Noir και πένθος
Με
το μυθιστόρημα του Δημήτρη Χατζηκωνσταντίνου(1) από τις εκδόσεις "Ταξιδευτής" βρισκόμαστε
μπροστά σε ένα ιδιότυπο noir μυθιστόρημα. Στα γαλλικά η λέξη noir σημαίνει
μαύρος, σκοτεινός, σκούρος, πένθιμος.(2)
Το νουάρ μυθιστόρημα δεν είναι μόνο μια αστυνομική ιστορία
που βασίζεται στο έγκλημα ή σε μια σειρά εγκλημάτων, δεν είναι ένα μυθιστόρημα
που βασίζεται στο αίνιγμα αφού εμείς ως αναγνώστες πρέπει να μάθουμε τι ακριβώς
συνέβη στην διηγημένη ιστορία (ποιον σκότωσαν, ποιος ήταν ο δολοφόνος, γιατί
διέπραξε τη δολοφονία). Το κλασσικό αστυνομικό, σ’ αυτό που κυριαρχεί ο Σέρλοκ
Χολμς ή ο Ηρακλής Πουαρό, η επίλυση ενός αινιγματικού εγκλήματος βασίζεται στην
λογική, σε συνάψεις ανάμεσα στα διαθέσιμα «στοιχεία» και την ορθολογιστική
ενάσκηση της συλλογιστικής. Στο noir δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Το μαύρο
μυθιστόρημα δεν είναι ο χώρος του ορθολογικού, αντίθετα ασκείται στο πεδίο της
«πραγματικότητας» η οποία είναι συχνότατα παράλογη και αντιφατική.
Το
noir είναι ένα μυθιστόρημα
που δείχνει τη σκοτεινή πλευρά της κοινωνίας και εξιστορεί τα πάθη στον κόσμο
της νύχτας με τους κανόνες και τους κώδικές του. Ο ήρωας του noir έχει πάθη
μετέχει σε μια κοινωνία στην οποία οι άνθρωποι φτιάχνουν μόνοι την ιστορία
τους, αλλά την φτιάχνουν σε συνθήκες που δεν διάλεξαν οι ίδιοι. Επομένως οι
κοινωνικές συνθήκες δεν είναι ποτέ απλώς ένα φόντο, αλλά είναι ένα εξ ορισμού εσωτερικό
στοιχείο της ιστορίας.
Αλλά
πάνω από όλα - κυρίως μετά τον Ντάσιελ Χάμετ – το μαύρο μυθιστόρημα είναι μια
αφήγηση η οποία βασίζεται στα προσωπικά προβλήματα των ηρώων
που ανάγονται στο παρελθόν τους και
συγκροτούν τον καθοδηγητικό μίτο της εξιστόρησης.
Εάν
το μαύρο μυθιστόρημα ειδωθεί από αυτή την πλευρά αντιλαμβανόμαστε τη σχέση του
είδους με την ψυχογραφία (τα τραύματα, τα πάθη, τις απώλειες) όπως επίσης και
τη σχέση του story με το βιωμένο
παρελθόν, με την προσωπική ιστορία των ηρώων αλλά και την ευρύτερη Ιστορία (3).
Από αυτή λοιπόν την άποψη είναι πάντα ιδιαίτερα ενδιαφέρον να δει κάποιος τον
τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας ενός μαύρου μυθιστορήματος χρησιμοποιεί το
παρελθόν και πως το μετατρέπει σε μια αφηγηματική επικράτεια παρακολουθώντας
τις διαδρομές των ανθρώπων που έζησαν και ζουν εντός του. Πως ένα μυστικό που
κρύβεται επιμελώς στο παρελθόν επανέρχεται στο παρόν και καθορίζει τις ζωές των
ηρώων.
Και
στην περίπτωση του μυθιστορήματος του Δημήτρη Χατζηκωνσταντίνου με τον δάνειο
τίτλο από έναν στίχο του Άκη Πάνου «Ετούτο είναι ωκεανός» έχω την εντύπωση ότι
ακριβώς το παρελθόν είναι εκείνο το οποίο ασκεί τον καθοριστικό ρόλο στο
βιβλίο. Ακριβώς επειδή το μυθιστόρημα ανήκει σ’ αυτό το είδος που βασίζεται στο
αναπάντεχο και την έκπληξη περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, γι’ αυτό και θα
αποφύγω να παρουσιάσω έστω εν συντομία την υπόθεση γιατί δεν θέλω κατά κανένα
τρόπο να μαρτυρήσω στοιχεία που θα κόψουν την αναγνωστική ανακάλυψη. Θα διαβάσω
μόνο την αρχή του μυθιστορήματος ως πρόγευση:
«Οι
πυροβολισμοί που ακούστηκαν λίγο μετά τα μεσάνυχτα από τη μεριά της θάλασσας,
δεν φάνηκε να ανησύχησαν τους κατοίκους του μικρού χωριού. Κάποιοι μόνο
μετρήθηκαν στα τυφλά, για να μην ξαγρυπνήσουν, και αφού διαπίστωσαν ότι δεν
έλειπε κανένας από το σπίτι, "θα μάθουμε αύριο τι έγινε", σχολίασαν
με μισόκλειστα μάτια, και συνέχισαν τον μακάριο ύπνο τους. Δεν είχε χαράξει
ακόμα όταν , ‘όταν δύο ψαράδες βγαίνοντας για την πρωινή ψαριά , βρήκαν στα
βραχάκια , πενήντα περίπου μέτρα από την
ψαροταβέρνα του νεκρό τον Κυριάκο Παλαιολόγου με δύο τραύματα, το ένα στο
κεφάλι και το άλλο στη δεξιά πλευρά του στέρνου.»
Ο
φόνος ενός άνδρα, ο οποίος έφυγε - εξαφανίστηκε σωστότερα - από την Αθήνα, και αποτραβήχτηκε σ' ένα νησί
της άγονης γραμμής θα γίνει η αφορμή για να ξετυλιχτεί το μυθιστόρημα.
Δεν
ακούμε μόνο τον αφηγητή αλλά έχουμε σε πρώτο πρόσωπο και τις εξομολογήσεις των
δύο κυρίαρχων προσώπων, τη χήρα μάννα από τη μία οικογένεια και τον απεγνωσμένο
πατέρα από την άλλη - τα πλέον τραγικά πρόσωπα – να μιλούν για τη ζωή τους που
σημαδεύτηκε από απώλειες και θανάτους. Κοντά σ’ αυτούς διασταυρώνονται οι
εσωτερικοί λόγοι και άλλων προσώπων.
Το
μυθιστόρημα χτίζεται με μια σειρά από προσωπικές ιστορίες ανθρώπων που η κάθε
μια συγκροτεί ιδιαίτερη οικογενειακή αφήγηση, σαν αυτές που όλοι μας έχουμε στα
σπίτια μας και δύσκολα τις συζητάμε με άλλους.
Σχέσεις
μεταξύ των συζύγων, οι δύσκολες σχέσεις γονέων και παιδιών, η αντιμετώπιση των
νέων των γεμάτων οργή που αναζητούν απελπισμένοι την καταφυγή σε υποκατάστατα,
φιλοδοξίες που διαλύθηκαν, σιωπές που ύψωσαν τείχη και αναγκάζουν τους
ανθρώπους να εξοριστούν στον περίκλειστο εαυτό τους, ματαιωμένες προσπάθειες,
δραματικές εκκινήσεις που βουλιάζουν πριν καλά καλά ξεκινήσουν, επιλογές
λαθεμένες σε ένα επικίνδυνο κόσμο που
σιγά-σιγά τους τραβάει στο αδιέξοδο, ατυχίες κι αναποδιές, το φορτίο των ενοχών
για όσα έπραξαν ή δεν έπραξαν, θάνατοι και τραγικές απώλειες που οδηγούν στην
απόγνωση και την πτώση.
Ο
λόγος της κάθε μιας ιστορίας καθώς αποκαλύπτεται σταδιακά διαπλέκεται με το
λόγο των υπόλοιπων και έτσι χτίζεται το αφήγημα. Λόγοι επάλληλοι που ο ένας
εισέρχεται στους άλλους επηρεάζοντας την συνολική πορεία. Και όταν μιλάμε για
λόγους, ας μην ξεχνιόμαστε, μιλάμε για ζωές και για λογής απώλειες (γιατί
απώλεια δεν είναι μόνο ο θάνατος, υπάρχουν πολύ χειρότερες απώλειες από αυτόν
που αφήνουν βαθιά τραύματα). Ο
πολυγλωσσισμός και η πολυφωνία χαρακτηρίζει το μυθιστόρημα και του δίνει μια
διάσταση μαρτυρίας που αποτυπώνεται και στη χρήση της γλώσσας.
Βεβαίως
το πλέον αξιοσημείωτο κατά τη γνώμη μου στο μυθιστόρημα του Χατζηκωνσταντίνου
είναι το γεγονός ότι στο επίκεντρο της μυθοπλασίας τίθεται το πένθος. Η απαρηγόρητη
θλίψη που γεννά η απώλεια και η αδυναμία των ηρώων να διαχειριστούν το πένθος αποδιοργανώνει
την προσωπική τους ζωή, δηλητηριάζει τις σχέσεις με τους γύρω τους, κι αφήνει στην
ψυχή των πενθούντων αλλά και των οικείων τους βαθιές ουλές που
καθορίζουν μετέπειτα τις στάσεις και τις συμπεριφορές τους στη ζωή (4). Δεν έχουμε πολλά κείμενα που να θέτουν τη
διαχείριση του πένθους στο επίκεντρο της λογοτεχνικής προσπάθειας και αυτό
είναι κατανοητό γιατί η γλώσσα του πένθους είναι ο θρήνος και είναι δύσκολη η
μεταμόρφωση του θρήνου σε λόγο. Ωστόσο το εμπόδιο αυτό ο Δημήτρης Χατζηκωνσταντίνου
το ξεπερνά και μας δίνει ένα μυθιστόρημα που μετατρέπει το πένθος των ηρώων σε
κλειδί κατανόησης των πράξεών τους.
Κι
αυτό είναι ότι πιο σημαντικό. Γιατί ο αναγνώστης που κατανοεί τους ήρωες αποκτά
μια δυνατότητα με αυτή τη γνώση να χειριστεί την ίδια τη ζωή. Αυτό σημαίνει ότι
το μυθιστόρημα όπως κι όλη η λογοτεχνία, είναι συν τοις άλλοις και ένα εργαλείο
βίου.
ΘΩΜΑΣ
ΨύΡΡΑΣ
Λάρισα 22.4.2014
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1)Άλλα βιβλία του Δημήτρη Χατζηκωνσταντίνου :(2006) | Τετράδια ονείρων, Ταξιδευτής |
(2004) | Terra santa, Ταξιδευτής |
(2001) | Το μονόστηλο, Ελληνικά Γράμματα |
(2) Το όνομα οφείλεται στο γεγονός ότι τo 1946 οι εκδόσεις Gallimard είχαν εκδώσει μια μαύρη λογοτεχνική σειρά κι από τότε σταδιακά επικράτησε ο όρος στη λογοτεχνία και στον κινηματογράφο.
(3) Να αναφέρω δύο περιπτώσεις συγγραφέων που εκμεταλλεύτηκαν με διαφορετικό τρόπο την «μεγάλη» Ιστορία ως αφηγηματικό πεδίο: α) τον Μωρίς Αττιά (Maurice Attia), ο οποίος στο «Μαύρο Αλγέρι» εκμεταλλεύεται την εθνοτική και πολιτιστική αντιπαράθεση της αλγερινής κοινωνίας τη δεκαετία του ’50 και β) τον Στιγκ Λάρσον (Stieg Larsson) ο οποίος στο «Κορίτσι με το τατουάζ» εκμεταλλεύεται τις ναζιστικές εκφάνσεις της σουηδικής κοινωνίας.
(4) Στο δοκίμιό του «Πένθος και Μελαγχολία» που συνέγραψε το 1915, ο Freud αφοσιώνεται σε μία συγκριτική μελέτη μελαγχολίας και πένθους. Δύο κλινικά χαρακτηριστικά συνδέουν το πένθος και τη μελαγχολία: η οδυνηρή διάθεση και η κατάργηση του ενδιαφέροντος για τον κόσμο. Βεβαίως, ο βαθμός του συναισθήματος της οδύνης και αυτός της έλλειψης ενδιαφέροντος για τον κόσμο ποικίλλει τόσο στην κατάσταση του πένθους όσο και στην μελαγχολία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου