Παρασκευή 1 Ιουνίου 2018

Ευγενία Φακίνου: “Νυχτερινή ακρόαση”, μυθιστόρημα, εκδόσεις Καστανιώτη 2018.

Πες μου μια ιστορία”


Ο μυθιστοριογράφος, θέλει δε θέλει, ακόμα κι αν καταφύγει σε αλληγορίες, διερευνά πάντα τις δυνάμεις που καθορίζουν μια ζωή, γράφει πώς διασταυρώνονται οι ανθρώπινες ζωές μέσα από το τυχαίο και το συμπτωματικό, τη σκόπιμη δράση, το προσδοκώμενο, την επιθυμία, το λάθος, τα πάθη, τους θυμούς, τις απογοητεύσεις... Πώς τα μικρά κι ασήμαντα αρχικά, κατόπιν μεγεθύνονται και καθορίζουν πορείες ζωής και βίου (γιατί βέβαια η “ζωή” και ο “βίος” είναι διαφορετικά πράγματα). Με λίγα λόγια το κάθε μυθιστόρημα πρωταρχικά δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια απόπειρα βιογράφησης.
Η “Νυχτερινή ακρόαση”, το καινούργιο βιβλίο της Ευγενίας Φακίνου δεν ξεφεύγει από αυτό τον κανόνα. Αναφέρεται στο βίο της Ελένης, μιας ώριμης γυναίκας που ξαγρυπνά μόνη ακούγοντας ραδιόφωνο, φανατική ακροάτρια συγκεκριμένης νυχτερινής εκπομπής στην οποία επικοινωνούν με σύντομα μηνύματα άνθρωποι μοναχικοί ζητώντας “επιθυμίες” και “αφιερώσεις” τραγουδιών. Ώσπου ένα βράδυ ακούει να μιλά κάποιος ακροατής με το ψευδώνυμο “Μάξιμος ο φαροφύλακας”.
Αυτό ανατρέπει την επίπεδη και ταχτοποιημένη καθημερινότητά της Ελένης.

Από την πλευρά της ποιητικής του μυθιστορήματος η άκουσμα του ονόματος “Μάξιμος ο φαροφύλακας” λειτουργεί ως σημείο εκκίνησης ώστε ο τριτοπρόσωπος αφηγητής (ή η τριτοπρόσωπη αφηγήτρια) να γυρίσει πίσω στο χρόνο, να ξετυλίξει βήμα το βήμα το νήμα του βίου της Ελένης, να οργανώσει τεχνικά την πλοκή έτσι ώστε το μυθιστόρημα να κινηθεί σε δύο γενικά χρονικές γραμμές: α) στο παρελθόν της Ελένης από τη στιγμή που ορφανή την αναλαμβάνει η θεία της η Φεοδώρα, έως τη στιγμή που ώριμη γυναίκα προετοιμάζεται για τα επερχόμενα γηρατειά και β) στο μοναχικό παρόν της. Στο σώμα των 28 κεφαλαίων του βιβλίου η Φακίνου διαμοιράζει τέσσερα κεφάλαια με όμοιο τίτλο “Αυτή, τώρα” για να καταδείξει σαφέστερα την γραμμή του παρόντος.
Στο τέλος οι δύο χρονικές γραμμές, τα περιστατικά του παρελθόντος και τα περιστατικά του παρόντος, συγκλίνουν σηματοδοτώντας ίσως μια νέα αρχή. Αυτά όσον αφορά την πλοκή.
Βέβαια πλοκή και χαρακτήρας είναι αλληλένδετα στοιχεία. Καταπώς είπε ο Henry James “Τί άλλο είναι ο χαρακτήρας αν όχι ο καθορισμός ενός περιστατικού; Τι είναι το περιστατικό αν όχι η διασάφηση ενός χαρακτήρα;
Η Ελένη, όπως περιγράφεται μέσα από την διαδοχή των ιστορούμενων περιστατικών, χρειαζόταν λιγοστό ύπνο, και από μικρή κατείχε ιδιότητες απόκοσμες. Δεν έτρωγε το φαϊ της, αλλά “τρώγοντας απ’ το κεσεδάκι των γατιών, απέκτησε την οξεία όρασή τους”, “τρώγοντας απ’ το φαϊ των σκύλων ανέπτυξε εξαιρετικά την όσφρηση και την ακοή της ”, “τσιμπολογώντας σπόρια από τις ταϊστρες των πουλιών... απέκτησε ένα οδυνηρό χάρισμα: τη λαχτάρα για την ελευθερία, για πέταγμα”. Η Ελένη έγινε μεγαλώνοντας ένα πλάσμα που ενεργεί, που δρα χωρίς όμως να ενεργεί, χωρίς να δρά. Θωρακίστηκε “πίσω από μια επίπλαστη αδιαφορία, ένα βλέμμα που πλανιόταν δήθεν, χωρίς να παρατηρεί, ενώ δεν της διέφευγε το παραμικρό, κι ασκήθηκε τόσο πολύ σ’ αυτή τη συμπεριφορά που της έγινε δεύτερη φύση”.
Η δεκαπεντάχρονη Ελένη ερωτεύεται τον νεαρό Μάξιμο, ο οποίος για να την γοητεύσει της διηγείται ιστορίες για φάρους και φαροφύλακες και της υπόσχεται μια ζωή μαζί σε κάποιον φάρο. Όμως όταν μαθεύεται η σχέση τους, απομακρύνεται καταναγκαστικά από το θλιβερό καμποχώρι όπου μεγάλωνε ανάμεσα στα ζώα της αυλής της αποκομμένη από παρέες. Η Θεία της η Φεοδώρα την μετακομίζει στο μοδιστράδικο δυο συγγενών της στην Αθήνα να μάθει τέχνη. Η Ελένη προσαρμόζεται σιωπηλή κι υπάκουη στο νέο περιβάλλον και τη ρουτίνα της καθημερινής εργασίας. Η παντελής απουσία πάθους σημαδεύει τη ζωή της. Εικοσάχρονη πιάνει δουλειά στο ατελιέ της κυρίας Στέλλας, και μέσω μιας φίλης γνωρίζεται και παντρεύεται τον μεγαλύτερό της αλλά στείρο Παύλο. Η επιθυμία της τεκνοποίησης σημαδεύει τον παράταιρο γάμο. Η φυγή από τη συζυγική εστία και η διάλυση του πενταετούς γάμου την οδηγεί στην επιλογή της μοναχικότητας και την σιγουριά των επαναλαμβανόμενων πράξεων της καθημερινής ζωής. Μάταια αναζητά τον χαμένο Μάξιμο. Το ραδιόφωνο και η αγαπημένη της εκπομπή τη συντροφεύουν τις μοναχικές νύχτες συντροφιά και αντίδοτο στο φόβο και τις φοβίες της μόνωσης. Ώσπου μια νύχτα, όταν αναγκαστικά είναι αποκλεισμένη στη γκαρσονιέρα της στις παρυφές του Λυκαβηττού λόγω έντονης χιονόπτωσης ακούει τον ραδιοφωνικό παραγωγό να χαιρετά τον “Μάξιμο το φαροφύλακα”. Η επικοινωνία με τον ραδιοφωνικό παραγωγό λειτουργεί ανατρεπτικά. Σπάει το κέλυφος της μόνωσης και της ακινησίας των ημερών της. Η αναμονή για επικοινωνία με το χαμένο αντικείμενο της εφηβικής της επιθυμίας την επανασυνδέει με τη ζωή...

Σε γενικές γραμμές αυτό είναι το story του μυθιστορήματος. Όμως ο αναγνώστης της “Νυχτερινής ακρόασης” θα βρεθεί μπροστά σε ένα πλούτο συγγραφικών χειρισμών, πλούσιου λόγου σχεδόν ποιητικού, λεπτολόγων σημάνσεων και ιδεών και θα συναντήσει ένα άγνωστο σε πολλούς κόσμο: τον κόσμο που νυχτερεύει εξ ανάγκης έχοντας συντροφιά το ραδιόφωνο και χαίρεται εκείνες τις ώρες να είναι "μέλος" μιας κοινότητας ακροατών που επικοινωνούν μεταξύ τους με ευφάνταστα ψευδώνυμα (σαν την εκπομπή "Γαλέρα" του Κώστα Ρίσβα στο Πρώτο πρόγραμμα της ΕΡΤ). Θα συναντήσει τη "Μαρουσιάνα", την "Αντ' αυτής", τον "Ζυμαρούλη", την παλιά και ξεχασμένη ντίβα, τον νταλικέρη, τη μοναχική γριά... Θα απολαύσει το βιβλίο που μας ανοίγει ένα νυχτερινό κόσμο και βέβαια θα ανακαλύψει πολλά και περισσότερα στη δεύτερη πιο προσεκτική ανάγνωση.

Για την οικονομία της παρουσίασης θα επικεντρωθώ σε τέσσερις μόνο από τις πολλές κριτικές επισημάνσεις που μπορούν να γίνουν για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του βιβλίου (αφήνοντας έξω το ραδιοφωνικό εύρημα μια και γι' αυτό πιστεύω να μιλήσει η ίδια η συγγραφέας αλλά και ο Νίκος Θρασυβούλου ως κατά τεκμήριο ειδικός), τις οποίες θεωρώ ότι αξίζει να προσέξει ο αναγνώστης και αφορούν: α) το μυθιστορηματικό χωρόχρονο, β) τη χρήση του ποιητικού λόγου, γ) τη φιλοσοφική στοιχείωση του μυθιστορήματος και τέλος δ) την σαγηνευτική χρήση της αφήγησης, μια ιδιαίτερη μυθιστορηματική επινόηση που μπορεί να ανοίξει έως και μια θεωρητική συζήτηση για τον ερωτικό λόγο.

Η πρώτη επισήμανση αφορά το “σκηνικό χωρόχρονο” του μυθιστορήματος. Ακόμα κι όταν αλλάζουν ο χρόνος και οι χώροι της δράσης (χωριό, πόλη, σπίτι, γκαρσονιέρα, χώρος εργασίας) κυρίαρχο παραμένει το παιχνίδισμα ανάμεσα στο φως και το σκότος. Η Φακίνου οργανώνει το μυθιστορηματικό φωτισμό του λόγου και των συμβάντων παίζοντας μ’ αυτή την αντίθεση. Τα περισσότερα βασικά περιστατικά συντελούνται στο σκότος ή στο ημίφως και μετά έρχονται σιγά προς το φως. Το μαύρο είναι ένα χρώμα επικίνδυνο και γοητευτικό. Δεν διεγείρει το συναίσθημα, αλλά τις αισθήσεις και τη σιωπή: η νύχτα, όλα τα φώτα του σπιτιού σβηστά, η σκοτεινή αποθήκη όπου η Ελένη συναντά τον Μάξιμο την μεγαλύτερη και πιο φωτεινή μέρα του χρόνου, το σπίτι του άντρα της όπου “εδώ πάνω νύχτωνε πιο νωρίς απ’ ότι στα πεδινά”, το “ωραίο σκοτάδι” της εκκλησιάς όπου βρίσκει καταφύγιο, η νύχτα στο άδειο σχολείο, ο φακός δίπλα στη μπερζέρα, η παραμονή στο σκοτεινό δωμάτιο με την Ελένη να μονολογεί “όχι κεριά, όχι κεριά, καλύτερο το σκοτάδι, πιο ασφαλές”... Ο “φωτισμός” αυτός διευκολύνει να αναδύεται η ανθρώπινη φιγούρα μέσα από το σκοτάδι και έτσι να βγαίνει στο προσκήνιο η εσωτερικότητά των χαρακτήρων γεγονός που επιτείνει τη συμβολική δύναμη του λόγου.

Η δεύτερη επισήμανση αφορά την εκφορά και τον ιδιαίτερο τρόπο του λόγου της περιγραφής και κυρίως τη σχέση της περιγραφής με την εσωτερική ζωή των ηρώων. Η Φακίνου -και δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που το δοκιμάζει- έχει τον μοναδικό τρόπο να στοιχειώνει (με τη θεολογική έννοια του όρου) τις μικρές δράσεις, τα μικρά κι ασήμαντα πράγματα, με τρόπο που να αναμαγεύουν (δεν βρίσκω άλλη πιο κατάλληλη λέξη) το τετριμμένο και το κοινότοπο. Μπορεί να μιλά για τα ξυραφάκια που σκούριασαν, την κολώνια που ξεθύμανε, για τη λαιμόκοψη, τη μανικοκόλληση, το ψαροκόκκαλο στο στρίφωμα, το μπαουλοντίβανο, το ραδιόφωνο SABA, τον τρίφτη για το τυρί, τα κρίθινα κουλούρια, το τετράδιο με τις συνταγές και ταυτόχρονα αυτές οι λεπτομέρειες, που αναδεικνύουν την ψυχολογική διακύμανση των προσώπων, να εγκαθιδρύουν μια συμβολική των κοινών πραγμάτων ως πηγών νοήματος. Πρόκειται για ένα τρόπο ρεαλιστικό και ποιητικό συνάμα. Πρόκειται για έναν ρεαλισμό που αποδίδει πιστά τη φαντασίωση, τη μοναξιά και τη μαγεία μέσα στην οποία βυθίζονται συνήθως μόνο τα παιδιά, δίχως να παραλείπεται η αντιστικτική περιγραφή της πραγματικότητας. Ο Proust είχε παρατηρήσει ότι: "τα πράγματα κρατούν κάτι από τη ματιά που σταμάτησε επάνω τους". Η Φακίνου εκμεταλλεύεται σε όλο το μήκος του μυθιστορήματος αυτή την ικανότητα της δεικτικής θέρμης, δηλαδή μπορεί να ξεπερνάει την πρωτογενή σχέση με τον κόσμο και τα πράγματα και να προχωρά σε μια συστατική μείξη αισθήματος και παράστασης. Έτσι, ενδεικτικά, “μια χούφτα στρογγυλά και μια χούφτα μακρόστενα ασημένια κουφετάκια για τα κόλλυβα” (σελ. 39), “ο τρίφτης για το τυρί” (σελ. 119), ο “φακός δίπλα στη μπερζέρα” (σελ. 137), η ερώτηση για το πώς μαγειρεύονται “τα μοσχαρίσια μάγουλα” (σελ. 172”) υψώνονται πάνω από το κοινότοπο, παύουν να είναι συμπληρωματικά στοιχεία που “υπηρετούν” την αφήγηση, και γίνονται ουσιαστικά και κυρίαρχα στοιχεία παραγωγής “μυστικών” και πολλαπλών νοημάτων.

Η τρίτη επισήμανση αφορά τη βαθιά δομή του μυθιστορήματος και τη δυνατότητα να διαβαστεί και ως σπουδή στη μοναχικότητα. Συγκεκριμένα πως η περιθωριοποίηση και ο εκτοπισμός από την κοινή ζωή και η αποκοπή από το ερωτικό πρόσωπο με το οποίο επιθυμείς να δοκιμαστείς στη ζωή μπορεί να αποτελέσουν αιτίες εσωτερικής αναδίπλωσης που σε οδηγεί τελικά στην επιλογή της μοναχικότητας. Η Ελένη, η βασική ηρωϊδα της “Νυχτερινής ακρόασης, επιλέγει (;) τη μοναχικότητα ως τρόπο βίου και τελικά καταλήγει στην μοναξιά. Η ραδιοφωνική ακρόαση της συγκεκριμένης εκπομπής δίνει απλώς στην Ελένη την ψευδαίσθηση της συμμετοχής σε μια κοινότητα μοναχικών και λειτουργεί τελικά ως “γέφυρα” ένωσης με το τον κόσμο.
Όμως “η μοναξιά σε κάνει αγρίμι. Κι απ’ την άλλη σου δίνει ελευθερία.” (σελ100). Ζώντας όμως μέσα στην ελευθερία της μοναξιάς πληρώνεις το τίμημα. Η μοναξιά βιώνεται πλέον ως φόβος και απειλή. Και ο φόβος είναι αλυσίδα συναισθημάτων που δεν αργεί να καταντήσει φοβία όταν μετατρέπεται σε δυσανάλογη υποκειμενική απειλή. Η μοναξιά δίνει την αίσθηση ότι εξασφαλίζει την ισορροπία η οποία όμως είναι ελλειμματική αφού ποτέ δεν παύει να αποζητά τον άλλο. Η συγγραφική γραμμή από τη μοναχικότητα στη μοναξιά κι από κει στο φόβο διαπερνά το βιβλίο. Όπως και η επιθυμία του μοναχικού και φοβισμένου να βρει το υποκατάστατο της κοινωνικότητας μέσα από την γέφυρα της ραδιοφωνικής εκπομπής δίνει την διέξοδο. Η Ελένη και ο Μάξιμος θα βιώσουν τη μοναξιά τους ως solitudo, ως μια άρρητη μελλοντική ελπίδας για ένωση με τον επιθυμητό άλλο.
Η τέταρτη επισήμανση αφορά την ανάδειξη της αφήγησης ως τρόπο ερωτικής προσέγγισης και σαγήνης. Και δεν αναφέρομαι στην ερωτική εξομολόγηση αλλά στην σαγηνευτική χρήση της αφήγησης η οποία, δίχως να αναφέρεται καθεαυτή στην ερωτική επιθυμία, έχει τη δυνατότητα να κινητοποιεί και να διεγείρει την επιθυμία της ερωτικής σχέσης. Ο Μάξιμος σαγηνεύει την Ελένη με τις αφηγήσεις για τους φάρους και τους φαροφύλακες. Η Ελένη σαγηνεύεται με τις ιστορίες. Από τότε κάθε φορά που θα συναντηθεί με κάποιον νέο άντρα (βόλτα με τον Λουκά ή στην απόπειρα να της κλέψει ο Φίλιππος ένα φιλί ), θα ζητήσει από τον παρτενέρ “να της πει μια ιστορία”. Για τον μεν Μάξιμο, η αφήγηση στοχεύει έμμεσα και διακριτικά σε ένα και μοναδικό σημαινόμενο, στο «σε ποθώ»,  στο «θέλω να είμαστε μαζί»∙ για δε την Ελένη, που ακροάται τις ιστορίες του Μάξιμου, η απόλαυση προέρχεται από το ότι τυλίγεται μέσα στις λέξεις του, νιώθει σα να την χαϊδεύουν τα λόγια, σαν να τη ζυμώνουν με "επιθυμητή" ζωή. Η αφήγηση μετατρέπεται λοιπόν σε μέσο σαγήνευσης!
Πρόκειται για μια παλιά συγγραφική ιδέα της Ευγενίας Φακίνου. Στο 15ο κεφάλαιο του μυθιστορήματος "Οδυσσέας και Μπλουζ", που εκδόθηκε το 2010, η Μπλουζ, επιμελήτρια κειμένων και σκηνοθέτις ντοκιμαντέρ με κοινωνικά θέματα, προτρέπει τον Οδυσσέα, τον εκκεντρικό συγγραφέα που ζει απομονωμένος σε μια ορεινή κοινότητα, βάζοντας ως δόλωμα για την αποπλάνηση της: “Να με κατακτήσεις με την αφήγησή σου”. 
Η γλώσσα της αφήγησης αποπλανεί γιατί, κατά πως έλεγε ο Ρολάν Μπαρτ στα "Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου": “η γλώσσα μου είναι ένα δέρμα. Τρίβω τη γλώσσα μου πάνω στον άλλον: σάμπως να είχα λέξεις στη θέση των δαχτύλων ή δάχτυλα στις άκρες των λέξεών μου”. 
 Η φράση με την οποία κλείνει το μυθιστόρημα “Πες μου μια ιστορία” δεν είναι έκφραση αμηχανίας αλλά αγωνιώδης πρόσκληση στη ζωή.



ΘΩΜΑΣ ΨύΡΡΑΣ
Αθήνα 29-5-2018

από την παρουσίαση του βιβλίου στον ΙΑΝΟ με το Νίκο Θρασυβούλου και την Ευγενία Φακίνου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου