Παρασκευή 30 Μαΐου 2025

Κωνσταντίνος Τζαμιώτης: «Θα πέσει η νύχτα»


Ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης είναι από εκείνους τους πεζογράφους που δεν προσπαθούν να συντηρήσουν το όνομά τους στην εκδοτική επικαιρότητα γράφοντας ένα έργο κάθε δώδεκα μήνες. Ο Τζαμιώτης χρειάζεται χρόνο περισυλλογής που σημαίνει ότι το έργο του πρώτα ωριμάζει εσωτερικά αργά - αργά και κατόπιν η γραφή του γίνεται μια διαδικασία καλά σχεδιασμένη, βασισμένη στην επίπονη έρευνα και την ενδελεχή παρατήρηση. Έξι χρόνια πέρασαν από το «Σε ποιον ανήκει η κόλαση» το τελευταίο του βιβλίο του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη· περίοδος μεγάλης δημιουργικής «σιωπής» που προετοίμασε το καινούργιο του έργο, το «Θα πέσει η νύχτα» ένα πολυπρόσωπο και πολυφωνικό μυθιστόρημα, ένα χείμαρρο μυθοπλασίας 717 σελίδων.

Θα μου επιτρέψετε, πριν περάσω στην παρουσίαση του βιβλίου, να επισημάνω κάτι που συχνά παραβλέπουμε: ότι το μυθιστορηματικό είδος σε όλες του τις ειδολογικές παραλλαγές δεν είναι τελικά παρά μια βιογραφία ή κάποιες βιογραφίες που μεταξύ τους διαπλέκονται και δημιουργούν έναν ιστό πλοκής με βάση τη ζωές των ηρώων, τις συγκρουσιακές ή αγαπητικές σχέσεις με άλλους χαρακτήρες, τις αντιφάσεις, τις επιλογές τους στα γυρίσματα της ζωής και της ιστορίας και τελικά τη «μοίρα» τους. Αν αυτό ισχύει εν μέρει, ισχύει απολύτως για το μυθιστόρημα του Τζαμιώτη.

 Το φαινομενικά θεματικό κέντρο στο «Θα πέσει η νύχτα» είναι η οικογενειακή ιστορία του Λευτέρη Διαμαντόπουλου ενός καλλιεργημένου Λαρισαίου μεγαλοεπιχειρηματία και γαιοκτήμονα. Τον παρακολουθούμε στα επιχειρηματικά του σχέδια, στις οικονομικές του διαπραγματεύσεις, στον τρόπο διαχείρισης της μεγάλης περιουσίας και στις σχέσεις του με τους συνεργάτες και τους υφισταμένους του αλλά και στον τρόπο που οργάνωσε τη ζωή του στο μεγάλο αγρόκτημα που κληρονόμησε από τον πατέρα του και φρόντισε να το αυγατίσει. Η ζωή του Διαμαντόπουλου όπως παρουσιάζεται στο μυθιστόρημα του Τζαμιώτη χαρακτηρίζεται από την επιμονή του σ’ αυτό που θα αποκαλούσαμε «επιμέλεια του εαυτού». Είναι ένας δυναμικός μυθιστορηματικός χαρακτήρας, που βασίζεται στη λογική και τη στοχαστικότητα· ένας άνθρωπος που πλάι στο κρεβάτι του έχει ένα βιβλίο του Έλληνα φιλοσόφου Παναγιώτη Κονδύλη στη σκέψη του οποίου καταφεύγει ως μορφή καθαρής άσκησης του εαυτού για να σπονδυλώσει και να διευθύνει τον τρόπο της ζωής του. Κυρίως όμως παρακολουθούμε τις σχέσεις του με τα στενά μέλη της οικογένειάς του:
Η μητέρα του,
μια δυναμική γυναίκα σε μεγάλη ηλικία, έχει επιλέξει να ζει αυτεξούσια σε ένα ξενοδοχείο της Λάρισας, μακριά από το αγρόκτημα, στο οποίο επέστρεψε αναγκαστικά μόνο όταν παρουσίασε συμπτώματα απώλειας μνήμης και προσανατολισμού.
Η σύζυγός του
Διαμαντόπουλου, η Βασιλική, μητέρα των δύο παιδιών του, διατηρεί σποραδικές επαφές μια και τον εγκατέλειψε και ζει μόνιμα στην Αθήνα ακολουθώντας τη δική της προσωπική πορεία.
Η αγαπημένη κόρη του Άζια, το alter ego του Διαμαντόπουλου, είναι το αγαπημένο παιδί του. Είναι οικολόγος που σπουδάζει στο Λονδίνο και βρίσκεται για μια ακτιβιστική δράση στη Χαλκιδική όπου γνωρίζει τον γοητευτικό μαθηματικό και υλοτόμο Πέτρο με τον οποίο συνάπτει ερωτικό δεσμό. Μαζί προσπαθούν να ενεργοποιήσουν τις αντιδράσεις στα ορυχεία που καταστρέφουν το δάσος. Η ερωτική της σχέση με τον Πέτρο και η ζωή στο δάσος της αλλάζει τον τρόπο της ζωής της. Η πλούσια καλομαθημένη κοπέλα έρχεται αντιμέτωπη με την πραγματικότητα και μαθαίνει να βλέπει τον εαυτό της κάτω από το πρίσμα μιας συνεχούς μάχης μέσα στη ζωή. Μαθαίνει να ζει μέσα από τη σκληρότητα των εμποδίων.
Ο Αχιλλέας ο έφηβος γιος του, μαθητής του Κολεγίου στο Ψυχικό μένει αναγκαστικά με τη μητέρα του αλλά περνά τα καλοκαίρια στο κτήμα τριγυρνώντας ανέμελος σε όλη την περιοχή παρέα με τον Πάτροκλο τον αγαπημένο συνομήλικο εξάδελφο καβάλα στα μηχανάκια τους.
Ο Βαγγέλης, πρώτος ξάδερφος του Διαμαντόπουλου, παντρεμένος με την Τασία, δουλεύει για λογαριασμό του Διαμαντόπουλου ως γενικός επιστάτης του πελώριου κτήματος και μένει δίπλα στο κονάκι σε ένα μεγάλο σπίτι. Αποτυχημένος ως επιχειρηματίας, προβληματικός ως χαρακτήρας, κρύβει με επιμέλεια την προσωπική του ζωή και συσσωρεύει μέσα του τη ζήλεια και το φθόνο που τον οδηγούν σε πράξεις αυτοκαταστροφικές.
Η εξηνταπεντάρα Κατερίνα αεικίνητη και ακούραστη η γυναίκα έχει τη γενική φροντίδα του σπιτιού αλλά και τη φροντίδα της γηραιάς μητέρας του Διαμαντόπουλου.
Η ωραία Δήμητρα προσλαμβάνεται στο σπίτι για μαγείρισσα για να γίνει τελικά η κρυφή ερωμένη του Διαμαντόπουλου
Κοντά σ’ αυτά τα πρόσωπα
του άμεσου περιβάλλοντος του Διαμαντόπουλου θηλυκώνονται πρόσωπα τα οποία αρχικά φαίνονται να έχουν μικρή ή καθόλου σχέση με την πορεία της οικογένειας, όπως ο συμπαθητικός ανάπηρος Βασιλάκης Κιντής, ένας φωκνερικός ήρωας, που παρότι «διέθετε δύναμη και παλικαριά τριών, τεσσάρων γεροδεμένων αντρών […] δεν ήθελε να τον φοβούνται, να τον αγαπάνε ήθελε, όπως προσπαθούσε να τους αγαπάει κι αυτός ότι καζούρα κι αν του έκαναν». Υποστηρίζει την ΑΕΛ και γνωρίζει με απίστευτη λεπτομέρεια τα πάντα για το ποδόσφαιρο, αληθινή αθλητική εγκυκλοπαίδεια, που χρησιμοποιεί τις γνώσεις του ως τρόπο να αυτοεπιβεβαιώνεται ως άνθρωπος και να αντιμετωπίζει το διαρκές μπούλινγκ των συγχωριανών του.
Ο
Νίκος, αδερφός της Τασίας, σπουδαγμένος ιστορικός έχει βάλει σκοπό της ζωής του να ετοιμάσει ένα διδακτορικό για τους άταφους νεκρούς του ελληνοϊταλικού πολέμου στα βουνά της Αλβανίας. Όταν με τη μεσολάβηση του Διαμαντόπουλου του δίνονται τα απαιτούμενα μέσα μεταβαίνει στην Αλβανία και αναζητά τα οστά δύο ελλήνων φαντάρων.
Η
Στέλλα είναι η μυστηριώδης ερωμένη του Νίκου, ο Κρίτας ο πρώην πράκτορας της ΕΥΠ προσφέρει τώρα τις υπηρεσίες του σε κάθε αναζήτηση, η Λίτσα Σοροβόλα η τραγουδίστρια και μεγάλος έρωτας του Κρίτα.
Και κοντά σ’ αυτούς, ο Γιάννης Στάλας, ένας περιθωριακός φασιστοειδής τύπος, παλαιστής και προαγωγός, διατηρεί με τον αδερφό του ένα παρακμιακό καθαριστήριο στην Αθήνα αλλά διαρκώς ονειρεύεται να πιάσει την καλή με μέσα άνομα και δεν διστάζει να μπλέξει με άσχημες παρέες. Η σχέση του με την Ούσρα, τη νεαρή μαυρούλα πόρνη, θα τον φέρει σε ένα κωλόμπαρο έξω από τη Λάρισα, όπου θα πουλήσει τη νεαρή σαν φρέσκο κρέας στους πεινασμένους για μαύρη σάρκα Θεσσαλούς αγρότες.

Πλήθος τα πρόσωπα, αληθινή πινακοθήκη ανδρών και γυναικών: επιχειρηματίες, βουλευτές, υπάλληλοι, εργάτες, χωριάτες, γιατροί, αστυνομικοί, ζωγράφοι, καφετζήδες, διανοούμενοι, πρόσωπα που έρχονται από το παρελθόν της οικογένειας, αλήτες και άνθρωποι του περιθωρίου, μπράβοι νυχτερινών κέντρων, πόρνες, μπαργούμεν, υλοτόμοι… Λογής ζωές ανθρώπων, λογής πορείες βίου, λογής ιδεολογίες, λογής κρυφές προσδοκίες, λογής ομολογημένα και ανομολόγητα πάθη, λογής φορτία προσωπικών αντιφάσεων. Ο Τζαμιώτης δημιούργησε ένα συνθετικό μυθιστόρημα με όλη τη σημασία που κουβαλά η έννοια της σύνθεσης.

                               

Από όσα αράδιασα, νομίζω έγινε κατανοητό ότι δεν μίλησα για την υπόθεση, το story, και το τέλος του βιβλίου. Και δεν θα το αποκαλύψω, γιατί θα ήταν σαν να υπονόμευα την ανάγνωση του βιβλίου. Μπορώ όμως να σας δώσω μια σειρά από στοιχεία που θεωρώ άξια να επισημανθούν με σκοπό αφενός για να εξάψω την αναγνωστική σας περιέργεια και αφετέρου για να σας βοηθήσουν, όσο γίνεται, να εντοπίσετε τις ιδιαιτερότητες στην οργάνωση του μυθοπλασίας του μυθιστορήματος.
   Στοιχείο πρώτο: ο χρόνος εντός του οποίου στήνεται το βιβλίο καλύπτει δύο χρόνια, από το 2021 ως το 2023. Ωστόσο, ο Τζαμιώτης ανοίγεται στο παρελθόν των ηρώων του και καλύπτει πολύ πιο μεγάλη ιστορική διάρκεια
σε ένα παιχνίδι όπου η επιδερμίδα του παρόντος υποβαστάζεται στις στοιβάδες του παρελθόντος. Γιατί πάντα το παρελθόν βρίσκει αιφνίδια δίοδο στις επιλογές των προσώπων.
   Στοιχείο δεύτερο: ο τόπος εντοπίζεται γεωγραφικά. Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου εκτυλίσσεται στον λαρισαϊκό κάμπο -κάπου κοντά στη Γυρτώνη- στα γύρω χωριά και στην ίδια τη Λάρισα. Ο γενέθλιος χώρος του Τζαμιώτη μυθοποιείται. Και είναι γοητευτικό να περιπλανιέσαι στην «αφηγημένη» πόλη. Ο Λαρισαίος αναγνώστης θα το απολαυσει. Άλλωστε μια πόλη γίνεται πραγματική πόλη μόνον όταν μυθολογηθεί, όταν δηλαδή την περπατήσεις μέσα από τα μάτια των χαρακτήρων της λογοτεχνίας.
   Στοιχείο τρίτο: η πολυτοπική κινητικότητα των ηρώων οι οποίοι περιτρέχουν (και μαζί τους και οι αναγνώστες) τα δάση και τα χωριά της Χαλκιδικής, τις Σκουριές, τις μεγαλοαστικές αλλά και τις υποβαθμισμένες γειτονιές της Αθήνας, την πλατεία Βικτωρίας, τα Εξάρχεια, το Κολωνάκι, τα χωριά και τις κωμοπόλεις της Μεσσηνίας, τα ελληνόφωνα χωριά της Αλβανίας, το ύψωμα 731 της θυσίας των Ελλήνων φαντάρων, τα σκυλάδικα και τα μπαρ της εθνικής οδού… Αυτό δημιουργεί συνθήκες μιας πολύχρωμης κοινωνικής και πολιτικής αφήγησης που αναδεικνύει τις πολύπλοκες και πολυσήμαντες διεργασίες που συντελούνται στις ψυχές των χαρακτήρων αλλά και στην κοινωνία μας.
   Στοιχείο τέταρτο:
σε μια εποχή κυνισμού, απληστίας και ατομικισμού, οι ήρωες του Τζαμιώτη -ακόμα και οι «κακοί» του βιβλίου- αντιμετωπίζονται με συγγραφική κατανόηση. Πλάι στον πλούτο, την εξουσία, την επιθυμία για ισχύ, τη διαφθορά, την εκμετάλλευση, την πορνεία, την εγκληματικότητα, το φόνο οι ήρωες του Τζαμιώτη μπορούν να πράξουν το «καλό» μέσα από μικρές, καθημερινές πράξεις. Να δημιουργήσουν να ερωτευτούν, να δείξουν τρυφερότητα, αλληλεγγύη ή συγχώρεση. Ο Τζαμιώτης δημιουργεί ήρωες οι οποίοι μέσα από τις αντιφάσεις τους «περιγράφουν» την περιπέτεια της ύπαρξης. Ο Τζαμιώτης ακόμα κι όταν αναφέρεται στο κακό αφήνει ανοιχτή τη χαραμάδα να εισχωρήσει το καλό. Ο Τζαμιώτης έχει εμπιστοσύνη του στην καλοσύνη.
   Στοιχείο πέμπτο: η γλώσσα της αναλυτικής σχεδόν κινηματογραφικής περιγραφής. Η γλώσσα της περιγραφής μετατρέπεται σε ένα ρεαλιστικό πίνακα που όσο τον πλησιάζουμε τόσο οι λεπτομέρειες κατακλύζουν το οπτικό μας πεδίο, και όλες μαζί αναδιοργανώνονται σε ένα σωρό κινήσεων όπου οι αντιδράσεις των προσώπων μεταμορφώνονται σε μια θαυμαστή μελωδία της εσωτερικής ζωής. Και καθώς η περιγραφή συνδυάζεται με παρέμβλητες εξιστορήσεις δίνει ολοκάθαρα την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής μας με τις μικρές συνήθειες, τις ιδεολογικές αμφιβολίες και τις αδυναμίες των βεβαιοτήτων μας.

Πρωτύτερα είπα ότι «ο Τζαμιώτης δημιούργησε ένα συνθετικό μυθιστόρημα με όλη τη σημασία που κουβαλά η έννοια της σύνθεσης». Πρέπει να εξηγήσω τον χαρακτηρισμό.
   Ο Μπόρχες στους «Τέσσερεις κύκλους» στη συλλογή «Το χρυσάφι των Τίγρεων» κάνει λόγο για τις 4 αρχετυπικές γενετικές μυθοπλασίες πάνω στις οποίες χτίζονται αιώνες τώρα αναρίθμητες παραλλαγές που οικοδομούν την παγκόσμια λογοτεχνία: η πρώτη αναφέρεται στη μάχη μιας πόλης οι υπερασπιστές της οποίας ξέρουν ότι ο αγώνας τους είναι μάταιος κι ότι τελικά θα υποκύψουν (από την «Ιλιάδα» έως τον «Πόλεμο των άστρων»), η δεύτερη αναφέρεται στην περιπλάνηση και την επιστροφή του ήρωα (από την «Οδύσσεια» έως τις περιπλανήσεις του «Σεβάχ του θαλασσινού»), η τρίτη αναφέρεται στην αναζήτηση κάποιου σωτήριου προσώπου ή αντικειμένου που γίνεται μέγας σκοπός της ζωής του ήρωα (από το μύθο για το Χρυσόμαλλο δέρας έως τον πλοίαρχο Έιχαμπ του «Μόμπυ Ντικ» που κυνηγά τη φάλαινα ή τον ήρωα του Κάφκα που αναζητά τη Δικαιοσύνη) και τέταρτη ο μύθος που περιστρέφεται γύρω από το θέμα του θανάτου και της αναγέννησης (από τον μύθο του Διόνυσου έως τον Ιησού της Καινής Διαθήκης). Σ’ αυτές τις ιδρυτικές ιστορίες πρέπει να προσθέσουμε ακόμη μία πέμπτη: τον «μύθο του ήρωα» που αντιμάχεται τις δόλιες δυνάμεις που προσπαθούν να υπονομεύσουν την κυριαρχία ή την υστεροφημία του και μέσα από την πάλη και τον προσωπικό του αγώνα κατακτά την αυτογνωσία και την ολοκλήρωση (από το «Βασιλιάς Άρθουρος και οι Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης» έως το «Ο γέρος και η θάλασσα» του Ernest Hemingway και τον «Χάρι Πότερ» της J.K. Rowling).
   Όταν τελείωσα την ανάγνωση του «Θα πέσει η νύχτα» αναρωτήθηκα ποιος από τους πέντε ιδρυτικούς μύθους άρδευε το μυθιστόρημα του Τζαμιώτη. Με έκπληξη διαπίστωσα ότι η πολυδαίδαλη υπόθεση του μυθιστορήματος ήταν δομημένη με τέτοιο τρόπο ώστε συνέπλεκε και τους πέντε ιδρυτικούς μύθους. Ο Γιάννης Στάλας μάχεται με τον περιθωριακό τρόπο της ζωής του γνωρίζοντας ότι τελικά θα υποκύψει, η κόρη του Διαμαντόπουλου περιπλανιέται στη Χαλκιδική για να επιστρέψει ώριμη στο πατρογονικό κτήμα, ο Νίκος αναζητά τα οστά των φαντάρων ως μέγα σκοπό της ζωής του, ο Βασιλάκης Κιντής πεθαίνει και γεννιέται μέσα από το δυστύχημα που τον κατέστησε ανάπηρο, ο Διαμαντόπουλος αντιμάχεται τις δυνάμεις που προσπαθούν να υπονομεύσουν την κυριαρχία της οικογένειάς του. Έχουμε μια ευρεία σύνθεση από πέντε μυθοπλασίες που μπλέκονται μεταξύ τους: οικογενειακό χρονικό, μυθιστόρημα νουάρ, αστυνομικό μυθιστόρημα, μυθιστόρημα ενηλικίωσης, υπαρξιακό θρίλερ. Πόσα μυθιστορήματα μπορούν να καυχηθούν ότι πέτυχαν μια τέτοια σύνθεση;

Το τελικό αποτέλεσμα είναι ένα σπουδαίο βιβλίο. Ένα βιβλίο «κεντροευρωπαϊκό» σαν τα μεγάλα μυθιστορήματα του μεσοπολέμου του Μούζιλ, του Τσβάιχ, του Κανέτι, του Ροτ, του Μπροχ (κι αυτό το λέω με πλήρη επίγνωση για την αξία του έργου). Ο Τζαμιώτης έγραψε το μεγάλο μυθιστόρημα μιας μεταβατικής εποχής. Ο Τζαμιώτης με το συνθετικό του μυθιστόρημα δεν δίνει απαντήσεις. Θέτει ερωτήματα κι αυτό φαίνεται από τον τίτλο.«Θα πέσει η νύχτα». Μια απαισιόδοξη πρόβλεψη. Όπως είπε σε μια συνέντευξή του «δεν υπάρχουν περίοδοι ειρήνης. Υπάρχουν εμπόλεμες περίοδοι και μεσοπόλεμοι. Εδώ ταιριάζει και ο τίτλος Θα πέσει η νύχτα. Φοβάμαι ότι ζούμε πάλι ένα μεσοπόλεμο. [...] Ζητήματα που θεωρούσαμε λυμένα μοιάζουν ξανά προς διαπραγμάτευση». Σε μια μεταβατική εποχή σαν τη δική μας στην οποία δεν υπάρχουν βεβαιότητες ούτε ασφαλείς συνθήκες αυτό που έμοιαζε «ιδεολογικά ορθό» και έδινε σιγουριά και ασφάλεια στην ανθρώπινη πορεία, τώρα μοιάζει να υπονομεύεται εκ των έσω. Οι ιδεολογίες ανατρέπονται, ο ατομικισμός υπονομεύει τη συλλογική ζωή, η φύση αμύνεται στις αλόγιστες δράσεις μας, το «καλό» και το «κακό» δεν είναι πλέον ξεκάθαρες κατηγορίες ήθους. Το ελεύθερο άτομο, απέναντι στους άλλους ανθρώπους, διακυβεύει τη μοίρα του μέσα στο χρόνο και μπρος το θάνατο. Είναι η ευθραυστότητα των ανθρώπινων σχέσεων και η τραγικότητα της ανθρώπινης κατάστασης όπου οι βεβαιότητες και η σιγουριά μπορούν να ανατραπούν απρόσμενα. Είναι αυτό που ο Kierkegaard ονομάζει αγωνία και ο Nietzsche ονομάζει κίνδυνο. Εκεί ανακαλύπτουμε ότι πέρα από τον εαυτό μας υπάρχει κάτι Άλλο που μας υπερβαίνει, κι ότι από αυτό εξαρτάται η ύπαρξη. Τελικά, αυτό το κάτι Άλλο ήταν το γονιμοποιό επίκεντρο πάνω στο οποίο παιδεύτηκε η μυθοπλασία του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη.

Θωμάς Ψύρρας
Λάρισα 28-5-2025




Τετάρτη 21 Μαΐου 2025

Αλέκος Παπαδημητρίου: «Γιώργος Βόγιας ο καπετάνιος ‘‘Καρτσιώτης’’ της Αντίστασης και του Εμφυλίου»

 Με τον Αλέκο Παπαδημητρίου συνυπήρξαμε πολλά χρόνια στο ίδιο σχολείο αλλά και στην επιμόρφωση των καθηγητών της Δευτεροβάθμιας ως επιμορφωτές, εκείνος στους φυσικούς και εγώ στους φιλόλογους. Θυμάμαι πως μαζί τολμήσαμε να οργανώσουμε ένα πρόγραμμα «Φυσικής για ποιητές» στο οποίο για πρώτη φορά βρέθηκαν φυσικοί να συζητούν για τη φιλοσοφία και την τέχνη και την λογοτεχνία σε σχέση με τη φυσική. Όλα αυτά τα χρόνια μου έδωσαν την ευκαιρία να εκτιμώ κάθε μέρα και περισσότερο το ποιον του Αλέκου. Ένας ευγενής και ήμερος άνθρωπος, εξαιρετικός φυσικός και εμπνευσμένος δάσκαλος, προσωποποίηση της αναλυτικής ικανότητας, της ευθυκρισίας και της ορθής κρίσης. Δεν θα πω περισσότερα για τον Αλέκο γιατί έχω την αίσθηση ότι όσα πω δεν φτάνουν να τον περιγράψω και είμαι σίγουρος ότι και ο ίδιος δεν θα το ήθελε μια και είναι γνωστός για τη μετριοφροσύνη του.


Και έρχομαι στο βιβλίο που έγραψε -για το οποίο ειρήσθω εν παρόδω- νιώθω και ολίγον υπεύθυνος μια και επιμελήθηκα το κείμενο και τη σελιδοποίηση του βιβλίου. Το βιβλίο με τίτλο «Γιώργος Ν. Βόγιας - ο καπετάνιος ‘‘Καρτσιώτης’’ της Αντίστασης και του Εμφυλίου» μπορεί να διαβαστεί με πολλούς τρόπους:
α) Ως οικογενειακό χρονικό που μας βάζει να σκεφτούμε πώς τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα επηρεάζουν τις ζωές των απλών ανθρώπων. Ιδωμένο από αυτή την πλευρά το βιβλίο για τον Καρτσιώτη γίνεται ένα μικροϊστορικό παράθυρο που εμπλουτίζει και συμπληρώνει τις πιο γενικές ιστορικές αφηγήσεις που αφορούν την περίοδο της αντίστασης και του εμφυλίου. Ταυτόχρονα είναι ένα βιβλίο «χρέους». Η γυναίκα του Αλέκου είναι συγγενής του Γιώργου Βόγια, είναι αδελφός του πατέρα της . Έτσι η οικογενειακή αφήγηση, είναι ένας τρόπος με τον οποίο εκπληρώνεται ένα χρέος προς ένα δικό του άνθρωπο, ένα χρέος που μας συστήνει εκ των υστέρων μια προσωπικότητα ενός αγωνιστή οιωνεί μνημόσυνο της αγωνιστική παρουσίας του.
β) Ως βιογραφία εστιάζεται σε ένα κεντρικό πρόσωπο, του Γιώργου Βόγια. Καθώς το βιβλίο ξεδιπλώνει την πορεία της ζωής του Γιώργου Βόγια, αναδεικνύει, αποκαλύπτει και ερμηνεύει την προσωπικότητά του, τη διαμόρφωση του αξιακού του κόσμου, τις δύσκολες επιλογές του και τη δράση του. Ιδωμένο από αυτή την πλευρά το βιβλίο προσωποποιεί την ιστορία ή μάλλον φέρνει την ιστορία σε ανθρώπινο επίπεδο. Ο κίνδυνος με τις βιογραφίες αυτού του είδους είναι ο συγγραφέας τους να παρασυρθεί συναισθηματικά – ιδίως εάν υπάρχει οικογενειακή σχέση με τον βιογραφούμενο – και να παρασυρθεί δίχως να το καταλαβαίνει σε μια «ηρωοποίηση» και «αγιοποίηση» του βιογραφούμενου. Ο Αλέκος αντιστάθηκε σ’ αυτό τον κίνδυνο και μας σύστησε όχι μόνον έναν «ήρωα» αλλά έναν έντιμο άνθρωπο, σταθερό στις ιδέες του που αναδείχτηκε με βάση τις ικανότητές του και υπηρέτησε το μεγάλο σκοπό έως το τραγικό του τέλος.
γ) Ως κατάθεση και συνεισφορά στην τοπική ιστορία γιατί, αφενός παρέχει πληροφορίες και οπτικές που συχνά λείπουν από τις πιο επίσημες ή μακροσκοπικές ιστορικές καταγραφές και αφετέρου συμβάλει στην καταγραφή των συνθηκών μιας συγκεκριμένης περιοχής και εποχής. Το βιβλίο διασώζει υλικό που ανήκει στην προφορική ιστορία με επιμέρους εξιστορήσεις, ανέκδοτα και προφορικές παραδόσεις και έτσι αποκαλύπτει κάποιες λιγότερο προβεβλημένες πλευρές σημαντικών γεγονότων με την παροχή πρωτογενών πηγών: επιστολές, φωτογραφίες και άλλα οικογενειακά δεδομένα προσφέρουν αυθεντικές μαρτυρίες για τη δράση του Καρτσιώτη και την εποχή του συνδέοντάς τον με τη συλλογική μνήμη που μπορεί να φωτίσει λογής πλευρές και της εποχής και της περιοχής μας.
δ) Ως ιστορικό ανάγνωσμα μιας δύσκολης εποχής ανοίγει μπροστά μας μια ευρύτερη προοπτική που μας επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα τις δυναμικές των γεγονότων. Εν κατακλείδι, το βιβλίο για τον Καρτσιώτη δεν είναι απλώς μια αναδρομή στο παρελθόν, αλλά και ένα εργαλείο για την κατανόηση της ιστορικής δυναμικής. Ο Αλέκος επέλεξε να μην παρουσιάσει παρατακτικά μόνο τα γεγονότα της βιογραφίας του Καρτσιώτη, αλλά να τα εντάξει στο ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο, και να αναδείξει το γεωγραφικό, πολιτιστικό και κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο έζησε ο Καρτσιώτης μέσα στο οποίο διαμόρφωσε τις ευκαιρίες και τους περιορισμούς του, και όλα τα στοιχεία που επηρέασαν τις επηρέασαν τις επιλογές του. Ο Αλέκος συγκέντρωσε και ανάλυσε τις διαθέσιμες ιστορικές πηγές (ημερολόγια, επιστολές, επίσημα έγγραφα, δηλώσεις, νόμοι και άλλα τεκμήρια της εποχής που προσφέρουν άμεση εικόνα των γεγονότων και των προθέσεων του Καρτσιώτη). Αναζήτησε δευτερογενείς πηγές (Ιστορικές μελέτες, βιογραφίες και αναλύσεις άλλων ιστορικών). Έτσι ο αναγνώστης μπορεί να αντιληφθεί τους στόχους και τις προθέσεις του Καρτσιώτη και να αναγνωρίσει τους περιορισμούς που αντιμετώπιζε, τις πολιτικές πιέσεις, τις αντιδράσεις, την έλλειψη πόρων ή τις περιορισμένες του τελικές επιλογές που οδηγούν στο τραγικό του τέλος.
ε) Ως άσκηση κριτικού λόγου του συγγραφέα απέναντι στις επιλογές ενός ιστορικού προσώπου και στα αιτήματα μιας σκληρής εποχής. Αυτό συνιστά και την ιδιαιτερότητα του βιβλίου. Ο Αλέκος συγκρότησε ένα βιβλίο το οποίο πέρα από τη βιογραφία του Καρτσιώτη παράγει ένα προσωπικό κριτικό λόγο: με αφορμή τη ζωή και τη δράση του Καρτσιώτη διαλέγεται με την ιστορία και καταγράφει τις δικές του αποτιμήσεις. Ο αναγνώστης πρέπει να προσέξει αυτό το στοιχείο του βιβλίου. Η παραγωγή κριτικού λόγου απέναντι στις επιλογές ενός προσώπου στην ιστορία είναι μια σύνθετη διαδικασία που απαιτεί προσεκτική ανάλυση, τεκμηρίωση και αναγνώριση του ιστορικού πλαισίου ώστε να παραχθεί μια ισορροπημένη και εμπεριστατωμένη αξιολόγηση. Και αυτό ο Αλέκος το πετυχαίνει. Όσο και αν αναγνωρίζεται σε πολλά σημεία η υποκειμενικότητα των κρίσεων και των ερμηνειών του (άλλωστε η ιστορική ερμηνεία είναι εν μέρει υποκειμενική γιαυτό και διαφορετικοί ιστορικοί μπορεί να καταλήξουν σε διαφορετικές κρίσεις), οι κρίσεις του παρουσιάζουν ενδιαφέρον γιατί αξιολογούν τις θετικές και αρνητικές επιπτώσεις, βασίζονται σε τεκμηριωμένα επιχειρήματα και τα συμπεράσματά του προκύπτουν από σύνεση, ερευνητική ευσυνειδησία και σεβασμό στην πολυπλοκότητα της ιστορίας.

 

                                
Σταματώ εδώ την παρουσίαση του βιβλίου. Θα μου επιτρέψετε όμως να απαντήσω σε δύο ερωτήσεις που άκουσα ιδίως από νεώτερους. Λένε: «Έχουν γραφεί τόσα πολλά και για την αντίσταση και για τον εμφύλιο. Τι νόημα έχει να εκδίδεται εν έτει 2025 ένα βιβλίο για κάποιον καπετάνιο της αντίστασης και του εμφυλίου σήμερα;» Και άλλοι πάλι συμπληρώνουν «Μήπως όλα αυτά πρέπει να τα ωθήσουμε στη λήθη γιατί συχνά μας διχάζουν;»
Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι απλή: «έχει νόημα η έκδοση ενός τέτοιου βιβλίου γιατί μόνο έτσι διατηρείται η μνήμη».
Και να εξηγηθώ. Ποια «μνήμη»; Γιατί υπάρχουν πολλές μορφές μνήμης. Ίσως, θα έπρεπε να μιλάμε για «μνήμες» σε πληθυντικό.
Εντελώς σχηματικά και γιαυτό απλουστευτικά μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει η θεσμική μνήμη, η επίσημη, που διαμορφώνεται από το κράτος και τους φορείς του. Εκφράζεται μέσα από το λόγο (νομοθετικά κείμενα, σχολικά εγχειρίδια, επίσημες ομιλίες), αλλά και από επιτελεστικές μνημονικές πρακτικές (γιορτές μνήμης, παρελάσεις, το στήσιμο αγαλμάτων, η ονοματοδοσία οδών...). Υπάρχει ταυτόχρονα ένας χώρος «αντι-μνήμης» που αντιδιαστέλλεται στην επίσημη και διαμορφώνεται από την ατομική μνήμη ατόμων ή κοινωνικών ομάδων που έχουν μια κοινή βιωμένη εμπειρία. Αλλά και πάλι ανάμεσα στην επίσημη και την ανεπίσημη μνήμη, που βεβαίως δεν είναι ομοιόμορφες και συχνότατα παρουσιάζουν ρήγματα και διαμορφώνουν εναλλακτικές εκδοχές του παρελθόντος, απλώνεται ένας ολόκληρος ενδιάμεσος ποικιλόμορφος χώρος φορέων μνήμης. Σ’ αυτόν τον ενδιάμεσο ρευστό χώρο της μνήμης εντάσσεται και το βιβλίο για τον Γιώργο Βόγια, τον καπετάνιο της Αντίστασης και του εμφυλίου. Στο βιβλίο του Αλέκου η οικογενειακή μνήμη συχνά παραμένει ένα αβάσταχτο βάρος, μια βαριά σκιά πάνω από τις ζωές των τωρινών απογόνων για το τι θα μπορούσε να έχει συμβεί, και για το τι πράγματι συνέβη. Είμαστε στο χώρο της «μετα-μνήμης» και αυτό συντηρεί το ζήτημα της αντίστασης και του εμφυλίου ανοιχτό για τις επόμενες γενιές των ερευνητών.
Όσον αφορά το ερώτημα για τις δυσάρεστες ιστορικές καταστάσεις που πρέπει να οδηγηθούν στη «λήθη» η απάντηση είναι εξίσου απλή: Η λήθη δεν είναι η άρνηση της μνήμης. Είναι απλώς η άλλη όψη της μνήμης ειδικά όταν μιλάμε για τον εμφύλιο. Και η μνήμη και η λήθη συνδέονται με τη δυσκολία επεξεργασίας ενός τραυματικού παρελθόντος. Η λήθη δεν σβήνει σαν σφουγγάρι όσα συνέβησαν. Απλώς επιβεβαιώνει τη διαρκή επιστροφή στο τραυματικό γεγονός που απωθήθηκε ως αδυναμία λογικής επεξεργασίας.
Το βιβλίο του Αλέκου Παπαδημητρίου για τον Γιώργο Βόγια, τον καπετάνιο της Αντίστασης και του εμφυλίου τελικά λειτουργεί καθαρτικά. Η ιστορική αφήγηση γίνεται ένας τρόπος να δαμάσουμε το τραύμα, ως λύτρωση και ως οφειλόμενο πένθος.

Θωμάς Ψύρρας
Λάρισα 9-5-2025


Παρασκευή 16 Μαΐου 2025

Κώστας Ακρίβος: «Όνομα πατρός: Δούναβης»


Κώστας Ακρίβος: «Όνομα πατρός: Δούναβης»

                                               

Θα ξεκινήσω επισημαίνοντας ότι θα προσπαθήσω να απαντήσω σε τρία ερωτήματα: α) ποιος ήταν ο Ιστράτι, ο ήρωας του βιβλίου, β) γιατί ο Ακρίβος τον επέλεξε ως ήρωα του βιβλίου του, και γ) με ποιο τρόπο ο Ακρίβος χειρίστηκε το υλικό του για να δομήσει το «Όνομα πατρός Δούναβης».

*****
Πριν περάσω στις απαντήσεις των ερωτημάτων να υπενθυμίσω κάτι που συχνά παραβλέπουμε: ότι το μυθιστορηματικό είδος σε όλες του τις ειδολογικές παραλλαγές δεν είναι τελικά παρά μια βιογραφία. Είτε παρουσιάζεται ως καθαρό προϊόν μυθοπλασίας, είτε συνδεδεμένο με υπαρκτά πρόσωπα, δεν είναι παρά μία κατασκευή που υλοποιεί την προσπάθεια του συγγραφέα πρωτίστως να συγκροτήσει μια πειστική βιογραφία. Παρακολουθεί τον βίο ενός ήρωα, τις συγκρουσιακές ή αγαπητικές σχέσεις με άλλους χαρακτήρες, τις αντιφάσεις του, τις επιλογές του μέσα στα γυρίσματα της ζωής και της ιστορίας και τελικά τη «μοίρα» του. Σκεφτείτε τον Ζορμπά του Καζαντζάκη, το "Ζ" του Βασίλη Βασιλικού , το «Ελένη ή Κανείς» της Ρέας Γαλανάκη, το «Ορλάντο» της Βιρτζίνια Γουλφ, το «Ντέηβιντ Κόππερφηλντ» του Ντίκενς, τον «Ροβινσόνα Κρούσο» του Νταφόε... Δε χρειάζεται να αναφέρω κι άλλα παραδείγματα. Άλλωστε ο Κώστας Ακρίβος χρησιμοποίησε ως μυθιστορηματική βάση το βίο προσώπων όπως της Ανδρομάχης, του Καραϊσκάκη, του Στρατή Δούκα, του Αλφόνς.

*****
Το νέο μυθιστόρημα του Κώστα Ακρίβου αναφέρεται στη χειμαρρώδη ζωή του ελληνορουμάνου συγγραφέα Παναϊτ Ιστράτι. Ποιος ήταν ο Ιστράτι;
Ο Παναΐτ Ιστράτι γεννήθηκε το 1884 στη Βραΐλα της Ρουμανίας. Ήταν γιος του Κεφαλλονίτη Γεράσιμου Βαλσαμή και της Ζωίτσας Ιστράτι.
Η ζωή του τέμνεται σε δύο μεγάλες περιόδους: την περίοδο της φτώχειας και της «αλητείας» έως το 1921 και την περίοδο της διεθνούς αναγνώρισης έως το τέλος της ζωής του.
Η πρώτη περίοδος της ζωής του μοιράζεται στα δύσκολα παιδικά χρόνια στο χωριό Μπαλντοβινέστι και στη Βραΐλα όταν ο τυχοδιώκτης και λαθρέμπορος πατέρας του εξαφανίζεται και η μητέρα του αγωνίζεται μόνη της μέσα στην ακραία ανέχεια να επιβιώσει ξενοπλένοντας. Ο μικρός Παναΐτ αναγκάζεται να διακόψει το σχολείο και να δουλέψει από τα δώδεκα χρόνια μαθητευόμενος σε έναν πανδοχέα, έναν αρτοποιό και έναν περιοδεύοντα πωλητή. Είναι ένα παιδί από το λιμάνι. Έξυπνος, με ανήσυχο πνεύμα, αναγνώστης της λογοτεχνίας στα 1900, όταν είναι δεκάξι χρονών, συναντά τον Μιχαήλ Καζάνσκι και εγκαινιάζεται η αρχή μιας ισχυρής φιλίας που θα κρατήσει εννιά χρόνια. Ο Καζάνσκι τον μυεί στην ανάγνωση της λογοτεχνίας. Ήδη από το 1900 ξεκινά τον πλάνητα αλήτικο βίο, στο Βουκουρέστι, την Κωνσταντινούπολη, το Κάιρο, τη Νάπολη, πότε μόνος και πότε παρέα με τον Μιχαήλ, αλλά πάντα με ένα λογοτεχνικό βιβλίο υπό μάλης. Από το 1904 έρχεται για σε επαφή με το σοσιαλιστικό κίνημα στο Βουκουρέστι. Συνεργάζεται με την εφημερίδα του σοσιαλιστικού κόμματος και γίνεται γραμματέας του συνδικάτου των λιμενεργατών της Βραΐλας ενώ παράλληλα δουλεύει και ως μπογιατζής.
Το 1913 αναχωρεί για το Παρίσι όπου παραμένει μέχρι το 1914 φτωχός και άρρωστος. Μαθαίνει τη γαλλική γλώσσα μόνος του με ένα λεξικό, και παθιάζεται με το έργο του Ρομαίν Ρολάν. Επιστρέφει στη Ρουμανία το 1915, και προσπαθεί μάταια να γίνει χοιροτρόφος. Ήδη τον κατατρώει η φυματίωση και πηγαίνει στην Ελβετία να θεραπεύσει την αρρώστια. Από το 1917 έως το 1920 τριγυρνά σε διάφορες ελβετικές πόλεις κάνοντας λογής επαγγέλματα και ζώντας σε κατάσταση ακραίας φτώχειας και ανέχειας. Επιστρέφει στο Παρίσι και κατόπιν στη Νίκαια ως πλανόδιος φωτογράφος.
Στις 3 Ιανουαρίου 1921 - 36 χρονών - απελπισμένος και επηρεασμένος από το θάνατο της μητέρας του κάνει απόπειρα αυτοκτονίας σε ένα δημόσιο κήπο στη Νίκαια της Γαλλίας από την οποία σχεδόν από τύχη επιζεί. Στην τσέπη τού παρ’ ολίγον αυτόχειρα βρίσκεται μια επιστολή προς τον Ρομαίν Ρολάν. Με τη μεσολάβηση του Φορμάν Ντεσπρέ η επιστολή φτάνει στα χέρια του Ρολάν ο οποίος γοητεύεται από τον τρόπο γραφής του και τον ενθαρρύνει: «Μη μου γράψετε πια άλλο γράμμα, γράψτε μου βιβλία». Ο Ιστράτι συναντιέται μαζί του κι ακολουθεί την προτροπή του συγγραφέα. Σε δύο μήνες, στο υπόγειο ενός τσαγκάρη, γράφει την «Κυρά Κυραλίνα» η οποία εκδίδεται το 1924 αποσπώντας εκθειαστικές κριτικές.
Και έτσι αρχίζει η δεύτερη περίοδος της ζωής του η οποία σημαδεύεται από την έντονη συγγραφική δραστηριότητα, τη διεθνή αναγνώριση, τις καθοριστικές γνωριμίες με πνευματικούς ανθρώπους.
Στα τέλη του 1924 τυπώνεται «Ο Μπαρμπα-Αγγελής» και το 1925 «Οι Χαϊδούκοι». Ο Ιστράτι μετακινείται διαρκώς ανάμεσα στη Νίκαια, το Παρίσι, το Μαζεβώ, και πάλι Ρουμανία, Μαζεβό, Νίκαια, Παρίσι, Γενεύη. Γράφει τη «Νεραντζούλα» και πάλι ταξιδεύει στη Μεντόν, τη Νίκαια, τη Γενεύη. Τέλη του 1926 μπαίνει στο σανατόριο Montana-sur-Sierre. Το 1927 βρίσκεται στην Κυανή Ακτή, στο Hautil, όπου εργάζεται πάνω στο έργο του «Μιχαήλ», ταξιδεύει στην Ολλανδία στη Μεντόν όπου ξεκινά το «Τα γαϊδουράγκαθα του Μπαραγκάν».
Η επανάσταση τον ελκύει. Η Οκτωβριανή επανάσταση υπόσχεται έναν καλύτερο κόσμο. Γίνεται ο προπαγανδιστής της Μόσχας.
Στις 15 Οκτωβρίου 1927 αναχωρεί στο πρώτο του ταξίδι για τη Μόσχα προσκεκλημένος στους εορτασμούς της δέκατης επετείου της επανάστασης. Εκεί συναντά τον Βίκτορα Σερζ και το Νίκο Καζαντζάκη με τον οποίο δένονται με ισχυρή φιλία.
Συνοδευόμενος από τον Ν. Καζαντζάκη, αναχωρεί από την ΕΣΣΔ για την Ελλάδα όπου τους έχει προσκαλέσει το «Ελεύθερο Βήμα». Στην Αθήνα τους υποδέχονται με ενθουσιασμό λογοτέχνες και πολιτικοί. Το πρώτο που κάνει ο Ιστράτι είναι να επισκεφτεί το νοσοκομείο Σωτηρία και τις φυλακές Συγγρού των πολιτικών κρατουμένων. Στη συνέχεια ο «Εκπαιδευτικός Όμιλος» τον προσκαλεί να μιλήσει στο θέατρο Αλάμπρα για να εκθέσει τις εντυπώσεις του από τη Σοβιετική Ένωση. Μίλησε ο Γληνός, ο Καζαντζάκης και τέλος ο Ιστράτι, ο οποίος ενθουσίασε τόσο το ακροατήριο που μετά τη διάλεξη κινήθηκαν σε διαδήλωση προς την πλατεία Κάνιγγος. Μετά την επέμβαση της αστυνομίας και την κατηγορία για «κοινωνική διχόνοια» και «κομμουνιστική δράση» απελαύνεται από την Ελλάδα.
Επιστρέφει στην ΕΣΣΔ. Παρέα με τη Μπιλιλί Μποντ-Μποβί, το Ν. Καζαντζάκη και την Ε. Σαμίου κάνουν το μακρύ ταξίδι στην ΕΣΣΔ για να γνωρίσουν την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Ο Ιστράτι ήταν αποφασισμένος να μείνει και να εργαστεί στη Ρωσία. Όμως σταδιακά με όσα βλέπει και ακούει απογοητεύεται. Έρχεται σε ρήξη με τον Ν. Καζαντζάκη. Τον Ιανουάριο 1929 βρίσκεται στη Μόσχα. Η απογοήτευση του για τη κατάσταση στην ΕΣΣΔ κορυφώνεται όταν ο Ρουσάκοφ, γνωστός επαναστάτης και πεθερός του Βίκτορα Σερζ, κατηγορήθηκε ως αντεπαναστάτης και απειλούνταν με εκτέλεση.
Πλήρως απογοητευμένος επιστρέφει στο Παρίσι. Τον Ιούνιο του 1929 είναι η τελευταία συνάντηση με τον Ρομαίν Ρολάν. Μεταξύ τους επέρχεται ρήξη και διακοπή της αλληλογραφίας. Και πάλι ταξιδεύει: στη Ρουμανία, στη Βιέννη στο Παρίσι.
Μετά το δεύτερο ταξίδι Στη Ρωσία δημοσίευσε τις εξομολογήσεις του με τον τίτλο Vers l'autre flame, όπου ασκεί κριτική στη σταλινική Ε.Σ.Σ.Δ. Ένα από τα διάσημα σχόλιά του για το σοβιετικό καθεστώς: «Βλέπω τα σπασμένα αυγά, αλλά πού είναι η ομελέτα;» Είναι το πρώτο μέρος ενός τρίπτυχου που ολοκλήρωσαν οι Βικτόρ Σερζ και ο Μπορίς Σουβαρίν, άλλοι σφοδροί αντίπαλοι του Στάλιν. Ακολουθούν κατηγορίες από τον αριστερό τύπο της Γαλλίας για προδοσία. Κανένας από τους φίλους του δεν προσπάθησε να σταματήσει την πλημμύρα των κατηγοριών που εκτοξεύτηκαν εις βάρος του
Το 1930 ξανά ταξιδεύει στην Αίγυπτο και μετά από την Ιταλία, επέστρεψε στο Παρίσι και πίσω στη Βραΐλα. Γράφει την «Τσατσά Μίνκα» και στα επόμενα χρόνια ολοκληρώνει τον κύκλο του Άντριεν Ζογράφι ( Ο Σφουγγαράς , 1930· Το Σπίτι της Θουριγγίας , 1933· Το Γραφείο Απασχόλησης , 1933· Μεσόγειος - Ανατολή , 1934· Μεσόγειος - Δύση , 1935).
Το Φεβρουάριο του 1932 περιοδεύει δίνοντας διαλέξεις στην Αυστρία και τη Γερμανία. Καταλήγει σε σανατόριο στο Βουκουρέστι. Επιστρέφει στο Παρίσι, στην Ολλανδία, στην Κυανή Ακτή, και το 1934 στο Βουκουρέστι. Το Δεκέμβριο του 1934 ξεκινά συνεργασία με το περιοδικό Cruciada, ένα αμφιλεγόμενο εθνικιστικό έντυπο, γράφοντας πολιτικά άρθρα τα οποία γίνονται αιτία να πολλαπλασιαστούν οι εναντίον του επιθέσεις.
Πεθαίνει στις του 1935. Η Humanité, αναγγέλει το θάνατό του: «Χθες μάθαμε για τον θάνατο του Παναΐτ Ιστράτι. Αυτός ο πρώην επαναστάτης συγγραφέας πέθανε στη Ρουμανία ως φασίστας».
                                        

Και έρχομαι στο βιβλίο. Τι είναι αυτό που έφερε κοντά δύο συγγραφείς τον Ιστράτι και τον Ακρίβο;

Είδα σε συνεντεύξεις που έδωσε ο Κώστας να επαναλαμβάνουν το ερώτημα:Γιατί επιλέξατε αυτό το πρόσωπο;
Όταν υποβάλλεις μια τέτοια ερώτηση σε ένα συγγραφέα, ας μην περιμένεις απάντηση γιατί δεν μπορεί να είναι απολύτως βέβαιος για τους λόγους που τον ωθούν να γράψει ένα βιβλίο. Όμως η ερώτηση όντως ισχύει! Μόνο που η απάντηση δε βρίσκεται στην απόκριση του συγγραφέα αλλά μέσα στο βιβλίο που έγραψε.
Θα προσπαθήσω να ιχνηλατήσω την επιλογή του Ακρίβου με βάση τ
έσσερα στοιχεία που νομίζω ότι αναδεικνύονται από τον χειρισμό και την οργάνωση του βιογραφικού υλικού
Ο πρώτος λόγος για την επιλογή του Ιστράτι ως μυθιστορηματικού χαρακτήρα σίγουρα εκκινεί από την καλλιτεχνική αξία του έργου του Ιστράτι. Μπορεί να μην έχει το αριστοτεχνικό όραμα ενός Τολστόι ή την πυρετώδη μέθη ενός Ντοστογιέφσκι. Αλλά η καρδιά που πονάει βαθιά για τον ανθρώπινο πόνο είναι η ίδια. Ο Ιστράτι έγραψε όσα θησαύρισαν και πλημμύρισαν την ψυχή του με φλογερή βιασύνη γι’ αυτό δεν υπάρχει ούτε μία γραμμή στο έργο του γραμμένο με σκοπό την επίδειξη δεξιοτήτων. Το έργο του Ιστράτι είναι η ίδια η ζωή του. Όλα όσα μας είπε είναι κάτι που το έχει ζήσει, το έχει δει, το έχει ακούσει, το έχει βιώσει. Είναι ένας βαλκάνιος παραμυθάς που ιστορεί την ίδια του τη ζωή.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι ο Ακρίβος είδε στον ελληνορουμάνο συγγραφέα ένα άνθρωπο που ο καθένας μας θα χαιρόταν να γνωρίσει. Ένα λαϊκό βασανισμένο άνθρωπο, ένα παιδί του λιμανιού, έναν ανυπότακτο ρομαντικό που έζησε μέσα από τα πάθη του και όχι μέσα από τη λογική της εποχής του. Ένα χαρακτήρα παθιασμένο, που έζησε με ένταση τη διαρκή πάλη με την ιστορία του και την ίδια του την ψυχή, έναν άνθρωπο αντιφατικό για τον οποίο η έννοια του Ελεύθερου Ανθρώπου ήταν το προσωπικό του ευαγγέλιο. Η ατυχία -και το μεγαλείο του- είναι ότι ήθελε να είναι ο εκπρόσωπος μιας ανθρωπότητας που υποφέρει και καταπιέζεται.
Ο τρίτος λόγος είναι ότι ο Ακρίβος γοητεύτηκε από τον φλογερό ταξιδιώτη από την ασίγαστη επιθυμία του ταξιδιού, το διαρκές φευγιό από τη μία πόλη στην άλλη, από τη μία χώρα στην άλλη σε μια γοητευτική και παθιασμένη αναζήτηση. Ο Ακρίβος -που αγαπάει τα ταξίδια- είδε στον Ιστράτι τον άνθρωπο που σπάει τα όρια που θέτει ο πατέρας Δούναβης, ο αρχαίος “Ιστρος”, ένα ποτάμι όριο ανάμεσα σε ανατολή και δύση. Αυτό αποτελεί από μόνο του μια πρόκληση για τον Ακρίβο: Τα ταξίδια του Ιστράτι να γίνουν και δικά μας ταξίδια.
Ο τέταρτος λόγος είναι ότι ο Ακρίβος είδε στον Ιστράτι ένα τραγικό πρόσωπο που βρίσκεται στριμωγμένος σε μια εποχή όπου ειλικρινείς κομμουνιστές πίστευαν στο αλάθητο του κόμματος έβλεπαν τη φρίκη του σταλινισμού λέγοντας ότι η ευτυχία που θα βίωναν οι μελλοντικές γενεές θα επανόρθωνε τη βραχυπρόθεσμη δυστυχία των Γκουλάγκ. Και ο Ιστράτι ήταν αδύνατο να το δεχτεί γιατί πίστευε ότι στον κομμουνισμό πρέπει να βάζει το πρόβλημα όπως το έβαζε ο Μάρξ, δηλαδή όχι πάνω στο πεδίο της θεωρίας και των άκαμπτων ιδεολογικών αρχών, αλλά στο πεδίο των ανθρώπινων σχέσεων. Και αυτό παρήγαγε ένα πολιτικό ανθρωπισμό ξένο προς τη σταλινική μηχανική. Και αυτό το πλήρωσε.
                                     

Το βιβλίο του Ακρίβου «Όνομα πατρός: Δούναβης» κτίζεται πάνω σε μια τριγωνική σχέση. Τα συμβάντα της πραγματικής ζωής του Ιστράτι αποτελούν το υπόστρωμα του βιβλίου. Πάνω σ’ αυτό τον καμβά της πραγματικότητας ο Ακρίβος κεντάει τα αυτοβιογραφικά στοιχεία του έργου του Ιστράτι μετατρέποντας την ιστρατική μυθοπλασία με τους βαλκάνιους χαρακτήρες και την παραμυθιακή πολυχρωμία της σε αφηγηματικά συμβάντα. Ανασκάπτει τα έργα του ελληνορουμάνου συγγραφέα και ανασύρει τα βιώματα που οδήγησαν και πλούτισαν τη συγγραφή τους. Με λίγα λόγια αναζητεί μέσα στα έργα του Ιστράτι το βίωμα που τα προκάλεσε και τα ζωογονεί. Και από τη στιγμή που τα εντοπίζει (εργασία που απαιτεί διάβασμα και μόχθο) ο Ακρίβος αρχίζει να οργανώνει το υλικό συνθετικά: ο πραγματικός βίος συμπλέκεται με το καλλιτεχνικό βίωμα. Έτσι οι υποθέσεις των έργων του Ιστράτι γίνονται συμβάντα της ζωής του. Και έπειτα έρχεται ο συγγραφέας Ακρίβος ο οποίος συμπληρώνει με τη δική του μυθοπλασία το υλικό που προέκυψε από την ιδιάζουσα έρευνα και ανασκαφή. Αποτέλεσμα είναι να παραχθεί ένα λοξό μυθιστόρημα όπου τα βιογραφικά ενώνονται με τα βιωματικά στοιχεία και λοξοδρομούν παράγοντας μια καινούργια μυθοπλασία μέσα στην οποία κρύβεται -και αυτό πρέπει να το προσέξουμε – το πρόσωπο του Ακρίβου με τις επιλογές του και τις προτιμήσεις του. Μίλησα για τριγωνική σχέση: Ιστράτι – έργο του Ιστράτι- Ακρίβος. Έχουμε λοιπόν ένα μυθιστόρημα υβριδικό όπου η αλήθεια της βιογραφίας συναντά τη βιωμένη αφήγηση και μαζί ξαναπλάθονται σε ένα νέο αφήγημα. Θα ήταν λάθος ο αναγνώστης να επικεντρωθεί μόνο στον Ιστράτι. Η «παρουσία» του Ακρίβου μέσα στο βιβλίο είναι πολύ πιο μεγάλη απ’ όσο φαίνεται με την πρώτη ανάγνωση. Ο Ακρίβος δεν περιορίστηκε στο ρόλο του ερευνητή βιογράφου (όπως για παράδειγμα έπραξε μια βελγίδα συγγραφέας η Monique Jutrin ή ο Alexandru Talex ή ο Alexandru Oprea) ούτε στο ρόλο του αναγνώστη που εξαντλεί δίκην ανασκαφέως το έργο του Ιστράτι. Ο Ακρίβος παρήγαγε ένα υβριδικό μυθιστόρημα στο οποίο κυριαρχεί η δική του εκδοχή για τον Ιστράτι και την αντιμετώπιση του έργου του. Για να γίνω κατανοητός: Ο Ρομαίν Ρολάν προσέγγισε το έργο του Ιστράτι μέσα από την οπτική του Οριενταλισμού, οι δυτικοευρωπαίοι κριτικοί είδαν ένα Βαλκάνιο χωρικό που παρήγαγε με την αφηγηματική του αυθορμησία μια πριμιτίφ πεζογραφία και οι ανατολικοευρωπαίοι μετέφρασαν το έργο του Ιστράτι ως βαλκάνιο σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Ο Ακρίβος αποδεσμεύτηκε από αυτού του είδους τις οπτικές. Επειδή ξέρει ότι η λογοτεχνία, όπως είπε κάποτε ο Yehuda Amichai, είναι «λερωμένη με τα προβλήματα του κόσμου», συγχώνευσε τον βίο με το έργο και δημιούργησε ένα μυθιστόρημα που ανέδειξε τον τραγικό άνθρωπο σε μια δύσκολη εποχή. Και νομίζω ότι αυτό είναι και το κατόρθωμά του.

Τελειώνοντας να σας δώσω μια αναγνωστική συμβουλή. Κλείστε την τηλεόραση, απλωθείτε στον καναπέ και βάλτε τον καλύτερο αναγνώστη του σπιτιού σας να διαβάσει φωναχτά το βιβλίο. Σε λίγο συνεπαρμένοι θα ξεχάσετε ότι ακούτε μυθιστόρημα. Η αφήγηση θα γίνει πολύχρωμο πανανθρώπινο παραμύθι. Και η απόλαυση της ομιλούσας αφήγησης θα είναι πολλαπλάσια από την κατά μόνας ανάγνωση.

Θωμάς Ψύρρας

Λάρισα 14-5-2025