Τρίτη 27 Αυγούστου 2024

 

Δημήτρης Κατσαντώνης: «PROREX»

ή

το παιχνίδι της μυθοπλασίας με την πραγματικότητα



Εκ του τίτλου το μυθιστόρημα του Δημήτρη Κατσαντώνη δείχνει τη θεματική του: «Prorex» στα λατινικά σημαίνει ο «αντιβασιλεύς», ο «αντ’ αυτού». Ο δε υπότιτλος δεν αφήνει καμία αμφιβολία: «Μια πραγματική ιστορία της ελληνικής πολιτικής». Τίτλος και υπότιτλος παραπέμπουν εξαρχής στο χώρο της πολιτικής λογοτεχνίας.

Τι είναι όμως ένα πολιτικό μυθιστόρημα;

Το πολιτικό μυθιστόρημα καλύπτει ένα ευρύ φάσμα ειδών και θεμάτων σε όλες σχεδόν τις εθνικές λογοτεχνίες. Αυτά τα είδη ποικίλλουν από το κατασκοπευτικό μυθιστόρημα και το πολιτικό θρίλερ έως τις απεικονίσεις χαρακτήρων που παλεύουν με ιδέες και πολιτικές πράξεις οι οποίες διαμορφώνουν πολιτικές συμπεριφορές. Η θεματολογία τους ποικίλλει από εκλογικές μάχες και κρίσεις έως και τις εξωτερικές υποθέσεις ενταγμένες σε ουτοπικά και δυστοπικά μυθοπλαστικά πλαίσια.

Ένα ιδιαίτερο υποείδος του πολιτικού μυθιστορήματος είναι εκείνο που έχει ως θέμα τον τρόπο λειτουργίας της κυβερνητικής εξουσίας και της διακυβέρνησης σε διάφορα επίπεδα εξουσίας. Μάλιστα οι Αμερικάνοι κριτικοί της λογοτεχνίας τα αποκαλούν «μυθιστορήματα της Ουάσιγκτον» μια και απεικονίζουν τις κυρίαρχες πολιτικές ελίτ της Αμερικής που συνωστίζονται κυρίως στην Ουάσιγκτον, τις συγκρούσεις και τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις αντίπαλες φατρίες για την κυριαρχία και τον έλεγχο της κυβέρνησης αλλά και τους τρόπους με τους οποίους διατηρούν τη διακυβέρνηση και τη νομιμότητα της εξουσίας τους για να εξυπηρετήσουν ιδιοτελή προσωπικά συμφέροντα ή για να κυβερνήσουν μόνο για χάρη κάποιων ολιγομελών ομάδων ισχυρών οικονομικών παραγόντων ή, συνηθέστερα, και τα δύο ταυτόχρονα. Έχω κατά νου τουλάχιστον εφτά μυθιστορήματα αυτού του είδους: το «All the King's Men» του Ρόμπερτ Πεν Γουόρεν (1946), το «The Last Hurrah» του Έντγουιν Ο'κόνορ (1956), το «Advise and Consent» του Άλεν Ντρούρι (1959), το «The Gay Place» του Μπίλι Λι Μπράμερ (1961), το «Washington, D.C.» του Γκορ Βιντάλ (1967), το «Democracy» της Τζόαν Ντίντιον (1984) και το «Echo House» του Γουόρντ Τζαστ (1997).

Σαυτό το είδος, η ορθότερα υποείδος, του πολιτικού μυθιστορήματος ανήκει και το βιβλίο του Δημήτρη Κατσαντώνη «Prorex» το οποίο θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε «νεοελληνική πολιτική ηθογραφία».

Εν συντομία: το βιβλίο παρακολουθεί την πορεία του Γιάννη Θεοδωράτου, ενός πολιτικού στελέχους, ο οποίος από τα φοιτητικά του χρόνια την περίοδο της μεταπολίτευσης ξεκινά ως καθοδηγητικό μέλος ενός μαοϊκού γκροπούσκουλου για να μεταπηδήσει αργότερα - κάνοντας τους υπολογισμούς του με κριτήριο την προσωπική του ανάδειξη - σε ένα κόμμα εξουσίας και να γίνει «Prorex», αναντικατάστατο μέλος της κυβερνητικής ελίτ, ο άνθρωπος που κινεί τα νήματα πίσω από τις εμφανείς ηγεσίες. Τον παρακολουθούμε αναλυτικά σε μια περίοδο εσωκομματικής και κοινωνικής κρίσης στα τέλη της δεκαετίας του 20ου και στις αρχές του 21ου αιώνα, όταν βουτηγμένος μες στη διαπλοκή αναλαμβάνει με τις επαφές του να ρίξει τον εκλεγμένο πρωθυπουργό και να τον αντικαταστήσει με άλλον της αρεσκείας ισχυρών οικονομικών κύκλων που δρουν για τα δικά τους συμφέροντα και τις δικές τους προτεραιότητες. Ιδιοκτήτες ΜΜΕ, ισχυροί οικονομικοί παράγοντες, φιλόδοξοι δημοσιογράφοι, υπουργοί εν ενεργεία και πρώην υπουργοί που αναμένουν να γίνουν βεζύρηδες στη θέση του βεζύρη, προσωπικά προβλήματα που μετατρέπονται σε πολιτικά, σεξουαλικές προτιμήσεις που συνδυάζονται με πολιτικά ανταλλάγματα, άμετρες φιλοδοξίες, υπολογισμοί, συνωμοσίες που ονομάζονται «πολιτικά σχέδια», υπολογισμοί που εμπλέκονται με τον έλεγχο του ποδοσφαίρου, κυνικοί εκβιασμοί, σχέσεις με τον υπόκοσμο, και φυσικά sex ως μέσο προσωπικής ανόδου… όλα απλώνονται και δημιουργούν ένα δίχτυ εντός του οποίου κινείται ο ήρωας του μυθιστορήματος δείχνοντας την «δυσωδία» της πολιτικής ελίτ. Το μυθιστόρημα είναι ένας ιστός που παρουσιάζει με τον τρόπο της αστυνομικής πλοκής μια αποστασιοποιημένη (φαινομενικά) αφήγηση ομόχρονη με τις διαδρομές της ελληνικής διαπλοκής ανάμεσα στην πολιτική ελίτ, τους ισχυρούς παίκτες των ΜΜΕ και της εγχώριας οικονομικής εξουσίας. Ο υπότιτλος δηλώνει την πρόθεση του συγγραφέα που είναι να αναπαραστήσει «την πραγματική ιστορία της ελληνικής πολιτικής».

Το μυθιστόρημα του Κατσαντώνη δεν είναι το αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Είναι προβληματικό σε πολλά σημεία. Γραμμένο και συμπληρωμένο σε διαφορετικές χρονικές στιγμές -κάτι που είναι εμφανές - συχνά μπερδεύει τον αναγνώστη ειδικά στις πρώτες 30 περίπου σελίδες όπου δυσκολεύεσαι να ξεχωρίσεις το πρόσωπα που μιλούν. Ευθύνεται γι’ αυτό και ο «προφυλαγμένος» λόγος των συνωμοτούντων χαρακτήρων και σε ορισμένες περιπτώσεις ο επιμελητής του εκδοτικού οίκου που δεν έκανε καλά τη μορφοποιητική και τυπογραφική επιμέλεια του κειμένου ώστε να διευκολύνει την ανάγνωση.

Επίσης, η αρχική επίμονη δήλωση του συγγραφέα σε «πραγματικά γεγονότα» ενισχύει την «ερευνητική» προδιάθεση του αναγνώστη να διαβάσει και να εντοπίσει πίσω από το κείμενο γνωστά πρόσωπα: «εδώ μάλλον είναι ο Γιώργος Παπανδρέου, αυτός μοιάζει να είναι ο Σημίτης, ο παράλλος είναι μάλλον ο Κόκκαλης και ο Μαρινάκης ή ο Ψυχάρης κοκ.» Λάθος του αναγνώστη! Αλλά προκύπτει και από τη δήλωση περί «πραγματικής ιστορίας» και από την κουτσομπολίστικη διάθεση του αναγνώστη να μάθει τι συμβαίνει πίσω από τις κλειστές πόρτες της εξουσίας. Να μάθει αυτά που δεν ανακοινώνονται και δεν μαθαίνονται αλλά μπορεί τώρα να ειπωθούν με τρόπο λοξό με την κάλυψη της λογοτεχνικής αφήγησης. Έχω την εντύπωση ότι οι εντρυφήσαντες στην ΠΑΣΠ και εν συνεχεία στο ΠΑΣΟΚ θα έχουν πλούσιο βιωματικό υλικό τέτοιας σκανδαλιστικής ανάγνωσης. Βέβαια, αυτό θα είναι μέγα λάθος και αδικεί το βιβλίο. Αλλά φοβάμαι πως επειδή οι καιροί είναι πονηροί και αρκούντως συνωμοσιολογικοί, μάλλον το λάθος θα τους προκύψει ως αναπόφευκτη αναγνωστική στάση. Να προσέξουν πως θα το διαβάσουν!

Πέρα από όλα αυτά όμως το βιβλίο του Κατσαντώνη είναι ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο. Ενδιαφέρον όχι γιατί αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη εποχή, όχι γιατί εκμεταλλεύεται λογοτεχνικά το θέμα της πολιτικής διαπλοκής, όχι γιατί διαθέτει το σασπένς αστυνομικού αναγνώσματος, αλλά κυρίως γιατί, για τον υποψιασμένο κριτικό αναγνώστη της λογοτεχνίας ο οποίος συνήθως σκέφτεται και πολιτικά, θέτει μπροστά του πλήθος από ερωτήματα που μπορούν να ανοίξουν μια γόνιμη συζήτηση για την πολιτική πραγματικότητα, την πολιτική λογοτεχνία και τη χρήση της πολιτικής λογοτεχνίας.

Τι σημαίνει όμως «αναπαράσταση» της «πραγματικής ιστορίας», ιδίως όταν το επίθετο «πραγματική» βρίσκεται πλάι στη λέξη «ιστορία» και στον υπότιτλο ενός βιβλίου «μυθοπλασίας»; Δημιουργείται μια εξαρχής αντίφαση.

Η «αντίφαση» αυτή είναι εγγενής σε κάθε πολιτικό μυθιστόρημα, ιδίως σε αυτό το υποείδος του «μυθιστορήματος της Ουάσιγκτον». Η απάντηση η οποία συγχωνεύει τα δύο σκέλη της αντίφασης βρίσκεται στη λέξη «αναπαράσταση». Η αναπαράσταση της πραγματικότητας συντελείται στο πλαίσιο της μυθοπλασίας, όπερ σημαίνει ότι ναι μεν συμβαίνει στο επίπεδο της βιωμένης πραγματικότητας (άρα περικλείει στοιχεία του όντως πραγματικού, συνεπώς βασίζεται στην αλήθεια) και ταυτόχρονα ολοκληρώνεται σε επίπεδο μυθοπλασίας (άρα καλλιεργείται σε επίπεδο του μη πραγματικού, συνεπώς βασίζεται στη συνθετική δυνατότητα της φαντασίας).

Ίσως, κάποιος που δεν έχει και πολύ σχέση με τη λογοτεχνία να αναρωτηθεί: Πώς είναι δυνατό να συνυπάρχουν ταυτόχρονα η «αλήθεια» της πραγματικότητας με το «ψεύδος» της φαντασίας (η οποία ενδέχεται να είναι αχαλίνωτη και ανεξέλεγκτη);

Δυόμισυ χιλιάδες χρόνια τώρα από την εποχή του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, αυτό το ερώτημα και τα ζητήματα που προκύπτουν από την οποιαδήποτε απάντηση, ταλανίζει τους δημιουργούς και τους κριτικούς της Τέχνης και -φυσικά δεν θα το λύσουμε εμείς εδώ και τώρα. Οι απαντήσεις που έχουν δοθεί πάντως μας εισάγουν στο χώρο της «μίμησης» και της «μεταφοράς» και αυτό πρέπει να το έχουμε κατά νου όταν διαβάσουμε το «Prorex».

Αλλά ας πάρουμε τα ζητήματα ένα ένα:

Η αφήγηση, κατ’ αρχάς, είναι μίμηση (mimesis) πράξεων που έχουν συμβεί (γιατί η πράξη, είτε με τη μορφή του γεγονότος είτε με τη μορφή του συμβάντος, είναι κάτι το συντελεσμένο εντός της βιωμένης πραγματικότητας). Οι πράξεις αποτελούν την πρώτη ύλη κάθε αφήγησης. Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα εύκολα αναγνωρίζονται τέτοιου είδους διάσπαρτες πράξεις (π.χ. η χειραγώγηση της ΕΠΟ, η διάσκεψη των υπουργών οικονομικών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, οι ομαδοποιήσεις βουλευτών κλπ)

Όμως, ταυτόχρονα, μια αφήγηση μέσω της πλοκής συγκεντρώνει μέσα στη χρονική ενότητα μιας ολόκληρης και ολοκληρωμένης δράσης, στόχους, αιτίες, πιθανότητες, ενδεχόμενες προθέσεις και υπολογισμούς, ψυχικές διεργασίες και πνευματικές και ιδεολογικές προτιμήσεις (π.χ. η σχέση του Θεοδωράτου με την φιλόδοξη δημοσιογράφο, η φιλοδοξία της συζύγου και της κόρης του Θεοδωράτου, ο κυνισμός πολιτικών προσώπων που ισχυρίζονται ότι «όταν αμύνεσαι δεν υπάρχει κυνισμός, ή αν υπάρχει είναι καλός» κλπ)

Αυτή η σύνθεση του ετερογενούς είναι που φέρνει την αφήγηση κοντά στη μεταφορά. Η μεταφορά από τις πράξεις και τα συμβάντα της βιωμένης πραγματικότητας στη μυθοπλαστική αναπαράστασή τους δημιουργεί μια νέα συνάφεια στην οργάνωση των γεγονότων και κατά συνέπεια προβάλει μια μορφή κατανόησης της πραγματικότητας. Με δυο λόγια η μίμηση πράξεων και η εν συνεχεία αναπαράστασή τους μέσα από τη διαδικασία της μεταφοράς σε μυθοπλαστική ολότητα, δηλαδή σε μυθιστόρημα, είναι από μόνη της μια ερμηνευτική διαδικασία. Έτσι η αφήγηση αναλαμβάνει μια μεσολαβητική λειτουργία μεταξύ των καθημερινών υποθέσεων της κατανόησης και του επαναπροσδιορισμού των κοινών νοημάτων.

Είναι λοιπόν δυνατόν οι λογοτεχνικές αφηγήσεις να κατασκευάζουν κόσμους που μπορούν να ξεφύγουν από τα στενά όρια των αφηγηματικών δομών και τελικά να αναδομήσουν την πραγματικότητα. Αλλά ισχύει και το αντίθετο: οι αφηγήσεις είναι βαθιά ριζωμένες στην προϋπάρχουσα αφηγηματική κατανόησή μας για τον κόσμο, η οποία, με τη σειρά της, μπορεί να επηρεάσει πλοκές, χαρακτήρες, σκηνικά και γεγονότα. Αναπαράσταση λοιπόν της αναπαράστασης! Τελικά, το επίμαχο δεν είναι η «αλήθεια» ή το «ψέμα» της μεταφοράς αλλά οι αντιλήψεις και τα συμπεράσματα που απορρέουν από αυτήν. Κι αυτό είναι το προκλητικό στοιχείο στο Prorex.

Όμως η «αναπαράσταση» στο πολιτικό μυθιστόρημα –και ιδιαίτερα στο Prorex – εγείρει πλήθος ζητήματα τα κυριότερα των οποίων αφορούν α) τον συγγραφέα-αφηγητή β) τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος και γ) τη χρήση της πολιτικής λογοτεχνίας.

Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά:

α) Ζητήματα που αφορούν τον συγγραφέα-αφηγητή και σχετίζονται με τις ψυχολογικές και ιδεολογικές απαιτήσεις της αναπαράστασης.

Πώς η ταυτότητά του συγγραφέα έχει επηρεαστεί από το περιβάλλον εντός του οποίου είχε προηγουμένως κινηθεί πριν αρχίσει να γράφει το μυθιστόρημά του; (και όταν λέω «περιβάλλον» εννοώ συνολικά τη διάπλασή του μέσα στο πλαίσιο της κοινωνικής του τάξης, στις ιδεολογικές του καταβολές, στις κομματικές του εντάξεις, τις προσωπικές του πολιτικές επιλογές, τα τραύματα και τις απογοητεύσεις από την πολιτική ή την ακτιβιστική του δράση κλπ). Γιατί βέβαια ο Κατσαντώνης δεν είναι κάποιος «αγαύγιστος» στην πολιτική. Πώς λοιπόν αυτό το περιβάλλον «ταΐζει» τη λογοτεχνική του πρακτική και την κοινωνική του πίστη; Πώς και ως ποιό βαθμό επηρεάζει και διαμορφώνει το τελικό αφήγημα ώστε να γίνεται αποδεκτό από το κοινό στο οποίο απευθύνεται; Το τελικό μυθοπλαστικό αφήγημα καθορίζεται αποκλειστικά από την κουλτούρα του συγγραφέα ή οι ανάγκες της μυθοπλασίας τον ωθούν ώστε να ακολουθεί ορισμένες συμβάσεις για να ανταποκριθεί σε ορισμένες προσδοκίες του κοινού; Πώς και με ποιες διεργασίες ο συγγραφέας επιλέγει ο ίδιος να γίνει «αντηχείο» της κοινωνίας των πολιτών ώστε να «νομιμοποιείται» και να μπορεί να μιλά υπερβαίνοντας συχνά την κοινωνική του θέση και την ιδεολογία του; Ερωτήματα που απευθύνονται στον Κατσαντώνη.

β) Ζητήματα που αφορούν τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος τα οποία εγείρουν πλήθος από κριτικά ζητήματα που αφορούν την επιστημολογία της μυθοπλασίας.

Πώς ή με ποια έννοια διάφοροι χαρακτήρες μπορούν να αντιπροσωπεύουν μια συγκεκριμένη κοινωνική ή οικονομική τάξη; (π.χ. είναι ο Θεοδωράτος, ο Γερμανός, ο Ανατολικός, ο Μαμίδης και οι λοιποί ήρωες του μυθιστορήματος αντιπροσωπευτικοί τύποι;) Είναι δυνατόν αυτοί οι χαρακτήρες να έχουν τη δυνατότητα να ενεργούν ανεξάρτητα από την θέση τους και να υπερβούν την ιδεολογία της ελίτ στην οποία ανήκουν;

Πώς ένας μυθιστορηματικός χαρακτήρας συμπυκνώνει στην ατομική του περίπτωση τα στοιχεία που ορίζουν συνολικά μια τάξη ή μια ομάδα; Η διαδικασία της συμπύκνωσης γίνεται σκόπιμα από το συγγραφέα ή αφήνεται να λειτουργούν οι απαιτήσεις της μυθοπλασίας πέρα και πάνω από τη συγγραφική σκοπιμότητα; Και άλλα ερωτήματα για τον Κατσαντώνη.

γ) Ζητήματα που αφορούν τη χρήση της πολιτικής λογοτεχνίας και ειδικά το συγκεκριμένο υποείδος του πολιτικού μυθιστορήματος, τα οποία ανοίγουν τη συζήτηση σχετικά με την ικανότητα της λογοτεχνίας να παρεμβαίνει στην κοινωνική πραγματικότητα.

Μήπως αυτά τα μυθιστορήματα ενισχύουν την κοινή αντίληψη που προωθούν τα λαϊκίστικα ΜΜΕ ότι η πολιτική είναι «βρώμικη» και είναι πρωτίστως υπόθεση πολιτικών, ατόμων που εκτελούν ένα «παιχνίδι» νίκης ή απώλειας με βάση τα στρατηγικά στοχευμένα ιδιοτελή συμφέροντα των διαπλεκόμενων πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων; Είδαμε στο Netflix την τεράστια επιτυχία της αμερικανικής πολιτικής σειράς House of Cards που απεικόνισε την πολιτική εξουσία με όρους συνωμοτικούς και κυριαρχικούς. Μήπως μια τέτοια αντίληψη ενισχύει την πεποίθηση ότι η κυριαρχία των ελίτ είναι αναπόφευκτη, ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι φενάκη, ότι η οικονομική ισχύς είναι ο πιο καθοριστικός -συχνά ο μοναδικός- παράγοντας των πολιτικών εξελίξεων; «Η Δημοκρατία είναι πολύ υπερεκτιμημένη», υποστήριζε ο χαρακτήρας Underwood στο 15ο επεισόδιο του δεύτερου κύκλου στο House of Cards. Από αυτή την οπτική έως τον Βελόπουλο είναι δυο σελίδες δρόμος.

Ή, αντιθέτως, τα πολιτικά μυθιστορήματα αναδεικνύουν την πολιτική «δυστοπία» και επομένως επηρεάζουν τους τρόπους με τους οποίους αντιμετωπίζουμε τα σύγχρονα πολιτικά προβλήματα και τους κοινωνικούς φόβους και λειτουργούν ως διαμορφωτές γνώμης και γνώσης ώστε οι πολίτες-αναγνώστες να αντιληφθούν τους τρόπους με τους οποίους κυριαρχεί μια ελίτ πέρα από τα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών και κατά συνέπεια ενισχύουν την πολιτική αντίσταση των πολιτών σε φαινόμενα διαπλοκής και διαφθοράς;

Όποιες απαντήσεις κι αν δοθούν, ένα είναι το σίγουρο: η λογοτεχνία μπορεί να μην προσφέρει εύκολες απαντήσεις στα πολιτικά μας προβλήματα, αλλά τουλάχιστον διαθέτει τα αισθητικά μέσα για μια ανανεωμένη ενασχόληση με τα διλήμματα που δεν τα αντιμετωπίσαμε χτες, αλλά τα αντιμετωπίζουμε σήμερα και θα τα συναντήσουμε αύριο με μεγαλύτερη ένταση και με νέες μορφές. Πάνω σ’ αυτά μας καλεί να στοχαστούμε το Prorex.

Θωμάς Ψύρρας 

Λάρισα 12 Ιούνιου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου