Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2018

Ένας Λαρισινός περπατά την «Αθήνα» του Νίκου Βατόπουλου



Νίκος Βατόπουλος. Περπατώντας στην Αθήνα. Μεταίχμιο. 2018


Πώς προσεγγίζει  ένας μη Αθηναίος το βιβλίο του Νίκου Βατόπουλου; Ποια είναι η εικόνα της Αθήνας για έναν Λαρισινό, και γενικά για ένα κάτοικο της επαρχίας, ο οποίος μόνο περιστασιακά την γνωρίζει;
Ο κάτοικος της επαρχίας γνωρίζει δύο «Αθήνες».
Από τη μια τη σύγχρονη πόλη: μητρόπολη εξουσίας και βασανιστικής γραφειοκρατίας (όποιος πήγε να ταχτοποιήσει κάποια δουλειά στην Αθήνα το αντιλαμβάνεται). Αχανής με κυκλοφοριακό χάος, πολύμορφη στα όρια του άμορφου, πραγματικός λαβύρινθος, «όπου συνυπάρχουν η αρχοντιά και η χυδαιότητα, η αρχαιότητα και η ταπεινή χριστιανική ευσέβεια, η ατμόσφαιρα ανατολίτικου παζαριού και η αθλιότητα του προσφυγικού γκέτο».[1]  Μια πόλη ηττημένη από την οικονομική κρίση που δέχεται πλέον μια πανσπερμία φυλών. Αυτό το ενεργό χάος της πόλης δημιουργεί για τον κάτοικο της ενδοχώρας την φοβική αίσθηση της προσωπικής απώλειας, είναι η άξενη «μητρόπολη του Νότου», που λέει ο Μανόλης Ρασούλης. Ο επαρχιώτης, χαμένος μέσα στο πλήθος που ανεβοκατεβαίνει στα σκαλάκια της πλατείας Συντάγματος, συνήθως επιζητεί την γρήγορη επιστροφή. Προσπαθεί να τελειώσει γρήγορα τις δουλειές του και να γυρίσει πίσω[2]. Εξ ου και το πανελληνίως γνωστό «Λάρσα Λάρσα σε είδα και λαχτάρσα».                       
Από την άλλη, ο κάτοικος της επαρχίας έχει εμπεδώσει μέσα του μια συναισθηματική εικόνα του άστεως με βάση τις ταινίες του ’50 και του ’60, όπως η «Μαγική Πόλη» (1954) του Νίκου Κούνδουρου, η «Κάλπικη Λίρα» (1955) του Γιώργου Τζαβέλλα, το «Πρόσωπο με πρόσωπο» (1966) του Ροβήρου Μανθούλη, και κυρίως με βάση τις πολυάριθμες ασπρόμαυρες κωμωδίες που δείχνει κατ’ επανάληψη η ελληνική τηλεόραση. Διαμόρφωσε μια εικόνα του άστεως από τραγούδια του μεσοπολεμικού Μπελ Κάντο και από τα τραγούδια της μεταπολεμικής περιόδου, όπως το «Λόντρα, Παρίσι, Νιου Γιορκ»[3], το «Όμορφή μου Αθήνα» του Νίκου Γούναρη[4] ή το «Αθήνα» του Μάνου Χατζιδάκι[5]. Διαμόρφωσε την εικόνα για την πρωτεύουσα και από την λογοτεχνία, η οποία χρησιμοποίησε την πόλη ως σκηνικό στις μυθοποιήσεις της. Ας θυμηθούμε τους «Αθλίους των Αθηνών» του Ιωάννη Κονδυλάκη, την «Κερένια κούκλα» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, τη «Μενεξεδένια πολιτεία» του Τερζάκη, την «Αργώ» του Θεοτοκά, τα ημερολόγια του Σεφέρη, τα «Δεκατρία χρόνια» του Θανάση Πετσάλη – Διομήδη, τη «Χαμένη Άνοιξη» του Στρατή Τσίρκα, το  «Έγκλημα στο Κολωνάκι» του Γιάννη Μαρή, το «Ελαφρά ελληνικά τραγούδια» του Αλέξη Πανσέληνου, το «Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο» της Άλκης Ζέη, την  «Άκρα Ταπείνωση» της Ρέας Γαλανάκη κλπ.
Μ’ αυτή την αντιφατική σκευή προσέρχεται ο εξ επαρχίας αναγνώστης στην ανάγνωση του βιβλίου του Νίκου Βατόπουλου.
Τι είναι όμως το βιβλίο του Βατόπουλου;
    Το βιβλίο βασίζεται στην τέχνη του περπατήματος. Γιατί είναι άλλο να λες ότι «κινείσαι» στην πόλη και εντελώς διαφορετικό να «περιδιαβαίνεις» την πόλη. Η τέχνη του βαδίσματος, δηλαδή η τέχνη να χάνεσαι στην πόλη, είναι προνόμιο του περιπατητή κι όχι του βιαστικού διαβάτη ή του τουρίστα.  Και ο Νίκος Βατόπουλος το ξέρει καλά και ασκεί αυτή την τέχνη από την εφηβεία του. Ο περιπατητής είναι ο μοναχικός άνθρωπος που ζει μέσα στο πλήθος και περιδιαβαίνει την πόλη, γοητευμένος από τους δρόμους της μεγαλούπολης[6]. Ο περιπατητής δεν περιπλανιέται απλώς αλλά παρατηρεί συστηματικά και ενίοτε πλανάται από την αστική ποικιλία[7]. Η διάθεσή του, όμως, δεν είναι απλή διάθεση περιπλάνησης ή ονειροπόλησης αλλά καθοδηγείται από ερευνητική πρόθεση. Μέσα από τις αποσπασματικές, φευγαλέες και εφήμερες εντυπώσεις της νεωτερικής πραγματικότητας αποζητά να αποκρυπτογραφήσει τα σημάδια του χώρου και να ψηλαφήσει το παρελθόν, προσωπικό και συγχρόνως συλλογικό, να συναρμολογήσει «τα δεδομένα της παρελθόντος».[8]  Ο Benjamin περιγράφει την ερευνητική διάθεση του περιπατητή: «Για αυτόν κάθε δρόμος είναι κατηφορικός. Τον οδηγεί προς τα κάτω, αν όχι στις Μητέρες, τότε σε ένα παρελθόν, το οποίο μπορεί να είναι τόσο σαγηνευτικό όσο δεν είναι το δικό του, το ιδιωτικό»[9].
   Βεβαίως το βιβλίο του Βατόπουλου δεν είναι ιστορική πραγματεία, δεν είναι ούτε ταξιδιωτικός οδηγός, ούτε καν μία πρόταση περιήγησης στην πόλη. Σαράντα μικρά κείμενα συνοδεύονται από εξαιρετικές φωτογραφίες, τις οποίες τράβηξε ο ίδιος κατά τη διάρκεια των αστικών περιπάτων του, και όλα μαζί ως σώμα συγκροτούν πρωτίστως έναν  «οδηγό ομορφιάς» όπου κυριαρχεί το βλέμμα που βλέπει το παρελθόν μέσα από το παρόν. Ο Νίκος Βατόπουλος προτείνει ένα βλέμμα, έναν τρόπο θέασης της Αθήνας.  
     Το βλέμμα του εκκινεί από το υπάρχον. Η πόλη  γι’ αυτόν είναι ένα παλίμψηστο, σαν τις παλιές χειρόγραφες περγαμηνές που ξύθηκαν κι επικαλύφθηκαν με άλλα κείμενα σε μεταγενέστερες εποχές και χρησιμοποιήθηκαν ξανά ως βάση για να δημιουργηθούν νέα κείμενα απομένοντας ωστόσο  μισοσβησμένες από κάτω οι παλαιές γραφές οι οποίες με επιμονή και υπομονή μπορεί να διαβαστούν ή να ανασυσταθούν, έστω και μερικώς, από τα εναπομείναντα ίχνη. Η οπτική ευαισθησία του Βατόπουλου είναι ευρετικού τύπου, παρατηρεί την ορατή σημερινή κατάσταση της πόλης και εντοπίζει στο αστικό παλίμψηστο την αθέατη ομορφιά, αναζητά το punctum, που έλεγε ο Ρολάν Μπαρτ, τη λεπτομέρεια που μετατοπίζει το ενδιαφέρον, ως μια έκλαμψη και αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο ο παρατηρητής αρχικά αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα. Δέστε, για παράδειγμα, τη σελίδα 26 του βιβλίου: εστιάζει στο ρόπτρο μιας εξώπορτας. Η προσέγγιση του punctum γίνεται εφικτή μόνον εφόσον «δουλέψει–ενεργήσει» στο εσωτερικό μας[10] μόνο όταν ενεργοποιήσει και συνενώσει την εμπειρία με τη μνήμη και την αίσθηση με την επίγνωση.
Η πόλη ως βιωμένος χώρος αποκτά για τον παρατηρητή επισημαίνεται, αποκτά επιπλέον σημασίες: οι δρόμοι, τα κτήρια, οι προσόψεις των κατοικιών, οι είσοδοι των πολυκατοικιών, οι αυλές, οι γειτονιές, τα πάρκα, τα τοπόσημα και τα μνημεία γίνονται αντικείμενα της μνήμης, της επιθυμίας ή του φόβου… Ο χώρος λειτουργεί ως η πιο ισχυρή δομή του κοινού μας νοήματος κι έτσι γίνεται η συγκολλητική ουσία της κοινωνικής ζωής[11].
Η πόλη δεν είναι μόνο μια κατασκευή στον χώρο. Μέσα της περιέχει το χρόνο. Οι αρχιτέκτονες ξέρουν καλά ότι το σχέδιο της πόλης είναι χρονική τέχνη[12]. Και ο Βατόπουλος έχει πλήρη συνείδηση για το «αχώριστο του χώρου και του χρόνου»,[13] γι’ αυτό και δήλωσε σε κάποια συνέντευξή του «Μου αρέσει να με σκέφτομαι ως έναν αρχαιολόγο του άστεως».  Είναι επιτυχής ο αυτοπροσδιορισμός και μάλιστα με μια ιδιαιτερότητα: το ευρετικό βλέμμα του Βατόπουλου δεν αποκαλύπτει μόνο την αθέατη παλαιά ομορφιά που ενεργοποιεί τη μνήμη, αλλά αποκρυπτογραφεί και αναδεικνύει τη χρονική συνέχεια της πόλης. «Όλα υμνούν τη συνέχεια, τα νέα κτήρια το μέλλον, τα ερείπια το πέρασμα του χρόνου, η παρακμή μιαν επερχόμενη περίοδο ανάπτυξης»[14]. Κι έτσι στα κείμενά του βιβλίου σταλάζει η «συγκίνηση» και δημιουργείται σταδιακά στη συνείδηση του αναγνώστη αυτό που αποκαλούμε «συναισθηματική πατρίδα».
Όμως η μνήμη του περιπατητή που ανακαλεί ατομικές εμπειρίες δεν είναι παρά αποσπασματικές εικόνες[15]. Για να ανασυντεθούν και να οργανωθούν, ώστε να δώσουν μια συνεκτική εικόνα του παρελθόντος, χρειάζονται τη βοήθεια των «εργαλείων» που παρέχει η συλλογική μνήμη[16]. Η συλλογική μνήμη έχει ανάγκη από χωρικά σημεία αναφοράς για να διαμορφωθεί και να διατηρηθεί, γιατί ενώ η ιστορία προσαρτάται περισσότερο σε γεγονότα, η μνήμη ενεργοποιείται και προσαρτάται σε χώρους[17]. Και εδώ ακριβώς εντοπίζεται η συνεισφορά του βιβλίου και της δράσης του Νίκου Βατόπουλου ο οποίος δεν περιδιαβαίνει μόνος την πόλη του, αλλά πλέον διοργανώνει περιπάτους στον αρχιτεκτονικό ιστό της πόλης και έχει δημιουργήσει την ομάδα «Κάθε Σάββατο στην Αθήνα» που απαριθμεί περισσότερα από 35 χιλιάδες μέλη και η οποία άλλαξε τη σχέση πολλών κατοίκων με την πόλη τους. Αυτό σημαίνει ότι το βιβλίο είναι και μία πρόσκληση γνωριμίας με το σκηνικό της πόλης, αλλά κυρίως πρόκληση για τους πολίτες να διασταυρώσουν το βλέμμα του Βατόπουλου με τα δικά τους βλέμματα, να δουν την πόλη τους να αναδύεται μέσα από «πλήθος λογοτεχνικών αντικειμένων, προοπτικών, απόψεων, θεωρήσεων»[18] .  Έτσι το βλέμμα του καθενός ξεχωριστά αποτελεί μια προσφορά της πόλης στα μάτια του καθενός ξεχωριστά και ταυτόχρονα επιστρέφει ως συνεισφορά στην πόλη, μια και η πόλη επικαθορίζεται πλέον από την ομάδα και τη διαμορφωμένη συλλογική της μνήμη.
Αυτή η διασταύρωση των βλεμμάτων τελικά μετατρέπει το βιβλίο από «οδηγό ομορφιάς» σε ένα πολιτικό βιβλίο (ή αν θέλετε, σε ένα βιβλίο των πολιτών) που δεν διατηρεί απλώς τη μνήμη αλλά έχει τη  δυνατότητα να την διευρύνει, να την εμπλουτίσει και τελικά να αλλάξει την ποιότητα της πολιτισμικής και επικοινωνιακής μνήμης[19].
Τελειώνοντας πρέπει να επισημάνω ένα στοιχείο ιδιαίτερα σημαντικό. Μπορεί η δομημένη μορφή του βιβλίου να βασίζεται σε σαράντα μικρά κείμενα και σε 75 φωτογραφίες αλλά συνολικά ιδωμένο αποτελεί μία ενιαία αφήγηση.  Ωραία, άσχημη, πλούσια, φτωχή, η Αθήνα προβάλλει ενιαία. Η θεματική εστίαση των κειμένων του βιβλίου δίνουν «αφηγηματική προσωπικότητα» στις πλατείες, τα σπίτια, τους δρόμους, τις γειτονιές. Κείμενα στα οποία αν θέσουμε τη στερεότυπη ερώτηση της αφηγηματολογίας : «ποιον ακούμε να μιλά;» μπορούν ν' απαντήσουν: «η πόλη». Το ενιαίο πλέον αφήγημα του βιβλίου αποκτά όχι μόνο μια αναπαραστατική αλλά κυρίως μια επιτελεστική διάσταση[20].
Τελικά το να εμπλακείς με την πόλη σου δεν είναι μόνο πράξη ευθύνης, είναι πράξη ανάτασης και αυτοσυντήρησης. Τα κείμενα είναι πετραδάκια για να μη χάσουμε το δρόμο μας.

ΘΩΜΑΣ ΨύΡΡΑΣ
Λάρισα 2.11.1018


[1] Κούρτοβικ Δημοσθένης. Η Αθήνα αποκτά τη δική της μυθολογία στη λογοτεχνία. εφ. ΤΑ ΝΕΑ, 27 Μαρτίου 2015.
[2] Είναι χαρακτηριστικό το ποίημα «Αθήνα» του σαλονικιού Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου από τη συλλογή «Ο Δύσκολος Θάνατος» γραμμένο το 1946, δηλαδή στην αρχή της μεταπολεμικής περιόδου.
Πολιτεία γυμνή, πρωινό με τις άδειες καρέκλες
δεν είναι δω τόπος να μείνουμε
εδώ δεν έχει δρόμους δεν έχει μάτια
μέσα σ' ερειπωμένα παράθυρα
μια μυρωδιά γκαζιού και κίτρινης λαδομπογιάς.
[3] Σε στίχους του Μίμη Τραϊφόρου, Μουσική του Λεό Ραπίτη με πρώτη ερμηνεύτρια τη Σοφία Βέμπο.
[4] Σε στίχους του Νίκου Γούναρη.
[5] Σε στίχους του Νίκου Γκάτσου από την ταινία «Ελλάς η χώρα των ονείρων».
[6] Τσιριμώκου, Λ. (2000). Λογοτεχνία της πόλης/πόλεις της λογοτεχνίας. Στο: Εσωτερική ταχύτητα: δοκίμια για τη λογοτεχνία. Αθήνα. Άγρα, σσ. 73-112
[7] Παπαργυρίου, Ε. (2011). Αστικές περιπλανήσεις και λογοτεχνικές ταυτότητες: όψεις πόλεων σε σύγχρονα ελληνικά φωτογραφικά και λογοτεχνικά λευκώματα. Στο: Κ. Α. Δημάδης, Επιμ., Δʹ Ευρωπαϊκό Συνέδριο Νεοελληνικών Σπουδών (Γρανάδα, 9-12 Σεπτεμβρίου 2010):"Ταυτότητες στον ελληνικό κόσμο (από το 1204 έως σήμερα)", Α'. Αθήνα: Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών, σσ. 75-86
[8] Γκότση, Γ. (2002). Ο flâneur: θεωρητικές μεταμορφώσεις μιας παρισινής φιγούρας. Σύγκριση, 13, σσ. 120-138.         
[9] Benjamin, W. (1991). Das Passagen Werk. Στο: W. Benjamin, & R. Tiedemann, Επιμ., Gesammelte Schriften (Τόμ. V:1). Frankfurt: Suhrkamp
[10] Barthes R. Ο Φωτεινός Θάλαμος: Σημειώσεις για την Φωτογραφία. Εκδ. Κέδρος. 2007
[11] Gordon Eric  and Koo Gene. 2008. Placeworlds: Using virtual worlds to foster civic engagement. Space and Culture, τόμος 11, αριθμ. 3, σσ. 204–221  
[12] Lynch, K. (1960). The Image of the City. Massachusett: The MIT Press, σελ. 1
[13] Bachtin, M. (2008). Chronotopos. Μεταφρ. M. Dewey. Berlin: Suhrkamp. σελ 7
[14] Μπρουντζάκης Ξ. Αθηναϊκοί περίπατοι. "Το Ποντίκι", 10.5.2018
[15] Halbwachs, M. (1992). On Collective Memory. L. A. Coser, Επιμ., Chicago, London: The University of Chicago Press
[16] Marcel, J.- C., & Mucchielli, L. (2008). Maurice Halbwachs’s mémoire collective. Στο: A. Erll, A. Nünning, & S. Young, Επιμ., Cultural Memory Studies An International and Interdisciplinary Handbook. Berlin, Boston: De Gruyter, σσ. 142-143
[17] Nora, P. (1989). Between Memory and History: Les Lieux de Memoire. Representations, 26, σ. 22.
[18] Τadié, J.-Y. (2007). Το μυθιστόρημα στον εικοστό αιώνα. Μεταφρ.  Μ. Κουνεζή. Αθήνα: Παραφερνάλια-Τυπωθήτω. σ. 261.
[19] Zimmermann, H. D. (1998). Literatur und kulturelles Gedächnis. Στο: E. Kobylińska, & A. Lawaty, Επιμ., Erinnern, vergessen, verdrängen: polnische und deutsche Erfahrungen. Wiesbaden: Otto Harrassowitz Verlag, σ. 202
[20] Hallet, W., & Neumann, B. (2009). Raum und Bewegung in der Literatur: Zur Einführung.  Στο: W. Hallet, & B. Neumann, Επιμ., Raum und Bewegung in der Literatur. Die Literaturwissenschaften und der Spatial Turn. Bielefeld: transcript-Verlag, σελ. 16

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου