Θα μου επιτρέψετε, πριν περάσω στην παρουσίαση του βιβλίου, να επισημάνω κάτι που συχνά παραβλέπουμε: ότι το μυθιστορηματικό είδος σε όλες του τις ειδολογικές παραλλαγές δεν είναι τελικά παρά μια βιογραφία ή κάποιες βιογραφίες που μεταξύ τους διαπλέκονται και δημιουργούν έναν ιστό πλοκής με βάση τη ζωές των ηρώων, τις συγκρουσιακές ή αγαπητικές σχέσεις με άλλους χαρακτήρες, τις αντιφάσεις, τις επιλογές τους στα γυρίσματα της ζωής και της ιστορίας και τελικά τη «μοίρα» τους. Αν αυτό ισχύει εν μέρει, ισχύει απολύτως για το μυθιστόρημα του Τζαμιώτη.
Το
φαινομενικά θεματικό κέντρο στο
«Θα
πέσει η νύχτα»
είναι
η οικογενειακή ιστορία του
Λευτέρη
Διαμαντόπουλου ενός
καλλιεργημένου Λαρισαίου μεγαλοεπιχειρηματία
και γαιοκτήμονα. Τον παρακολουθούμε
στα επιχειρηματικά του σχέδια, στις
οικονομικές του διαπραγματεύσεις, στον
τρόπο διαχείρισης της μεγάλης περιουσίας
και στις σχέσεις του με τους συνεργάτες
και τους υφισταμένους του αλλά
και στον τρόπο που οργάνωσε τη ζωή του
στο μεγάλο αγρόκτημα που
κληρονόμησε
από
τον πατέρα του και φρόντισε να το
αυγατίσει.
Η
ζωή του Διαμαντόπουλου όπως παρουσιάζεται
στο μυθιστόρημα του Τζαμιώτη χαρακτηρίζεται
από την επιμονή του σ’ αυτό που θα
αποκαλούσαμε «επιμέλεια
του εαυτού». Είναι
ένας δυναμικός
μυθιστορηματικός
χαρακτήρας, που βασίζεται στη λογική
και
τη
στοχαστικότητα·
ένας άνθρωπος
που πλάι
στο κρεβάτι του έχει ένα βιβλίο του
Έλληνα
φιλοσόφου Παναγιώτη Κονδύλη
στη
σκέψη του οποίου καταφεύγει ως
μορφή καθαρής άσκησης του εαυτού για
να σπονδυλώσει και να
διευθύνει τον
τρόπο της
ζωής του. Κυρίως
όμως παρακολουθούμε τις σχέσεις του με
τα στενά
μέλη
της οικογένειάς του:
Η μητέρα του,
μια
δυναμική γυναίκα
σε μεγάλη ηλικία, έχει επιλέξει να ζει
αυτεξούσια
σε
ένα ξενοδοχείο της Λάρισας, μακριά από
το αγρόκτημα, στο οποίο επέστρεψε
αναγκαστικά μόνο όταν παρουσίασε
συμπτώματα απώλειας μνήμης και
προσανατολισμού.
Η σύζυγός του
Διαμαντόπουλου,
η Βασιλική,
μητέρα
των δύο παιδιών του,
διατηρεί σποραδικές επαφές μια
και τον
εγκατέλειψε και ζει
μόνιμα στην Αθήνα ακολουθώντας
τη δική της προσωπική πορεία.
Η
αγαπημένη
κόρη
του Άζια,
το
alter ego
του Διαμαντόπουλου,
είναι
το αγαπημένο παιδί του. Είναι
οικολόγος που σπουδάζει στο Λονδίνο
και
βρίσκεται
για μια ακτιβιστική δράση στη Χαλκιδική
όπου γνωρίζει τον γοητευτικό μαθηματικό
και υλοτόμο Πέτρο με τον οποίο συνάπτει
ερωτικό δεσμό. Μαζί
προσπαθούν να ενεργοποιήσουν τις
αντιδράσεις στα ορυχεία που καταστρέφουν
το δάσος.
Η ερωτική
της σχέση με τον Πέτρο και η ζωή στο
δάσος της αλλάζει τον τρόπο της ζωής
της. Η πλούσια καλομαθημένη κοπέλα
έρχεται αντιμέτωπη με την πραγματικότητα
και
μαθαίνει
να
βλέπει τον εαυτό
της
κάτω από το πρίσμα μιας
συνεχούς μάχης μέσα στη ζωή. Μαθαίνει
να
ζει μέσα από τη σκληρότητα των εμποδίων.
Ο
Αχιλλέας
ο έφηβος
γιος του, μαθητής
του Κολεγίου
στο Ψυχικό
μένει
αναγκαστικά
με τη μητέρα του
αλλά
περνά
τα καλοκαίρια στο κτήμα τριγυρνώντας
ανέμελος
σε
όλη την περιοχή παρέα με τον Πάτροκλο
τον αγαπημένο
συνομήλικο
εξάδελφο καβάλα στα μηχανάκια τους.
Ο
Βαγγέλης, πρώτος ξάδερφος του
Διαμαντόπουλου, παντρεμένος με την
Τασία,
δουλεύει
για λογαριασμό του Διαμαντόπουλου ως
γενικός επιστάτης του πελώριου κτήματος
και μένει
δίπλα στο κονάκι σε ένα μεγάλο σπίτι.
Αποτυχημένος
ως
επιχειρηματίας,
προβληματικός ως χαρακτήρας, κρύβει με
επιμέλεια την προσωπική του ζωή και
συσσωρεύει μέσα του τη ζήλεια και το
φθόνο που τον οδηγούν σε πράξεις
αυτοκαταστροφικές.
Η
εξηνταπεντάρα
Κατερίνα αεικίνητη και ακούραστη η
γυναίκα
έχει
τη γενική φροντίδα
του
σπιτιού αλλά και
τη φροντίδα της γηραιάς μητέρας του
Διαμαντόπουλου.
Η
ωραία
Δήμητρα
προσλαμβάνεται στο σπίτι για μαγείρισσα
για
να γίνει τελικά
η
κρυφή ερωμένη του Διαμαντόπουλου
Κοντά
σ’ αυτά τα πρόσωπα του
άμεσου περιβάλλοντος
του Διαμαντόπουλου
θηλυκώνονται
πρόσωπα τα οποία αρχικά φαίνονται να
έχουν μικρή ή καθόλου σχέση με την πορεία
της οικογένειας, όπως ο συμπαθητικός
ανάπηρος
Βασιλάκης
Κιντής, ένας
φωκνερικός ήρωας, που
παρότι «διέθετε
δύναμη και παλικαριά τριών, τεσσάρων
γεροδεμένων αντρών […] δεν ήθελε να τον
φοβούνται, να τον αγαπάνε ήθελε, όπως
προσπαθούσε να τους αγαπάει κι αυτός
ότι καζούρα κι αν του έκαναν». Υποστηρίζει
την ΑΕΛ και γνωρίζει με
απίστευτη λεπτομέρεια τα
πάντα για το ποδόσφαιρο, αληθινή
αθλητική εγκυκλοπαίδεια, που
χρησιμοποιεί τις γνώσεις του ως τρόπο
να αυτοεπιβεβαιώνεται ως άνθρωπος και
να αντιμετωπίζει το διαρκές μπούλινγκ
των συγχωριανών του.
Ο
Νίκος, αδερφός
της Τασίας, σπουδαγμένος ιστορικός
έχει
βάλει σκοπό της ζωής του να
ετοιμάσει ένα
διδακτορικό για τους
άταφους νεκρούς του ελληνοϊταλικού
πολέμου στα βουνά της Αλβανίας. Όταν
με τη μεσολάβηση του Διαμαντόπουλου
του δίνονται τα απαιτούμενα μέσα
μεταβαίνει στην Αλβανία και αναζητά τα
οστά δύο ελλήνων φαντάρων.
Η
Στέλλα είναι
η
μυστηριώδης ερωμένη του Νίκου, ο
Κρίτας ο πρώην πράκτορας της ΕΥΠ προσφέρει
τώρα τις υπηρεσίες του σε κάθε αναζήτηση,
η Λίτσα Σοροβόλα η τραγουδίστρια και
μεγάλος έρωτας του Κρίτα.
Και
κοντά σ’ αυτούς,
ο Γιάννης Στάλας, ένας
περιθωριακός φασιστοειδής τύπος, παλαιστής και
προαγωγός,
διατηρεί με τον αδερφό του ένα
παρακμιακό καθαριστήριο
στην
Αθήνα αλλά
διαρκώς
ονειρεύεται
να πιάσει την καλή με
μέσα άνομα και
δεν διστάζει να μπλέξει με άσχημες
παρέες.
Η
σχέση
του με την Ούσρα,
τη
νεαρή
μαυρούλα πόρνη, θα
τον φέρει σε
ένα κωλόμπαρο έξω από τη Λάρισα, όπου
θα πουλήσει τη νεαρή σαν φρέσκο κρέας
στους πεινασμένους για μαύρη σάρκα
Θεσσαλούς αγρότες.
Πλήθος τα πρόσωπα, αληθινή πινακοθήκη ανδρών και γυναικών: επιχειρηματίες, βουλευτές, υπάλληλοι, εργάτες, χωριάτες, γιατροί, αστυνομικοί, ζωγράφοι, καφετζήδες, διανοούμενοι, πρόσωπα που έρχονται από το παρελθόν της οικογένειας, αλήτες και άνθρωποι του περιθωρίου, μπράβοι νυχτερινών κέντρων, πόρνες, μπαργούμεν, υλοτόμοι… Λογής ζωές ανθρώπων, λογής πορείες βίου, λογής ιδεολογίες, λογής κρυφές προσδοκίες, λογής ομολογημένα και ανομολόγητα πάθη, λογής φορτία προσωπικών αντιφάσεων. Ο Τζαμιώτης δημιούργησε ένα συνθετικό μυθιστόρημα με όλη τη σημασία που κουβαλά η έννοια της σύνθεσης.
Από
όσα αράδιασα, νομίζω έγινε κατανοητό
ότι δεν μίλησα για την υπόθεση, το
story,
και
το τέλος του
βιβλίου. Και δεν θα το αποκαλύψω, γιατί
θα
ήταν σαν να υπονόμευα την
ανάγνωση του
βιβλίου.
Μπορώ όμως να σας δώσω μια σειρά από
στοιχεία που
θεωρώ άξια να επισημανθούν με
σκοπό αφενός
για να
εξάψω την αναγνωστική σας περιέργεια
και
αφετέρου για να σας βοηθήσουν, όσο
γίνεται, να εντοπίσετε τις ιδιαιτερότητες
στην οργάνωση του μυθοπλασίας του
μυθιστορήματος.
Στοιχείο
πρώτο: ο χρόνος εντός του οποίου στήνεται
το βιβλίο καλύπτει δύο χρόνια, από το
2021 ως το 2023. Ωστόσο, ο Τζαμιώτης ανοίγεται
στο παρελθόν των ηρώων του και καλύπτει
πολύ πιο μεγάλη ιστορική διάρκεια σε
ένα παιχνίδι όπου η επιδερμίδα του
παρόντος υποβαστάζεται στις στοιβάδες
του παρελθόντος. Γιατί
πάντα το παρελθόν
βρίσκει αιφνίδια
δίοδο
στις επιλογές των προσώπων.
Στοιχείο
δεύτερο: ο τόπος εντοπίζεται γεωγραφικά.
Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου
εκτυλίσσεται στον λαρισαϊκό κάμπο
-κάπου κοντά στη Γυρτώνη- στα γύρω χωριά
και στην ίδια τη Λάρισα. Ο γενέθλιος
χώρος του Τζαμιώτη μυθοποιείται. Και
είναι γοητευτικό να περιπλανιέσαι στην
«αφηγημένη» πόλη. Ο
Λαρισαίος αναγνώστης θα το απολαυσει.
Άλλωστε
μια πόλη γίνεται πραγματική πόλη μόνον
όταν μυθολογηθεί, όταν δηλαδή την
περπατήσεις μέσα από τα μάτια των
χαρακτήρων της λογοτεχνίας.
Στοιχείο
τρίτο: η πολυτοπική
κινητικότητα των ηρώων οι οποίοι
περιτρέχουν (και
μαζί τους και οι αναγνώστες) τα
δάση και τα χωριά της Χαλκιδικής, τις
Σκουριές, τις μεγαλοαστικές αλλά και
τις υποβαθμισμένες γειτονιές της Αθήνας,
την
πλατεία Βικτωρίας, τα Εξάρχεια, το
Κολωνάκι, τα
χωριά
και τις
κωμοπόλεις
της Μεσσηνίας, τα ελληνόφωνα χωριά της
Αλβανίας, το ύψωμα 731
της θυσίας των Ελλήνων φαντάρων, τα
σκυλάδικα και τα μπαρ της εθνικής οδού…
Αυτό δημιουργεί συνθήκες μιας πολύχρωμης
κοινωνικής και πολιτικής αφήγησης που
αναδεικνύει
τις
πολύπλοκες
και πολυσήμαντες διεργασίες που
συντελούνται στις
ψυχές
των
χαρακτήρων αλλά
και στην κοινωνία μας.
Στοιχείο
τέταρτο: σε
μια εποχή κυνισμού, απληστίας και
ατομικισμού, οι ήρωες του Τζαμιώτη
-ακόμα και οι «κακοί» του βιβλίου-
αντιμετωπίζονται με συγγραφική κατανόηση.
Πλάι
στον
πλούτο, την
εξουσία, την επιθυμία για ισχύ, τη
διαφθορά, την
εκμετάλλευση,
την
πορνεία,
την
εγκληματικότητα,
το
φόνο
οι
ήρωες του Τζαμιώτη μπορούν
να πράξουν το «καλό» μέσα από μικρές,
καθημερινές πράξεις.
Να
δημιουργήσουν
να ερωτευτούν,
να
δείξουν
τρυφερότητα, αλληλεγγύη ή
συγχώρεση. Ο
Τζαμιώτης δημιουργεί ήρωες οι οποίοι
μέσα από τις αντιφάσεις
τους «περιγράφουν»
την περιπέτεια της ύπαρξης.
Ο
Τζαμιώτης ακόμα κι όταν αναφέρεται στο
κακό αφήνει ανοιχτή τη χαραμάδα να
εισχωρήσει το καλό. Ο Τζαμιώτης έχει
εμπιστοσύνη
του στην καλοσύνη.
Στοιχείο
πέμπτο: η
γλώσσα της αναλυτικής σχεδόν
κινηματογραφικής περιγραφής. Η
γλώσσα της περιγραφής μετατρέπεται σε
ένα ρεαλιστικό πίνακα που όσο τον
πλησιάζουμε τόσο οι λεπτομέρειες
κατακλύζουν το
οπτικό μας πεδίο, και
όλες μαζί αναδιοργανώνονται
σε ένα σωρό κινήσεων
όπου οι
αντιδράσεις των προσώπων μεταμορφώνονται
σε
μια
θαυμαστή μελωδία
της εσωτερικής ζωής. Και
καθώς η περιγραφή
συνδυάζεται με παρέμβλητες εξιστορήσεις
δίνει
ολοκάθαρα την
περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής μας
με
τις μικρές συνήθειες, τις ιδεολογικές
αμφιβολίες και τις αδυναμίες των
βεβαιοτήτων μας.
Πρωτύτερα
είπα ότι «ο
Τζαμιώτης δημιούργησε ένα συνθετικό
μυθιστόρημα με όλη τη σημασία που κουβαλά
η έννοια της σύνθεσης». Πρέπει
να εξηγήσω τον
χαρακτηρισμό.
Ο
Μπόρχες στους
«Τέσσερεις κύκλους» στη συλλογή «Το
χρυσάφι των Τίγρεων»
κάνει λόγο για τις 4 αρχετυπικές γενετικές
μυθοπλασίες πάνω στις οποίες χτίζονται
αιώνες τώρα αναρίθμητες
παραλλαγές που
οικοδομούν
την παγκόσμια λογοτεχνία:
η πρώτη
αναφέρεται στη
μάχη μιας πόλης
οι υπερασπιστές της οποίας ξέρουν ότι
ο αγώνας τους είναι μάταιος κι ότι τελικά
θα υποκύψουν
(από την «Ιλιάδα» έως τον «Πόλεμο
των άστρων»), η
δεύτερη αναφέρεται στην
περιπλάνηση
και την
επιστροφή του ήρωα (από την «Οδύσσεια»
έως τις περιπλανήσεις του «Σεβάχ
του θαλασσινού»), η
τρίτη αναφέρεται στην
αναζήτηση κάποιου σωτήριου προσώπου ή
αντικειμένου που γίνεται μέγας σκοπός
της ζωής του ήρωα (από το μύθο
για το Χρυσόμαλλο
δέρας έως τον πλοίαρχο
Έιχαμπ του «Μόμπυ Ντικ» που κυνηγά τη
φάλαινα ή
τον ήρωα του
Κάφκα
που αναζητά τη Δικαιοσύνη)
και τέταρτη ο
μύθος που
περιστρέφεται γύρω από το θέμα του
θανάτου και της αναγέννησης (από τον
μύθο του Διόνυσου έως
τον Ιησού της Καινής Διαθήκης).
Σ’
αυτές τις ιδρυτικές ιστορίες πρέπει να
προσθέσουμε ακόμη μία πέμπτη: τον «μύθο
του ήρωα» που αντιμάχεται τις δόλιες
δυνάμεις που προσπαθούν να υπονομεύσουν
την κυριαρχία ή την υστεροφημία του και
μέσα από την πάλη και τον
προσωπικό του αγώνα κατακτά
την αυτογνωσία
και την ολοκλήρωση (από
το
«Βασιλιάς
Άρθουρος και οι Ιππότες της Στρογγυλής
Τραπέζης» έως
το «Ο γέρος
και η θάλασσα» του
Ernest Hemingway και
τον
«Χάρι
Πότερ» της J.K. Rowling).
Όταν
τελείωσα την ανάγνωση του «Θα
πέσει η νύχτα» αναρωτήθηκα
ποιος από τους πέντε ιδρυτικούς μύθους
άρδευε το μυθιστόρημα του Τζαμιώτη.
Με έκπληξη διαπίστωσα ότι η πολυδαίδαλη
υπόθεση του μυθιστορήματος ήταν δομημένη
με τέτοιο τρόπο ώστε συνέπλεκε και τους
πέντε ιδρυτικούς μύθους. Ο Γιάννης
Στάλας
μάχεται με τον
περιθωριακό
τρόπο της ζωής του γνωρίζοντας
ότι τελικά θα υποκύψει, η κόρη του
Διαμαντόπουλου
περιπλανιέται
στη
Χαλκιδική για
να επιστρέψει ώριμη
στο πατρογονικό κτήμα, ο Νίκος αναζητά
τα οστά των φαντάρων ως μέγα
σκοπό της ζωής του, ο
Βασιλάκης Κιντής πεθαίνει και γεννιέται
μέσα από το δυστύχημα που τον κατέστησε
ανάπηρο, ο Διαμαντόπουλος αντιμάχεται
τις δυνάμεις που προσπαθούν να υπονομεύσουν
την κυριαρχία της οικογένειάς του.
Έχουμε μια ευρεία σύνθεση από πέντε
μυθοπλασίες που μπλέκονται μεταξύ τους:
οικογενειακό χρονικό, μυθιστόρημα
νουάρ, αστυνομικό μυθιστόρημα, μυθιστόρημα
ενηλικίωσης, υπαρξιακό θρίλερ. Πόσα
μυθιστορήματα μπορούν να καυχηθούν ότι
πέτυχαν μια τέτοια σύνθεση;
Το
τελικό αποτέλεσμα είναι
ένα
σπουδαίο βιβλίο. Ένα
βιβλίο «κεντροευρωπαϊκό»
σαν τα μεγάλα
μυθιστορήματα
του
μεσοπολέμου του
Μούζιλ, του
Τσβάιχ,
του
Κανέτι,
του
Ροτ,
του
Μπροχ
(κι
αυτό το λέω με πλήρη επίγνωση για την
αξία του έργου). Ο
Τζαμιώτης έγραψε
το
μεγάλο
μυθιστόρημα
μιας μεταβατικής εποχής. Ο Τζαμιώτης
με
το συνθετικό του μυθιστόρημα δεν
δίνει απαντήσεις. Θέτει ερωτήματα κι
αυτό φαίνεται από τον τίτλο.«Θα
πέσει η νύχτα». Μια
απαισιόδοξη πρόβλεψη.
Όπως είπε σε μια συνέντευξή του «δεν
υπάρχουν περίοδοι ειρήνης. Υπάρχουν
εμπόλεμες περίοδοι και μεσοπόλεμοι.
Εδώ ταιριάζει και ο τίτλος Θα
πέσει η νύχτα.
Φοβάμαι ότι ζούμε πάλι ένα μεσοπόλεμο.
[...]
Ζητήματα που θεωρούσαμε λυμένα μοιάζουν
ξανά προς διαπραγμάτευση».
Σε
μια μεταβατική εποχή σαν
τη δική μας στην οποία δεν
υπάρχουν βεβαιότητες ούτε ασφαλείς
συνθήκες αυτό
που έμοιαζε «ιδεολογικά ορθό» και έδινε
σιγουριά και ασφάλεια στην ανθρώπινη
πορεία, τώρα μοιάζει να υπονομεύεται
εκ των έσω. Οι
ιδεολογίες ανατρέπονται, ο ατομικισμός
υπονομεύει τη συλλογική ζωή, η φύση
αμύνεται στις αλόγιστες δράσεις μας,
το «καλό» και το «κακό» δεν είναι πλέον
ξεκάθαρες κατηγορίες ήθους. Το
ελεύθερο άτομο,
απέναντι στους άλλους ανθρώπους,
διακυβεύει τη
μοίρα του μέσα στο χρόνο και
μπρος το θάνατο. Είναι
η ευθραυστότητα
των ανθρώπινων σχέσεων και η τραγικότητα
της ανθρώπινης κατάστασης όπου οι
βεβαιότητες
και η σιγουριά μπορούν να ανατραπούν
απρόσμενα. Είναι
αυτό που ο
Kierkegaard ονομάζει αγωνία και ο Nietzsche
ονομάζει
κίνδυνο. Εκεί
ανακαλύπτουμε
ότι πέρα από
τον εαυτό μας υπάρχει κάτι
Άλλο που μας
υπερβαίνει, κι
ότι από αυτό εξαρτάται
η ύπαρξη.
Τελικά, αυτό
το κάτι Άλλο ήταν το γονιμοποιό επίκεντρο
πάνω στο οποίο παιδεύτηκε η μυθοπλασία
του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη.
Θωμάς
Ψύρρας
Λάρισα 28-5-2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου