Η Λάρισα ως «μνημονικός τόπος».
Τα δημοσιεύματα
του Νίκου Παπαθεοδώρου
κάθε Τετάρτη στην “Ελευθερία” της
Λάρισας διαβάστηκαν είτε ως κείμενα
δημοσιογραφικά που εξάπτουν την
περιέργεια και παρακινούν ώστε να
θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν
οι νέοι, είτε ως ψηφίδες που διαφωτίζουν
στιγμές και πρόσωπα κι επομένως συμβάλουν
στην ανάδειξη της ιστορίας της πόλης.
Συγκεντρωμένα
όμως πλέον τα πενήντα
τρία δημοσιεύματα του
2014 σε ένα τόμο με τον τίτλο
“Ιχνηλατώντας την παλιά
Λάρισα” δημιουργούν μια εντελώς
διαφορετική εικόνα και μας επιβάλουν
μια διαφορετική ανάγνωση. Η Λάρισα μέσα
από την αλληλοδιαδοχή των 53 κειμένων,
μετατρέπεται σε «μνημονικό τόπο»1
και πλέον ο αναγνώστης βρίσκεται μπροστά
σε ένα χωρικό πλαίσιο που
αναδεικνύει το πρόβλημα της συλλογικής
μνήμης. Να το πω διαφορετικά: αν για να
αποκτήσουν νόημα ακόμα και οι εντελώς
προσωπικές αναμνήσεις μας απαιτείται
να υπάρχει το πλαίσιο του χώρου, αυτό
είναι απολύτως απαραίτητο για τη
συλλογική μνήμη.2
Ιδού λοιπόν η αναγνωστική πρόκληση από
το βιβλίο του Νίκου Παπαθεοδώρου: η
σχέση της πόλης με τη συλλογική μνήμη
(ή της μνήμης σε σχέση με την πόλη).
Η Λάρισα, και κάθε
πόλη, δεν είναι μόνο δρόμοι και χτίσματα,
δεν είναι ούτε καν οι κάτοικοί της, οι
λειτουργίες της ή οι εικόνες του
παρελθόντος που ανακαλεί. Είναι κυρίως
ο βιωμένος χώρος. Αυτός δημιουργεί
τελικά εκείνα τα υποκείμενα (τους
πολίτες), που διαθέτουν συγκροτημένη
ταυτότητα και έτσι μπορούν να δημιουργήσουν
ένα αφήγημα για την πόλη τους. Γιατί η
πόλη είναι ο κατεξοχήν τόπος εντός του
οποίου αναδύονται και υλοποιούνται οι
νέες ταυτότητες, κι έτσι η πόλη γίνεται
όντως πόλη καθώς περνάει μέσα από τη
διαδικασία της μυθολόγησης και τελικά
της αφήγησης. Εκεί στο συλλογικό αφήγημα
της πόλης κατοικοεδρεύει η συλλογική
μνήμη.
Πριν κάμποσα
χρόνια στην εισαγωγή του τόμου “Λάρισα
: μια πόλη στη λογοτεχνία” έγραψα ότι
η Λάρισα είναι ακόμα μια πόλη σε
εκκρεμότητα. Κι εννοούσα ότι το τουρκικό
Γενή Σεχίρ που μετεξελίχθηκε στη Λάρισα
του σήμερα βρίσκεται σε μια διαδικασία
διαρκούς εξέλιξης κι αναμόχλευσης.
Βρίσκεται σε ένα παρατεταμένο
γίγνεσθαι που ακόμα τα τελευταία
διακόσια χρόνια δεν έχει αποκρυσταλλωθεί,
δεν έχει παγιωθεί και δεν έχει καταλήξει
στη φυσιογνωμία της. Και προφανώς δεν
εννοούσα τα χτίσματα ή τη ρυμοτομία ή
το σχέδιό της. Εννοούσα κυρίως την
ταυτότητα των κατοίκων της και τη σχέση
τους με την πόλη και κυρίως τη συνείδησή
του να είσαι Λαρισινός.
Σκεφτείτε τα
τελευταία διακόσια χρόνια πόσους
πολέμους, πόσες αναταραχές, πόσοι
διαφορετικοί πληθυσμοί συνέρρευσαν
στην πόλη. Τούρκοι αριστοκράτες (σαν
τον Καντήρ Αγά εφένδη, τον πρώτο δήμαρχο
της πόλης, ή τον μεγάλο μυστικό ποιητή Αβνί Γενησεχιρλή), Μπεκτασήδες και διανοούμενοι του
σουφισμού, Εβραίοι έμποροι, Ρουμελιώτες
και Πελοποννήσιοι που αναζητούσαν
ευκαιρίες, Βλάχοι (Μοσχοπολίτες,
Μπιτολιάνοι, Σαρμανιώτες, Περβολιώτες,
Αβδελιώτες) και Σαρακατσαναίοι και νησιώτες (Κρητικοί κι
Επτανήσιοι), Ρομά και πλήθος Ηπειρώτες.
Και πληθυσμοί από τα γύρω κοντινά και
μακρινά ορεινά και τα χωριά του κάμπου:
Ραψανιώτες, Αμπελακιώτες, Τσαριτσανιώτες,
Χασιώτες, Αργιθεάτες, Κοπατσαραίοι και
βουνίσιοι από τα μαστοροχώρια της
Μακεδονίας. Και Τυρναβίτες και περαστικοί
που απόμεναν εδώ να στήσουν τη ζωή τους.
Και Πόντιοι και Καππαδόκες και Μικρασιάτες
και πρόσφυγες από την Ρωμυλία και Πόντιοι
από τη Ρωσία και τη Γεωργία και νέοι
πρόσφυγες... Όλα αυτά τα μελέτια κλήθηκαν
μες στις μεταβολές της ιστορίας να
συνυπάρξουν, να συμβιώσουν το ένα πλάι
στο άλλο, να ενσωματωθούν στην πόλη, να
την εγκολπωθούν και να την κάνουν
“πατρίδα” τους. Δεν είναι διόλου εύκολο.
Πρόκειται για μια πραγματική εποποιία.
Μια άγραφη εποποιία η οποία περιέχει
συγκρούσεις, αντιπαλότητες, απορρίψεις,
περιθωριοποιήσεις, ταξικές και
ενδοφυλετικές συγκρούσεις, πάλη ανάμεσα
σε διαφορετικές νοοτροπίες, τεταμένες
σχέσεις με τις τοπικές εξουσίες,
αποσιωπήσεις και τραύματα.
Κι όμως! Όσο κι
αν απορεί κανείς, ετούτη η πόλη με το
αμάλγαμα των πληθυσμιακών της ομάδων
προσπαθεί να διαμορφώνει (γιατί ακόμα πασχίζει να διαμορφώνει) μια ταυτότητα
στους πολίτες της. Μ’ αρέσει να λέω πως
δεν υπάρχουν Λαρισαίοι, αλλά Λαρισινοί.
Είμαστε μεν όλοι φερτοί, που ωστόσο
ενσωματωθήκαμε στην πόλη και κατακτούμε
πλέον τη συνείδηση ότι είμαστε Λαρισινοί.
Πρόκειται για μια διαρκή εκκρεμότητα
με την οποία παλεύουμε εδώ και διακόσια
τουλάχιστο χρόνια. Πάντως βήμα το βήμα,
γενιά τη γενιά αποκτούμε και εσωτερικεύουμε
την ταυτότητα του Λαρισινού.
Αλλά πως αποκτιέται
αυτή η ταυτότητα; Γιατί βέβαια δεν
προκύπτει αυτόματα από μόνη της. Ούτε
επιβάλλεται μόνο μέσα από την αναγκαστική
συνύπαρξη και τη συνεχή τριβή ανάμεσα
σε αλλότριες νοοτροπίες και συνήθειες.
Ούτε δημιουργείται μόνο από τη γνώση
μιας “επίσημης” τοπικής ιστορίας η
οποία συνήθως εξαντλείται στον μακρύ
χρόνο και σε “μεγάλα” γεγονότα, σε
σπουδαίες στροφές της ιστορικής πορείας
ή σε επιλεγμένα “σημαντικά’’ πρόσωπα.
Η ταυτότητα διαμορφώνεται κυρίως από
τη βιωματική σχέση που δένει τους
ανθρώπους με την πόλη. Εδώ υπεισέρχεται
ο ρόλος της συλλογικής μνήμης. Η πόλη,
οι δρόμοι της, οι τοποθεσίες, τα κτήρια,
οι ασήμαντες γωνιές της μετατρέπονται
σε ένα κόσμο σημείων που “σημαίνουν”,
που γίνονται “σύμβολα” κι έχουν πιθανώς
ιστορική αξία αλλά σίγουρα διαθέτουν
μια ιδιαίτερα βαριά συναισθηματική
αξία για τους ανθρώπους. Οι χώροι της
πόλης με τη ζωή που εγχαράσσεται σε
αυτούς αποτελούν ενεργούς τροφοδότες
της μνήμης. Μετατρέπονται σε
μνημονικούς τόπους καθώς διαπλέκονται
τα συναισθήματα με συγκεκριμένους
χώρους. Ο έρωτας, ο φόβος, η χαμένη
παρουσία ανθρώπων που έφυγαν από κοντά
μας, η συγκίνηση που συνδέει τους τόπους
με παλιότερες διηγήσεις που ακούσαμε
από τους παππούδες μας, ακόμα κι όσα
θρυλούνται -πραγματικά ή φανταστικά-
δημιουργούν τη βάση της συλλογικής μας
μνήμης. Σκεφτείτε για παράδειγμα την
Αβερώφειο Γεωργική σχολή: ο συνταγματάρχης
Λιάπκιν είναι παρών στην απουσία του
και “σημαίνει” το χώρο, τον γεμίζει με
σημασία· το
Μεζούρλο: ως τόπος εφιαλτικός που
στοιχειώνει ακόμα τις ψυχές των
εκτελεσμένων· τον
Πηνειό, το λόφο του Φρουρίου, το
“Πανελλήνιον”, το ρολόι της Λάρισας,
το Ρίο, τα κτίρια που ανασημασιοδοτούνται
όταν αλλάζει η χρήση τους... Το κάθε ένα
συνδέεται μαζί μας συναισθηματικά. Και
η συλλογική μνήμη τα διαχειρίζεται με
χίλιους δυο τρόπους: τα συνδέει με το
εθνικό φαντασιακό, τα αναδεικνύει, τα
λειαίνει, τα παραποιεί ίσως, τα αποσιωπά
ή τα διαχειρίζεται τραυματικά. Έτσι
δημιουργούνται εικόνες, εμπειρίες,
αξίες, προθέσεις και νοοτροπίες και
κυρίως αφηγήσεις που ενσωματώνουν πάνω
στην υλική δομή του τόπου το πνεύμα, τη
φαντασία και το συναίσθημα των ανθρώπων.
Η πόλη μετατρέπεται σε ένα ευρύ χώρο
μνήμης όπου αποτυπώνονται οι τρόποι
ζωής των κοινωνικών ομάδων που την
έχουν κατοικήσει και την κατοικούν,
οι λειτουργίες της πόλης, η οικονομική
και κοινωνική της ζωή και οι
δραστηριότητες των κατοίκων της.
Νομίζω ότι εδώ
βρίσκεται ακριβώς η συμβολή του τόμου
που παρουσιάζει ο Νίκος Παπαθεοδώρου.
Μέσα στα 53 δημοσιεύματα αναδεικνύει
πρωτίστως τι σημαίνει βιωματική
λειτουργία της μνήμης και μας δείχνει
τι σχέση μπορεί να έχει η ψυχή μας με
την πόλη μας. Το τοπίο της Λάρισας γίνεται
ένα παλίμψηστο της ιστορίας και της
μνήμης έτσι ώστε ο σημερινός Λαρισινός
διαβάζοντάς το να πάψει να είναι ένας
καταναλωτής του χώρου που αντιλαμβάνεται
τη Λάρισα ως τόπο αραγμένων σωμάτων σε
καφετέριες αλλά να
μετατρέπεται σε δέκτη
(κι εν
συνεχεία σε πομπό)
σημάτων και μηνυμάτων που διαπερνούν
το σώμα της πόλης, που
αντιπροσωπεύουν την πόλη και τον καθένα
Λαρισινό.
Κι αυτό από μόνο του αποτελεί
κατάκτηση μιας ιδιαίτερης πλευράς
της κοινωνικής εμπειρίας που ισχυροποιεί
την ταυτότητα του Λαρισινού και μετατρέπει
μια "εκκρεμή" πόλη σε μια επί της
ουσίας πόλη, σε μια πόλη αξιοβίωτη.
ΘΩΜΑΣ ΨύΡΡΑΣ
Λάρισα 25.5.2016
1
Pierre Nora (Πιερ
Νορά), Between Memory and History: Les Lieux
de Mémoire, στο περ. Representations, Spring 1989, nr.
26, Berkeley: University of California Press, σελ. 7-25
2
Maurice Halbwachs (Μωρίς
Χώλμπβαχ), Κοινωνικά
πλαίσια της μνήμης,
μτφ. Ελευθερία Ζέη, Νεφέλη 2013.
Εξαιρετικό κείμενο για μια εξαιρετική δουλειά που συμβάλλει στην τοπική ιστορία της πόλης ως μνήμη ες αεί. Τα μπράβο μου στέλνω και για τα δυο.
ΑπάντησηΔιαγραφή