρώει η φυματίωση και πηγαίνει στην Ελβετία να θεραπεύσει την αρρώστια. Από το 1917 έως το 1920 τριγυρνά σε διάφορες ελβετικές πόλεις κάνοντας λογής επαγγέλματα και ζώντας σε κατάσταση ακραίας φτώχειας και ανέχειας. Επιστρέφει στο Παρίσι και κατόπιν στη Νίκαια ως πλανόδιος φωτογράφος.
Στις 3 Ιανουαρίου 1921 - 36 χρονών - απελπισμένος και επηρεασμένος από το θάνατο της μητέρας του κάνει απόπειρα αυτοκτονίας σε ένα δημόσιο κήπο στη Νίκαια της Γαλλίας από την οποία σχεδόν από τύχη επιζεί. Στην τσέπη τού παρ’ ολίγον αυτόχειρα βρίσκεται μια επιστολή προς τον Ρομαίν Ρολάν. Με τη μεσολάβηση του Φορμάν Ντεσπρέ η επιστολή φτάνει στα χέρια του Ρολάν ο οποίος γοητεύεται από τον τρόπο γραφής του και τον ενθαρρύνει: «Μη μου γράψετε πια άλλο γράμμα, γράψτε μου βιβλία». Ο Ιστράτι συναντιέται μαζί του κι ακολουθεί την προτροπή του συγγραφέα. Σε δύο μήνες, στο υπόγειο ενός τσαγκάρη, γράφει την «Κυρά Κυραλίνα» η οποία εκδίδεται το 1924 αποσπώντας εκθειαστικές κριτικές.
Και έτσι αρχίζει η δεύτερη περίοδος της ζωής του η οποία σημαδεύεται από την έντονη συγγραφική δραστηριότητα, τη διεθνή αναγνώριση, τις καθοριστικές γνωριμίες με πνευματικούς ανθρώπους.
Στα τέλη του 1924 τυπώνεται «Ο Μπαρμπα-Αγγελής» και το 1925 «Οι Χαϊδούκοι». Ο Ιστράτι μετακινείται διαρκώς ανάμεσα στη Νίκαια, το Παρίσι, το Μαζεβώ, και πάλι Ρουμανία, Μαζεβό, Νίκαια, Παρίσι, Γενεύη. Γράφει τη «Νεραντζούλα» και πάλι ταξιδεύει στη Μεντόν, τη Νίκαια, τη Γενεύη. Τέλη του 1926 μπαίνει στο σανατόριο Montana-sur-Sierre. Το 1927 βρίσκεται στην Κυανή Ακτή, στο Hautil, όπου εργάζεται πάνω στο έργο του «Μιχαήλ», ταξιδεύει στην Ολλανδία στη Μεντόν όπου ξεκινά το «Τα γαϊδουράγκαθα του Μπαραγκάν».
Η επανάσταση τον ελκύει. Η Οκτωβριανή επανάσταση υπόσχεται έναν καλύτερο κόσμο. Γίνεται ο προπαγανδιστής της Μόσχας.
Στις 15 Οκτωβρίου 1927 αναχωρεί στο πρώτο του ταξίδι για τη Μόσχα προσκεκλημένος στους εορτασμούς της δέκατης επετείου της επανάστασης. Εκεί συναντά τον Βίκτορα Σερζ και το Νίκο Καζαντζάκη με τον οποίο δένονται με ισχυρή φιλία.
Συνοδευόμενος από τον Ν. Καζαντζάκη, αναχωρεί από την ΕΣΣΔ για την Ελλάδα όπου τους έχει προσκαλέσει το «Ελεύθερο Βήμα». Στην Αθήνα τους υποδέχονται με ενθουσιασμό λογοτέχνες και πολιτικοί. Το πρώτο που κάνει ο Ιστράτι είναι να επισκεφτεί το νοσοκομείο Σωτηρία και τις φυλακές Συγγρού των πολιτικών κρατουμένων. Στη συνέχεια ο «Εκπαιδευτικός Όμιλος» τον προσκαλεί να μιλήσει στο θέατρο Αλάμπρα για να εκθέσει τις εντυπώσεις του από τη Σοβιετική Ένωση. Μίλησε ο Γληνός, ο Καζαντζάκης και τέλος ο Ιστράτι, ο οποίος ενθουσίασε τόσο το ακροατήριο που μετά τη διάλεξη κινήθηκαν σε διαδήλωση προς την πλατεία Κάνιγγος. Μετά την επέμβαση της αστυνομίας και την κατηγορία για «κοινωνική διχόνοια» και «κομμουνιστική δράση» απελαύνεται από την Ελλάδα.
Επιστρέφει στην ΕΣΣΔ. Παρέα με τη Μπιλιλί Μποντ-Μποβί, το Ν. Καζαντζάκη και την Ε. Σαμίου κάνουν το μακρύ ταξίδι στην ΕΣΣΔ για να γνωρίσουν την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Ο Ιστράτι ήταν αποφασισμένος να μείνει και να εργαστεί στη Ρωσία. Όμως σταδιακά με όσα βλέπει και ακούει απογοητεύεται. Έρχεται σε ρήξη με τον Ν. Καζαντζάκη. Τον Ιανουάριο 1929 βρίσκεται στη Μόσχα. Η απογοήτευση του για τη κατάσταση στην ΕΣΣΔ κορυφώνεται όταν ο Ρουσάκοφ, γνωστός επαναστάτης και πεθερός του Βίκτορα Σερζ, κατηγορήθηκε ως αντεπαναστάτης και απειλούνταν με εκτέλεση.
Πλήρως απογοητευμένος επιστρέφει στο Παρίσι. Τον Ιούνιο του 1929 είναι η τελευταία συνάντηση με τον Ρομαίν Ρολάν. Μεταξύ τους επέρχεται ρήξη και διακοπή της αλληλογραφίας. Και πάλι ταξιδεύει: στη Ρουμανία, στη Βιέννη στο Παρίσι.
Μετά το δεύτερο ταξίδι Στη Ρωσία δημοσίευσε τις εξομολογήσεις του με τον τίτλο Vers l'autre flame, όπου ασκεί κριτική στη σταλινική Ε.Σ.Σ.Δ. Ένα από τα διάσημα σχόλιά του για το σοβιετικό καθεστώς: «Βλέπω τα σπασμένα αυγά, αλλά πού είναι η ομελέτα;» Είναι το πρώτο μέρος ενός τρίπτυχου που ολοκλήρωσαν οι Βικτόρ Σερζ και ο Μπορίς Σουβαρίν, άλλοι σφοδροί αντίπαλοι του Στάλιν. Ακολουθούν κατηγορίες από τον αριστερό τύπο της Γαλλίας για προδοσία. Κανένας από τους φίλους του δεν προσπάθησε να σταματήσει την πλημμύρα των κατηγοριών που εκτοξεύτηκαν εις βάρος του
Το 1930 ξανά ταξιδεύει στην Αίγυπτο και μετά από την Ιταλία, επέστρεψε στο Παρίσι και πίσω στη Βραΐλα. Γράφει την «Τσατσά Μίνκα» και στα επόμενα χρόνια ολοκληρώνει τον κύκλο του Άντριεν Ζογράφι ( Ο Σφουγγαράς , 1930· Το Σπίτι της Θουριγγίας , 1933· Το Γραφείο Απασχόλησης , 1933· Μεσόγειος - Ανατολή , 1934· Μεσόγειος - Δύση , 1935).
Το Φεβρουάριο του 1932 περιοδεύει δίνοντας διαλέξεις στην Αυστρία και τη Γερμανία. Καταλήγει σε σανατόριο στο Βουκουρέστι. Επιστρέφει στο Παρίσι, στην Ολλανδία, στην Κυανή Ακτή, και το 1934 στο Βουκουρέστι. Το Δεκέμβριο του 1934 ξεκινά συνεργασία με το περιοδικό Cruciada, ένα αμφιλεγόμενο εθνικιστικό έντυπο, γράφοντας πολιτικά άρθρα τα οποία γίνονται αιτία να πολλαπλασιαστούν οι εναντίον του επιθέσεις.
Πεθαίνει στις του 1935. Η Humanité, αναγγέλει το θάνατό του: «Χθες μάθαμε για τον θάνατο του Παναΐτ Ιστράτι. Αυτός ο πρώην επαναστάτης συγγραφέας πέθανε στη Ρουμανία ως φασίστας».
                                        

Και έρχομαι στο βιβλίο. Τι είναι αυτό που έφερε κοντά δύο συγγραφείς τον Ιστράτι και τον Ακρίβο;

Είδα σε συνεντεύξεις που έδωσε ο Κώστας να επαναλαμβάνουν το ερώτημα:Γιατί επιλέξατε αυτό το πρόσωπο;
Όταν υποβάλλεις μια τέτοια ερώτηση σε ένα συγγραφέα, ας μην περιμένεις απάντηση γιατί δεν μπορεί να είναι απολύτως βέβαιος για τους λόγους που τον ωθούν να γράψει ένα βιβλίο. Όμως η ερώτηση όντως ισχύει! Μόνο που η απάντηση δε βρίσκεται στην απόκριση του συγγραφέα αλλά μέσα στο βιβλίο που έγραψε.
Θα προσπαθήσω να ιχνηλατήσω την επιλογή του Ακρίβου με βάση τ
έσσερα στοιχεία που νομίζω ότι αναδεικνύονται από τον χειρισμό και την οργάνωση του βιογραφικού υλικού
Ο πρώτος λόγος για την επιλογή του Ιστράτι ως μυθιστορηματικού χαρακτήρα σίγουρα εκκινεί από την καλλιτεχνική αξία του έργου του Ιστράτι. Μπορεί να μην έχει το αριστοτεχνικό όραμα ενός Τολστόι ή την πυρετώδη μέθη ενός Ντοστογιέφσκι. Αλλά η καρδιά που πονάει βαθιά για τον ανθρώπινο πόνο είναι η ίδια. Ο Ιστράτι έγραψε όσα θησαύρισαν και πλημμύρισαν την ψυχή του με φλογερή βιασύνη γι’ αυτό δεν υπάρχει ούτε μία γραμμή στο έργο του γραμμένο με σκοπό την επίδειξη δεξιοτήτων. Το έργο του Ιστράτι είναι η ίδια η ζωή του. Όλα όσα μας είπε είναι κάτι που το έχει ζήσει, το έχει δει, το έχει ακούσει, το έχει βιώσει. Είναι ένας βαλκάνιος παραμυθάς που ιστορεί την ίδια του τη ζωή.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι ο Ακρίβος είδε στον ελληνορουμάνο συγγραφέα ένα άνθρωπο που ο καθένας μας θα χαιρόταν να γνωρίσει. Ένα λαϊκό βασανισμένο άνθρωπο, ένα παιδί του λιμανιού, έναν ανυπότακτο ρομαντικό που έζησε μέσα από τα πάθη του και όχι μέσα από τη λογική της εποχής του. Ένα χαρακτήρα παθιασμένο, που έζησε με ένταση τη διαρκή πάλη με την ιστορία του και την ίδια του την ψυχή, έναν άνθρωπο αντιφατικό για τον οποίο η έννοια του Ελεύθερου Ανθρώπου ήταν το προσωπικό του ευαγγέλιο. Η ατυχία -και το μεγαλείο του- είναι ότι ήθελε να είναι ο εκπρόσωπος μιας ανθρωπότητας που υποφέρει και καταπιέζεται.
Ο τρίτος λόγος είναι ότι ο Ακρίβος γοητεύτηκε από τον φλογερό ταξιδιώτη από την ασίγαστη επιθυμία του ταξιδιού, το διαρκές φευγιό από τη μία πόλη στην άλλη, από τη μία χώρα στην άλλη σε μια γοητευτική και παθιασμένη αναζήτηση. Ο Ακρίβος -που αγαπάει τα ταξίδια- είδε στον Ιστράτι τον άνθρωπο που σπάει τα όρια που θέτει ο πατέρας Δούναβης, ο αρχαίος “Ιστρος”, ένα ποτάμι όριο ανάμεσα σε ανατολή και δύση. Αυτό αποτελεί από μόνο του μια πρόκληση για τον Ακρίβο: Τα ταξίδια του Ιστράτι να γίνουν και δικά μας ταξίδια.
Ο τέταρτος λόγος είναι ότι ο Ακρίβος είδε στον Ιστράτι ένα τραγικό πρόσωπο που βρίσκεται στριμωγμένος σε μια εποχή όπου ειλικρινείς κομμουνιστές πίστευαν στο αλάθητο του κόμματος έβλεπαν τη φρίκη του σταλινισμού λέγοντας ότι η ευτυχία που θα βίωναν οι μελλοντικές γενεές θα επανόρθωνε τη βραχυπρόθεσμη δυστυχία των Γκουλάγκ. Και ο Ιστράτι ήταν αδύνατο να το δεχτεί γιατί πίστευε ότι στον κομμουνισμό πρέπει να βάζει το πρόβλημα όπως το έβαζε ο Μάρξ, δηλαδή όχι πάνω στο πεδίο της θεωρίας και των άκαμπτων ιδεολογικών αρχών, αλλά στο πεδίο των ανθρώπινων σχέσεων. Και αυτό παρήγαγε ένα πολιτικό ανθρωπισμό ξένο προς τη σταλινική μηχανική. Και αυτό το πλήρωσε.
                                     

Το βιβλίο του Ακρίβου «Όνομα πατρός: Δούναβης» κτίζεται πάνω σε μια τριγωνική σχέση. Τα συμβάντα της πραγματικής ζωής του Ιστράτι αποτελούν το υπόστρωμα του βιβλίου. Πάνω σ’ αυτό τον καμβά της πραγματικότητας ο Ακρίβος κεντάει τα αυτοβιογραφικά στοιχεία του έργου του Ιστράτι μετατρέποντας την ιστρατική μυθοπλασία με τους βαλκάνιους χαρακτήρες και την παραμυθιακή πολυχρωμία της σε αφηγηματικά συμβάντα. Ανασκάπτει τα έργα του ελληνορουμάνου συγγραφέα και ανασύρει τα βιώματα που οδήγησαν και πλούτισαν τη συγγραφή τους. Με λίγα λόγια αναζητεί μέσα στα έργα του Ιστράτι το βίωμα που τα προκάλεσε και τα ζωογονεί. Και από τη στιγμή που τα εντοπίζει (εργασία που απαιτεί διάβασμα και μόχθο) ο Ακρίβος αρχίζει να οργανώνει το υλικό συνθετικά: ο πραγματικός βίος συμπλέκεται με το καλλιτεχνικό βίωμα. Έτσι οι υποθέσεις των έργων του Ιστράτι γίνονται συμβάντα της ζωής του. Και έπειτα έρχεται ο συγγραφέας Ακρίβος ο οποίος συμπληρώνει με τη δική του μυθοπλασία το υλικό που προέκυψε από την ιδιάζουσα έρευνα και ανασκαφή. Αποτέλεσμα είναι να παραχθεί ένα λοξό μυθιστόρημα όπου τα βιογραφικά ενώνονται με τα βιωματικά στοιχεία και λοξοδρομούν παράγοντας μια καινούργια μυθοπλασία μέσα στην οποία κρύβεται -και αυτό πρέπει να το προσέξουμε – το πρόσωπο του Ακρίβου με τις επιλογές του και τις προτιμήσεις του. Μίλησα για τριγωνική σχέση: Ιστράτι – έργο του Ιστράτι- Ακρίβος. Έχουμε λοιπόν ένα μυθιστόρημα υβριδικό όπου η αλήθεια της βιογραφίας συναντά τη βιωμένη αφήγηση και μαζί ξαναπλάθονται σε ένα νέο αφήγημα. Θα ήταν λάθος ο αναγνώστης να επικεντρωθεί μόνο στον Ιστράτι. Η «παρουσία» του Ακρίβου μέσα στο βιβλίο είναι πολύ πιο μεγάλη απ’ όσο φαίνεται με την πρώτη ανάγνωση. Ο Ακρίβος δεν περιορίστηκε στο ρόλο του ερευνητή βιογράφου (όπως για παράδειγμα έπραξε μια βελγίδα συγγραφέας η Monique Jutrin ή ο Alexandru Talex ή ο Alexandru Oprea) ούτε στο ρόλο του αναγνώστη που εξαντλεί δίκην ανασκαφέως το έργο του Ιστράτι. Ο Ακρίβος παρήγαγε ένα υβριδικό μυθιστόρημα στο οποίο κυριαρχεί η δική του εκδοχή για τον Ιστράτι και την αντιμετώπιση του έργου του. Για να γίνω κατανοητός: Ο Ρομαίν Ρολάν προσέγγισε το έργο του Ιστράτι μέσα από την οπτική του Οριενταλισμού, οι δυτικοευρωπαίοι κριτικοί είδαν ένα Βαλκάνιο χωρικό που παρήγαγε με την αφηγηματική του αυθορμησία μια πριμιτίφ πεζογραφία και οι ανατολικοευρωπαίοι μετέφρασαν το έργο του Ιστράτι ως βαλκάνιο σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Ο Ακρίβος αποδεσμεύτηκε από αυτού του είδους τις οπτικές. Επειδή ξέρει ότι η λογοτεχνία, όπως είπε κάποτε ο Yehuda Amichai, είναι «λερωμένη με τα προβλήματα του κόσμου», συγχώνευσε τον βίο με το έργο και δημιούργησε ένα μυθιστόρημα που ανέδειξε τον τραγικό άνθρωπο σε μια δύσκολη εποχή. Και νομίζω ότι αυτό είναι και το κατόρθωμά του.

Τελειώνοντας να σας δώσω μια αναγνωστική συμβουλή. Κλείστε την τηλεόραση, απλωθείτε στον καναπέ και βάλτε τον καλύτερο αναγνώστη του σπιτιού σας να διαβάσει φωναχτά το βιβλίο. Σε λίγο συνεπαρμένοι θα ξεχάσετε ότι ακούτε μυθιστόρημα. Η αφήγηση θα γίνει πολύχρωμο πανανθρώπινο παραμύθι. Και η απόλαυση της ομιλούσας αφήγησης θα είναι πολλαπλάσια από την κατά μόνας ανάγνωση.

Θωμάς Ψύρρας

Λάρισα 14-5-2025

Τετάρτη 29 Μαρτίου 2017


Κώστας Ακρίβος: 'Τελευταία νέα από την Ιθάκη', εκδ. Μεταίχμιο.


                             Φιλόμυθος, πολύτροπος και παιγνιώδης.

Τα “Τελευταία νέα από την Ιθάκη” είναι το δέκατο τέταρτο βιβλίο και η πέμπτη συλλογή διηγημάτων του Κώστα Ακρίβου. Αυτό σημαίνει ότι έχει ήδη πίσω του ένα έργο τέτοιο, που επιτρέπει αποτιμήσεις και ασφαλή συμπεράσματα. Συνοπτικά:

Διαπίστωση πρώτη: Ο Ακρίβος είναι φιλόμυθος.

Διαπίστωση δεύτερη: Ο Ακρίβος είναι πολύτροπος.

Διαπίστωση τρίτη: Ο Ακρίβος είναι παιγνιώδης.


Ο Ακρίβος είναι φιλόμυθος και μυθοδίαιτος, αληθινός Homo fabulosus: Ο Ακρίβος αρέσκεται να απλώνεται στο χρόνο και να καταναλώνει παλιές ιστορίες, να ταΐζει τη γραφή με σύγχρονους και παλιούς μύθους, να εκμεταλλεύεται τη μεγάλη και τη μικρή Ιστορία, να πλάθει και να αναπλάθει αφηγήσεις τρίτων, και εν τέλει να συγκροτεί μέσα από αυτές την πλαστή πραγματικότητα του «προσωπικού του μύθου».
Ο Ακρίβος
είναι πολύτροπος. Όχι μόνο επειδή μετέρχεται πολλούς τρόπους, πράγμα που μαρτυρά η ποικιλία θεμάτων και τρόπων της γραφής του (εγκείμενα, ενσωματώσεις αρχειακών πηγών, κειμενικές ποικιλίες, ποικιλίες λόγων, ποικιλίες αφηγηματικών τρόπων, αντιθετικές διασταυρώσεις ιδεολογιών κλπ), αλλά είναι πολύτροπος με την ομηρική σημασία της λέξης, ένας μικρός Οδυσσέας της γραφής. Τρέπεται σε πολλά μέρη, στρέφεται σε πολλές διευθύνσεις στο χώρο και στο χρόνο. Κι έτσι πολυπλάνητος, πολυγυρισμένος και πολύπλαγκτος, καταλήγει να δημιουργεί ένα έργο που το χαρακτηρίζει η ευστροφία και η ικανότητα να κατανοεί και να χειρίζεται την ταυτότητα των τόπων και των ανθρώπων. Άλλωστε η ιδέα του ταξιδιού είναι κεντρικό στοιχείο στις συγγραφικές του αναζητήσεις (να θυμίσω μόνο το «Ποιος θυμάται τον Αλφόνς» (Μεταίχμιο, 2010), και το «Αλλάζει πουκάμισο το φίδι» (2013- Μεταίχμιο). Ο Ακρίβος δημιουργεί μια “λογοτεχνία του προσωπικού οδοιπορικού”, η οποία ενώ δεν είναι ταξιδιωτική, είναι όμως ταξιδιάρικη γιατί βασίζεται στην γεω-γραφία και την στοχευμένη περιήγηση, τη σχεδιασμένη προσεκτικά παρατήρηση που αποκαλύπτει όσα δεν βλέπει ο καταναλωτής τοπίων ή ο τυχαίος ταξιδιώτης και η οποία όταν μετασχηματίζεται σε λογοτεχνικό κείμενο αποκτά το βάρος της μαρτυρίας.

Ο Ακρίβος είναι παιγνιώδης, αληθινός homo ludens. Γνωρίζει ότι η παιγνιώδης διάθεση και το παιχνίδι είναι πρωταρχικές και αναγκαίες προϋποθέσεις για τη γέννηση της λογοτεχνίας, κι ότι με τη μυθοποίηση επιβάλλει ένα είδους “αναδασμό” στο έδαφος του νου μέσω του οποίου αναμορφώνει την πραγματικότητα και διαπλάθει έναν κόσμο δικό της. Γι’ αυτό στα μυθιστορήματα και στα διηγήματα του Ακρίβου (ίσως περισσότερο σ’ αυτά) θα δούμε ότι οργανώνει δίχτυα αόρατα τα οποία απλώνονται και πέρα από τα κείμενα καθεαυτά. Είναι ‘ύπουλος’, προσχεδιάζει προσεκτικά το δίχτυ της αφήγησης (στα αρχαία ελληνικά το δίχτυ ονομάζεται “σαγήνη”) για να εμπλέξει τον αναγνώστη και μετά βρίσκει τρόπους να τον οδηγεί και να τον μετατρέπει σε συνυπεύθυνο της γραφής του. Οι ιστορίες του μένουν “ανοιχτές” και προκαλούν τον αναγνώστη να τις συμπληρώσει. Πίσω από το δίχτυ κρύβεται επιμελώς ο Ακρίβος ανθυπομειδιών.


Σταματώ την γενική παρουσίαση του Ακρίβου.

Κι έρχομαι στο τελευταίο του έργο Τα “Τελευταία νέα από την Ιθάκη”.

Η συλλογή περιλαμβάνει 26 μυθιστορίες – πορτραίτα που ανήκουν σε διαφορετικές ιστορικές εποχές, από το Βυζάντιο μέχρι τις μέρες μας και παρουσιάζονται σε μια ποικιλία κειμενικών ειδών (κείμενα με τη μορφή επιστολής, ιστορικού ντοκουμέντου, αποσπάσματα από διαδικτυακά blogs, ημερολόγια, στίχους). Χρησιμοποιούνται διαφορετικοί αφηγηματικοί τρόποι γραφής (διηγήματα κλασικού τύπου με τριτοπρόσωπη αφήγηση, αφηγήματα βασισμένα στο μονόλογο, κείμενα δημόσιου εξουσιαστικού λόγου, αφηγήματα βασισμένα σε εγκείμενα, ιστορικά αφηγήματα, και τέλος ένα αφήγημα “προ-ποιητικό” σε στίχους).

Οι ενεργητικοί αναγνώστες, άνθρωποι ασκημένοι στην ανάγνωση, που θα πιάσουν στα χέρια τους το βιβλίο του Ακρίβου πρέπει να είναι έτοιμοι και να γνωρίζουν πως είναι δυνατόν να διαβαστεί με διαφορετικούς τρόπους, πως είναι δυνατό το παίγνιο της γραφής και το δίχτυ που στήνει επίτηδες ο συγγραφέας να οδηγεί την ανάγνωση και να επιβάλλει “νόημα” έξω και πέρα από τα κείμενα καθεαυτά. Θα μου επιτρέψετε μιαν υπόθεση:

Αρχίζω να δια-λύω το βιβλίο του Ακρίβου.

Έστω λοιπόν ότι το εξώφυλλο είναι λευκό, εντελώς λευκό, δίχως τίτλο. Λευκό εντελώς και το οπισθόφυλλο. Στα αφτιά δεν αναγράφει ούτε μια πληροφορία, λείπει ως και η φωτογραφία του συγγραφέα, ούτε στις πρώτες σελίδες υπάρχει η παραμικρή πληροφορία. Όλα λευκά. Υπάρχουν μόνο τα 26 αφηγήματα, δίχως τίτλο, δίχως τα προβαλλόμενα αποσπάσματα από την Οδύσσεια. Μόνο τα κείμενα. Αρχίζω λοιπόν να διαβάζω αυτό το “άλλο βιβλίο” το λευκό βιβλίο.

Ενδεικτικές υποθέσεις των ιστοριών του Ακρίβου:

  • Ένα τσιγγανάκι στο ίδρυμα αγωγής ανηλίκων- ίδιο αγρίμι πιασμένο στο δόκανο- ζητάει να δει τη μάνα του ίσια για να της πει ένα “γεια” παραμονές Χριστουγέννων.
  • Ανάμεσα σε τσίπουρα μια ιστορία για τον Νικόλαο από την Κάπουρνα που αλλαξοπίστησε αλλά μετάνιωσε και τελικά μαρτύρησε ως Γεδεών πολιούχος Τυρνάβου.
  • Μια παράδοξη εκτέλεση σε ρυθμό σουιγκ και μπούγκι του γνωστού “Τι σε μέλλει εσένανε” γίνεται αφορμή για την αφήγηση της ζωής του Σλίμ Γκέιλαρντ. Ένας άνθρωπος του κόσμου, από μάνα μαύρη Κουβανέζα και Έλληνα πατέρα, μπαρκάρει σε κρουαζιερόπλοιο κι έρχεται στην Κρήτη για μισό χρόνο. Από δω αρχίζει μια ζωή και περιπλανιέται σε πολλούς τόπους, σε πολλά επαγγέλματα, σε πολλές γλώσσες. Ώσπου φτιάχνει μια δική του γλώσσα και μια δική του ζωή, άξια να τη μνημονεύει ο Τζακ Κέρουακ στο δικό του “Δρόμο”.
  • Το Νοέμβρη του 1824, λίγο μετά τη δολοφονία του γιου του Πάνου, ο Θοδωρής Κολοκοτρώνης μονολογεί με το δικό του λαϊκό τρόπο για τη δυστυχία του και για τις δικές του ενοχές που τον τυραννούν.
  • Η χαρτορίχτρα και καφετζού με το δικό της λόγο κάνει τα μαϊλίκια της σ’ έναν από τους τροϊκανούς που καταφεύγει σ’ αυτήν για να τον κομποδέσει με την αγαπητικιά του και κερδίζει ένα ταξίδι στο Παρίσι εις ένδειξιν ευγνωμοσύνης.
  • Αναφορά του ενωμοτάρχη Μιχαήλ Ζουλαχμάκη προς το αρχηγείον χωροφυλακής σχετικά με τη διαφυγή ζεύγους ερωτομανών και με λάφυρον ως αποδεικτικό στοιχείο της αστυνομικής δράσης μια σκελέα.
  • Επιστολές του Καβάφη προς τον Αλέκο Σεγκόπουλο από τον Οκτώβρη του 1918 έως την 1η Μαρτίου του 1919 με ενδιάμεσα σχόλια τρίτων για τη σχέση των δύο ανδρών : ήταν γιος ή εραστής;
  • Ο βίος και η πολιτεία του Βασίλειου Α (του Μακεδόνος), (812- 886 μΧ) που κατάφερε μέσα από την ομορφιά, τη φιλοδοξία και τη χρήση του sex να αναρριχηθεί ως και στο θρόνο του Βυζαντίου.

Κι εδώ ας σταματήσω την ανάγνωση του λευκού βιβλίου. Έχουμε μια συλλογή από λογής κείμενα, ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, αυτόνομα, απολαυστικά το καθένα ξεχωριστά. Διηγήματα που διαβάζεις το ένα, κλείνεις το βιβλίο, το αφήνεις στο κομοδίνο και το ξαναπιάνεις την επόμενη μέρα για να διαβάσεις ένα άλλο διήγημα. Το καθένα αυτεξούσιο και μοναδικό.


Ας έρθω τώρα στο υπάρχον βιβλίο με τα εξώφυλλα και τον τίτλο “Τελευταία νέα από την Ιθάκη”, με το σημείωμα στο οπισθόφυλλο, τις πληροφορίες στα “αφτιά”, με το μότο του Γ. Σεφέρη από την ημερολογιακή καταγραφή της 16ης Δεκεμβρίου του 1940 στις τις Μέρες Γ : “Να νοσταλγείς τον τόπο σου, ζώντας στον τόπο σου, τίποτε δεν είναι πιο πικρό” που παραπέμπει ευθέως στην αναζήτηση μιας πατρίδας, με το τελικό υστερόγραφο στο οποίο ο Ακρίβος εξηγεί τον τίτλο και τη “σύμπλευση” των ομηρικών ηρώων με τα κύρια πρόσωπα των διηγημάτων του αποτίοντας και την οφειλόμενη τιμή στη μνήμη του Δημήτρη Μαρωνίτη.

Τα κείμενα καθ΄ εαυτά δεν έχουν ουδεμία σχέση με την Ιθάκη, ουδεμία σχέση με τον Οδυσσέα, ουδεμία σχέση με τον Όμηρο. Στέκονται στο λευκό βιβλίο μια χαρά ως γοητευτικές και διαβαστερές αφηγήσεις. Αλλά εδώ κρύβεται ο παιγνιώδης Ακρίβος ο οποίος ενεργοποιεί τα τεχνάσματα της συγγραφικής κατεργαριάς του.1

Τέχνασμα πρώτο: Τα κείμενα χαρακτηρίζονται από τον ίδιο το συγγραφέα ως “μυθιστορίες”. Μια συνειδητή προσπάθεια να ενώσει το μύθο με την ιστορία και να δώσει “μυθικό” βάρος στην ανάγνωση.

Τέχνασμα δεύτερο: Όπως φαίνεται στο Υστερόγραφο κι όπως τόνισε και ο Ακρίβος σε μια συνέντευξή του, το βιβλίο λειτουργεί “και σαν πινακοθήκη νεότερων «ομηρικών» ηρώων”. Οι μυθιστορίες του σκιαγραφούν ήρωες επώνυμους και ανώνυμους που τους συνδέει ένα κοινό στοιχείο: αποτελούν μετενσαρκώσεις των ομηρικών ηρώων.

Τέχνασμα τρίτο: Από τα 26 διηγήματα, τα 25 τιτλοφορούνται με το όνομα του ομηρικού ήρωα και δίπλα στο καθένα παρατίθεται ένας μονολεκτικός χαρακτηρισμός (ο γιος, η προστάτιδα, η τροφός, ο αδηφάγος, η ωραία κλπ) δηλωτικός της ατομικότητας και του ρόλου στο ομηρικό έπος αλλά και στο διήγημα. Μόνο σε ένα τίτλο, στο διήγημα “Οι σύντροφοι του Οδυσσέα” λείπει ο χαρακτηρισμός. Ίσως γιατί ο μονολεκτικός χαρακτηρισμός του συλλογικού είναι απλουστευτικός (αφού εντός του περικλείει τόσες διαφορετικές ατομικότητες) οπότε επιλέγεται ο τονισμός της συλλογικότητας που οργανώνεται γύρω από το πρόσωπο του κυρίαρχου Οδυσσέα.

Οι χαρακτηρισμοί αφορούν σχέσεις οικογενειακές (ο γιος, ο πατέρας, η μητέρα, η σύζυγος, η ερωμένη, η τροφός, ο μνηστήρας), σχέσεις κοινωνικά σημασμένες (ο φίλος, ο πιστός, ο αδηφάγος , ο εκδικητής, ο αγγελιαφόρος, ο σοφός, ο άτυχος, ο τραγουδιστής, η ωραία ) σχέσεις με το υπερφυσικό (η προστάτιδα, ο μάντης, η μάγισσα, ο αθάνατος, η νεράιδα) σχέσεις εξουσιαστικές (ο βασιλιάς, ο αρχηγός, η πριγκίπισσα). Βεβαίως κλείνοντας τη συλλογή στο τελευταίο κείμενο ο Οδυσσέας παρουσιάζεται με το χαρακτηρισμό, the one, ο ένας ο μοναδικός.

Τέχνασμα τέταρτο: Σε κάθε διήγημα προτάσσει ένα απόσπασμα από το κείμενο της Οδύσσειας σε μετάφραση Μαρωνίτη σημαίνοντας μ’ αυτό τον τρόπο την επιζητούμενη σχέση του ομηρικού ήρωα με τον ήρωα του δικού του κειμένου. Ο άμεσος ή συγκεκριμένος δεσμός ανάμεσα σε δύο κείμενα, την ομηρική Οδύσσεια και το βιβλίο του Ακρίβου προβάλλεται εμφατικά ως δεδηλωμένη και «εμφανής διακειμενικότητα».

Μ’ αυτά τα τεχνάσματα ο παλιός μύθος μεταλαμπαδεύεται σε διαφορετικά περιβάλλοντα (παλιό “κόλπο” του μοντερνισμού – ας θυμηθούμε τον Οδυσσέα, του Τζέημς Τζόυς) κι επιτυγχάνεται μια αναγνωστική και νοηματική μετατόπιση.


Έτσι ο Ακρίβος καταφέρνει:

α) να δημιουργήσει ένα αναγνωστικό πλαίσιο και μέσα σ’ αυτό να εγκιβωτίσει τα διηγήματά του, να μετατρέψει τα διηγήματα σε εγκείμενα του ομηρικού μύθου, σαν σύγχρονους κατοπτρισμούς ενός παλιού κειμένου.

β) να παρωθήσει τον αναγνώστη ώστε να ψάχνει τις δομικές και θεματικές αναλογίες ανάμεσα στην ομηρική Οδύσσεια, τα επιλεγμένα αποσπάσματα από τη μετάφραση του Μαρωνίτη που προτάσσονται πριν από κάθε διήγημα και τα διηγήματα καθεαυτά.

γ) να υποχρεώσει τον αναγνώστη να αλλάξει αναγνωστική εστίαση και να ψάχνει τους λεπτούς κατοπτρισμούς, τις αλληγορίες και τις πολυσήμαντες αντιστοιχίες ανάμεσα στο αρχαίο υλικό και το νόημα του αφηγήματος, ανάμεσα στο «λεγόμενον» και το «νοούμενον», ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν διερευνώντας τις “ροπές που κατοικούν διαχρονικά την ανθρώπινη ψυχή”. Άλλωστε όπως λέει ο ίδιος μεταφέροντας τα λόγια του αείμνηστου Κακριδή “μόλις ογδόντα οχτώ παππούδες μας χωρίζουν από τον Όμηρο”.


Τελικά το βιβλίο θέτει κι ένα άλλο ζήτημα: αυτό της ανάγνωσης και της πρόσληψης του κειμένου.

Έχουμε συνηθίσει να αναζητούμε στο κάθε κείμενο το “νόημα”, φανερό ή κεκρυμμένο. Τα κείμενα του Ακρίβου εγκιβωτισμένα πλέον στο ομηρικό πλαίσιο αποδεικνύουν πόσο κρίσιμο για την ανάγνωση και την αναγνωστική απόλαυση είναι το πλαίσιο, και πώς αρδεύει καθοριστικά το νόημα του λογοτεχνικού έργου. Στην πραγματικότητα ο Ακρίβος ορίζοντας το πεδίο της ανάγνωσης, οδηγεί την εμπλοκή των αναγνωστών με τα κείμενα, ορίζει ένα βαθμό δέσμευσης των αναγνωστών με τα κείμενά του, οδηγεί την αναγνωστική διαδικασία κι επομένως έμμεσα προτείνει τη συγκρότηση των σημασιών που έχουν νόημα για τους ίδιους. Μετατρέπει τον καθένα αναγνώστη του βιβλίου του σε μέλος μιας ερμηνευτικής κοινότητας αφού ορίζει ένα σύνολο συμβάσεων που καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο θα προσεγγίσουν και θα ερμηνεύσουν τα έργα. Έτσι η πράξη της ανάγνωσης, δεν είναι απλώς μια ιδιωτική ενασχόληση, αλλά μια διαλεκτική προσέγγιση κειμένων -αναγνώστη με εγγυητή τον συγγραφέα, ο οποίος έχει προβάλει ως προαπαιτούμενο ανάγνωσης το «ομηρικό ρεπερτόριο της συλλογικής μνήμης», όπου αποθηκεύονται πλήθος σύμβολα, μύθοι και αφηγηματικά σενάρια, και σχέσεις αναλογικής συνάφειας.

Έτσι, είτε το κατανοεί είτε όχι, ο αναγνώστης οικοδομεί το νόημα, αναδομώντας το αρχικό κείμενο: θέτει δηλαδή σε αλληλεπίδραση τους «πολιτισμικούς κώδικες» ή τις «συμβάσεις», τα οποία φέρει το παίγνιο του συγγραφέα.

Ορίζοντας λοιπόν με τα τεχνάσματά του εξαρχής τον ορίζοντα προσδοκιών του αναγνώστη “χτίζει” την ανάγνωση ως μια εμπειρία που μετασχηματίζει την ίδια την πράξη της εξήγησης, της κατανόησης αλλά και της αισθητικής απόλαυσης του λογοτεχνικού κειμένου.


Τελικά συμπεράσματα προς υποψιασμένους αναγνώστες.

1. Οι λέξεις αναφέρονται σε πράγματα αλλά η σημασία υπερβαίνει την αναφορά τους. Λέξεις όπως «Αυγερινός» και «Αποσπερίτης» έχουν την ίδια αναφορά (τον πλανήτη Αφροδίτη), αλλά διαφορετικό νόημα (ο πλανήτης ειδωμένος το πρωί ή ειδωμένος το βράδυ, με ποικίλες πολιτισμικές και λογοτεχνικές συνηχήσεις).

2. Το νόημα δεν είναι οι λέξεις που διαβάζουμε. Το νόημα παράγεται από το πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετούνται οι λέξεις. Το νόημα δεν είναι «απτό». Το νόημα δεν είναι “κάτι”, δεν είναι χειροπιαστό μια σταθερή ιδιότητα της λέξης ή της πρότασης ή του κειμένου. Είναι μια οργανική λειτουργία του κειμένου, σαν την εφίδρωση εξαιτίας των συνθηκών και της κατάστασης που ζει ένας ανθρώπινος οργανισμός.

3. Το νόημα εν πολλοίς αρδεύεται από τον ορίζοντα προσδοκιών του αναγνώστη. Οι υποκειμενικές του προσδοκίες από ένα βιβλίο επηρεάζονται από γενολογικές έως γλωσσικές παραμέτρους, από ένα «σύστημα αναφορών» που κομίζει ο αναγνώστης σε ένα κείμενο. Μόνο που εδώ ο Ακρίβος προλαβαίνει τον αναγνώστη και συγκροτεί με εμφανή διακειμενικότητα το σύστημα αναφορών της ανάγνωσης, οδηγεί την ιστορική διάσταση κατανόησης του κειμένου και συγχωνεύει τη χρονική, τοπική και πολιτισμική απόσταση μεταξύ της αρχαίας και σύγχρονης εκδοχής ενός κειμένου, συγχωνεύει τους ορίζοντες μεταξύ παρελθόντος και παρόντος.

4. Η εμφανής διακειμενικότητα που προκρίνει ο Ακρίβος για τα διηγήματά του, θέτει ένα άλλο επιπλέον ζήτημα ανάγνωσης, ακραία προκλητικό. Πώς διαβάζουμε ένα βιβλίο στο οποίο ο συγγραφέας έχει προλάβει τον αναγνώστη και έχει καταστρώσει, εμφανώς και δεδηλωμένα, το πλαίσιο – ή για να το πω αλλιώς όταν ο συγγραφέας έχει υποκαταστήσει τον υποκειμενικό ορίζοντα του αναγνώστη με έναν επιλεγμένο από εκείνον αναγνωστικό ορίζοντα; Θα δημιουργήσουμε έναν νέο ορίζοντα πάνω στον ορίζοντα; και πως γίνεται αυτό; Πώς γίνεται να διαβαστεί πλέον το βιβλίο όχι ως “λευκό βιβλίο”, ούτε ως βιβλίο με δεδηλωμένη και εμφανή διακειμενικότητα, αλλά σε ένα τρίτο επίπεδο; Ερώτημα μεταμοντέρνο (μια και μας εισάγει σε μια μεταθεωρία της πρόσληψης), ερεθιστικό και άκρως προκλητικό για ενεργητικούς αναγνώστες.

Τα ερωτήματα δεν έχουν απάντηση.

Από το καταστρωμένο παίγνιο της γραφής, εμπλεκόμαστε στο δίχτυ της ανάγνωσης. Η προσπάθεια να βρούμε απάντηση, ισοδυναμεί με μια διαδικασία ερμηνείας. Αυτό από μόνο του δείχνει την αξία του βιβλίου.

Τύρναβος 28.3.2017

παρουσίαση του βιβλίου στους “Φίλους της Βιβλιοθήκης”




1 Κατεργάρης είναι μεσαιωνικό ουσιαστικό για τους κωπηλάτες που εκτελούσαν καταναγκαστική εργασία σε μεγάλα πλοία στα “κάτεργα”. Κατεργάρης όμως σημαίνει και τον πονηρό και έξυπνο που κάνει σκανδαλιές, που καταφεύγει σε τεχνάσματα και καταφέρνει με αφοπλιστικό τρόπο να ικανοποιεί τις επιθυμίες του.