Το “εμείς” και το “ανήκειν”
Αφορμή
για την αρχική σύλληψη και σχεδίαση του μυθιστορήματος ήταν η παραμονή του
συγγραφέα το 2008-2009 για ένα εξάμηνο στην Αμερική (Νέα Υόρκη, Φιλαδέλφεια,
πολιτεία του Οχάιο). Αυτή έδωσε την ευκαιρία στον συγγραφέα να γνωρίσει από
κοντά και τον αμερικάνικο τρόπο ζωής και πιο συγκεκριμένα τον τρόπο ζωής και
σκέψης των ομογενών. Ειρήσθω εν παρόδω ότι η Αμερική ήταν και θα παραμείνει για
πολύ ένας χώρος προνομιακός για συλλογή μικροαφηγήσεων. Οι μετανάστες μιλούν
πολύ για την προσωπική τους ιστορία -με μυθοπλαστική έξαρση- γιατί κινούνται
στα μεταίχμια των κοινωνιών τους κι επομένως διακατέχονται από μια
συναισθηματική ρευστότητα την οποία
προσπαθούν να παγιώσουν και να σταθεροποιήσουν με την καταφυγή στην αφήγηση.
Είναι σε όλα τους διφυείς: έλληνες και αμερικανοί, μικρασιάτες και μέλη της
κοινωνίας του Οχάιο, αγαπούν την Ελλάδα και τη μισούν επειδή τους πληγώνει
κ.ο.κ. Διφυής είναι και ο λόγος τους. Αυτό διευκολύνει όχι μόνο να φορτίζεται η
μνήμη αλλά και να λειτουργεί λυτρωτικά γιατί με την αφήγηση ενεργοποιείται η
διαδικασία της νοσταλγικής επαναφοράς, εκλογικεύονται και εκφορτίζονται τα πάθη
από τα βάσανα και επουλώνονται οι ψυχολογικές πληγές. Συγχρόνως η αφήγηση
ενεργοποιεί την κατάβαση στον εαυτό. Είναι μέθοδος αυτοπροσδιορισμού και
αυτογνωσίας της ύπαρξης. Είναι σα να ξαναδιαβάζεις τη ζωή σου και -κάποτε να
την διορθώνεις εκ των υστέρων.
Τέτοιο
υλικό είχε στη διάθεσή του ο Αυδίκος (1) και μάλιστα σε ένα πλαίσιο επίσης μεταιχμιακό
και για την ίδια την Αμερική. Το 2008-2009 ήταν οι αμερικανικές εκλογές που
σημάδεψαν το τέλος της περιόδου Μπους αλλά και την εκκίνηση της νέας
οικονομικής κρίσης. Ήταν και είναι μια κοινωνία όπου το tea party εκφράζει ένα σημαντικό κομμάτι
της συντηρητικής ελίτ που θέλει να επιβάλλει την “αμερικανικότητα” στο σύνολο
της χώρας (αν όχι στον ανθρώπινο πολιτισμό
παγκοσμίως).
Το
story του βιβλίου εν
συντομία:
Το
μυθιστόρημα βασίζεται στις ενέργειες και τις δράσεις του Κοσμά Τρίκαρδου, ενός
κλασσικού φιλόλογου που μετανάστευσε στην Αμερική όπου και παντρεύτηκε την
Μαρία Τερέζα, μια Αμερικανο-πολωνίδα με την
οποία απόκτησε και οικογένεια. Ένας δεσμός δύσκολος μια που πρέπει να
γεφυρωθούν διαφορετικές νοοτροπίες, που γίνεται δυσκολότερος από τον έντονο κι
αγχωτικό ρυθμό της αμερικάνικης καθημερινής ζωής. Ο Κοσμάς, με ρίζες από τη
Σμύρνη, προσλαμβάνεται σε μια εταιρία οικονομικών συμβούλων που ειδικεύεται
στις επενδύσεις υψηλού ρίσκου. Η εταιρεία τού αναθέτει να βρει τους κληρονόμους
της Μίκας Τσεκουρίδου η οποία ήταν η ιδιοκτήτρια μετοχών αγορασμένων το 1929
την περίοδο της κρίσης. Οι συγκεκριμένες μετοχές τότε είχαν χάσει στο κραχ την
αξία τους, όμως τώρα αποδίδουν μεγάλα
ποσά τα οποία, εάν δεν εντοπισθούν οι κληρονόμοι, θα περάσουν στην κυριότητα
της κομητείας του Μπρονξ.
Ο Κοσμάς Τρίκαρδος λοιπόν μπαίνει σε αναζήτηση της Μίκας
Τσεκουρίδου. Η έρευνα διεξάγεται το 2008, και μάλιστα κατά την περίοδο της
προεκλογικής εκστρατείας του Μπαράκ Ομπάμα. Στα δώδεκα κεφάλαια παρακολουθούμε
την αφήγηση του Κοσμά Τρίκαρδου που εξιστορεί σε πρώτο πρόσωπο πως αγωνίζεται
να συγκεντρώσει στοιχεία, να εντοπίσει
ίχνη, πως ερμηνεύει ενδείξεις, πως ερευνά αρχεία και αναζητά ανθρώπους για να
αξιοποιήσει τις μαρτυρίες τους.
Η έρευνα αρχίζει από
τη Νέα Υόρκη, στο παγωμένο νεκροταφείο του Μπρονξ, στην Αστόρια κι απλώνεται
στη συνέχεια στο Έλλις Άιλαντ που ήταν η πύλη εισόδου των μεταναστών στην
Αμερική και τώρα είναι μουσείο μετανάστευσης όπου και διατηρούνται πολλά
σχετικά αρχεία. Εδώ εντοπίζει λίγα φύλλα ημερολογίου της Μίκας. Εν συνεχεία η
έρευνα μεταφέρεται στο Κολόμπους του Οχάιο
όπου ο Κοσμάς με τη βοήθεια του
Σμυρνιού Ηλία Καλοσίμου, διευθυντή του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών στο Οχάιο
Στέιτ Γιουνιβέρσιτι, έρχεται σε επαφή με σημαντικά πρόσωπα της ομογένειας αλλά
και διευρύνει την έρευνά του στα μέλη της ιρλανδικής κοινότητας του Κολόμπους.
Η έρευνα του Κοσμά τελικά ευοδώνεται με την επιστροφή πάλι πίσω στη Νέα
Υόρκη.
Τι ανακαλύπτει λοιπόν ο Κοσμάς για τη Μίκα:
Η σμυρνιά Μίκα Τσεκουρίδου σπούδαζε στο Παρίσι. Το 1922 έρχεται
ως πρόσφυγας στον Πειραιά. Κι από δω κλείνει συμφωνία να δουλέψει για τρία
χρόνια σ’ ένα άγνωστο αφεντικό στην Αμερική. Φτάνοντας στην Αμερική στο Έλις
Άιλαντ συναντά τον ιρλανδό Πάτρικ τον οποίο και ερωτεύεται. Περνάει δύσκολη και ταλαιπωρημένη ζωή.
Πουλάει λουλούδια με καρότσι στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Τελικά παραβιάζει
τη συμφωνία με τον εργοδότη της και το σκάει για το Κολόμπους του Οχάιο με
σκοπό να βρει τον Πάτρικ. Ζουν μαζί στο πατάρι ενός ιρλανδέζικου κλαμπ έως ότου ο Πάτρικ
στρατεύεται εθελοντικά και σκοτώνεται στην απόβαση της Νορμανδίας κατά τον
Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά τον θάνατό του η Μίκα ζει με τον Τζον Κόντακ,
έναν αλήτη. Υιοθετεί ένα ελληνόπουλο την εποχή του ελληνικού Εμφυλίου από
εκείνα τα παιδάκια που δόθηκαν σε αμερικανούς δίχως την έγκριση των φυσικών
τους γονέων. Και έρχεται πίσω στη Νέα Υόρκη. Μεγαλώνει το θετό της γιο ο οποίος
όμως όταν μαθαίνει ότι είναι υιοθετημένος
την εγκαταλείπει κι επιστρέφει στην Ελλάδα στους φυσικούς του γονείς. Η
Μίκα καταλήγει σε γηροκομείο του Μπρονξ ενώ…
Σταματώ για να μην χαλάσω την έκπληξη στο τέλος της ιστορίας.
Πάντως η προσπάθεια του ερευνητή να συγκεντρώσει στοιχεία για
τη ζωή της Μίκας και να φτάσει έως τους κληρονόμους της δεν διευκολύνει μόνο
την ανάδυση, στοιχείο το στοιχείο, των σχετικών με το βίο και τη μορφή της
Μίκας, αλλά ταυτόχρονα υπηρετεί και άλλους δύο αφηγηματικούς στόχους:
α) αναδεικνύει τα προσωπικά προβλήματα του ερευνητή (ενός
μετανάστη της σύγχρονης εποχής ο οποίος προσλαμβάνεται ως ερευνητής σε μια
εργασία ετεροαπασχόλησης, σε μικτό γάμο,
με προβλήματα στη διαχείριση του οικογενειακού χρόνου, με έντονο προβληματισμό
για τη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας, με ιρλανδέζα ερωμένη....)
και β) παρουσιάζει τον ομογενειακό περίγυρο μέσα από
προσωπικές επιμέρους μικροϊστορήσεις (όπως π.χ. την μικροϊστορία του εστιάτορα
της Αστόρια ή του Ηλία Καλοσίμου..). Έτσι εκτός των άλλων ο στόχος του Αυδίκου
είναι και ηθογραφικός δηλαδή πολιτισμικός και ανθρωπολογικός. Οι ιστορίες της
Μίκας και του Κοσμά εντάσσονται στο πλαίσιο της ελληνοαμερικανικής ομογένειας
ή -να το πούμε αλλιώς της ελληνοαμερικάνικης μικροκοινωνίας. Εδώ συνυπάρχουν
πρώτης, δεύτερης και τρίτης γενιάς μετανάστες κι επομένως ο συγγραφέας έχει την άνεση να θέσει έμμεσα
πλήθος ζητήματα όπως η σχέση των ομογενών με την Ελλάδα και την Αμερική,
ζητήματα ταυτότητας, γλώσσας, διατήρησης ηθών, αλλά και αγωνίας για τη
συγκράτηση της “ελληνικότητας”. Εξαιρετικές είναι οι σελίδες που
περιγράφουν πρόσωπα και συμπεριφορές στη συγκέντρωση στο σπίτι του πλούσιου Ελ
Κοναρίδη. Πραγματικό πανόραμα των αντινομιών των ελληνοαμερικανών....Το κιτς
στη διακόσμηση του σπιτιού ενός παράγοντα της ομογένειας, που δυσκολεύεται να
μιλήσει ελληνικά, αλλά κι ένας θολωτός πετρόκτιστος διάδρομος δέκα μέτρων που αντιγράφει
τις Μυκήνες!. Εκείνο πάντως που λείπει είναι ότι ο Αυδίκος δεν τολμά να
αποτυπώσει το ελληνοαμερικάνικο γλωσσικό ιδίωμα, εκείνο το μπαστάρδεμα –που
ίσως μπορούσε να γίνει και γοητευτικό- (π.χ άνοιξε τη φάνα
(τον ανεμιστήρα), ή φάγαμε στέκι (μπριζόλα), περπατήσαμε δίπλα στο λέκι (στη
λίμνη).
Κι έτσι συναντώνται οι μεταναστευτικές εξιστορήσεις ανθρώπων
διαφορετικών εποχών, διαφορετικών αφετηριών, διαφορετικών επιμέρους προσδοκιών και διαφορετικών τωρινών
αυτοπροσδιορισμών. Γι' αυτό και οι αναφορές σε ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα
είναι όχι μόνο συχνές στον ιστό του μυθιστορήματος αλλά αποτελούν και τον
αναγκαίο καμβά για να σταθεροποιηθούν τα προσωπικά δράματα των Ελλήνων
μεταναστών, δεύτερης και τρίτης γενιάς :
-η
μικρασιατική καταστροφή, η καταστροφή της Σμύρνης, η προσφυγιά το 1922
-τα
γεγονότα του 1955, στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη
-το
οικονομικό κραχ στην Αμερική το 1929
-ο
β΄ παγκόσμιος πόλεμος και η απόβαση στη Νορμανδία, το 1944
-ο
εμφύλιος πόλεμος
-
το μετεμφυλιακό διχαστικό κλίμα στην
Ελλάδα
-
οι παράνομες υιοθεσίες ελληνόπουλων από Αμερικανούς.
-η
Αμερική λίγο πριν από την πρώτη εκλογή του Ομπάμα (2008).
Η ιστορία (story) που
δομεί ο Αυδίκος είναι μια τυπική ιστορία αναζήτησης στο τέλος της οποίας
υπάρχει η λύση του αρχικού αινίγματος. Ακολουθεί δηλαδή την βασική περπατησιά
της αστυνομικής ιστορίας. Ο ντετέκτιβ (εδώ ο ερευνητής Κοσμάς Τρίκαρδος)
διαθέτει επιπλέον και χαρακτηριστικά που βοηθούν την άμεση εμπλοκή του κι
επομένως δικαιολογούν το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του και για την έκβαση της
υπόθεσης. Το ενδιαφέρον προκύπτει από το γεγονός ότι η αστυνομική υφή
“κρύβεται” πίσω από την τυπική ιστορία της μετανάστευσης η οποία δανείζεται
συγκεκριμένα στοιχεία από το λεγόμενο οικογενειακό χρονικό. Η αστυνομική υφή
εμπλουτίζεται με τη γνωστή διαδικασία των παθών του κάθε μετανάστη: πόλεμοι,
φτώχεια, φυγή, ταξίδι, καραντίνα, διαλογή, προώθηση, εργασία, ένταξη,
ενσωμάτωση. Ανάμεσα στη διαδοχή των λέξεων κρύβεται πολύς πόνος, δάκρυα, αίμα
και πολλές σπαταλημένες ψυχές.
Η νεοελληνική λογοτεχνία έδωσε εξαιρετικά δείγματα στη
λογοτεχνία της μετανάστευσης. Αρκεί να θυμηθούμε το μυθιστόρημα η «Μετανάστις»
του Παπαδιαμάντη, τη συλλογή «Διηγήματα της ξενητειάς» του Χρήστου
Χρηστοβασίλη, το “Μητέρες και γιοί” του Θοδωρή
Καλλιφατίδη, το “Οι αλεπούδες του Γκόσπορτ” του Μένη Κουμανταρέα, το “Η φωνή”
του Χρήστου Χωμενίδη, “Το συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη” του Θανάση Βαλτινού,
το “Η άλλη Αμερική” του Μήτσου Κασόλα, το “Η άλωση της Κωνσταντίας” του Γιάννη
Μακριδάκη, το “Οι νύφες ” της Ιωάννας Καρυστιάνη...
Και
απαραιτήτως να μην παραλείψω τον μεγαλύτερο ίσως σύγχρονο ευρωπαίο
μυθιστοριογράφο τον ιρλανδό Sebastian Barry
που μας έδωσε σπουδαία δείγματα τέτοιων οικογενειακών μεταναστευτικών χρονικών.
Η προσπάθεια του Αυδίκου να διαχειριστεί περιγραφικά ένα τόσο
σύνθετο εγχείρημα τον οδηγεί σε ανισότητες. Συγκεκριμένα: υπάρχουν στοιχεία της
περιγραφής που είναι εντυπωσιολογικά και
δεν εξυπηρετούν την αφήγηση. Όμως εδώ και αιώνες στο μυθιστόρημα κλασικής δομής
η περιγραφή είναι θεραπαινίδα της αφήγησης. Επιπλέον το κείμενο διατρέχουν πρόσωπα
τα οποία αχνοφαίνονται και δεν γίνονται αντικείμενο αφηγηματικής εκμετάλλευσης
π.χ. δεν περιγράφονται εμβριθώς οι άλλοι μετανάστες: οι Ιρλανδοί αχνοφαίνονται,
το ίδιο και οι σχέσεις με τους Έλληνες.
Ο Αυδίκος
επαναλαμβάνει κάτι που διέπραξε και στην «Κίτρινη Ομπρέλα». Ενώ το θέμα που
επιλέγει είναι εξαιρετικό ικανό να στήσει ένα πολύ μεγάλο μυθιστόρημα για τις
ελληνικές μεταναστεύσεις, εντούτοις χάνεται όχι από αδυναμία σύνθεσης, όσο από
έλλειψη ισορροπίας ανάμεσα στο αφηγηματικό και το περιγραφικό, γεγονός που έχει
επίπτωση στην αποτύπωση της ψυχοσύνθεσης των ηρώων. Γι’ αυτό και δεν
τροποποιείται ο λόγος των ηρώων. Είτε μιλάει η πιεσμένη Μίκα στην καραντίνα του
Έλις Άϊλαντ, είτε τριάντα χρόνια μετά είναι το ίδιο, είτε μιλάει η Μίκα, είτε ο
ερευνητής κλασικός φιλόλογος το ύφος του λόγου δεν τροποποιείται επαρκώς για να
φανεί η ενδιάμεση διαφορά του χρόνου που κύλησε κι αποτύπωσε διαφορετικά λόγια
με τα οποία εκφράζεται μια μαραμένη ψυχή. Η ενοποίηση του εκφερόμενου λόγου δεν
έχει σχέση με αυτό που αποκαλούμε «ενότητα ύφους». Άλλωστε το μυθιστόρημα εξ
ορισμού είναι πολυφωνικό ακόμα κι όταν «μιλάει» ένας αφηγητής. Και οι «φωνές»
πρέπει να ξεχωρίζουν… Γιατί τότε οι ήρωες μοιάζουν σαν τυχαίες συναντήσεις. Δεν
είναι πρόσωπα που έχεις κάτσει μαζί τους στο τραπέζι.
Πέρα από αυτά όμως, στο πίσω μέρος του βιβλίου, σε ένα
δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης, υποκρύπτεται και
μια άλλου είδους αναζήτηση κι εδώ ακριβώς εντοπίζεται το επιπλέον ενδιαφέρον
του μυθιστορήματος:
πώς ο πρόσφυγας μετατρέπεται σε φυγάδα;
πως ο φυγάς γίνεται πρόσφυγας;
πως ο πρόσφυγας γίνεται μετανάστης;
τι σημαίνει να ζεις ως μετανάστης στην Αμερική σε ένα έθνος
υπό διαρκή διαμόρφωση;
πως μεταμορφώνεται κάποιος μετανάστης σε πολίτη μιας
πολυεθνικής κοινωνίας;
πως ο μετανάστης μετατρέπεται σταδιακά σε ομογενή;
πως ο ομογενής καταφέρνει να ζει ανάμεσα σε δυο κουλτούρες;
πως δομείται η ταυτότητα του ελληνοαμερικάνου;
πως οργανώνεται στις νέες συνθήκες το “εμείς” και το
“ανήκειν”;
Το δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης – ας το ονομάσουμε
“ανθρωπολογικό”- είναι εκείνο που δίνει το ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο βιβλίο.
Γιατί ένα μυθιστόρημα δεν είναι μόνο αφήγηση, είναι κυρίως ένα απαντημένο
“ερώτημα” που προτρέπει να σωρεύσουμε και άλλες απαντήσεις και να αναστοχαστούμε
για αυτές. Γιατί ο μετά την ανάγνωση εσωτερικός διάλογος είναι πάντοτε ο
ανομολόγητος στόχος κάθε μυθιστορήματος.
ΘΩΜΑΣ ΨύΡΡΑΣ
Λάρισα 31-1-2014
(1). Ο Βαγγέλης Αυδίκος γεννήθηκε στην
Πρέβεζα, με καταγωγή από το Συρράκο. Σπούδασε στο Κλασικό Τμήμα της Φιλοσοφικής
Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και εργάστηκε για πολλά χρόνια στη
δευτεροβάθμια εκπαίδευση ως φιλόλογος. Είναι καθηγητής λαογραφίας στο Τμήμα
Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου
Θεσσαλίας. Εκτός από το πλούσιο επιστημονικό
του έργο δημοσίευσε τη συλλογή διηγημάτων "Το βλέμμα στον τοίχο με τη
μαντανία", (Ελληνικά Γράμματα, 2001), και τα μυθιστορήματα "Ο δικός
μου Θεός", (Ταξιδευτής, 2004), "Η κίτρινη ομπρέλα" (Μεταίχμιο,
2007) και τώρα κυκλοφορεί το νέο του μυθιστόρημα “Η σκιά της Μίκας”.
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
ΑπάντησηΔιαγραφή