Τρίτη 10 Μαΐου 2016

Δημήτρης Νόλλας: "Δύσκολοι καιροί": "Το ταξίδι στην Ελλάδα" και "Μάρμαρα στη μέση".


Η Μυθοπλαστική αυτογνωσία.




Ο Δημήτρης Νόλλας ανέλαβε ένα τολμηρό και δύσκολο έργο: Να συγκροτήσει μια μυθιστορηματική τριλογία με το γενικό τίτλο "Δύσκολοι καιροί" η οποία θα καλύπτει μια μεγάλη περίοδο από το 1943 μέχρι τις μέρες μας. Ήδη έχουμε στα χέρια μας τα δύο πρώτα βιβλία της τριλογίας: "Το ταξίδι στην Ελλάδα", που πήρε το κρατικό βραβείο Μυθιστορήματος το 2014, και το "Μάρμαρα στη μέση". Το πρώτο καλύπτει την εμφυλιακή και μετεμφυλιακή περίοδο, το δεύτερο αναφέρεται στην τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα και το τρίτο, που αναμένουμε, θα φτάνει στα χρόνια της κρίσης.


"Το ταξίδι στην Ελλάδα" περιγράφει την κάθοδο στην Ελλάδα, - συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη του 63, μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη - ενός μετανάστη κι επίδοξου ποιητή, του Αρίστου Καραμπίνη, ενός νεαρού που πήγε για σπουδές στη Γερμανία αλλά τα παράτησε και κατέληξε να δουλεύει στη λαχαναγορά του Μονάχου. Όταν το αφεντικό τού πρότεινε να συνοδεύσει στην Ελλάδα μια αινιγματική και σχεδόν σαλεμένη γυναίκα, τη Χρυσάνθη, η οποία είχε μεταναστεύσει στη Γερμανία από το ’43, «την ώρα που είχε πάρει φωτιά ο κόσμος όλος», αρπάζει την ευκαιρία του δωρεάν εισιτηρίου, για να επιστρέψει στη γενέθλια γη.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Νόλλας ασχολείται με τους μετανάστες. Ήδη στη νουβέλα «Ναυαγίων πλάσματα» (Κέδρος, 2009) όσο και στη συλλογή διηγημάτων «Στον τόπο» (Iκαρος, 2012) ο Νόλλας ασχολήθηκε με τη μοίρα των μεταναστών που επιστρέφουν στην Ελλάδα. Η ιστορία αρχίζει και τελειώνει στο Acropolis Express, από το Μόναχο στη Θεσσαλονίκη και αντίστροφα. Η πλοκή του μυθιστορήματος εξελίσσεται στο ενδιάμεσο διάστημα.
Η γενέθλιος γη αποδεικνύεται παγίδα για τον Αρίστο, καθώς σε κάθε βήμα και σε καθεμιά επαφή με φίλους και “φίλους” σκοντάφτει σε ένα παρελθόν που δεν είναι ποτέ παρελθόν αλλά μια ζώσα τωρινή πραγματικότητα που καθορίζει τη ζωή, τις συμπεριφορές και τις μύχιες σκέψεις των ανθρώπων.
Η πρωτεύουσα των προσφύγων, που έλεγε και ο Γιώργος Ιωάννου, αναδεικνύει όλη την νεοελληνική παθογένεια μέσα από μια προσπάθεια “ανασυγκρότησης”. Η πάλαι ποτέ προσφυγική παραγκούπολη μοιάζει με «ένα πηγάδι μέχρι το κέντρο της γης». Η αντιπαροχή, η τοκογλυφία, τα σημάδια του εμφύλιου, ο εθνικισμός, οι πελατειακές σχέσεις, η αστυνομοκρατία, η διαφθορά, η αρπακτική διάθεση για το κέρδος και τον γρήγορο πλουτισμό, η κατάπτωση των παλιών νοικοκυραίων, έχουν δημιουργήσει ένα άλλο κόσμο. Ο Καραμπίνης έρχεται σε επαφή με μαυραγορίτες, καταδότες, χαφιέδες, ταγματασφαλίτες, άρπαγες εβραϊκών περιουσιών, παλιούς φίλους και συγγενείς έτοιμους να τον “ρίξουν”, εργολάβους και μεσίτες, τοκογλύφους, έρχεται σε επαφή με ναυαγισμένες ψυχές και πρόσωπα που σημαδεύτηκαν από τον εμφύλιο. Έτσι το «Ταξίδι στην Ελλάδα» γίνεται πορεία αυτογνωσίας με την ανθρωπολογική έννοια του όρου, ταξίδι που τελικά καθορίζει την ταυτότητα του ήρωα κι φέρνει στην επιφάνεια τους διχασμούς και τις αντιφάσεις του, την βίαιη πρόσκρουση με την Ιστορία και το παρελθόν. Ο Νόλλας σχολιάζει για τον ήρωά του: «Η πιο βαριά αρρώστια ήταν αυτή με την Ελλάδα που είχε αρπάξει.»
Με την μινιμαλιστική και λιτή αλλά γοητευτική γραφή του, μέσα από το «πλήθος των υλικών» που καταδυναστεύει τη ζωή μας, ο Νόλλας χτίζει με τρυφερότητα και συγκίνηση ένα κομψοτέχνημα, που αποτελεί επί της ουσίας μελέτη της «νεοελληνικής ιδιοπροσωπίας». Ένα μυθιστόρημα -που όπως ήδη επεσήμανε η κριτική- χαρακτηρίζεται από το ιδιαίτερο “βλέμμα πάνω στις ζωές των ανθρώπων και στις δυο πλευρές των ιδεολογικών σχημάτων". Ένα Μυθιστόρημα πραγματικό μεν “άλμπουμ ναυαγίων” που ωστόσο αναδεικνύει "μια φωτεινή ιδέα για την Ελλάδα (μ’ όλα τα τρωτά της) γιατί «χρόνια δύσκολα ξεδύσκολα, όταν η σκεπή μπάζει, δεν το βάζεις στα πόδια. Μαζευόμαστε και τη φτιάχνουμε».


Στο δεύτερο βιβλίο της τριλογίας, στο "Μάρμαρα στη μέση", ο Νόλλας μας μεταφέρει στη Γερμανία και στον κόσμο που ξεπήδησε μετά την πτώση του τείχους και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Ανατολικογερμανοί, Βούλγαροι, Ρώσοι, Γιουγκοσλάβοι, Ελληνες στα τέλη της δεκαετίας του ‘90, όλοι ανάκατοι κινούνται με ένα στόχο: το κυνήγι του κέρδους. Ανταγωνισμοί, συγκρούσεις, εξαπάτηση, το συμφέρον πάνω απ’ όλα. Η αναδιάταξη των συνόρων, η κατάρρευση των ιδεολογιών, η ανατροπή της πραγματικότητας, η ρευστότητα των καταστάσεων σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον όπου δεν υπάρχουν πλέον σταθερά σημεία να πιαστείς δημιουργεί το αίσθημα του κενού που, αντί να προσφέρει την επιθυμία μιας «νέας αρχής», συμπαρασύρει τους πάντες σε μια αδυσώπητη μάχη «όλων εναντίον όλων», σε έναν αγώνα οικονομικής, επαγγελματικής και ηθικής αλληλοεξόντωσης, αγνοώντας κάθε αρχή και καταπατώντας οποιαδήποτε δέσμευση. Η κριτική το επεσήμανε: “Τούτο το παρανοϊκό παιχνίδι είναι το κέντρο βάρους του μυθιστορήματος: είναι μια παραζάλη που δεν αφήνει κανέναν αλώβητο. Τα πάντα καταρρέουν και κάτι καινούργιο δεν φαίνεται να οικοδομείται στη θέση των ερειπίων".

Το “Μάρμαρα στη μέση” ξεκινά με την περιγραφή μιας περίεργης εικαστικής σύνθεσης, μιας ναϊφ τοιχογραφίας, που φιλοτέχνησε στον τοίχο της υπόγειας ταβέρνας του Ζαχαρία «Αερόστατο» στο Μίνστερ της Γερμανίας ο Έλληνας Αρίστος Καραμπίνης. Εκεί ο καλλιτέχνης ανακάτεψε εικόνες από τον 13ο και 15ο αιώνα, από το κίνημα των Αναβαπτιστών στην Κεντρική Ευρώπη (1535) κι από την επανάσταση των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη (1343). Τις εικόνες περιεργάζεται ο μεταλλειολόγος Μπάμπης Τσεκίνης, καθώς περιμένει τον επιχειρηματία Γιάννη Πολυχρονόπουλο. Οι δύο Έλληνες ήρθαν στη Γερμανία για μπίζνες. Προσπαθούν να εξαγάγουν ελληνικά μάρμαρα στη Γερμανία (χαρακτηριστικό ελληνικό σύμβολο), αλλά δυστυχώς ενώ έχουν φέρει μια μεγάλη ποσότητα μαρμάρου διαπιστώνουν ότι δεν υπάρχει προοπτική μεταπώλησης. Το βιβλίο δομείται επιφανειακά στην προσπάθεια των δύο Ελλήνων να πουλήσουν το μάρμαρο. Αυτό όμως είναι μόνο μια αφηγηματική δικαιολογία. Το μυθιστόρημα δεν οργανώνεται με βάση μια συμπαγή πλοκή. Ο Νόλλας με αφορμή τα μάρμαρα και την παρουσία των δύο Ελλήνων στη Γερμανία εξακτινώνει την αφήγηση σε δώδεκα φυγόκεντρα επεισόδια: παρέμβλητες ιστορίες, παρωδιακός λόγος, εγκιβωτισμένες εγγραφές από το βιβλίο με τίτλο “999” του Καραμπίνη, τοπικές και χρονικές ασυνέχειες, συχνότατα σχόλια δοκιμιακού τύπου συνθέτουν τον ιδιαίτερο τρόπο της μεταμοντέρνας αφήγησης του Νόλλα διατηρώντας χαλαρή την επαφή με τους ήρωες του πρώτου βιβλίου της τριλογίας. Σ΄ αυτά τα επεισόδια θα διαβάσουμε για τα οικογενειακά προβλήματα του Πολυχρονόπουλου με την κόρη του Ουρανία, για τα επιχειρηματικά κόλπα του επίδοξου ομοφυλόφιλου γαμπρού του Χάινριχ Μπρέσμα ο οποίος τελικά στοχεύει να του “φάει” την επιχείρηση, την πορεία της κόρης του Ουρανίας, η οποία (κεντρικός χαρακτήρας της ιστορίας), εμπλέκεται στο ριψοκίνδυνο αγώνισμα της αυτογνωσίας και δημιουργεί σχέση με έναν ανάπηρο Βούλγαρο πρώην κομμουνιστή και νυν μαφιόζο και τελικά το ρίχνει στα θεία, τη μικροπρέπεια του Μπάμπη Τσεκίνη να ρίξει τον Πολυχρονόπουλο, τον Σταύρο Καζάκο, ένα ταξιτζή (ο οποίος ασχολείται και με μεσιτείες και πουλάει τα πάντα στους πάντες ) που "φιλοσοφεί", "κρίνει" και “σχολιάζει” αλλά έβαλε σκοπό της ζωής του να βγάλει εύκολα χρήματα, τον Καραμπίνης που λειτουργεί ως άγγελος και δαίμονας μαζί.
Ο Νόλλας συγκροτεί κυριολεκτικά ένα θίασο από ναυάγια της ζωής, από ταλαίπωρους αετονύχηδες, από λαμόγια με ματαιωμένες προσδοκίες, από μικροκαταφερτζήδες με μικροκακίες χτυπημένους από προσωπικές συμφορές, από κομπιναδόρους που εξύψωσαν την τέχνη του να τα μπαλώνουν, από μετανάστες δευτεραγωνιστές της ζωής ενός κόσμου σε απόλυτη σήψη, από πρόσωπα που εκτρέφουν τον παρασιτισμό επικαλούμενοι την “ελληνική” μας φύτρα και την “ελληνική μας ιδιαιτερότητα”.
Στο τελευταίο κεφάλαιο θα συναντηθούν οι ήρωες “εν τυμπάνω και χορώ” σε ένα χτήμα Ποντίων (στο κέντρο του οποίου θα δεσπόζει ο πάλλευκος όγκος του μαρμάρου) για να γιορτάσουν το Πάσχα με σούβλες και λαμπριάτικες κουλούρες και κόκκινα αυγά. Η αποθέωση του γκροτέσκου.

Ο Νόλλας έγραψε δύο βιβλία τα οποία στον εικοστό πρώτο αιώνα επαναφέρουν με το δικό τους τρόπο τα διλήμματα που έθετε σε άλλους καιρούς και με άλλη οπτική στο “Διπλό Βιβλίο” του ο Δημήτρης Χατζής. Ιδεολογίες, ιδεολογήματα, αντιλήψεις και «πιστεύω», όλα τίθενται σε δοκιμασία. Τελειώνοντάς τα, μένεις μετέωρος, ακριβώς σαν τα πρόσωπα του έργου. Στη δεύτερη ανάγνωση (γιατί είναι αναγκαία), αντιλαμβάνεσαι ότι το βιβλίο πέρα από την ιστορία ή τις ιστορίες σε έχει τροφοδοτήσει με υλικά προκλητικά στη σκέψη και στο στοχασμό. Σε τι συνίσταται αυτή η βασανιστική «ελληνική ιδιοπροσωπία» ιδίως για τον Έλληνα μετανάστη; Τα “μάρμαρα” κι ό,τι αυτά συνυποδηλώνουν σε σχέση με την παράδοση και την ταυτότητά μας, βρίσκονται στη μέση σαν ένα είδος εμποδίου πάνω στο οποίο σκοντάφτουμε ή είναι “μάρμαρα” στη μέση, ημιτελή και ανολοκλήρωτα και εν τέλει αδιάθετα στα αζήτητα των σύγχρονων “αγορών”; Πως εσωτερικεύει ο όπου γης Έλληνας, τη σχέση του με την Ελλάδα και το “ελληνικό”; και πως η “ιδιοπροσωπία” επηρεάζει τη σχέση του με τους άλλους λαούς; πως επηρεάζει την συμπεριφορά και την αίσθηση του ανήκειν σε ένα κόσμο ρευστότητας που πλέον παράγει αβεβαιότητες και παρατεταμένες κρίσεις; Μήπως τα “μάρμαρα” λειτουργούν από τη μια ως δύναμη συνοχής και “ταυτότητας” αλλά ταυτόχρονα γίνονται δύναμη καθήλωσης, ανοργανωσιάς, αρπακόλλας, μιζέριας παράγοντας έναν εσωστρεφή “εθνικισμό”; και πως η εθνική μας «ιδιοπροσωπία» τρέπεται σε ροπή προς επανειλημμένους διχασμούς, κοινωνικούς και προσωπικούς
Τέτοια κι άλλα ερωτήματα γεννιούνται με την ανάγνωση των δύο πρώτων βιβλίων της τριλογίας κι αυξάνουν την αδημονία για το τρίτο και τελευταίο βιβλίο της σειράς που θα κλείσει την κατά Νόλλα μυθοπλαστική μας αυτογνωσία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου