Παρασκευή 8 Ιουνίου 2012

“Αδέξιος περιποιητής ανθέων”



Βασίλης Σιουζουλής : “Αδέξιος περιποιητής ανθέων”, εκδ. Γρηγόρη 2012


Δώδεκα χρόνια μετά το “Θεσσαλό Σεπτέμβρη" (εκδόθηκε το 2000) και έξι μετά το πεζό “Η ευτυχία του 50” (εκδόθηκε το 2006), ο Βασίλης Σιουζουλής επιστρέφει στο φυσικό του χώρο, την ποίηση, με τη συλλογή “Αδέξιος περιποιητής ανθέων”.

Πρόκειται για μια συλλογή από τριαντατρία ποιήματα οργανωμένα με το γνωστό σουζούλειο τρόπο, δηλαδή άτακτα, ή μάλλον “τακτοποιημένα” με μια περίεργη προσωπική συναισθηματική σειρά.

Πρόκειται εμφανώς για ποιήματα γραμμένα σε δύο διαφορετικές περιόδους αν και όλα τους διαθέτουν εξωτερικά κοινή μορφή (λίγο πριν το τέλος τους μία «σιωπή» με τη μορφή του κενού διάστιχου και ένα ή δυο στίχους ως καταληκτικό επιμύθιο ή σαν απόλογο).

Τα έντεκα τελευταία ποιήματα της συλλογής είναι χτισμένα με θέματα και μοτίβα που συναντούμε σε εκείνο το πεζό και σχεδόν αυτοβιογραφικό κείμενο την “Ευτυχία του 50”.

Τα είκοσι δύο πρώτα ποιήματα της συλλογής αφορούν προφανώς την πλέον πρόσφατη περίοδο γιατί και η θεματογραφία αλλάζει και ο λόγος του γίνεται πιο ώριμος και περιεκτικός.

Κατά συνέπεια θα ξεκινήσω ανάποδα. Πρώτα από τα έντεκα τελευταία που ανήκουν στην παλαιότερη θεματική του εκεί που ο ποιητής επιστρέφει στη δική του παιδική ηλικία την εμφυλιακή και την τραυματική. Στην ηλικία όπου υπήρχαν όπως λέει ”Μόνο μαυροντυμένες καθημερινές”, κι όπου η ζωή προχωρούσε με λέξεις όπως “Καταζητείται, καταδίδω, καταδότης, / κατά”. Όπου οι σχέσεις των παιδιών με τους ενήλικους περιγράφονται με μια εφιαλτική εικόνα: “τους γαργαλούσαμε τα πόδια / για να τους κάνουμε λίγο να γελάσουν / κι αυτοί μας κυνηγούσαν με τα όπλα”. Ή σε μια εξουσία όπου “υπέβαλλες αίτηση χάριτος πολλές φορές μα χάρη δε σου δόθηκε ποτέ”.
Μια εμφυλιακή κοινωνία που σφραγίζει την παιδικότητα και την εφηβεία με το φόβο, κι όπου “ο έρωτας κρύβεται / συλλαμβάνεται / εκτελείται”. Ιδιαίτερα αγαπητός κοινός ποιητικός τόπος του Σιουζουλή (η δίωξη του έρωτα ή η απαγόρευση να ερωτεύεσαι).

Ο Σιουζουλής βέβαια είναι και ποιητικά αμφιθυμικός · ενώ από τη μια ο εμφύλιος και ο μετεμφύλιος τον σημάδεψαν, έτσι που νιώθει “ φορτωμένο σώμα με πολλές μέρες και νύχτες του τόπου του”, την άλλη στιγμή θα “ήθελε να φύγει για λίγο / από σύγχρονους καιρούς/ για να ανασάνει”. Παράξενη διάθεση και μάταιη διαφυγή...
Μάλιστα για να σκηνοθετήσει το χώρο της αμφιθυμίας του χρησιμοποιεί την πλατεία Ταχυδρομείου της Λάρισας (χώρο με καφετέριες και διαρκή νεανική παρουσία) ως τόπο μυθοποιημένο όπου συναντιέται το τώρα με το παρελθόν - και βέβαια σ’ αυτή την αναμέτρηση πάντοτε νικά το παρόν. Πως να γίνει διαφορετικά;...
Ωστόσο είναι να απορείς με τούτη την αμφιθυμία. Να μη «θέλει» την εφιαλτική εποχή του κι εντούτοις να επιμένει διαρκώς να ξαναγυρνά εμμονικά σ’ αυτή.
Όποιος εμπλακεί στα δίχτυα μιας τέτοιας συναισθηματικής μετάπτωσης είναι δύσκολο να τη διαχειριστεί (γιατί αυτά είναι πράγματα δεν είναι παίξε-γέλασε, μπορεί να σε κάνουν να γονατίσεις, να λιανιστείς, να σκορπίσεις...)

Κι όμως ο Σιουζουλής καταφέρνει να δημιουργήσει μέσα του εκείνα τα στοιχεία –τα προσωπικά του αντισώματα- τα οποία του επέτρεψαν και του επιτρέπουν να αντιπαλεύει τη διαλυτική του αμφιθυμία.

Η απάντηση δίδεται στα πρώτα 22 ποιήματα της συλλογής.
Και η συνταγή είναι για το Σιουζουλή απλή: είναι Δάσκαλος και Ποιητής

Το κεντρικό θέμα των εικοσιδύο πρώτων ποιημάτων είναι η παίδευση. Η παιδεία και η εκπαίδευση βρίσκονται στο επίκεντρο του ποιητικού ενδιαφέροντος.

Παρακαλώ να μου επιτρέψετε -για να γίνω όσο δυνατόν σαφής – να κάνω μια εκτεταμένη παρένθεση.

Η παιδεία και η εκπαίδευση δεν είναι το ίδιο πράγμα.

Η Εκπαίδευση (εάν τη δούμε απολύτως “ψυχρά”) είναι ο οργανωμένος και θεσμισμένος μηχανισμός προαγωγής γνώσης και επιβολής κυρίαρχης ιδεολογίας.
Είναι χώρος στον οποίο μεταδίδονται βασικές κοινωνικές δεξιότητες και απαραίτητοι γραμματισμοί, που επιβάλλονται επιλεγμένες στάσεις και ιδέες κρατικά ελεγχόμενες.

Η Παιδεία είναι μια ιδιαίτερα σύνθετη διαδικασία που ενδέχεται να μην ταυτίζεται με την θεσμισμένη εκπαίδευση , δηλαδή να προέρχεται από άλλες εντελώς πηγές (από πλούσιες προσωπικές εμπειρίες, από προσωπικά βιώματα, από βιώματα που σχετίζονται με τη συλλογική δράση, τις συντροφιές, τη συζήτηση με φίλους, τα ελεύθερα διαβάσματα, την κοινωνική γνώση, τη διαχείριση του συναισθήματος, την αυτομόρφωση, τη σχέση μας με την τέχνη κλπ κλπ).
Η Παιδεία είναι μια μοναδική αρχαιοελληνική πρόταση: δεν σχετίζεται με αυτό που περιγράφει η λέξη education ούτε με το άλλο που περιγράφει η λέξη culture. Γι’ αυτό κι ο Jaeger στο διάσημο τρίτομο έργο του χρησιμοποίησε τη μεταγραφή της λέξης: paedeia.
Ενώ η εκπαίδευση πρωτίστως στοχεύει στη μετάδοση της γνώσης, η παιδεία στοχεύει στη μόρφωση (μια λέξη που προέρχεται από τη “μορφή”).

Τί είναι λοιπόν η μόρφωση;
Να χρησιμοποιήσω μιαν εικόνα.
Όταν γεννιόμαστε κουβαλάμε όλοι μας ένα εσωτερικό κόσμο (ψυχισμό, συναίσθημα, πνεύμα κλπ) ακατέργαστο σαν ένα κομμάτι άμορφο πηλό. Με τη διαδικασία της παιδείας αυτό το άμορφο και ακατέργαστο υλικό αρχίζει να αποκτά μορφή, να διαμορφώνεται, να μορφώνεται σε αναλογίες σε όγκο σε σχήμα. Έτσι σμιλεύεται το εσωτερικό μας άγαλμα και έτσι σιγά-σιγά προχωράει η διαδικασία της μόρφωσης. (Γιατί βέβαια η μόρφωση δεν έχει να κάνει με τα πολλά πτυχία. Ενδέχεται ένας με πολλά πτυχία να παραμένει ένας βαθιά αμόρφωτος άνθρωπος)

Η παιδεία λοιπόν έχει στόχο τη μόρφωση, δηλαδή την προσπάθεια να αποκτήσουμε α) μια οργανωμένη εικόνα του κόσμου πράγμα που μας επιτρέπει να κινούμαστε και να παρεμβαίνουμε σ' αυτόν και β) την εσωτερική συγκρότηση που επιτρέπει οι αξίες και οι αρχές που έχουμε εσωτερικεύσει και στις οποίες πιστεύουμε (ή λέμε ότι πιστεύουμε) να είναι σύμφωνες με τις πράξεις μας. Να ελαχιστοποιούμε δηλαδή τις προσωπικές μας αντιφάσεις. Αυτό δημιουργεί το συγκροτημένο άνθρωπο, τον χαρακτήρα εκείνο που δρα στη βάση εσωτερικευμένων αρχών.

Αντιλαμβανόμαστε ότι τίθεται ένα πελώριο κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα:
Πως είναι δυνατό να γίνει ώστε η εκπαίδευση να παρέχει παιδεία και να δημιουργεί το μορφωμένο, τον συγκροτημένο άνθρωπο; Δηλαδή πως είναι δυνατό ένας κρατικός μηχανισμός (όπως η εκπαίδευση) να ανατραπεί εν μέρει εκ των έσω και να επιτελέσει έργο πέρα από βαθμολογίες, αξιολογήσεις, εξετάσεις, γνώσεις, ασκήσεις, άγχη του πίνακα, ελέγχους κλπ και να μετασχηματιστεί σε πεδίο παιδείας, σε χώρο μόρφωσης.

Εκείνος που μπορεί να μετασχηματίσει την εκπαίδευση σε παίδευση είναι μόνο ο δάσκαλος. Ή για να είμαι πιο σωστός: είναι η σχέση που αναπτύσσει ο δάσκαλος με το μαθητή, μια σχέση επιθυμητική ο ένας θέλει να διδάξει κι ο άλλος θέλει να μάθει, και οι δύο μαζί επιθυμούν τη συν-ζήτηση (την από κοινού αναζήτηση).
Κανένας δε μαθαίνει αν δεν θέλει να μάθει από αυτόν που τον διδάσκει, και κανείς δε διδάσκει καλά αν δεν το επιθυμεί να διδάσκει καλά στα παιδιά.
Γι’ αυτό είναι και επικίνδυνο (= επί του κινδύνου) το λειτούργημα του δασκάλου...

Η επιθυμητική σχέση λοιπόν είναι εκείνη που μετασχηματίζει το άγονο τοπίο του σχολείου σε κήπο ολάνθιστο. Και ο δάσκαλος, ένας όπως ο Σιουζουλής, σαν κηπουρός, παρακολουθεί, παρεμβαίνει, βάζει υποστηλώματα, λιπαίνει, αρδεύει , πολλές φορές κάνοντας κι αδεξιότητες και λάθη.

Να λοιπόν που βρισκόμαστε στον τίτλο της ποιητικής συλλογής του Βασίλη Σιουζουλή.
Αδέξιος περιποιητής ανθέων”.
Ένας άνθρωπος που πέρασε χρόνια και χρόνια στο δασκαλίκι, επιστρέφει να μιλήσει για το σχολειό του, για τον δικό του “κήπο”.
Αυτό το “αδέξιος” του τίτλου δεν είναι μόνο αυτοκριτικό, είναι -αν το καλοσκεφτούμε- και τραγικό γιατί συμπεριλαμβάνει και τα λάθη (τις αδεξιότητες) τα οποία αναγνωρίζει εκ των υστέρων και που δεν μπορεί πια να τα αλλάξει...)
Έμειναν τα λάθη μου παρέα με τα παιδιά και δεν τα άφησαν να μεγαλώσουν”

(για όποιον δίδαξε, ο στίχος είναι συγκλονιστικός καθώς ορίζει την ευθύνη του δασκάλου).

Δεν είναι τυχαίο ότι αφιερώνει τη συλλογή “σε κείνα τα παιδιά της τάξης και της αυλής” που συνάντησε στο διάστημα σαράντα και ενός χρόνων, από τη νεανική άνοιξη του 64 έως την ωριμότητα του φθινοπώρου του 2005.
Ο Βασίλης Σιουζουλής ξέρει καλά τη σημαίνει όχι μόνο “τάξη” αλλά κυρίως “αυλή”, δηλαδή ένας χώρος οικειότητας κι επαφής εκεί που ο δάσκαλος λεφτερωμένος από τη σύμβαση και τη στενότητα των προγραμμάτων ξανοίγεται σε δόσιμο καρδιάς, εκεί που από διδάσκων και βαθμολογητής μετασχηματίζεται μέσα από το ανατρεπτικό επιθυμητικό στον “δάσκαλό μας”

Στα εικοσιδύο πρώτα κείμενα της συλλογής θα συναντήσουμε:
Άμεσες εξομολογήσεις (οι γνωστές αγχωτικές ευαισθησίες του Σιουζουλή που συχνά νοιώθει υπεύθυνος για τα δεινά του κόσμου) μόνο που εδώ σχετίζονται με το διπλό ρόλο του δάσκαλου και του ποιητή ως κορυφαίων ρόλων ευθύνης: “οι λέξεις/ δάσκαλος και ποιητής /χρόνια τώρα πολεμούν /να βγουν έξω / και να μην ντρέπονται”.
Ή
η λέξη δάσκαλος σε μια γωνιά φοβισμένη”

Ενοχές και προβληματισμούς παίδευσης όταν διαπιστώνει ότι : “σε κάθε τελετή / φονεύουμε και ένα έφηβο γέλιο / μέσα στο σπίτι του” ή όταν “στα κρυφά μόνο/ πιάνεται στον αέρα / κάποιο χαμόγελο φιλικό/ πίκρα αγάπης και θυμός υγιής ”

Κατανόηση της εφηβείας: “μιαν αγράμματη αγάπη / πιασμένη απ' το χέρι/ σε χαρωπή παρέα νεανική”,
ή
αγάπες συνομίληκες / γελούν με την καρδιά τους. Τους τραβούν απ' το μανίκι/ ”
ή
Νικηφόρα επίθεση στις ήττες που τον εμποδίζουν να αγκαλιάσει το σώμα του”.


Αλλά και η “περηφάνια” του δασκάλου όταν μετά από χρόνια περπατάει στο δρόμο και
σε κάθε γωνιά / τον περίμενε/ και μια αγάπη παιδική” έτσι ώστε η ζωή του “άθροισμα έγινε /τέτοιων στιγμών”.

Όποιος δεν το έζησε αυτό δεν μπορεί να καταλάβει πως είναι να συναντάς τα παιδιά στο δρόμο και να σε αγαπούν ακόμα…

Εγώ νόμιζα ότι άλλο ήταν το μεγάλο μυστικό του Βασίλη, αλλά λάθεψα.. Τελικά αυτό που τον κρατάει και τον γλυτώνει από την εμμονική εμφυλιακή του αμφιθυμία είναι το δασκαλίκι του, το επιθυμητικό της παιδείας… Αφού έως και στη συλλογή δεν θα σταματήσει το χούι να δίνει συμβουλές στα «παιδιά» (που μπορεί να είναι και πολύ άνω των εξήντα πια):

Να έχετε το νου σας. / Τρέχει πιο γρήγορα το κακό / και στήνει ενέδρα”.
Λάρισα 26-4-2




από την παρουσίαση του βιβλίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου