Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 3 Απριλίου 2014

Η χρήση του λογοτεχνικού έργου: από το “πολιτικό” στην πολιτική



 Εισήγηση  στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας

 
Είναι παλιά η συζήτηση για τη σχέση πολιτικής (1) και λογοτεχνίας (2). Εάν ζούσαμε στο μεσοπόλεμο ή και στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια θα συζητούσαμε έντονα για την εγκυρότητα του δόγματος “η τέχνη για την τέχνη”, για στρατευμένη ή μη στρατευμένη τέχνη, για το ρόλο της πολιτικής και καλλιτεχνικής πρωτοπορίας, για τη θεωρία του αντικαθρεφτίσματος (3), για το “σοσιαλιστικό ρεαλισμό” (4), για τις απόψεις του Τρότσκυ, την πολιτική ορθότητα του λογοτεχνικού έργου, για το Λούκατς και τον Μπένγιαμιν... Οι διαφοροποιήσεις και οι συγκρούσεις ανάμεσα  στον πολιτικό ωφελιμισμό και τον ακραίο αισθητισμό δεν θα οφείλονταν μόνο στις κομματικές ή ιδεολογικές μας διαφορές αλλά και στην κοινωνική δυναμική που περικλείει η ίδια η λογοτεχνία η οποία εύκολα μεταβάλλεται σε ιδεολογικο-πολιτικό διακύβευμα. Και σ' αυτό συνέβαλαν και συμβάλλουν οι ίδιοι οι δημιουργοί, δεξιοί κι αριστεροί (5).

Σήμερα, με όσα εν τω μεταξύ έχουν συμβεί, και έχει συμβεί η επανάσταση της υψηλής τεχνολογίας (δηλαδή το πέρασμα από τη μηχανή στον υπολογιστή), η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, η παγκοσμιοποίηση, η ανάδυση του νεοφιλελευθερισμού, η τωρινή κρίση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, οι αναδιανομές της οικονομικής και πολιτικής ισχύος με νέους συμμέτοχους (Κίνα, Ινδία, αύριο πιθανώς Βραζιλία ή κάποια χώρα της Αφρικής) – όλα αυτά στενά συνδεδεμένα- μας αναγκάζουν να αναπροσαρμόσουμε τη συζήτηση για τη σχέση της λογοτεχνίας με την πολιτική. Γιατί περνώντας από τις βιομηχανικές του 19ου και 20ου στις μεταβιομηχανικές κοινωνίες, ούτε η υλική βάση ούτε το εποικοδόμημα (που έλεγαν οι μαρξιστές) είναι παρόμοιο, ούτε το διακύβευμα της συζήτησης έχει σχέση με όσα αναζητούσαν οι δύο προηγούμενοι αιώνες. Πριν λοιπόν αναφερθώ καν στη σχέση πολιτικής-λογοτεχνίας, ήδη το διαλεκτικό πεδίο αναφοράς έχει φύγει κάτω από τα πόδια μου. Και μάλιστα δεν ευθύνεται η λογοτεχνία γι’ αυτό αλλά η πολιτική. Κατά συνέπεια πρέπει να αρχίσουμε από αυτήν.

Ακόμα και σε περιόδους κρίσης, η πολιτική αφορά ένα ευδιάκριτο πεδίο στο οποίο μετέχουν πολιτικοί θεσμοί, κόμματα, ιδεολογίες, εκλογικά συστήματα, αντιπροσώπευση, η πολιτική στράτευση καλλιτεχνών... Επομένως όταν μιλάμε για τη σχέση της πολιτικής με τη λογοτεχνία βασικά προσπαθούμε να καθορίσουμε τις σχέσεις του τετραγώνου – 1.συγγραφέας, 2.αναγνώστης, 3.έργο/κείμενο, 4.κριτικός λόγος που το συνοδεύει – με τις ιδεολογικές ή θεσμικές προκείμενες που αρθρώνουν την πολιτική. 

Επειδή ο συγγραφέας “μετέχει” σε συγκεκριμένη πολιτική πραγματικότητα (ενσωματωμένος ή σε αμφισβήτηση ή σε ρήξη μ’ αυτή), μπορούμε να πούμε ότι η συζήτηση για τη σχέση λογοτεχνίας και πολιτικής δεν θα σταματήσει ως συγκεκριμένη αναζήτηση και θα συνεχίζεται αλλά νομίζω ότι σε θεωρητικό επίπεδο δεν μπορεί να προσφέρει πλέον αφού σε ένα μεγάλο βαθμό αυτή παραμένει καθηλωμένη στο πλαίσιο μιας βιογραφικής ή μιας κοινωνιολογίζουσας προσέγγισης. Θα είναι μια βαλτωμένη συζήτηση που ανακυκλώνει τα συμπεράσματά της. Ίσως το ιδιαίτερο ενδιαφέρον σ' αυτές τις προσεγγίσεις να έχει μόνον η μελέτη της σχέσης λογοτεχνίας-ιδεολογίας (6).  Ας μην ξεχνάμε- είμαστε πλέον μακριά από τον Σαιντ Μπεβ, τον Ιππόλυτο Ταιν και τις ερμηνευτικές των μαρξιστικών σχολών, μακριά από επιδιώξεις ο «πέριξ» του κειμένου αναλυτικός στοχασμός "να ξαναδώσει ζωή στους συγγραφείς και στο περιβάλλον τους", με ό,τι μπορεί να σημαίνει μια τέτοια “νεκρανάσταση”.

Αν λοιπόν θέλουμε να ανανεώσουμε την παλιά συζήτηση πρέπει να αλλάξουμε εστίαση. Συγκεκριμένα, αντί να μιλάμε για τη σχέση πολιτικής και λογοτεχνίας ας μιλήσουμε για τη σχέση της λογοτεχνίας με το “πολιτικό”.

Δεν πρόκειται για ευφυολόγημα. Η σύγχρονη πολιτική θεωρία ήδη επιχειρεί μια μετάθεση από την πολιτική στο “πολιτικό”, και υπάρχει μια σειρά φιλοσόφων που ασχολήθηκαν με το ζήτημα του «πολιτικού» όπως η Χάνα Άρεντ (Hannah Arendt) , ο Ζυλ Ντελέζ (Giles Deleuze), ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Αλαίν Μπαντιού (Alain Badiou), η  Σαντάλ Μουφ (Chantal Mouffe), ο Ερνέστο Λακλάου (Εrnesto Laclau)...

 Αλλά τι είναι το «πολιτικό» που μοιάζει να αντιδιαστέλλεται με την πολιτική;

Ενώ η πολιτική είναι ένα σαφώς καθορισμένο πεδίο, ένας τόπος της κοινωνικής γεωγραφίας μας, το “πολιτικό” είναι η ουσία κάθε επιμέρους κοινωνικής πρακτικής με την οποία συγκροτείται η πολιτική ύπαρξη δηλαδή η ύπαρξη που δρα στο δημόσιο χώρο και  παίρνει υπόσταση μέσα από τη συνεχή αλληλεπίδραση με άλλους δρώντες. Είναι η ουσία μιας νέας δημιουργίας, που αναδύεται ως  μια νέα μορφή και νέο περιεχόμενο μέσα από την πράξη. Επομένως το «πολιτικό» σχετίζεται με τους ανταγωνισμούς, την αντίρρηση, τη σύγκρουση, τη ρήξη, την επανάσταση· μέσα από το «πολιτικό» ο δρων άνθρωπος πραγματοποιεί τη δυνατότητα να ξεκινά κάτι νέο, να ξεφεύγει από συμβάσεις, να ενεργοποιεί τη δημιουργία, να καινοτομεί, να συγκροτεί μια νέα συμβολική τάξη λόγου,  να υλοποιεί εντέλει την ελευθερία στη δημόσια σφαίρα.

Αν αντιπαραβάλουμε συσχετικά τα στοιχεία του “πολιτικού” με τα στοιχεία που συγκροτούν τη λογοτεχνική δημιουργία θα αντιληφθούμε την μεταξύ τους συνάφεια. Γιατί και η λογοτεχνία πρωτίστως είναι δημιουργική πράξη και περιλαμβάνει όλα αυτά τα στοιχεία που ορίζουν το πολιτικό : παράγει νέα μορφή και νέο περιεχόμενο μέσα από την δημιουργική πράξη, αγωνίζεται να ξεφύγει από συμβάσεις,  συγκρούεται με το ισχύον «αισθητικό  καθεστώς της τέχνης», παράγει ρήξεις, καινοτομεί, συγκροτεί μια νέα συμβολική τάξη λόγου, υλοποιεί την ελευθερία στη δημόσια σφαίρα. Η λογοτεχνία είναι ένα αποτέλεσμα του «πολιτικού».

Ας σκεφτούμε τις συνάφειες των ρήξεων με συγκεκριμένα λογοτεχνικά έργα. Πόσο συνέβαλε στη δημιουργία αίσθησης της εθνικής κοινότητας η ποίηση του Σολωμού.  Πόσο επηρέασε τον  χειρισμό της ιστορικής μνήμης ο Παλαμάς ή ο Γρυπάρης.  Ποια ιδεολογικά σχήματα επέβαλε μια ορισμένη ανάγνωση του Παπαδιαμάντη. Πόσο συνέβαλε η επιλογή του Σεφέρη, του Ελύτη, ή  του Μυριβήλη, του Δούκα και του Κόντογλου στη συγκρότηση του μύθου της “ελληνικότητας”. Πόσο επηρέασε την ανανεωτική αριστερά το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου.  Ή ας σκεφτούμε τι σημαίνει για την Ευρώπη η μεγάλη ρήξη που επιχειρεί το 1796 ο Hölderlin  που από την τέχνη-όργανο στην υπηρεσία της εξουσίας, την θεωρεί ως την τέχνη-μετασχηματισμό της σκέψης σε αισθητή εμπειρία της κοινότητας και από την προνεωτερική περίοδο μας περνάει στην νεωτερικότητα. Ή λίγο μετά οι μεγάλοι ρεαλιστές του 19ου αιώνα που θα συνδέσουν την τέχνη τους με το στοιχείο της ριζοσπαστικής κοινωνικής μεταβολής και θα παράγουν μια τέχνη που να μπορεί να επιτελέσει μια πολιτική και κοινωνική λειτουργία. (7)

Ο συγγραφέας -όπως κι όλοι μας- μετέχουμε σε πολλά πεδία του κοινωνικού (οικονομικό πεδίο, οικογενειακό, επιστημονικό...). Τα πεδία είναι χώροι δυναμικοί και διαφοροποιούνται με σχετική αυτονομία μεταξύ τους. Από την φύση τους συγκροτούνται από ετερόκλητα, συγκρουόμενα και αλληλοαναιρούμενα δεδομένα και από τις μεταξύ τους δυναμικές σχέσεις · το καθένα αναδομεί διαρκώς τον εαυτό του αλλά και αναδομείται επειδή βρίσκεται σε σύγκρουση με τα άλλα. Ο συγγραφέας λοιπόν συνυπάρχει και συσχετίζεται με άλλους δημιουργούς στο δικό του πεδίο, στο πεδίο της τέχνης του, όπου λειτουργούν σχέσεις που έχουν να κάνουν με τις ένδον συγκρούσεις, τη διαφορά στο status, τις ανταγωνιστικές συμπεριφορές, τους τρόπους έκφρασης, τις διακρίσεις, αντιθέσεις κλπ.  Κατά συνέπεια ο δημιουργός  “αντλεί” αυτό που αποκαλούμε γενικώς  και αορίστως “ερεθίσματα” τυχαία, οργανωμένα, συνειδητά ή ασύνειδα.  Η δυναμική του πεδίου της τέχνης ή των πεδίων στα οποία μετέχει ο συγγραφέας είναι τέτοια ώστε βρίσκονται διαρκώς σε κατάσταση μεταβολής –πολλές φορές με χαοτικό τρόπο, ιδίως σε εποχές κρίσης- και έτσι  είναι υποχρεωμένος να κινείται ανάμεσα σε ενδεχόμενα. Πάντα “η πραγματικότητα είναι μεγαλύτερη και πιο πρωτότυπη από τα βιβλία.” (8). Πάντα ο συγγραφέας θα βρίσκεται μπροστά σε πολλά ενδεχόμενα προς επιλογή. Δεν υπάρχει καλλιτεχνικός μονόδρομος.  Άλλωστε κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει ούτε στις παραδοσιακές κοινωνίες στις οποίες δεν τίθεται καν το καλλιτεχνικό αίτημα της πρωτοτυπίας και λειτουργεί με αμεσότερο τρόπο η ανταπόκριση των αποδεκτών της τέχνης (9) (προσοχή δεν λέω «το κοινό της τέχνης» γιατί στις παραδοσιακές κοινωνίες δεν υπάρχει “κοινό”). Ακόμα και σ’ αυτές τις κοινωνίες τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά προς ποια επιλογή θα στραφεί ο δημιουργός. Επειδή λοιπόν η λογοτεχνική δημιουργία είναι μια πράξη που κινείται ανάμεσα σε ενδεχόμενα για τα οποία ακόμα δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα και καμία σιγουριά ο συγγραφέας οφείλει να συνειδητοποιεί (ή να ψυχανεμίζεται γενικώς) τα ενδεχόμενα ώσπου να κατασταλάξει σε μία και μόνη επιλογή (αν κατασταλάξει). Η στιγμή αυτή συμπυκνώνει το «πολιτικό».

Το «πολιτικό» συμπυκνώνεται στη διαλεκτική στιγμή που κάποιος συνειδητοποιεί μία τομή και προχωρεί σε μια ρήξη έχοντας ανοιχτά μπροστά του όλα τα διχαλωτά μονοπάτια -για να θυμηθούμε τον Μπόρχες- που μπορούν να τον οδηγήσουν σε μία κατεύθυνση ή σε μία άλλη ή σε άλλη. Τελικά η ενδεχομενικότητα είναι το μόνο πραγματικό “δεδομένο” της συγγραφής. Κι αυτό συμπυκνώνει την δημιουργική αγωνία η οποία εντέλει είναι και αγωνία της ύπαρξης.

Ο δημιουργός λοιπόν μέσα από τα ενδεχόμενα παράγει την δική του ρήξη. Πρόκειται για ένα πνευματικό συμβάν στη διαμόρφωση του οποίου συχνά υπεισέρχεται το τυχαίο, το συγκυριακό ή και το ασύνειδο. Από τη στιγμή λοιπόν που η δημιουργική επιλογή κρυσταλλωθεί σε πραγματωμένο έργο και περάσει στη δημόσια σφαίρα, δηλαδή από ιδιωτικό συμβάν μετατραπεί σε κοινωνικό γεγονός, το συγκεκριμένο έργο έρχεται να προστεθεί στα αντικείμενα του κόσμου “μας” και δεν μπορεί πλέον να αλλάξει.

Πλέον ως αντικείμενο του κόσμου “μας” που έχει παραχθεί για συμβολική χρήση, αποζητά και την συλλογικότητα που θα το επενδύσει με νόημα, θα το “ενεργοποιήσει”, και θα του δώσει τη “θέση” στον κόσμο “μας”. Το νόημα του λογοτεχνικού έργου θα προκύπτει ως αποτέλεσμα της «διαπραγμάτευσης» μεταξύ του κειμένου και του κοινωνικά κατασκευασμένου αναγνώστη.

Η “συμπλήρωση» του νοήματος είναι κρίσιμο στοιχείο, γιατί επιτρέπει, αφενός, σε διαφορετικά άτομα να συγκλίνουν στο έργο και να συγκροτήσουν μια νέα διυποκειμενικότητα (που προσδοκά, που απολαμβάνει, που απορρίπτει, που αμφισβητεί, που  αρνείται, που διαχωρίζει, που οριοθετεί, που συγκλίνει, που συγκροτεί ένα “εμείς”, που παίρνει αποστάσεις από τους “απέναντι”, που αναγνωρίζει “αντιπάλους”) και, αφετέρου, διευκολύνει διαφορετικά κοινωνικά πεδία να «συνεργαστούν» και να «αλληλεπιδράσουν» μεταξύ τους επιστρατεύοντας τα σύμβολα, τα συμβολικά μέσα και τους κώδικες επικοινωνίας της λογοτεχνίας. Γιατί το νόημα (και ταυτόχρονα η αξία ή η απαξία) που αποδίδουμε στα λογοτεχνικά γεγονότα δεν απορρέει μόνο από τα έργα καθεαυτά. Στο νόημα μετέχουν και οι προβολές των δικών μας διαφερόντων, προτιμήσεων ή προκαταλήψεων πάνω στα έργα (10).

   Και ο δημιουργός; Ο συγγραφέας με το έργο του  προσδοκά και το νόημα των άλλων. Όχι μόνο επειδή γνωρίζει ότι το κάθε λογοτεχνικό έργο συνδέεται με συμβολικές χρήσεις, αλλά και ότι με την επιλογή του - άσχετα αν δεν το ομολογεί – επιδιώκει το έργο του να είναι “θελκτικό” (την έννοια του “θελκτικού”, παρακαλώ, να την ορίσετε με όλο το εύρος της συγγραφικής επιδίωξης: να προκαλέσει, να ευαισθητοποιήσει, να εξεγείρει, να πληροφορήσει, να συγκινήσει, να...). Κι έτσι να εξασφαλίσει τη συναίνεση των αναγνωστών του (και των υποκειμένων που συμμετέχουν στα πεδία που σχετίζονται έμμεσα με τη λογοτεχνική εμπειρία) δίχως διαδικασίες “διαλόγου”, δηλαδή με την αποδοχή του έργου ως “σημαντικό”, ως «ωραίο», ως εγκεκριμένο, ως αισθητικό, ως ριζοσπαστικό (11)…

Η ανομολόγητη αυτή συγγραφική επιδίωξη από μόνη της είναι “πολιτική” γιατί μας οδηγεί στην επιρροή, την καθοδήγηση, την ηγεμόνευση.  Και η λογοτεχνία -πρωτοποριακή, κοινότοπη ή παλιομοδίτικη- ξέρει αιώνες τώρα να παίζει αυτό το παιχνίδι «δι’ ελέου και φόβου». Να είναι κι αυτή μια εξουσία.  Ιδού λοιπόν η σχέση της πάλι με την πολιτική.   
ΘΩΜΑΣ ΨύΡΡΑΣ 
Αθήνα  29.4.2014



 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1]           Ο ορισμός του Μακιαβέλι: “Πολιτική είναι το σύνολο των μέσων, τα οποία είναι απαραίτητα, προκειμένου να έρθει κανείς στην εξουσία, να κρατηθεί στην εξουσία και να χρησιμοποιήσει με τον ωφελιμότερο τρόπο την εξουσία”.

[2]           Στον Πλάτωνα βρίσκουμε την πιο σαφή έκφραση εχθρότητας προς την τέχνη που δεν εξυπηρετεί άμεσες πολιτικές σκοπιμότητες.

[3]           Ο Λένιν το 1909 στο έργο του “Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός” υποστήριξε την άποψη ότι η σύλληψη του εξωτερικού κόσμου είναι μια αντανάκλαση στην ανθρώπινη συνείδηση. Επομένως η λογοτεχνία πρέπει να γίνει κομματικό εργαλείο “να γίνει συστατικό στοιχείο σε μια οργανωμένη, σχεδιοποιημένη, ενοποιημένη, σοσιαλδημοκρατική, κομματική δουλειά”.

[4]           “Η τέχνη του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, που σφριγηλή ψυχή του είν’ η κομμουνιστική κομματικότητα, προϋποθέτει τη συνειδητή και γόνιμη αφομοίωση της προοδευτικής κομμουνιστικής κοσμοθεωρίας, της μαρξιστικής –λενινιστικής ιδεολογίας” ( Μαρξιστική –Λενινιστική Αισθητική, εκδ. Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, 1962 σ. 437)

[5]           Όσοι συντάχτηκαν με το φασισμό: Ο Τόμας Έλλιοτ, ο Έζρα Πάουντ, ο Γουίλλιαμ Μπάτλερ Γιέιτς, ο Κνουτ Χάμσουν, ο Ντ. Λώρενς, ο Λ.Φ Σελίν, ο Ε. Γιούγκερ.

            Και οι επαναστατικές “πρωτοπορίες” της Αριστεράς: ο ντανταϊσμός, ο σουρρεαλισμός, η «Ταξιαρχία του Μπαουχάους», ο γερμανικός κινηματογράφος και το θέατρο (Μπ. Μπρεχτ), στη Ρωσία ο φουτουρισμός, ο κονστρουκτιβισμός και ο κινηματογράφος του Άιζενστάιν. ο Μαγιακόφσκι.

[6]           Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η μελέτη της σχέσης λογοτεχνίας-ιδεολογίας. Σημαντικές μελέτες: Λ. Γκολντμάν «Ο Κρυμμένος Θεός», 1959. Τ. Ιγκλετον «Κριτική και ιδεολογία», 1976, Φ. Τζέιμσον «Το πολιτικό ασυνείδητο», 1981.

[7]           Θα μπορούσε να αναφερθεί ο ρόλος λογοτεχνικών έργων σε μεγάλες σχετικά πρόσφατες ρήξεις:  η κριτική στην πολιτιστική βιομηχανία, η κριτική στο μεταπολεμικό οικονομικό μοντέλο, η οικολογική συνείδηση, η κριτική στην ομοφοβία, η νεοφεμινιστική κριτική κλπ

[8]           “Η πραγματικότητα είναι μεγαλύτερη και πιο πρωτότυπη από τα βιβλία. Παίρνω τη ματιά της πραγματικότητας και οι ιστορίες μου είναι σαν ψηφιδωτά. Τα διαφορετικά κομμάτια της βρίσκουν θέση στα κείμενά μου”. Κλαούντιο Μάγκρις, «Η λογοτεχνία ένα ταξίδι στο άγνωστο», Καθημερινή, 11.6.2006,  συνέντευξη στην Ολγα Σελλα


[9]           Ας σκεφτούμε το ιδεολογικό βάρος των επιλογών σε έργα παραδοσιακών κοινωνιών όπως οι «Πέρσες» του Αισχύλου, η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή και η «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη ή η βυζαντινή υμνογραφία, όταν κηρύσσει: «Τη υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια...», ή «... νίκας τοις βασιλεύσι κατά βαρβάρων δωρούμενος...».

[10]           Η λογοτεχνία δεν είναι άδεια από νόημα, δηλαδή ένα σημαίνον χωρίς σημαινόμενο. Είναι όμως ένα “κενό σημαίνον”, που θα έλεγε ο Λακλάου, δηλαδή είναι συνδεδεμένο και παραμένει εσωτερικό μέρος ενός συστήματος σήμανσης∙ η λειτουργία του δεν είναι πλήρως καθορισμένη αλλά δεν είναι αμφίσημο ή ασαφές. Ανάμεσα στον υπερκαθορισμό ή τον υποκαθορισμό των σημαινομένων διατηρείται μια «ροή», μια  διαδικασία σήμανσης στα όρια του λόγου. Κι αυτό συμβαίνει επειδή τα λογοτεχνικά κείμενα δομικά είναι κατασκευασμένα να σημαίνουν τον εαυτό τους ως ρήξη (ανατροπή, παραμόρφωση, κτλ) με την καθορισμένη δομή των σημείων τους. Δες: Ερνέστο Λακλάου, Η κοινωνική παραγωγή «κενών σημαινόντων»., Emancipation(s), London, Verso Books,1995, σσ. 36-46

            O Βολφγκανγκ Ίζερ μίλησε για την “προσκλητική δομή των κειμένων” και για την “απροσδιοριστία ως όρο της επίδρασης του λογοτεχνικού λόγου”. Δες K.M.Newton, “Η λογοτεχνική θεωρία του 20ου αιώνα”, ανθολόγιο κειμένων, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης 2013, σ.341
[11]           Η έκκληση του Gadamer, παραμένει σταθερά στο κέντρο κάθε ερμηνευτικού εγχειρήματος του έργου τέχνης: "Αυτό ακριβώς το γεγονός, δηλαδή πως το έργο τέχνης αντιπροσωπεύει μια πρόκληση για την κατανόησή μας, διότι διαφεύγει μονίμως από κάθε ερμηνεία και προβάλλει μια πάντοτε ανυπέρβλητη αντίσταση σε οποιονδήποτε θα ήθελε να το μεταφράσει κατά την ταυτότητα της έννοιας, υπήρξε για μένα το σημείο αφετηρίας της ερμηνευτικής μου θεωρίας".

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011

Θωμάς Ψύρρας : Τόπος και Λογοτεχνία - με αφορμή μια ανθολόγηση

Το κείμενο παρουσιάστηκε στη Ραψάνη, στο Σεμινάριο Μεθοδολογίας Επιτόπιας Έρευνας για μεταπτυχιακούς φοιτητές που οργάνωσε το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, με συμμετοχή φοιτητών απ' όλη την Ελλάδα (28η  Μαΐου έως την 1η Ιουνίου 2008)


Πριν δυο-τρία χρόνια οι εκδόσεις «Μεταίχμιο» μου ανέθεσαν να ανθολογήσω κείμενα για τη Λάρισα στη σειρά «μια πόλη στη Λογοτεχνία». Ίσως κάποιος εκ πρώτης όψεως να θεωρούσε ότι η δυσκολία θα ήταν να ξετρυπώσω κείμενα μια και η Λάρισα δεν διαθέτει μια τόσο έντονη παρουσία στην νεοελληνική λογοτεχνία. Η πραγματική δυσκολία όμως ήταν κρυμμένη. Έπρεπε να στοχαστώ για τη σχέση τόπου και λογοτεχνίας προτού αποφασίσω τι, πως και γιατί θα ανθολογήσω. Έπρεπε λοιπόν να ξεκαθαρίσω τι είναι μια «πόλη», πότε ένα οικιστικό σύνολο και μια πληθυσμιακή συγκέντρωση γίνεται πόλη, και κυρίως να δω πως και πότε μια πόλη αποτυπώνεται στη λογοτεχνία αλλά και αντίστροφα πότε και πως η λογοτεχνία επηρεάζει τους τόπους μια πόλης. Και έπρεπε να μπω στον προβληματισμό και για το μέλλον αυτής της σχέσης.
Από εκείνον τον προβληματισμό προέκυψε μια σύντομη εισαγωγή στον τόμο της ανθολόγησης (1)  (δεν είχα και πολλά περιθώρια για να απλωθώ σύμφωνα με τις εκδοτικές προδιαγραφές), ωστόσο εκείνη η εισαγωγή διαβάστηκε στη Λάρισα ως «πολιτικό» κείμενο και μάλιστα χρησιμοποιήθηκε από υποψήφιους δημάρχους κατά την προεκλογική εκστρατεία - και βέβαια την ερμήνευαν κατά πως βόλευε τον καθένα. Αυτό μου έγινε μάθημα. Δικαίωσα τους μεταμοντέρνους γεωγράφους που ισχυρίζονται ότι ο λόγος για τον τόπο είναι - θες δε θες – όργανο εξουσίας (2)  (αν και καμιά φορά μπορεί ελπίζω να γίνεται και όργανο αντίστασης).
Με αυτή την προϋπηρεσία στο θέμα «Λογοτεχνία και τόπος» - ή αν προτιμάτε αντίστροφα – παρουσιάζομαι μπροστά σας ελπίζοντας να ξεδιπλώσω λίγο παραπάνω τον προβληματισμό μου. 
Για να σας διευκολύνω σύντομα και σχεδόν διαγραμματικά σας επισημαίνω ότι θα κινηθώ στα εξής ερωτήματα:
•    Τι είναι τόπος.
•    Πότε και πώς ένας τόπος γίνεται πατρίδα.
•    Πώς συμβάλλει η λογοτεχνία στη δημιουργία μιας πατρίδας
Ας ξεκινήσω με το πρώτο ερώτημα: «Τι είναι τόπος;»
Σύμφωνα με τα ετυμολογικά λεξικά του Hofmann και του Chantraine η λέξη «τόπος» προέρχεται από το ινδοευρωπαϊκό θέμα top- που σημαίνει «φθάνω»  και «συναντώ». Όπου διασώζεται η χρήση της ρίζας top-  στις  άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες δίνει το εξής αποτέλεσμα: στα Λιθουανικά  tapti σημαίνει «γίνομαι» και στα Λεττονικά: tapt (tuopu) σημαίνει επίσης «γίνομαι».
Στην αρχαία ελληνική  «τόπος» σήμαινε «χώρος», «θέση». Επίσης σήμαινε μέρος του ανθρώπινου σώματος, ή το γυναικείο αιδοίο, και πιο συγκεκριμένα, τη μήτρα.
Το παραγόμενο ρήμα «τοπάζω» σημαίνει «στοχάζομαι» και «φαντάζομαι», η δε λέξη «τοπείον» είναι ο «λώρος» ή το «σκοινί».
Σε  μεταφορική του χρήση η λέξη τόπος σημαίνει το «παράδειγμα», που δημιουργείται από ένα σύνολο σημείων με κοινές ιδιότητες (κοινός τόπος, γεωμετρικός τόπος)
Επιτρέψτε μου λοιπόν,  αφού η γλώσσα μού δίνει τις λαβές, να συνάψω στο σημαίνον «τόπος», εκτός των δηλωτικών σημαινόμενων «χώρος» και «μέρος συνάντησης» και τα υποδηλωτικά α) «γένεση-ύπαρξη»,  β) «σώμα-μήτρα» γ) «στοχασμός και φαντασία», δ) «λώρος» (όπως λέμε ομφάλιος), και ε) «κοινότητα σημείων».
Νομίζω λοιπόν ότι μπορώ πλέον, έστω κι έμμεσα, να φτάσω στο πρώτο συμπέρασμα: «τόπος» δεν είναι μόνο μια γεωγραφική οντότητα εφόσον γλωσσικά συνεμφαίνει τόσα πολλά μη γεωγραφικά σημαινόμενα. Οι υποδηλώσεις συνολικά ιδωμένες περιγράφουν, από τη μια, πραγματικές καταστάσεις χώρου, καταγωγής, συνύπαρξης και από την άλλη, νοητικές εγγραφές που αφορούν το φαντασιακό και την οργάνωση ιδεών και εικόνων για την πραγματικότητα.
Έρχομαι στο δεύτερο ερώτημα : «Πότε και πώς ένας τόπος γίνεται πατρίδα;»
Προφανώς πατρίδα δεν είναι ο τόπος διαμονής. Δεν είναι ο τόπος που τυχαίνει να γεννηθεί κάποιος. Πατρίδα είναι το μέρος εκείνο που ο καθείς αισθάνεται και ονοματίζει «σπίτι του». Με επίκεντρο λοιπόν το «σπίτι μας» αρχίζει μέσα μας να πήζει και να φουσκώνει ο «βιωμένος χώρος» που έλεγε και ο Gaston Bachelard  (3), εντός του οποίου κατοικοεδρεύουν οι εικόνες, οι μνήμες, τα συναισθήματα και “βρίσκει καταφύγιο ο χρόνος που πέρασε κι έχει χαθεί” . (4)
Αυτό όμως από μόνο του δεν αρκεί.  Ένας τόπος γίνεται πατρίδα όταν κάποιος την αφηγηθεί, όταν από τόπος της γεωγραφίας μυθολογηθεί και γίνει αφήγηση. Όταν δηλαδή κάποιος με βάση το “βιωμένο χώρο” του εγκαθιδρύσει  μέσα στη γλώσσα μια σειρά από αναγνωρίσιμα “σύμβολα αναγνώσιμα μέσα από κώδικες αληθοφάνειας ”, (5) μια σειρά αντιλήψεις που έχουν οι άνθρωποι για μνημεία, για σύνορα, για βράχια, για δέντρα, για περάσματα και μονοπάτια, για χώρους συνάντησης, για ζώα, για φυτά, για πηγές και ποτάμια…
Τότε με αρχή  (6) τον τόπο τους οι άνθρωποι δημιουργούν  ένα συλλογικό αρχείο   (7) ομιλιών γεμάτο κοινές εικόνες,  πλούσιες όχι μόνο στις δηλώσεις αλλά κυρίως στις υποδηλώσεις και στις συνειρμικές συνάψεις τους, δημιουργούν μια κοινή γλώσσα που δύναται να εκφέρει λόγο της αφήγησης. 
Βέβαια το συλλογικό αρχείο των ομιλιών  διαμορφώνεται και από άλλες «πηγές», πέρα από τα περιεχόμενα του δικού μας «βιωμένου χώρου». Την αντίληψη για τον τόπο μας τη διαμορφώνουν και οι «άλλοι», αυτοί που δεν είναι συντοπίτες ή συγχωριανοί μας. Είναι οι ξένοι από το εσωτερικό και το εξωτερικό (σκεφτείτε στην περίπτωση της Ελλάδας: οι ρομαντικοί προσκυνητές, οι ταξιδιώτες, οι περιηγητές, οι τουρίστες, αλλά και οι διπλωμάτες, οι αρχαιολόγοι, οι συγγραφείς, οι  ιστορικοί, οι κάθε λογής διανοούμενοι, οι καλλιτέχνες...) που επισκέπτονται τον τόπο μας και μιλούν γι’ αυτόν  (8). Μας «μαθαίνουν» να βλέπουμε και με τα δικά τους μάτια, και να μιλάμε με τα δικά τους λόγια για τον τόπο μας. Έτσι συμπληρώνουμε το συλλογικό αρχείο των ομιλιών και με τις ομιλίες των ξένων . (9)
Μιλώντας λοιπόν γι’ αυτό το συλλογικό αρχείο των ομιλιών μπορούμε να το φανταστούμε σαν ένα φανταστικό χάρτη, βασισμένο στη γεωγραφία, αλλά φτιαγμένο από τα νοητά της μυθοπλασίας της δικής μας και των άλλων. Πρόκειται για ένα νοητό χάρτη φτιαγμένο από αναδρομές στην ιστορία, από μύθους, από αντιλήψεις που έχουμε για τα ερείπια, από παραδόσεις, από ιδέες «αυτοχθονιότητας» και “αυθεντικότητας”, από αντιλήψεις για την ιστορική συνέχεια, από την επιστράτευση ενός παρελθόντος που σέρνεται έως το παρόν για να δώσει εδώ και τώρα λύσεις και «λύσεις».  (10) Αυτή είναι η τοπογραφία της πατρίδας  (11).
Και φτάνω στο τρίτο ερώτημα: «Πως συμβάλλει η λογοτεχνία στη δημιουργία μίας πατρίδας;»
Μετά από όσα ανάφερα, νομίζω είναι εύκολο να αντιληφθούμε ότι η Λογοτεχνία από τη φύση της, και σε σχέση με το ζήτημα στο οποίο αναφερόμαστε, δεν είναι παρά ένα «όργανο» που συμβάλλει α) στην τελική διαμόρφωση, β) την εκλαΐκευση και γ) την εμπέδωση της τοπογραφίας μιας συγκεκριμένης πατρίδας.
Συνήθως επισημαίνουμε τον διαμορφωτικό/δημιουργικό ρόλο της Λογοτεχνίας στη  φαντασιακή σήμανση του τόπου. Επισημαίνουμε κυρίως το γεγονός ότι η λογοτεχνία σε όλες της τις μορφές ( το ταξιδιωτικό δοκίμιο, το μυθιστόρημα, το διήγημα,  τη λυρική και την επική ποίηση...) αλλά και σε πολλές μεταγλώσσες της (τη γλωσσολογική μελέτη, το στοχαστικό δοκίμιο, τη φιλοσοφική πραγματεία, την αισθητική ανάλυση, την κριτική της τέχνης...) επιβάλλει νόημα στα πράγματα ολόγυρά μας δημιουργώντας τον συμβολικό μας κόσμο και δίνοντας πολιτιστικό νόημα στον γεωγραφικό τόπο. Όμως δεν τονίζουμε όσο θα έπρεπε τους άλλους δύο ρόλους που αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει μια Λογοτεχνία: τον εκλαϊκευτικό και τον εμπεδωτικό.  Γιατί με αυτούς τους δύο ρόλους η Λογοτεχνία μετατρέπει τη φαντασιακή σήμανση του τόπου σε φαντασιακή θέσμιση του τόπου. Και η διαφορά ανάμεσα στη σήμανση και τη θέσμιση είναι τεράστια!  (12) Και εξηγώ: Τα λογοτεχνικά έργα καθώς παράγονται από τους δημιουργούς τους δεν είναι παρά «ομιλίες», όπως τα λόγια ενός μεμονωμένου ατόμου. Η «Λογοτεχνία» όμως δεν είναι «ομιλία», είναι προϊόν θέσμισης  (13). Το corpus των κειμένων που οργανώνονται σε μια «Λογοτεχνία» και συσσωματώνονται σε μια «Εθνική Γραμματεία», κρίνονται, ταξινομούνται, αξιολογούνται, ανθολογούνται, διδάσκονται, επιβάλλονται... Δηλαδή μέσω της εξουσιαστικής χρήσης υφίστανται μια ιδεολογική διαδικασία καθαρμών του νοήματος, έτσι ώστε συνολικά να συμβαδίζουν με ευρύτερες «αποδεκτές» επιλογές της εξουσίας (14).  Ενώ λοιπόν κάποια μεμονωμένα λογοτεχνικά έργα μπορούν να «ανθίστανται» ή ακόμα και να επιδιώκουν συνειδητά την «ανταρσία» (15), η «Λογοτεχνία» τείνει να πλανίζει και να λειαίνει ακόμα και τις «αντάρτικες» ιδιαιτερότητες των έργων και τελικά να κατασκευάζει μια ενιαία συμβολική «Πατρίδα» η οποία βεβαίως σχετίζεται και με τις επιλογές της Εξουσίας ή των εξουσιών.
Ας δούμε τώρα πως λειτούργησε η Νεοελληνική Λογοτεχνία στη συγκρότηση της ελληνικής συμβολικής Πατρίδας. 
Για να κατανοήσουμε τον γενικό της προσανατολισμό πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι σε ένα μεγάλο βαθμό τα τελευταία διακόσια περίπου χρόνια η νεοελληνική λογοτεχνία λειτουργεί παραπληρωματικά στην εξουσία του έθνους-κράτους του οποίου βασική επιδίωξη είναι να επιβάλλει την αρχή «ενιαίος χώρος - ένας λαός». Και βέβαια αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Απλώς στην Ελλάδα για ιδιαίτερους λόγους έλαβε μεγάλες διαστάσεις. Η εξουσία χρειαζόταν μία Πατρίδα, και η Νεοελληνική Λογοτεχνία ανταποκρίθηκε δημιουργώντας  εν πολλοίς ένα φανταστικό ενιαίο χώρο (ή μια επιθυμητή χώρα).  (16)Θυμηθείτε το “Δωδεκάλογο του γύφτου» του Παλαμά (ο οποίος μάλιστα υιοθετεί συνειδητά το ρόλο του βάρδου της φυλής), τη “Ρωμιοσύνη” του Ρίτσου, την “Κίχλη” και το «Μυθιστόρημα» του Σεφέρη, το “Άξιόν Εστι” του Ελύτη, την “Αμοργό” του Γκάτσου, την «Ιθαγένεια» των Κ.Χ.Μύρη/Γιάννη Μαρκόπουλου... Όλα προσπαθούν να συστήσουν μια ενιαία και συμπαγή πολιτισμική πατρίδα μακρινή και τωρινή, με παραθέματα και αποσπάσματα κλασικών, με αναφορές ιστορικές, με εθνικής εμβέλειας συμβολοποιήσεις, κυρίως όμως με αποσιωπήσεις και  με προτροπές σε μια  κατασκευασμένη και επιβεβλημένη ελληνικότητα... Όλα προσπαθούν να αποδώσουν την «ουσία» του ελληνισμού, λες και ο ελληνισμός ήταν ενιαίος, συμπαγής, μονοσήμαντος και μονοκόμματος. Για να μπορέσει να χωρέσει σ’ αυτή την εθνική επιδίωξη η Νεοελληνική Λογοτεχνία αντιμετώπισε  ως εχθρικό οτιδήποτε το τοπικό ξέφευγε από τον εθνικό κανόνα (17). Φοβήθηκε την ποικιλία των τοπικών διαλέκτων, σκιάχτηκε μπροστά στις τοπικές διγλωσσίες, αποσιώπησε ήθη ή τα γελοιοποίησε (18), άλλαξε τα τοπωνύμια επί το ελληνικότερον, αποσιώπησε οτιδήποτε θεώρησε «ξενικό» αν και ήταν ιθαγενές, αγνόησε ό,τι θεώρησε «πρόστυχο» (19), αποσιώπησε στοιχεία χωρικά και γεωγραφικά που δεν ενέπιπταν στην εγκεκριμένη εικόνα… (20)
Μόνο ίσως ο Παπαδιαμάντης και αργότερα ο Γιώργος Ιωάννου αντιστάθηκαν και εν μέρει το πλήρωσαν με μακροχρόνια γραμματολογική αμηχανία... 
Αξίζει να επισημανθεί ένα στοιχείο που καταδεικνύει την αντιμετώπιση της εντοπιότητας από τη λογοτεχνία.
Το δέκατο ένατο αιώνα τα κέντρα παραγωγής και διακίνησης της λογοτεχνίας ήταν δύο: η Κέρκυρα και η Αθήνα. Από τα δύο, τα μεγάλα έργα παράγει εκείνο που δεν φοβήθηκε να αναδείξει την ιδιαιτερότητα της εντοπιότητας (21). Ο Σολωμός είναι πρώτα Επτανήσιος και το δείχνει, άσχετα αν η εγκεκριμένη σχολική διδασκαλία  «αποκρύπτει» τα διαλεκτικά του κείμενα και τα ιταλικά του, θέλοντάς τον «εθνικό ποιητή» (22). Με την ένωση των Εφτανήσων το Αθηναϊκό κέντρο μονοπωλεί τη διακίνηση της λογοτεχνίας, και βεβαίως την αξιολόγηση των έργων και την επιβράβευση των προσώπων. Και έως σήμερα καθορίζει αποκλειστικά το φιλολογικό γούστο επιβάλλοντας την αισθητική της Αθήνας ως τη μόνη αξιέπαινη καλλιτεχνικά. Έτσι για παράδειγμα δε γράφεται πλέον λογοτεχνία σε ιδίωμα (23).  Αυτό και μόνο δείχνει την πίεση που δέχτηκαν οι εκτός κέντρου “έτεροι τόποι”.  
Σήμερα, εποχή παγκοσμιοποίησης, βρισκόμαστε σε μια φάση αναπροσαρμογών. Η σύγχρονη ελληνική Λογοτεχνία και οι επιλογές προσώπων και έργων των Αθηνών βρίσκεται σε αδιέξοδο. Η φανταστική Πατρίδα με τα συγκεκριμένα περιεχόμενα της ελληνικότητας δεν πουλάει πλέον ούτε ως φολκλόρ. Φαίνεται ότι έχει εξαντληθεί. Όμως η εκδοτική αγορά πιέζει. Και η πίεση μεταφέρεται στους δημιουργούς που πρέπει να επανανοηματοδοτήσουν την Πατρίδα, να «σημάνουν» την Ελλάδα του 21ου αιώνα.
Η πίεση συνήθως εκφράζεται με την άποψη ότι εάν οι έλληνες λογοτέχνες θέλουν να δουν τα έργα τους να μεταφράζονται στις μεγάλες γλώσσες, πρέπει να βρουν θέματα σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές. Ήδη βλέπουμε λογοτεχνικά πεζά κείμενα (η νεοελληνική ποίηση –πλην της κυπριακής- βρίσκεται σε αξιοσημείωτη κάμψη) να γράφονται με προδιαγραφές ώστε να γίνουν σενάρια και σίριαλ. Μπορούμε λοιπόν μελλοντικά να δούμε Ελβετούς ή Ισπανούς να παράγουν ταινίες βασισμένες σε ελληνικά λογοτεχνικά έργα και να γίνονται μεγάλες τηλεοπτικές επιτυχίες με ελληνικούς υπότιτλους στην Ελλάδα, όπως πριν λίγο το τούρκικο σίριαλ με την οικογένεια Μπακλαβατζίογλου. Δυστυχώς η επιδίωξη της επιτυχίας στη μεγάλη ή τη μικρομέγαλη αγορά ωθεί τους εκδότες να επιζητούν τέτοιες «επιτυχίες». Η προτροπή της αγοράς προς τους λογοτέχνες είναι σαφής: «Γράψτε για μεγάλο κοινό». Και νομίζω η πολιτική του ΕΚΕΒΙ προς τα εκεί σκοπεύει…
Υπάρχει όμως και η άλλη άποψη, η οποία πιστεύει ότι το μέλλον της λογοτεχνίας μας βρίσκεται στη διεκδίκηση της ιδιαιτερότητας που μόνο η επιδίωξη της εντοπιότητας μπορεί να προσφέρει. Η αποτύπωση της εντοπιότητας  (24) μπορεί να ανοίξει μια ρωγμή στο σώμα της συμπαγούς Εθνικής Λογοτεχνίας να αλλάξει τα σημαινόμενα της παρωχημένης ελληνικότητας και να αναδείξει το τοπικό. Βεβαίως η εντοπιότητα ως στόχος λογοτεχνικής αποτύπωσης και αναπαράστασης  δεν έχει καμία σχέση με την Ηθογραφία, ή την «Επαρχιακή λογοτεχνία», ή τη «Λογοτεχνία της Ενδοχώρας». Αναφέρομαι σε μια λογοτεχνία  η οποία θα βασίζεται στον «άμεσα βιωμένο χώρο», που θα αντλεί τα θέματά της από εκεί που είναι χτισμένο το «σπίτι μας» (25), εκεί όπου πρέπει να βρίσκεται ο μυθικός μας τόπος, ποντισμένος στην εποχή της αμετακίνητης παιδικής ηλικίας (26).
Τότε τα λογοτεχνικά έργα μας θα έχουν ιθαγένεια γιατί οι μύθοι μας θα έχουν άμεσο αντίκρισμα κι αναφορά στον κόσμο μας - κι αυτό πιθανόν να τα κάνει πραγματικά «παγκόσμια».
Ψύρρας Θωμάς                                                                               Λάρισα / Ραψάνη 30-31 Μαίου 2008

....  ....  ....  ....  ....  ....
Σημειώσεις
 (1) Ψύρρας Θωμάς, Λάρισα , μια πόλη στη Λογοτεχνία, Μεταίχμιο, Αθήνα 2005, σσ. 14 - 19
 (2) Edward  Soja, Postmodern Geographies:  The Reassertion of Space in Critical Social Theory, London, Verso 1989, σ. 179
 (3)  Gaston Bachelard, Η ποιητική του χώρου, εκδ. Χατζηνικολή, Αθήνα 1982, σ. 25.
 (4) Μάκης Καραγιάννης, Η αισθητική της ιθαγένειας: Λογοτεχνία και τόπος, η ρητορική του τόπου, Παρέμβαση, Κοζάνη
 (5) Άρτεμις Λεοντή, Τοπογραφίες του ελληνισμού, εκδ. SCRIPTA, Αθήνα 1998, σ. 24.
 (6) Ζακ Ντεριντά, H έννοια του αρχείου, εκδ. Εκκρεμές, Αθήνα 1996, σ. 15: «η αρχή , θυμίζουμε, ονομάζει την έναρξη και συνάμα την επιταγή».
 (7) Ζακ Ντεριντά, οπ σ.12: «δεν υπάρχει αρχείο χωρίς τη θεσμισμένη χωροποίηση ενός σημείου εν-τύπωσης».  Από αυτό το χωρικό σημείο, το “σπίτι”, εκκινεί η γλώσσα για να συναντήσει το φαντασιακό και να αναδείξει την μυθολογημένη πατρίδα/μητρίδα.
 (8) Η ματιά και ο λόγος των ξένων αφορά: 1) σημεία του τόπου στα οποία εστιάζουν το ενδιαφέρον τους, 2) τον τρόπο με τον οποίο έχουν εντυπώσει τον τόπο στα  γραπτά τους, 3) τη συμβολική και  υλική αξία που προσδίδουν στα “δικά μας πράματα”. 
 (9) Ας σκεφτούμε την εικόνα του Πηνειού, εδώ δίπλα: ένα ποτάμι μέσα στη λάσπη. Οι ξένοι περιηγητές όμως όταν έρχονταν στα Τέμπη «έβλεπαν» την ομηρική εικόνα του «αργυροδίνη Πηνειού». Και την επέβαλλαν πρώτα σε όλους τους μορφωμένους παλιοελλαδίτες επισκέπτες των στενών, κι έπειτα και στους Λαρισαίους. Ακόμα και σήμερα στη Λάρισα  «οι φίλοι του Πηνειού» στα ημερολόγιά τους αναφέρονται στον «αργυροδίνη» κι όχι βέβαια στο θολό «Σαλαμπριά».
(10) Άρτεμις Λεοντή, οπ., σ. 24
(11) Δες στο ιδιαίτερα σημαντικό βιβλίο του Benedict  Anderson , Imagined Communities : Reflections on the Origin and Spread of Nationalism, London, Verso 1991
(12) Δες Κορνήλιος Καστοριάδης, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, εκδ.Ράππα, Αθήνα, σ.174 κε.
 (13) Δεν χρησιμοποιώ τον όρο θεσμός, διότι η θέσμιση δεν είναι μια γένεση ή μια δημιουργία ή μία  ίδρυση θεσμού∙ η θέσμιση τελείται διαρκώς όσο υφίσταται η συγκεκριμένη κοινωνία η οποία κατανοεί την ύπαρξή της μέσα σ΄αυτά τα φαντασιακά πλαίσια.
 (14) Δες τη «Λογοτεχνία» του 19ου αιώνα και τη σχέση της με την εμπέδωση της Μεγάλης Ιδέας, ή δες την περίπτωση του Παλαμικού εθνισμού, ή δες τις ιδεολογικές επιδιώξεις του μεταξικού τρίτου ελληνικού πολιτισμού σε σχέση με τις πρωτοπορίες του 30… 
 (15) Η περίπτωση του ρεμπέτικου είναι χαρακτηριστική. Το στοιχείο της «ανταρσίας» που επεσήμανε ο Στάθης Δαμιανάκος λειάνθηκε μέσω της διαδικασία της ενσωμάτωσης. Και βέβαια οι στίχοι των ρεμπέτικων δεν πέρασαν ποτέ ως στοιχείο της νεοελληνικής Γραμματείας όπως συνέβη με πολλά δημοτικά τραγούδια, ή όπως συνέβη αλλού με τους στίχους των τραγουδιών των blues.
 (16) Δες Dimitrios Tziovas, The Nationalism of the Demoticists and Its Impact on their Literary theory (1888-1930), Άμστερνταμ, Hakkert 1986
 (17)Δες την επί το εθνικώς ορθότερον αυτολογοκρισία του Μυριβήλη στην δεύτερη έκδοση της «Ζωής εν Τάφω»
 (18)  Σκεφτείτε πως στον Βιζυηνό ο ώριμος αφηγητής στο “Αμάρτημα της μητρός μου” λειαίνει τη ζωή στο χωριό του (ως μορφωμένος ζητά να «αλλάξει» την τελευταία υιοθετημένη αδελφή του διότι αυτός επιθυμούσε μια αδελφή «ωραίαν και συμπαθητικήν, ανεπτυγμένην και έξυπνον, με γράμματα, με χειροτεχνήματα, με όλας εν γένει τας αρετάς, όσας είχον αι κόραι των χωρών όπου έζων μέχρι τότε»), και πώς ο Καρκαβίτσας διατηρεί μια έμμεσα αφ' υψηλού στάση  απέναντι στους αγράμματους χωρικούς που συχνά μετατρέπει σε καρικατούρες.
(19)   Τα πρόστυχα δημοτικά τραγούδια «εξορίστηκαν» διότι, καθώς το δημοτικό τραγούδι εκφράζει την ψυχή του λαού, δεν γίνεται ο αγνός λαός να προστυχολογεί τραγουδώντας γαμοτράγουδα.
  (20) Για παράδειγμα η γενιά του τριάντα οργανώνει μια αιγαιοπελαγίτικη εικονογραφία της ελληνικής φύσης. Πουθενά δεν υπάρχει η λασπουριά του Στρυμόνα και του Νέστου ή η παγωνιά της Φλώρινας. Πουθενά δεν υπάρχει η ορεινή εικόνα. Τα «ψηλά βουνά» πάντα είναι ιδωμένα από κάτω…
 (21) Δες Γιάννης Δάλλας, Κ. Θεοτόκης, Διηγήματα, εκδ. Κείμενα, Αθήνα 1982, σ. 9., όπου στην  εισαγωγή αναφέρεται στην “πεζογραφία της εντοπιότητας”.
(22)   Άλλωστε η αθηναϊκή κριτική φρόντισε να τον αγνοήσει για ένα μεγάλο διάστημα γιατί δεν μπορούσε να τον ταξινομήσει με βάση τον εθνικό ποιητικό του «προφίλ».
 (23) Ελάχιστα είναι τα κείμενα σε διάλεκτο. Επισημαίνω τα κείμενα του Σωτήρη Δημητρίου, του Θωμά Ψύρρα και βεβαίως αρκετών Κυπρίων.
 (24) Γ. Μελισσαράτου, “Οι κοινοί τόποι της εντοπιότητας”. Διαβάζω τχ. 326, 1994, σ. 51.
 (25) Η αντίληψη αυτή ήδη κυοφορείτα για παράδειγμα στο «Μαράν Αθά» του Θωμά Ψύρρα, τη συλλογή διηγημάτων «Χώμα Χώματα» του Ηλία Κεφάλα, και τα ποιήματα του Βαγγέλη Κάσσου και του Βασίλη Νιτσιάκου (ιδίως στην ποιητική του συλλογή «Ρέματα») για να αναφέρω κάποια έργα από τη θεσσαλική ενδοχώρα.
(26) G. Bachelard, ό.π. σ. 33