Κώστας Λάνταβος: «Η Σεβαστή»
ή
μαζεύοντας
το χυμένο γάλα
Η σύγχρονη ελληνική πεζογραφία (μυθιστόρημα, διήγημα, νουβέλα) μας παρουσιάζεται με τέσσερα βασικά θεματικά είδη:
α) αφηγήματα που εκμεταλλεύονται το ιστορικό παρελθόν, το οποίο χρησιμοποιείται ως χαλί πάνω στο οποίο απλώνεται η μυθοπλασία Συχνά παίρνουν τη μορφή είτε ιστορικών μυθιστορημάτων, είτε πεζών κειμένων εποχής με έντονες νεοηθογραφικές αναπλάσεις, είτε αφηγηματικών κειμένων με έντονη τάση αυτοβιογράφησης (παιδική ηλικία, δυσκολίες ενηλικίωσης, οικογενειακά δράματα κλπ). Ουσιαστικά πρόκειται για συγγραφικές προσπάθειες αυτογνωσίας, που πολλαπλασιάζονται σε καιρούς μεταιχμιακούς, όταν οι κοινωνίες βρίσκονται σε δύσκολες καταστάσεις μετάβασης από μια παλιότερη μορφή οργάνωσης σε μιαν άλλη σύγχρονη και γι’ αυτό άγνωστη και φοβική.
β) αφηγήματα που θεμελιώνονται στην τρέχουσα κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα (πολλά από αυτά μάλιστα χρησιμοποιούν τη φόρμα του αστυνομικού αφηγήματος). Δανείζονται τη θεματική τους από προβλήματα που μας απασχολούν καθημερινά: τον ρατσισμό, τον εθνικισμό, τη διάρρηξη των δεσμών στη σύγχρονη οικογένεια, το ρόλο των ΜΜΕ, τη θέση μας στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, τη βιοηθική, την κλιματική αλλαγή, τη βία, τη σχέση μας με την ετερότητα, τη συνύπαρξη με τον «Άλλο», τον «ξένο» ή τον «πρόσφυγα», την πανδημία, τα ναρκωτικά, τις ταυτότητες φύλου κλπ.
γ) αφηγήματα που επικεντρώνονται στον «εσωτερικό άνθρωπο», στις ανθρώπινες σχέσεις και την ανάλυση του «εγώ» και αναδεικνύουν την αλλοτρίωση, την ιδιώτευση, την εσωστρέφεια, την κατάθλιψη και την τρέλα. Τα αφηγήματα αυτού του είδους παράγουν είτε πεζά με κλασική αληθοφανή γραφή ή, αντίθετα, μεταμοντέρνα πεζά που βασίζονται σε αυτοαναφορικές κατασκευές χτίζοντας, όχι την αφήγηση μιας περιπέτειας αλλά την περιπέτεια μιας αφήγησης.
δ) και τέλος, αφηγήματα που χρησιμοποιούν το είδος του φανταστικού και αποδίδουν την πραγματικότητα με αλληγορίες, με ρωγμές στον ρεαλισμό, επενδύοντας στο άλογο και το παράλογο, στο μεταφυσικό και το υπερφυσικό, στο παράδοξο, στο παρά-λόγον και στο ανοίκειο.
Οφείλω να επισημάνω ότι πρόκειται για μια γενικευτική ταξινόμηση -όπως όλες οι ταξινομήσεις που επιδιώκουν οριοθετημένες και «καθαρές» μορφές. Στην πραγματικότητα, η σύγχρονη πεζογραφία μας κινείται σε πολλά επίπεδα, είναι πολύμορφη, αναμειγνύει μορφές, ενσωματώνει ποικίλες θεματικές, πειραματίζεται με εκφραστικούς τρόπους, χωνεύει παγκόσμιες επιρροές (αγγλοσαξωνικές, ευρωπαϊκές, λατινοαμερικάνικες, ακόμα και ινδικές ή αφρικανικές κλπ), δανείζεται στοιχεία από το ένα ή το άλλο είδος σε απόλυτη ελευθερία επιλογής.
Σε όλες της όμως τις εκφάνσεις, η σύγχρονη ελληνική πεζογραφία χαρακτηρίζεται από ένα θεμελιακό στοιχείο: το κοινωνικό εναλλάσσεται με το ατομικό και το ατομικό με το κοινωνικό. Κι έτσι ο τρόπος με τον οποίο υλοποιείται ετούτη η εναλλαγή, γίνεται το βασικό ειδοποιητικό στοιχείο στην παραγωγή της σύγχρονης πεζογραφίας μας.
Ανέφερα τα προηγούμενα μόνο και μόνο για να περιγράψω ακροθιγώς το πεδίο στο οποίο εισέρχεται ο καθένας πεζογράφος που αποτολμά να εκδώσει ένα βιβλίο του στην ελληνική αγορά. Να έχει επίγνωση ότι εισέρχεται σε ένα πεδίο «προστρίψεων», που έλεγε μέσα από τους πεζούς στίχους του ο Ανδρέας Εμπειρίκος στη «Οκτάνα».1 Οφείλει να έχει ένα είδος προκατανόησης του λογοτεχνικού πεδίου για να ψυχανεμίζεται σε ποιο χώρο εισέρχεται ώστε να μπορεί να διαισθάνεται τι επιδιώκει, τι συνεισφέρει στο πεδίο και τι του υπολείπεται.
Και έρχομαι στη «Σεβαστή» του Κώστα Λάνταβου.
Ο Λάνταβος δεν είναι πεζογράφος. Είναι ποιητής δοκιμασμένος, με έργο ποιητικό αξιόλογο μακράς πορείας. Αυτό από μόνο του είναι μειονέκτημα (ή μήπως πλεονέκτημα;). Ο Λάνταβος εισέρχεται στο πεδίο της πεζογραφίας με ένα δύσκολο είδος: τη νουβέλα εποχής, ένα πεζό κείμενο εποχής με έντονες νεοηθογραφικές αναπλάσεις.
Δύσκολο πράγμα! Σα να μαζεύεις χυμένο γάλα.
Η νουβέλα, ως είδος, δεν έχει τις απαιτήσεις του διηγήματος (δηλαδή την αποτύπωση μιας πλοκής σε μικρή έκταση, όπου η ροή της γλώσσας φωτογραφίζει την κορύφωση και συμπυκνώνει το σπουδαίο σε λίγες λέξεις), ούτε τις απαιτήσεις του μυθιστορήματος (που αφορά τη μεγάλη απλωμένη πολυφωνική σύνθεση που παίζει με την ισορροπία των αντιθέσεων και των συγκρούσεων). Η νουβέλα συνδυάζει τη μεγάλη με τη μικρή φόρμα και αγωνίζεται να διατηρήσει μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στο καίριο και το πολυσύνθετο. Δύσκολο πράγμα!
Πώς αντιμετωπίζει ο Λάνταβος ετούτες τις δυσκολίες σε επίπεδο κατασκευής; Καταφεύγει σε μια εξιστόρηση του πραγματικού. Αυτό σημαίνει ότι θεματικά αφήνει στην άκρη την προσπάθεια της φανταστικής μυθοπλασίας και προσγειώνεται κυριολεκτικά στο “γεγονός”, σ’ αυτά που έχουν όντως συμβεί.
Ο Λάνταβος φυλάγεται από τις κακοτοπιές της ηθογραφίας. Αποφεύγει τη μανιέρα των κακών ηθογράφων που παρουσίαζαν την ελληνική επαρχία ως άδολη κατοικία περήφανων και αγνών ψυχών. Υιοθετεί μια καταγραφική -αντικειμενική στάση που δίνει στη νουβέλα μια σχεδόν ανθρωπολογική αξία.
Βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’50 στα Ταμπάκικα της Λάρισας. Το ζεύγος Στέργιου και Σεβαστής ζει και σταδιακά πλουτίζει στο περιθώριο της συνοικίας χωρίς να τεκνοποιήσουν παρά τις προσπάθειές τους. Η ατεκνία οδηγεί το Στέργιο στη σύλληψη ενός σχεδίου απομάκρυνσης της Σεβαστής ώστε να μην κατηγορηθεί ο ίδιος ως υπαίτιος του διαζυγίου αλλά να φορτωθεί τη ντροπή του διαζυγίου η Σεβαστή. Η εξέλιξη της ιστορίας του ζεύγους εκτείνεται στα δέκα πρώτα χρόνια του έγγαμου βίου τους συν τα δύο χρόνια κατά τα οποία έρχεται στο σπίτι τους ο ενοικιαστής αξιωματικός ο οποίος τελικά γίνεται μετά από συνεννόηση με τον Στέργιο ο φορέας ντροπής της άτεκνης γυναίκας. Συνολικά η νουβέλα καλύπτει περίπου μια δεκαπενταετία. Η Σεβαστή, μια αδικημένη και συκοφαντημένη άτεκνη γυναίκα, τελικά καθαρίζει την ντροπή με το καυστικό υγρό στον άνθρωπο που τη συκοφάντησε προκαλώντας του «βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη» όπως όριζε η νομολογία του Αρείου Πάγου για τις επιθέσεις με βιτριόλι προβλέποντας ποινή κάθειρξης μέχρι και 10 χρόνια στον/στην δράστη.
Ο Λάνταβος όμως επέλεξε να μη λειτουργήσει ως καταγραφέας μιας ρεαλιστικής non fiction καταγραφής. Θα ήταν εύκολο, λόγω της έντασης του θέματος, να χρησιμοποιήσει άμεσες αναφορές από τον Τύπο της εποχής για την υπαρκτή βιτριολίστρια ηρωίδα ή να διανθίσει τη νουβέλα με «συνεντεύξεις» του άμεσου περίγυρου που αφορούσαν την προσωπικότητα της δράστιδος. Αντ’ αυτών επιλέγει τον τρόπο της κλασικής τριτοπρόσωπης αφήγησης, όπου ένας γνώστης αφηγητής έρχεται από το σήμερα να εξιστορήσει αλλά και να σχολιάσει τα γεγονότα του παρελθόντος με κατανόηση για τη συμπεριφορά της Σεβαστής συμπαραστεκόμενος αφηγηματικά στο τιμωρητικό χέρι της ηρωίδας.
Στη νουβέλα, που καλύπτεται αποκλειστικά από την τωρινή αφήγηση του αφηγητή, μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερεις διαστάσεις:
τη σημασιολογική (που αφορά τα περιεχόμενα και τον κόσμο που αναπαρίσταται στην αφήγηση)
τη συντακτική (που αφορά τις συνδέσεις που ενώνουν αιτιολογικά τις αφηγούμενες πράξεις των ηρώων)
τη ρηματική (που αφορά την εκφορά του λόγου και τις φράσεις που συγκροτούν το κείμενο)
και την προσληπτική (που ορίζει τη συναισθηματική συμμετοχή του αναγνώστη σε σχέση με τα τεκταινόμενα της αφήγησης).
Ο περίγυρος της κοινωνίας στα Ταμπάκικα της δεκαετίας του ’50 είναι ο αφανής πρωταγωνιστής της ιστορίας. Τα σιωπηλά πρόσωπα -που ακούν, παρατηρούν, σχολιάζουν και εν τέλει καταδικάζουν- είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Αυτός ο μικρόκοσμος με την παγιωμένη νοοτροπία για τη γυναικεία υποταγή και την ανδρική εξουσία, που θεωρεί ατιμωτική την ατεκνία φορτώνοντας το «αμάρτημα» στη γυναίκα, που έχει ιδιαίτερη αντίληψη για την «τιμή» της γυναίκας και την «αξιοπρέπεια» του άντρα, αυτός πνίγει τη σχέση του ζεύγους Σεβαστής-Στέργιου και πάλι αυτός δίνει ανάσα στη Σεβαστή στο τέλος της περιπέτειάς της.
Η μικροαστική νοοτροπία των νεοαφιχθέντων αγροτικών στρωμάτων στις συνοικίες που συγκροτούν την πόλη της Λάρισας, διαμορφώνει κατά τις δεκαετίες του’50 και του’60 ένα ιδιαίτερο νοοτροπιακό μείγμα «αστικής καθυστέρησης» ενισχυμένης από επιδιώξεις νεοπλουτισμού, κατανάλωσης, ευζωίας και κατασκευής «καλού ονόματος». Αυτή η καμπίσια νοοτροπία που έχει ρίζες στο χωριάτικο αξιακό σύστημα, κατευθύνει τις σχέσεις των δύο φύλων και αναμεμειγμένη με τη χωριάτικη ξεροκεφαλιά, την επιμονή και τη σκληρότητα ή το αντριλίκι, είναι αυτή που τελικά πρωταγωνιστεί και κινητοποιεί τις δράσεις και τις αντιδράσεις των ηρώων της ιστορίας. Αυτή καθορίζει τις επιλογές του Στέργιου και της Σεβαστής.
Έτσι οι δράσεις και οι αντιδράσεις των ηρώων αιτιολογούνται και ερμηνεύονται αφηγηματικά ως «κοινωνικά φυσιολογικές» σύμφωνα με τα αξιακά δεδομένα της εποχής. Στη βάση αυτή γίνεται «κατανοητή» η επιθυμία του Στέργιου (που δε στεργιώνει παιδί) όσο και η πράξη της Σεβαστής (που αποζητά τον σεβασμό του κοινωνικού της περίγυρου) ώστε στο τέλος η αποκαταστημένη Σεβαστή να μπορεί να σηκωθεί και να χορέψει στο γλέντι και σ’ αυτό τον μοναδικό χορό του ζεύγους ο Στέργιος να σωριαστεί νεκρός. Τελικά, ισχύουν τα ερωτήματα και οι απαντήσεις του Henry James στο βιβλίο του “Η Τέχνη της Μυθοπλασίας”: «Τι είναι ένας χαρακτήρας, παρά ο καθορισμός της δράσης; Τι είναι η δράση, παρά η απεικόνιση του χαρακτήρα;2
Όμως, η εκφορά του λόγου του αφηγητή υπονομεύει αυτή την αξιακή «κατανόηση». Μέσα από τα δικά του, έμμεσα ή άμεσα, σχόλια υιοθετεί μια στάση καταγγελτική κι αυτό δίνει στο αφήγημα το αναγκαίο ανθρωπιστικό υπόβαθρο να αναπτυχθεί «λόγος συμπαθείας» για τα δεινά της γυναίκας. Ο αφηγητής -έστω κι αν δεν το δηλώνει ρητά – δεν αντιμετωπίζει ακόμα και τη βιτριολική πράξη της Σεβαστής ως πράξη εκδίκησης, αλλά ως πράξη αυτοπροστασίας και ανομολόγητης επιθυμίας να μην απομονωθεί από τον περίγυρο των καταπιεστικών Ταμπάκικων. Πολύ περισσότερο δεν αντιμετωπίζει τη βιτριολική πράξη ως πράξη επαναστατική μιας πρώιμης φεμινίστριας που αντιδρά συνειδητά ώστε να σπάσει τα γυναικεία δεσμά.
Η «τιμωρία» ως ανταποδοτική πράξη στο πρόσωπο που καταπάτησε νόμο τιμής, βρίσκεται στο επίκεντρο της βιτριολικής πράξης της Σεβαστής. Η «τιμωρία» (ας μην ξεχνάμε ότι η λέξη προέρχεται από την “τιμή” και το αρχαίο ρήμα “οράω-ω”) έχει για τη Σεβαστή περιεχόμενο σχεδόν θεολογικό. Αποκαθιστά τη διαταραγμένη τάξη. Κι αυτό της επιτρέπει πάλι να επιστρέψει «δικαιωμένη» στην πρότερη έγγαμη κατάσταση στο πλάι του αδίστακτου συζύγου της σε μια «αποκαταστημένη» (;) συζυγική σχέση -ακατανόητη για τη σύγχρονη γυναίκα. Η Σεβαστή επιστρέφει «δικαιωμένη». Όμως ο σύγχρονος αναγνώστης του 21ου αιώνα, δεν το αντιλαμβάνεται ως «δικαίωση» μιας και ανήκουμε σε έναν άλλο αξιακό κόσμο όπου μια τέτοια επιστροφή θα εθεωρείτο προσωπική «γυναικεία ήττα». Ας μην ξεχνάμε ότι μέσα σε κάθε αναγνώστη υπάρχει ταυτόχρονα ένας θεατής κι ένας δράστης, αυτός που διαβάζει κι αυτός που αποκρίνεται στα γεγονότα του αφηγήματος. Και είναι δυνατόν ως θεατής να διεγείρεται συναισθηματικά σε σχέση με τα τεκταινόμενα της αφήγησης και συγχρόνως ως δράστης της ανάγνωσης να διατηρεί κριτικά ενστάσεις για τις επιλογές των ηρώων (θυμηθείτε τη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη: συμμετέχουμε συναισθηματικά στο προσωπικό της δράμα και ταυτόχρονα αρνούμαστε τη δολοφονία των κοριτσιών). Έτσι η βιτριολίστρια καθίσταται πρόσωπο αφηγηματικά συμπαθές.
Ωστόσο, ο αναγνώστης δεν μπορεί να διακρίνει την ηθική πρόταση του κειμένου. Αυτό άραγε αποτελεί πλεονέκτημα ή μειονέκτημα του κειμένου; Η απάντηση δεν είναι εύκολη.
Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την αξία της Λογοτεχνίας ως «δείκτη» που καθρεφτίζει την Ιστορία και την κοινωνία, όμως «τί αποκαλύπτει η λογοτεχνία σχετικά με τη δική μας ανθρωπολογική κατασκευή;», «τι χρησιμεύει μια νεοηθογραφική μυθοπλασία;» «μπορεί να λειτουργήσει ως σημείο όπου οι παλιές και οι νέες αξίες συναντώνται και επενεργούν η μια πάνω στην άλλη;», «μπορεί η χρήση της νεοηθογραφίας να μετατραπεί σε μέσο υπέρβασης του δεδομένου και να προκαλέσει τον μετασχηματισμό του υπαρκτού;»
Τέτοια ερωτήματα, τα οποία τίθενται έμμεσα και με τη «Σεβαστή» του Κώστα Λάνταβου, ανοίγουν μια μεγάλη συζήτηση που τελικά αφορά τη χρήση της Λογοτεχνίας και πιο συγκεκριμένα την ταλάντωση ανάμεσα στον κόσμο του κειμένου και τον κόσμο του αναγνώστη. Πάντως, όποιες κι αν είναι οι απαντήσεις που θα δώσουμε, ένα πράγμα απομένει τελικά: το κείμενο καθεαυτό και η προσπάθεια του αναγνώστη να αποκαλύψει αυτό που παραμένει κρυμμένο μέσα του.
Θωμάς Ψύρρας
Λάρισα 22/9/2021
1«αυταί αι σκόπιμοι και εκστατικοί μέσα στα οχήματα επαφαί-ψαύσεις, συνθλίψεις και προστρίψεις».
2. Henry James, Η Τέχνη της Μυθοπλασίας, πρόλογος-μετάφραση-σημειώσεις Κώστας Παπαδόπουλος, Αθήνα: Άγρα, 1991, σ. 42-43
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου