Τρίτη 27 Αυγούστου 2024

 

Νίκος Μάντζιος: «Η λίμπιντο των αγγέλων»

ή

η λοξή γραφή ως ερμηνευτική του εαυτού



Δεν θα παρουσιάσω την υπόθεση του βιβλίου. Αν το πράξω θα καταστρέψω την αναγνωστική έκπληξη και θα είναι σαν να αποκαλύπτω την υπόθεση και το τέλος μιας ταινίας πριν αρχίσετε να την βλέπετε. Το μόνο που θα πω είναι ότι το θέμα του βιβλίου αναφέρεται σε ένα νεαρό κορίτσι που βρίσκεται καθηλωμένο σε αμαξίδιο. Ο τίτλος που επέλεξε ο συγγραφέας φανερώνει και τη συγγραφική του πρόθεση. Να μιλήσει για ένα δύσκολο θέμα που δεν το έχει έως τώρα ακουμπήσει η νεοελληνική λογοτεχνία: τη λίμπιντο, την σεξουαλικότητα των ανάπηρων ατόμων.

Μάλιστα σε μια γρήγορη τηλεφωνική συζήτηση με τον συγγραφέα για να συνεννοηθούμε, το πρώτο που μου τόνισε για την παρουσίαση ήταν το θέμα της σεξουαλικότητας στην αναπηρία. Μάλιστα μου ζήτησε αν ήξερα κάποιον διαθέσιμο ψυχολόγο να συμβάλει στην παρουσίαση. Αλλά δεν έψαξα για ψυχολόγο. Τους φοβάμαι γιατί συχνά έχουν λόγο τελεσίδικο. Σαν να κάνουν διάγνωση. Ξέρω ότι ο προορισμός του επιστήμης είναι να επιλύσει και να υποτάξει τα μυστήρια, κι όχι να βρίσκεται υπό την επιρροή της γοητείας τους. Οπότε τι μπορείς να πεις και πώς να αντιπαλέψεις μία τελεσίδικη «ιατρική» διάγνωση για ένα λογοτεχνικό έργο;

Η γραφή της λογοτεχνίας, αλλά και η πρόσληψη ενός λογοτεχνικού έργου είναι μια διαδικασία έτσι κι αλλιώς σύνθετη. Απλώς πολύ συχνά ούτε ο συγγραφέας συνειδητοποιεί πλήρως τη συνθετότητα της γραφής του, ούτε ο αναγνώστης συνειδητοποιεί την πολυπλοκότητά της (και γιατί άλλωστε να την συνειδητοποιεί;) αφού αφήνεται να τον κυριεύει η «πραγματικότητα» και η «υλικότητα»του έργου. Ωστόσο, ούτε η συγγραφή αλλά ούτε και η διαδικασία της πρόσληψης δεν έχει να κάνει μόνο με το «θέμα», όσο κι αν είναι μοναδικό, παράδοξο, ή απρόσμενο. Το «θέμα» στη λογοτεχνία και ιδιαίτερα στην πεζογραφία είναι απλώς το θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίζεται το έργο. Από μόνο του, όσο κι αν είναι πρωτότυπο, δεν εγγυάται την αισθητική ολοκλήρωση ενός έργου. Το λογοτεχνικό έργο είναι πάντα κάτι πάρα πολύ περισσότερο από το «θέμα» του. Άλλωστε υπάρχουν αριστουργήματα στα οποία το θέμα είτε σχεδόν λείπει, είτε μοιάζει να βρίσκεται σε δεύτερο πλάνο της λογοτεχνικής γραφής σαν τα αχνά υδατογραφήματα πίσω από τις τυπωμένες σελίδες. Επισημαίνω αυτά τα «θεωρητικά» για να προλάβω μια πιθανή αναγνωστική αντιμετώπιση του βιβλίου του Νίκου Μάντζιου «Η λίμπιντο των αγγέλων», η οποία εύκολα μπορεί να επικεντρωθεί αποκλειστικά και μόνο στην πρωτοτυπία του θέματος σχετικά με τη σεξουαλικότητα των καθηλωμένων σε αμαξίδιο ατόμων.

Το κυρίαρχο στοιχείο της λογοτεχνικής γραφής στην πεζογραφία είναι το «ύφος», δηλαδή μια πρακτική που εξατομικεύει τον λόγο του συγγραφέα μέσα από το λόγο των ηρώων του. Εξηγούμαι: η λογοτεχνική πράξη εξατομικεύει και αναδεικνύει την ιδιοπροσωπία ενός υποκείμενου λόγου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση του βιβλίου ο συγγραφέας δημιουργεί ένα υποκείμενο λόγου, τη νεαρή ανάπηρη κοπέλα, η οποία στην πορεία της εξέλιξης συγκροτεί μια προσωπική «ομιλία» σε πρώτο πρόσωπο και έτσι εμείς οι αναγνώστες ακούμε από την αρχή τη «φωνή» της νεαρής κοπέλας και, ενδιαμέσως, κάποιες προσωπικές της σκέψεις σαν εγγραφές στοχασμών σε κάποιο κοριτσίστικο ημερολόγιο. Αυτό που έχει σημασία στο συγκεκριμένο λογοτεχνικό έργο, που του προσδίδει μια ιδιαίτερη λογοτεχνική αξία, είναι ότι παράγει μια υποκειμενικότητα και εμείς οι αναγνώστες παρακολουθούμε τους τρόπους με τους οποίους το υποκείμενο εξαρθρώνεται και ανασυντίθεται με επίκεντρο την έγνοια για το σώμα το οποίο είναι πρωταρχικό στοιχείο της ταυτότητας κάθε ατόμου.

Ο λόγος της ηρωίδας είναι πρωτεύον συστατικό των πράξεών της, και ο λόγος της τελικά συγκροτεί την κοινωνική της ζωή. Η νεαρή ανάπηρη κοπέλα τη στιγμή που διατυπώνει φραστικά κάτι, ταυτόχρονα είναι σα να επιτελεί μια πράξη. Η ταυτότητά της δεν είναι ποτέ κάτι δεδομένο εξαιτίας της αναπηρίας της, αλλά η ίδια την αντιμετωπίζει ως κάτι το ενδεχομενικό, κάτι που κατακτάται και βρίσκεται πάντα εντός μίας διαδικασίας εξέλιξης, αναπαραγωγής και μετασχηματισμού μέσω κάποιων ρηματικών πρακτικών. Η ταυτότητά της δεν είναι ποτέ απόλυτη, αλλά πάντα σχετική και ορίζεται πάντα σε σχέση με τη διαφορά ανάμεσα στον κόσμο της αναπηρίας και στον κόσμο των υγιών.

Η νεαρή κοπέλα έχει συνείδηση του εαυτού της και της κατάστασής της ως υποκείμενο αναπηρίας και ταυτόχρονα γνωρίζει ότι είναι και αντικείμενο της δικής της γνώσης για την κατάστασή της. Συνεπώς, η ελευθερία που αποζητά (κινητική, προσωπική, κοινωνική, σεξουαλική) είναι μια εν εξελίξει «πρακτική», είναι κάτι που πρέπει να ασκηθεί. Και η άσκησή της γίνεται στο βιβλίο με το λόγο της. Ξέρει ότι δεν υπάρχει ένα πράγμα που να είναι απόλυτα απελευθερωτικό για αυτήν. Ενδέχεται να υπάρχουν κάποιες ενέργειες που να τροποποιούν ή ακόμη και να καταργούν κάποιους καταναγκασμούς, αλλά καμία από αυτές δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι θα αποκτήσει την ελευθερία αυτόματα. Η ελευθερία της δεν μπορεί να εξασφαλιστεί από θεσμούς και νόμους, δεν υπάρχουν μηχανές ελευθερίας, παρά μόνο προσωπικός αγώνας που πολεμάει καθετί που δένει τον εαυτό της με την υποταγή στην αναπηρία. Πρόκειται για μια διαδικασία ανασύνθεσης του θρυμματισμένου εαυτού και με το λόγο της δημιουργεί τελικά μια ερμηνευτική του εαυτού.

Ας δούμε όμως με ποιο τρόπο οργανώνεται ο λόγος της νεαρής κοπέλας στο βιβλίο. Γιατί αυτό ακριβώς θεωρώ ότι είναι το σπουδαιότερο και άκρως γοητευτικό στη «Λίμπιντο των αγγέλων». Κι ο τρόπος αυτός είναι η κυριαρχία της ειρωνείας, αυτός ο δια-βολικός λόγος, ο λόγος της λοξής γραφής ο οποίος δημιουργεί και αποδίδει μια ιδιότυπη συνύπαρξη: οι λέξεις της ειρωνικής γλώσσας που χρησιμοποιεί συγχωνεύουν την ηθικότητα με την σεξουαλικότητα. Το ειρωνικό ύφος της νεαρής κοπέλας το κοσμεί μια περιπαικτική διάθεση και μια κοφτερή ματιά της πραγματικότητας. Ενεργοποιεί μια τεχνική, που με τρόπο πνευματώδη, αφαιρεί τα προσωπεία και τις προφάσεις που θωρακίζουν κάθε συμβατική στάση και ιδεολογία, περιλαμβανόμενων και εκείνων που περιβάλλουν τον εαυτό της. Έτσι ο λόγος που παράγεται είναι ανατρεπτικός, αυτοσαρκαστικός, και γι’ αυτό είναι καίριος και ουσιώδης.

Η νεαρή κοπέλα αυτοπαρουσιάζεται ως ένα πολυμήχανο υπαρξιακό Εγώ το οποίο μέσα από την τυχαιότητα και τις απρόβλεπτες καταστάσεις της ζωής γίνεται η αριστοτέχνης της υπεκφυγής και της διαφυγής, και αυτό της επιτρέπει να ξεγλιστράει μέσα από τα ανοίγματα του διχτιού της αναπηρίας. Έτσι η ειρωνεία γίνεται όπλο που εξοντώνει σταδιακά την ωμή θλίψη, την οδύνη και το πάθος.

Ενδεικτικά διαβάζω ένα απόσπασμα από το βιβλίο. Η ηρωίδα μεταφέρει μια συζήτηση με την φίλη της τη Μιλένα. Προσέξτε την ειρωνεία και τον αυτοσαρκασμό:

«Τα πρωτεύοντα συμπτώματα της ημιδιατομής του νωτιαίου μυελού φυσικά παραμένουν και θα παραμείνουν μάλλον για πάντα, αλλά με αυτά έχω αρχίσει να συμφιλιώνομαι. Τα αποδέχτηκα. Κάποιοι μάλιστα, όπως η Μιλένα για παράδειγμα, τα βλέπουν μέχρι και χαριτωμένα και το διασκεδάζουν. «Δηλαδή αν εγώ τώρα σβήσω ένα τσιγάρο στην αριστερή σου γάμπα, δεν θα νιώσεις τίποτα;»

«Τίποτα, Μιλένα, απλά θα χαλάσεις την τέλεια επιδερμίδα μου και δεν θα μπορώ να κάνω καμιά διαφήμιση πλέον για αποτρίχωση ποδιών. Θα μου καταστρέψεις την καριέρα του μοντέλου».

«Κι αν του μπήξω του μπουτιού μια καρφίτσα; Του δώσω ένα χαστούκι; Σου χώσω μια σφυριά στο γόνατο; Τίποτα;»

«Μιλένα, έλεος! Τα είπαμε. Τα δυο μου πόδια έπαψαν να είναι αδέλφια. Μπορείς να κάνεις το αριστερό μου πόδι σταχτοδοχείο, μαξιλαράκι για καρφίτσες, σάκο του μποξ, ό,τι σκατά θέλεις. Είναι αναίσθητο. Σαν το δικό σου το κεφάλι ένα πράγμα. Δώσε μου το σφυρί να σου δώσω εγώ μια, να δω αν θα το καταλάβεις. αν και πολύ αμφιβάλλω».

«Ενώ το δεξί;»

«Αυτό είναι Βούδας. Δεν κουνιέται. Το αριστερό μπορεί να είναι χοντρόπετσο και να μην νιώθει τίποτα, όμως κάπως σαλεύει. Το άλλο είναι εντελώς ασάλευτο, κάτι αντίθετο απ’ το δικό σου το μυαλό ένα πράγμα σαλεμένο».

«Εδώ ο κόσμος καίγεται και...»

«Μην το πεις».

«…και εσύ έχεις το κουράγιο να κάνεις και λογοπαίγνια».

«Νόμιζα ότι θα πεις ότι το ‘‘απαυτό’’ χτενίζεται»

«Αλήθεια, μιας και το ανέφερες, αυτό το ‘‘απαυτό’’ είναι ακόμα εξαφανισμένο; Είσαι σίγουρη ότι βρίσκεται ακόμα εκεί κάτω;»

«Την τελευταία φορά που πήγα τουαλέτα, είδα ότι ήταν στη θέση του. Δεν το είδα να χτενίζεται γιατί δεν είχε σκοπό για βραδινή έξοδο. Γενικά δεν βγαίνει. Το έχω έγκλειστο». Δεν ξέρω αν είναι ηθικό ή ανήθικο που κάνω πλάκα με τα κουσούρια μου, πάντως εμένα μου κάνει καλό να διακωμωδώ την κατάστασή μου.»

Η ηρωίδα, ως αυθεντική «είρων» πληροί τρεις προϋποθέσεις: (1) έχει ριζικές και συνεχείς αμφιβολίες για την εξέλιξη της ζωής της· (2) καταλαβαίνει ότι τα διατυπωμένα επιχειρήματά της δεν μπορούν ούτε να δικαιώσουν ούτε να διαλύσουν αυτές τις αμφιβολίες· (3) στο βαθμό που φιλοσοφεί γύρω από την κατάστασή της, δεν πιστεύει ότι η δική της στάση είναι μια οριστική λύση στην πραγματικότητα που βιώνει. Έχει όμως την τάση να φιλοσοφεί ποντάροντας σε μια καινούργια πραγματικότητα ενάντια στην τωρινή της κατάσταση, διεκδικεί το δικαίωμα στη μοναδικότητα, αυτή την ύστατη συνέπεια των δικαιωμάτων και των καθηκόντων του ανθρώπου.

Βέβαια, κι αυτό πρέπει να τονιστεί γιατί αποτελεί ένα από τα εξαιρετικά στοιχεία της γραφής του Μάντζιου, η κοπέλα, ειρωνικός παρατηρητής του κόσμου των υγιών, συγκαταλέγεται ανάμεσα στα θύματα της ειρωνείας. Ειρωνεία που στρέφεται στους άλλους και ειρωνεία που στρέφεται στον εαυτό της. Το αποτέλεσμα είναι να παρουσιάζεται στο βιβλίο μια γενική ειρωνεία τόσο από τη σκοπιά του θύματος που νιώθει ότι το σύμπαν δε θα έπρεπε πραγματικά να είναι τόσο άδικο σε σχέση με τους ανθρώπους, όσο και από τη σκοπιά του αναγνώστη ο οποίος, ως συμμετέχων, παρατηρεί την άλλη πλευρά της ζωής στην αναπηρία. Μας το έχει πει ο Kierkegaard: «Η ειρωνεία στην απόλυτη έννοιά της δεν κατευθύνεται σ’ αυτή ή σ’ εκείνη την συγκεκριμένη ύπαρξη, άλλα σ’ όλη την ισχύουσα πραγματικότητα ενός ορισμένου χρόνου και μιας ορισμένης κατάστασης... Δεν είναι τούτο ή εκείνο το φαινόμενο, αλλά το σύνολο της ύπαρξης η οποία εξετάζεται sub specie ironiae» (υπό το σχήμα της ειρωνείας).

Το βιβλίο του Μάντζιου μας αναγκάζει να σκεφτούμε ότι η αναπηρία δεν είναι μόνο ένα ιατρικό ή προσωπικό πρόβλημα, αλλά ένα σύνολο σωματικών και κοινωνικών εμποδίων που δημιουργούν περιοριστικούς κανονισμούς και διακρίσεις κατά των ανθρώπων με βλάβες. Τελικά, μας οδηγεί να συνειδητοποιήσουμε ότι η μεν βλάβη αφορά στην κοινωνία, η δε αναπηρία αφορά στη βίωση της ζωής μέσω του σώματος.

Έτσι η επιλογή της ειρωνικού παιχνιδιού ως κυρίαρχου τρόπου γραφής του μυθιστορήματος, μας προκαλεί και μας αναγκάζει να σκεφτούμε τουλάχιστον δύο πράγματα:

α) Μήπως, τελικά, η καλή λογοτεχνία είναι όντως ένας κοινωνικός ανατροπέας; γιατί η ειρωνική γλώσσα όπως ξεδιπλώνεται στη «Λίμπιντο των αγγέλων» ανακατανέμει αξίες, ελέγχει, αλλάζει το σύστημα των ιδεών, επαναφέρει, επαναστατεί, άρα ανατρέπει και αποδομεί χτίζοντας κάτι άλλο, δηλαδή έχει μια έντονα επί της ουσίας πολιτική διάσταση.

β) Μήπως, τελικά, η ειρωνική γλώσσα έχει τη μοναδική δύναμη να μας οδηγεί σε ένα είδος κάθαρσης μέσα από την αντίδραση στο επιβεβλημένο, την αυτόματη υποκατάσταση του κακού από το καλό, του θλιβερού με το αστείο και γενικά με τις αντιφατικές συνάψεις που ορίζουν τη σκέψη μας και τη ζωή;

 Έχουμε, λοιπόν, μπροστά μας ένα εξαιρετικό βιβλίο: πρωτότυπο θέμα, αισθητική απόλαυση, αναγνωστικός αιφνιδιασμός και τροφή για σκέψη. Δύσκολος συνδυασμός να τον πετύχεις. Δεν μπήκε άδικα, ένα βιβλίο από έναν μικρό επαρχιακό εκδοτικό οίκο, στη μικρή λίστα του αθηνόφιλου «Αναγνώστη». Είναι ένα βιβλίο που τελειώνοντας το ζήλεψα. Καταπώς θα έλεγαν στην αντίστοιχη ευροβίζιον των βιβλίων εάν υπήρχε: Δώδεκα πόντοι. Douze points!

Θωμάς Ψύρρας

Λάρισα 17-5-2024


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου