Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ταξιδιωτική λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ταξιδιωτική λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

Κώστας Ακρίβος: “Αλλάζει πουκάμισο το φίδι”

                                                                        ή
                                “Αυτός είναι ένας άλλος τόπος με ανθρώπους άλλης φυλής”;

Θα ξεκινήσω ανάποδα: από το οπισθόφυλλο του βιβλίου του Κώστα Ακρίβου (και να σημειώσω ότι σπάνια σημείωμα οπισθόφυλλου είναι τόσο κατατοπιστικό).

Στο οπισθόφυλλο διαβάζουμε ότι το βιβλίο είναι «μυθιστόρημα φτιαγμένο από τα υλικά του χρονικού, της αυτοβιογραφίας, του οδοιπορικού, των απομνημονευμάτων και της μαρτυρίας», και της μυθοπλασίας θα πρόσθετα. Μη σας κάνει εντύπωση: το μυθιστόρημα σε αντίθεση με άλλα είδη είναι παμφάγο και χωράει χωνεύοντας τα πάντα. Κάποιος χαρακτήρισε το είδος του μυθιστορήματος ως το «σκουπιδοτενεκέ» των γραμματειακών ειδών. Είναι κοινή αλήθεια παρά την υπερβολή.

Στο οπισθόφυλλο επίσης τίθεται το εναρκτικό ερώτημα “Είμαι τυχερός ή όχι που γεννήθηκα Έλληνας;” που καθοδηγεί το μυθιστόρημα ως βασική γραμμή αναζήτησης. Το επισημαίνω, αλλά προσώρας το προσπερνώ γιατί θα μας απασχολήσει αργότερα.

Το μυθιστόρημα τώρα.
Έτος 2009. Η κρίση έχει ξεκινήσει. Εμείς βέβαια δεν ξέραμε πόσο θα κρατήσει. Ο αφηγητής/συγγραφέας – ο οποίος διάγει περίοδο συγγραφικής αφλογιστίας και αναζητά το θέμα για το επόμενο βιβλίο του - βρίσκεται σε ένα χαμάμ στην Αδριανούπολη, την Εντιρνέ των Τούρκων, όπου αποκαλύπτει στον Τούρκο χαμαμτζή ότι είναι Έλληνας. Εκείνος αντί για άλλη απάντηση του λέει: «Μάι φρεντ… Γιουνανιστάν καπούτ, φαλιμέντο! … Γιουνάν φακίρ φουκαρά…Γιοκσούλ, γιοκσούλ!...». Κακόμοιροι Έλληνες φουκαράδες!...

Η αντίδραση του Τούρκου λειτουργεί ως έναυσμα για στοχασμό και ενδοσκόπηση. Όταν ο αφηγητής /συγγραφέας πλέον επιστρέφει στο Βόλο, εκεί στα τσίπουρα στο Μουράγιο, συζητάει το συμβάν με τον επιστήθιο φίλο του τον επονομαζόμενο Τσιρίλο. Στο όγδοο εικοσιπενταράκι ο αφηγητής/συγγραφέας αναλύει ότι είμαστε ένας λαός με παρελθόν, παρόν και κυρίως με μέλλον παρά τα ζοφερά που ζούμε τώρα. Ο Τσιρίλο τον αιφνιδιάζει «Πάει, δικέ μου, η Ελλάδα που ήξερες. Ξόφλησε!»… «Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην τον έχει χαλάσει ο καταναλωτισμός», και συνεχίζει το κατεβατό για τους γεωργούς που ξερίζωσαν τις ελιές για να πάρουν επιδοτήσεις, για τις μίζες, τα λαδώματα, τα αυθαίρετα, το λουλουδοπόλεμο στα σκυλάδικα, «τις μανάδες που έτρεχαν να πάρουν απ’ την κάθε Τζούλια αυτόγραφο για τις κόρες τους»…Και τελειώνει : «Φως φανάρι, πάμε ντογρού για διάλυση, για καταστροφή. Δεν θα σωθούμε γιατί δεν αξίζει να σωθούμε». «Το λάιφ στάιλ θα γίνει ο νεκροθάφτης μας».
Η διαφωνία του αφηγητή με τον Τσιρίλο είναι απόλυτη και λειτουργεί ως καταλύτης για την απόφαση του αφηγητή να επισκεφτεί πολλά μέρη της Ελλάδας για να ανακαλύψει ανθρώπους γνήσιους και σωστούς που θα αποδεικνύουν ότι ο αφηγητής είχε δίκιο κι όχι ο Τσιρίλο.

Από κει κι έπειτα αρχίζουν τα οδοιπορικά με στόχο την αναζήτηση των στοιχείων εκείνων που μας κάνουν περήφανους επειδή είμαστε Έλληνες. Συναντήσεις με τόπους και ανθρώπους ζώντες τε και τεθνεώτες, αλλά και με βιβλία, με μουσικές, με γεύσεις, με εικόνες… Ενδεικτικά απαριθμώ πορείες συναντήσεις και «συναντήσεις»:
Στη Σαλονίκη η Εβντοκία από το Μέλνικ της Βουλγαρίας, το δικό μας Μελένικο, της άμεσης Δημοκρατίας και του χυμένου σαν αίμα κόκκινου κρασιού μιας πόλης που ξεψυχούσε στις 5 Αυγούστου του 1913· ο Στρατής Δούκας κι ο Νικόλας Καζάκογλου στο Στουπί · ο Αλέκος στη Λευκίμη της Κέρκυρας · η Γαλάτεια και το παιδί της στο νησάκι των Ιωαννίνων · στον Ιρενί Τεκέ στ’ Ασπρόγεια των Φαρσάλων «συναντά» τους Μπεκτασήδες· στα Άγραφα, ψηλά στη Νιάλα, στο διπλό μνημείο εις μνήμη των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού και των στρατιωτών του κυβερνητικού στρατού που έγραψε γι’ αυτούς ο Δημήτρης Χατζής στους Ανυπεράσπιστους · ο μπαρμπα-Λάμπρος στη Γρανίτσα το χωριό του Στέφανου Γρανίτσα · στο μοναστήρι της Ζάβορδας όπου συναντά σε μια σκήτη τον συμμαθητή του Σωτήρη, τώρα πατέρα Μόδεστο, ο οποίος τελεί όρκο σιωπής · ο νεαρός Γαβρίλης στην Καλαμάτα δεκαεξάχρονος που γράφει λογοτεχνία · στις Αμύκλες όπου συναντά το Διονύση παλιό συνδικαλιστή της ΠΠΣΠ στα φοιτητικά αμφιθέατρα τώρα παθιασμένο με την αρχαιότητα και το «ένδοξο παρελθόν» · ο παπά Οδυσσέας στην Πλατιάνα· στην Τρίπολη του Θανάση Βαλτινού · στη Βυτίνα του γιατρού Παναγιώτη Ποταγού του μεγαλύτερου ταξιδευτή και συγγραφέα των πολύτιμων «Περιηγήσεων» · στο Ναύπλιο στη φυλακή του Κολοκοτρώνη αλλά και του ξεχασμένου Παλαμήδη του αρχαίου βασιλιά του · στην Αίγινα κι από κει στη νότια Εύβοια στο πανηγύρι στο Παραδείσι όπου σαγηνεύεται από τον βιολιστή και φιλόσοφο Μπίλιωση1 · ένα παρέμβλητο ταξίδι στην Κίνα κι έπειτα πίσω στο Φιλώτι της Νάξου στο ξακουστό «πανηγύρι τση Παναγιάς τση Φιλιώτισσας» · η πορεία στο μονοπάτι Πέρσαινα - Φολόη στην Ηλεία, στο Κούμανι όπου και το φιδοπουκάμισο (262) · στη Σύρο στη συνάντηση των λαϊκών πνευστών όπου οι τζιώτες παίζουν τζαμπούνα και τουμπί και τραγουδούν: «Δολάρια δεν θέλω, πώς να σου το πω/ κάλια ψωμί κρεμμύδι κι εκείνον π’ αγαπώ», και η συνάντηση με τον ελληνονορβηγό Ούλαφ Δημήτρη Ρόε πρωτεργάτη της συνάντησης· στην Αθήνα στην οδό Ισαύρων όπου συναντά τον ογδοντάχρονο γέρο από την Πρεμετή που δεν έγινε πληροφοριοδότης στο καθεστώς του Εμβέρ· στην Πνύκα και την Ακρόπολη· στο σχολείο οι μαθητές του και ο Σπάρτακ-Χρήστος μαθητής εξ Αλβανίας· στο ψάρεμα στο Ψαθί με τον Αργύρη στους τόπους του Αλφόνς Χοχάουζερ· στο παλαιοβιβλιοπωλείο Φάρος με τους πορτολάνους και τον κύριο Ευάγγελο· στα Ζαγοροχώρια συντροφιά με το βιβλίο του Σταύρου Ζουμπουλάκη…

Και εκτός από τα οδοιπορικά, αναφορές σε βιβλία και σε ήχους2 : Ρέημοντα Κάρβερ, Στρατής Δούκας, Δημήτρης Χατζής, Στέφανος Γρανίτσας, Φώτης Κόντογλου, Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ, Τζόναθαν Κόου, Νίκος Καχτίτσης, Θανάσης Βαλτινός, Ράλλης Κοψίδης, Βασίλης Πλάτανος, Πάτρικ λη Φέρμορ, ο Χρήστος Τσολάκης, ο Γιόζεφ Ροτ, ο Μιχαήλ Μπουλγκάκωφ, ο Γιάννης Μπεράτης, ο Γιοβάν Τσαούς που τραγούδησε τους «Πέντε μάγκες του Περαία», ο βιολιστής Μπίλιωσης, οι τζαμπούνες, ο Πορτοκάλογλου κι ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, η Πόλυ Πάνου, Χένρι Μέλβιλ, Μάρκ Τουέιν, ο Στρατής Μυριβήλης , ο Σεφέρης, ο Χουάν Ρούλφο, ο Λόρενς Ντάρελ, ο Παπαδιαμάντης…

Στη ροή ενός άμεσου ιστορικού χρόνου που ορίζεται με το βάθεμα της κρίσης και τις απελπισμένες κινήσεις λαού και πολιτικής ηγεσίας να βρουν ο καθείς με τον τρόπο του αντίδραση
απέναντι στη λαίλαπα που σαρώνει την Ελλάδα ο αφηγητής επιλέγει τα “κρίσιμα” γεγονότα: Γιουροβίζιον, Θρύλος-Μπορούσια Ντόρτμουντ 3-1 («έτσι κουρεύει ο Πειραιάς»!) , οι εκλογές και ξανά οι εκλογές, η Χρυσή Αυγή, η πρόκριση της εθνικής στο Euro 2012, η ήττα της εθνικής από τους Γερμανούς στο Euro 2012, τα δημοσιεύματα του Σπήγκελ για την ελληνική χρεωκοπία, οι δηλώσεις του Πώλ Κρούγκμαν , ο Ντανιέλ κον Μπεντίτ, οι υποθήκες του Γεώργιου Αλέξανδρου Μαγκάκη 3, η αγωνία του εβδομηντάχρονου Μήτσου τσοπάνου στην Αλικόπετρα που είχε τρεις μέρες να δει τηλεόραση και ρώτησε εν αγωνία τον οδοιπόρο «κλείδωσε το πακέτο;»…

Το πλήθος αυτών των στοιχείων συναρμόζεται οργανικά και σχηματίζει ένα συμπαγές αφηγηματικό όλον (μέγα επίτευγμα του συγγραφέα) που δείχνει και την ωρίμαση της μυθοπλαστικής του ικανότητας. Βεβαίως αντιλαμβάνεσθε πόσο δύσκολο εγχείρημα είναι να αποτυπωθεί η ελληνική κρίση τη στιγμή που ακόμα τρέχει κι αλλάζει τα πάντα γύρω μας. Η λογοτεχνία βιάζεται και διακινδυνεύει. Δε γίνεται αλλιώς!..

Ανοίγω παρένθεση: Εκείνο που ξέφυγε του Ακρίβου είναι ότι δεν αξιώθηκε να γνωρίσει τον Αλέκο Ζούκα να τον ακούσει να παίζει μπουζούκι και να τραγουδά όπως μόνο εκείνος ήξερε στα τόσα βράδυα έως το πρωί και να ακούει την επιτομή του βιβλίου του για τα ωραία και τα άδικα του κόσμου τούτου. Θα του δώσω το «Στη Χίο» για να δει πως πριν απ’ αυτόν υπήρξε κι ένας άλλος δικός μας που εστοχάσθη ότι το ταξίδι είναι δρόμος ελευθερίας και αυτογνωσίας.4 Κλείνει η παρένθεση.

Κι έρχομαι στο εναρκτικό ερώτημα που διατρέχει το μυθιστόρημα την εποχή της κρίσης:
Είμαι τυχερός ή όχι που γεννήθηκα Έλληνας;…

Το ερώτημα είναι χαρακτηριστικό της νεοελληνικής αμφιθυμίας. Ο έλληνας είναι εκείνος που τη μια στιγμή λέει ότι είμαστε «κωλοέλληνες»5 και «κοπρολαός» και την άλλη ότι είμαστε «έθνος ανάδελφον»6, περιούσιος λαός που δώσαμε τα φώτα στον κόσμο όταν «οι άλλοι τρώγαν βελανίδια»7 κι ότι «δεν χρωστάμε σε κανέναν αλλά ότι όλοι οι άλλοι μας χρωστούν τα πάντα». Η αμφιθυμία, είναι χαρακτηριστική των λεγόμενων λαών με αυτοκρατορικό παρελθόν οι οποίοι στην πορεία της ιστορίας ξέπεσαν. Αυτό επηρεάζει το περιεχόμενο της συνείδησης και την διαφοροποιεί από την ταυτότητα. Να το πω αλλιώς: η συνείδηση (τι είμαι) διαφοροποιείται από την εθνική ταυτότητα (ποιοι είμαστε). Το χάσμα λοιπόν ανάμεσα στη συνείδηση που διαμορφώνεται κυρίως μέσα από στοιχεία του καθ’ ημέραν βίου (που είναι απογοητευτικά), και, την ταυτότητα που διαμορφώνεται από εθνικούς μύθους, ιδεολογήματα και μακροϊστορικά δεδομένα (που είναι επηρμένα και μεγαλοπρεπή) είναι αγεφύρωτο. Σε περιόδους κρίσης λοιπόν το χάσμα ενεργοποιείται γιατί τότε τα άτομα ή οι συλλογικότητες προσπαθούν να επαναπροσδιορίσουν τη συνύπαρξη συνείδησης και ταυτότητας επιζητώντας να βρούν στοιχεία που να την επιβεβαιώνουν και να γεφυρώνουν το χάσμα ώστε η συνείδηση να λειτουργήσει ως ταυτότητα. Αυτό έχει συμβεί ήδη τη δεκαετία του 30 με την περιώνυμη γενιά του 30 με αμφίβολα αποτελέσματα. 8 Τα στοιχεία αυτά ορίζονται ως στοιχεία ελληνικότητας και συναθροίζονται στην εθνική μας ιδιοπροσωπία. Σε μια περίοδο κρίσης λοιπόν αυτά τα στοιχεία τίθενται σε αμφιβολία και τίθενται υπο έρευνα για να αντικατασταθούν από άλλα τα οποία θα γεφυρώσουν το χάσμα συνείδησης και ταυτότητας.

Αλλά ας δούμε τι είναι μια κοινωνική κρίση.
Η κρίση είναι το μεσοδιάστημα ανάμεσα σε δύο παγιωμένες κοινωνικές μορφές στο οποίο παύουν να ισχύουν οι βεβαιότητες και συνυπάρχουν αντιφατικές αξίες έτσι ώστε τα άτομα και οι ομάδες να μην μπορούν να ξεχωρίσουν το καλό από το κακό, το πρέπον από το μη πρέπον, το σωστό από το λάθος, το σημαντικό από το ασήμαντο κλπ κι επομένως να μην μπορούν να προχωρήσουν σε επιλογές αφού πλέον δεν υπάρχουν σταθερές και κανονικότητες. Συμπεριφορές που πριν ήταν αποδεκτές, τώρα αποδεικνύονται ανεπαρκείς, ηθικές νόρμες και κοινωνικές συμβάσεις καθίστανται δυσλειτουργικές.
Η κρίση δεν γεννιέται αυτόματα. Είναι φαινόμενο πολυαιτιακό στο οποίο συνυπάρχουν και αλληλοεπικαλύπτονται πρότερες επιλογές, κατεστημένες δυνάμεις, πολιτικές αποφάσεις, συλλογικές νοοτροπίες αλλά και τυχαιότητες και δυνάμεις που σχετίζονται με την τεχνολογική εξέλιξη και τις επιβολές της στον τρόπο ζωής. Ποτέ μια κρίση δεν ενσκήπτει από μόνη της κι απρόσμενα εντελώς. Αναζητούμε τις αιτίες στο ιστορικό παρελθόν, πρόσφατο και παλαιότερο, και προσπαθούμε εν μέσω της αβεβαιότητας να δώσουμε απάντηση στα “γιατί” και να επινοήσουμε μεθόδους υπέρβασης και λύσης.

Όταν λοιπόν ο αφηγητής θέτει το ερώτημα: “είμαι τυχερός ή όχι που γεννήθηκα Έλληνας;” εν μέσω κρίσης ουσιαστικά βαδίζει σε έδαφος επικίνδυνο και αβέβαιο.
Σε μια περίοδο που κυριαρχεί η ιδεολογία του εθνικολαϊκισμού, το ερώτημα αποκτά «επικίνδυνο» περιεχόμενο που θα μπορούσε να μετατρέψει το μυθιστόρημα σε μια ανούσια αναζήτηση των στοιχείων της ελληνικότητας επαναβεβαιώνοντας γνωστές “παλιές καλές αξίες”.
Γιατί εάν η αναζήτηση του ταξιδευτή αφηγητή καταλήξει στη διαπίστωση ότι “προϋπόθεση για τη διέξοδο από τη σημερινή κρίση είναι να ξαναβρούμε τις χαμένες θεμελιώδεις αξίες»9 , ουσιαστικά βυθιζόμαστε σε μια χοάνη του παρελθόντος εξίσου αδιέξοδη με την τωρινή αβεβαιότητα. Γυρνάμε στην ελληνικότητα της γενιάς του '30 ή και χειρότερα σε ένα παρελθοντικό εθνοκεντρισμό τύπου Ίωνος Δραγούμη και Περικλή Γιαννόπουλου (και θα μιλάμε για έθνος ανάδελφον, για περιούσιο λαό και ανώτερο ελληνικό πολιτισμό και για γλώσσα μοναδική και ευλογημένη από τους θεούς κλπ)

Το ζήτημα λοιπόν είναι τί ακριβώς αναζητά ο αφηγητής. Γιατί η αναζήτηση δεν είναι γενικά ένα ψαχούλεμα κι ό,τι τύχει... Η αναζήτηση διενεργείται με εκ των προτέρων διαμορφωμένα κριτήρια ώστε να μπορεί ο αφηγητής να γραδάρει πρόσωπα και καταστάσεις. Γιατί το τελικό ζητούμενο είναι ποια στοιχεία θα απομείνουν από τα παλιά και ποιες αξίες θα ανασυντεθούν σε ένα κόσμο που αλλάζει. Άρα η σύνθεση νέων αξιών βρίσκεται μπροστά μας ως πιεστικό πρόταγμα. Και δεν είναι διόλου εύκολο να απαντηθεί.
Γιαυτό χαρακτήρισα την αναζήτηση της “πραγματικής Ελλάδας” εν μέσω της κρίσης ιδεολογικά επικίνδυνη.
Είναι όμως και αφηγηματικά επικίνδυνη. Γιατί -πρώτον- είναι δυσχερής η ερμηνεία ενός κοινωνικού φαινομένου ενόσω αυτό εξελίσσεται και είναι εύκολο να μετακυλήσει η αφήγηση σε κοινοτοπίες, συναισθηματισμούς, παρηγορητικούς λόγους, ηθικολογίες, πολιτικολογίες και υπερβολές διαλύοντας την ανοχή του αναγνώστη. Και -δεύτερον- ο αφηγητής, αναζητητής αξιών, δεν λειτουργεί ως κοινωνικός ανθρωπολόγος10 δηλαδή ως ένας παρατηρητής που διερευνά, αλλά ως συμμέτοχος και υφιστάμενος την κρίση που συμπάσχει και επομένως διαθέτει “περιορισμένη” οπτική γωνία στη θέαση της μεταβαλλόμενης πραγματικότητας.
Ο αφηγητής του μυθιστορήματος αναζητώντας γνήσιους ανθρώπους αναδεικνύει ως αξία την απομάκρυνση από τον καταναλωτισμό, την ανεκτικότητα, την επιθυμία συνεννόησης, την αγάπη για τη φύση, τη σχέση μας με το νόμο και την ηθική. Γι' αυτό από το βιβλίο θα παρελάσουν παπάδες, αγρότες, δάσκαλοι, τυραγνισμένες ψυχές, λαϊκοί οργανοπαίχτες, θεοσεβείς λόγιοι, πλάνητες ταξιδευτές11, πατριώτες... Και βέβαια σε όλη τη διαδρομή θα μας ακολουθεί πίσω από το λόγο του Ακρίβου η βαριά σκιά του Στρατή Δούκα, του Γιάννη Μπεράτη και του Δημήτρη Χατζή. Κληρονομιές σφυρήλατες και δοκιμασμένες...

Δεν ξέρω αν φτάνουν αυτά να ξεπεράσουμε την κρίση. Πάντως -δεν θα αποκαλύψω το τέλος του βιβλίου- προτείνεται μία λύση που σχετίζεται με την παραγωγή, τη δημιουργικότητα, την αγάπη και το σεβασμό στη φύση και τις προσπάθειες των νέων ανθρώπων που θα βγουν σφυρηλατημένοι από τούτη τη δοκιμασία. Αισιόδοξο μήνυμα!

Και πριν τελειώσω, να μην παραλείψω την αναφορά στον τίτλο του μυθιστορήματος:
Ο τίτλος «Αλλάζει πουκάμισο το φίδι» είναι διαπιστωτικός και καταφατικός (αφού λείπει το ερωτηματικό), όμως η δομή του (ρήμα - αντικείμενο – υποκείμενο) υπονοεί ένα πιθανό αρνητικό ερώτημα (αλλάζει;… δεν αλλάζει.) Ο επιτονισμός κατά την ανάγνωση καθορίζει τελικά αν θα προσχωρήσουμε στην μία ή την άλλη ανάγνωση. Πάντως επισημαίνω αυτή τη διπλή δυνατότητα επιτονισμού γιατί η υιοθέτηση της μίας ή της άλλης –αφού κάποιος διαβάσει το μυθιστόρημα κι επανέλθει στον τίτλο- ισοδυναμεί με μία αναγνωστική απάντηση στο ερώτημα του βιβλίου: αν “μπορεί να αλλάξει” ή “να μην αλλάξει”.

Βεβαίως η συμβολική του τίτλου αφορά την ανανέωση. Το φίδι για να απεκδυθεί το παλιό του δέρμα συστρέφεται και τρίβεται στις πέτρες, κι όταν αλλάζει το πουκάμισό του είναι σαν να ξανανιώνει. Πρόκειται για μια επώδυνη διαδικασία. Κατ’ αναλογία για να αποβάλει κάποιος το παλιό και το άχρηστο, σε προσωπικό ή σε συλλογικό επίπεδο, πρέπει να ενεργήσει σαν τον «φρόνιμο όφι» : να υποστεί την επώδυνη δοκιμασία της αλλαγής ώστε να αναγεννηθεί. Εντέλει η ωρίμαση ενός λαού ή ενός ανθρώπου προϋποθέτει μια επώδυνη δοκιμασία για να απεκδυθεί το παλαιό και να ενδυθεί το νέο.
ΘΩΜΑΣ ΨύΡΡΑΣ
Αθήνα 20-11-2013


1 Ο Μπίλιωσης στο Παραδείσι Ευβοίας το 2010. Ακούστε τον! http://www.youtube.com/watch?v=-HPtigDVWXE

2 Στο κείμενο γίνεται ρητή αναφορά σε 38 τραγούδια και μουσικές. Μπορείτε να τα ακούσετε συγκεντρωμένα στο http://www.youtube.com/playlist?list=PLuEel4_zlZHex1WWbblaMGI55KhzgR0tT

3 Συμπλήρωμα σ' αυτές τις γκρίζες σκέψεις ήρθε εκείνες τις μέρες η είδηση για το θάνατο του Γεωργίου-Αλέξανδρου Μαγκάκη, ιδίως η σημείωση που είχε γράψει στο ημερολόγιό του: “η ζωή πάνω στο νήμα. Σαλπάρω ήρεμος για τον άλλο κόσμο. Αυτή που αφήνω πίσω μου, σίγουρα δεν είναι πια η Ελλάδα μου. Αυτός είναι ένας άλλος τόπος, με ανθρώπους άλλης φυλής. Δεν με αφορούν. Τι θέλω εγώ ανάμεσ'ά τους; Νά'στε όλοι καλά.”

 4 Αλέκος Δ. Ζούκας, “Στη Χίο με τον Anatol de Meibohm”, εκδ. Φαρφουλάς 2012


5 Τίτλος τραγουδιού του Διονύση Σαββόπουλου, (1989)
“Μελαμψές φυλές / κοντοπόδαρες, / Σειλινοί του κράτους / που ξερνάει και να `τους, / τσιφτετέλληνες / με γονείς ληστές / των συντρόφων τους θύτες / για αμνηστία αλήτες / τώρα διοικητές. / Κράτος ασυστόλων / και πεσμένων κώλων / κωλοέλληνες.
Η χάρτα αυτού του κράτους κρύβει απάτη/ που φτάνει στον γνωστό αγριορωμιό / στο ντάτσουν μιας φυλής που ζει φευγάτη / απ`ό,τι Ελληνικό στον κόσμο αυτό.
Κωλοέλληνες/ μασκαρλίκια δες / στο Άλφα της Αξίας / της Αρχής της Μίας / λουτροκαμπινές./ Τιμωρός καιρός / πέντε αιώνες δύσης / εθνικής θα ζήσεις / από δω και μπρος / με αγγλικές αλφαβήτες / μαλλιαροί μου Ελλαδίτες / θλιβερές μου πορδές.
Πνεύμα αλήτικο / Ελλαδίτικο / σε μικρά Ασία, / Κύπρο, Λευκωσία / Βόρειο Ήπειρο.
Δεν ακούει κανείς / στο χειρότερο / του Ελληνισμού κομμάτι / στην Ελλάδα ζούμε.
Μια φάουσα καταπίνει τον αέρα, / τη θάλασσα, την πόλη, το ιερό,/ πλημμύρισε σκουλίκια η μητέρα / το ρόδο καταγής βγάζει καπνό.
Δεν υπάρχει ελπίς / στην Ελλάδα ζεις.
Σκαλιστές σκιές / μακρυχέρηδες / με το φως σπασμένο / κρατικοποιημένο, / αχ, οι Έλληνες ! / Αλλά εκεί στην ξένη / στην οθόνη σκυμμένοι / θεϊκά δεμένοι/ με την οικουμένη/ στους απέναντι τόπους / φωτοκολλημένοι / απ`τον εδώ ουρανό τους.
Κι ενώ εδώ θα ζούμε καταρρεύσεις / ο έξω Ελληνισμός θα προχωρεί / και φως και μουσική μιας άλλης σκέψης / στη μείζονα Ελλάδα θα εκραγεί / στους Πανέλληνες / στους Πανέλληνες”

6 Γνωστή ρήση του πρώην προέδρου Σαρτζετάκη που διατυπώθηκε στη διάρκεια επίσκεψης σε στρατιωτικές μονάδες την μέρα του Πάσχα 1985 παρουσία του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου. Συνήθως συνοδεύεται και από το hoax που αποδίδεται στον Κίσινγκερ : «Ο Ελληνικός λαός είναι ατίθασος και γι' αυτό πρέπει να τον πλήξουμε βαθειά στίς πολιτιστικές του ρίζες... Να πλήξουμε την γλώσσα, την θρησκεία, τα πνευματικά και ιστορικά του αποθέματα...» ώστε το ανάδελφον να συμπληρωθεί από τη φοβία και την ψυχολογία του κατατρεγμένου έθνους.

7 Αγαπημένο επιχείρημα του «ιστορικού», «αρχαιολόγου», «ουφολόγου» και «τηλεβιβλιοπώλη» Δημοσθένη Λιακόπουλου.

8 Δημήτρης Τζιόβας, “Ελληνικότητα : συνείδηση ή ταυτότητα;”, Βήμα 6.4.2008. «Με το τέλος του αλυτρωτισμού, το πρόβλημα μιας νέας και εξωστρεφούς ταυτότητας έγινε επιτακτικό. Έτσι ορισμένοι της γενιάς του ’30 (…) προσπάθησαν να αντιπαραβάλουν στον “ευρωπαϊκό ελληνισμό” τον (νεο)“ελληνικό ελληνισμό” για να θυμηθούμε την ορολογία του Σεφέρη, να φτιάξουν δηλαδή νεοελληνική ταυτότητα για εσωτερική αλλά και εξωτερική χρήση».

9 Από διάλεξη του Δημήτρη Μπουραντά (Δευτέρα, 20 Φεβρουαρίου 2012 στην Κεντρική Βιβλιοθήκη του Δήμου Θεσσαλονίκης).

10 Kι ας τον χαρακτήρισε έτσι ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου στο άρθρο του “Η παγίδα της κρίσης”, εφ. Βήμα, 17.11.2013

11 π.χ, Ο Παναγιώτης Ποταγός, από τη Βυτίνα, γιατρός, φιλόσοφος και εξερευνητής του 19ου αιώνα έκανε ταξίδια σε Ιράκ, Περσία, Αφγανιστάν, Μογγολία, Βόρεια Κίνα αλλά και Κεντρική Αφρική και Κονγκό, και μετά έγραψε το βιβλίο «Περίληψις περιηγήσεων».

Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2012

Αλέκος Δ. Ζούκας : «Στην Χίο με τον Anatol de Meibohm»

- Στο βάθος της ύλης φυτρώνει μια σκοτεινή βλάστηση 
                                          ή 
το ιδιαίτερο μυρμήγκιασμα που προκαλεί η ιστορία - 

Ο τίτλος στο βιβλίο του Αλέκου Ζούκα είναι κατασκευασμένος από δύο εμπρόθετους προσδιορισμούς : «στη Χίο» και «με τον Anatol de Meibohm». Έτσι ευδιάκριτα δηλώνεται η εις τόπον κατεύθυνση («στη Χίο») αλλά και η συνοδεία («με τον Anatol de Meibohm»).
Προτού πω οτιδήποτε για το βιβλίο θα μου επιτρέψετε να αναφερθώ στο λογοτεχνικό είδος με το οποίο καταπιάστηκε ο Ζούκας γιατί η επισήμανση ορισμένων στοιχείων (ονομάστε τα «γραμματολογικά») διευκολύνει την ανάγνωση και κατανόηση του κειμένου.
«Στη Χίο» λοιπόν ∙ και στο χώρο της ταξιδιωτικής γραφής.

Μπορεί να θεωρούμε ότι το χρέος του ταξιδιώτη είναι η εξιστόρηση, αλλά δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι οι άνθρωποι έδιναν στο ταξίδι εντελώς διαφορετικό νόημα από εποχή σε εποχή. Ανάμεσα στον περιηγητή και τον τουρίστα υπάρχει πελώρια διαφορά! Κι επομένως οι γραφές τους (ημερολογιακές καταγραφές, ταξιδιωτικές επιστολές, οδοιπορικά, ηθογραφικές πραγματείες, γεωγραφικές παρατηρήσεις, απολογισμοί, περιπέτειες) παρουσιάζουν και ποικιλία και έχουν διαφορετική στόχευση. Άλλωστε ο ταξιδευτής –κι ας πάρουμε την περίπτωση του περιηγητή- εμφανίζεται ως σύνθετος ρόλος : έμπορος, πολεμιστής, αγγελιαφόρος, φιλόσοφος, συγγραφέας ή επιστήμων με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την γραφή…

Ας δούμε λοιπόν σύντομα (και σχηματικά) την εξέλιξη της ταξιδιωτικής διάθεσης και γραφής (1).

Τον 17ο και 18ο αιώνα ο περιηγητισμός, εμπνεόμενος από το νεοκλασικισμό, είχε πάντα πρακτικούς σκοπούς (πλουτισμός, εμπόριο, συλλογή καίριων πληροφοριών προς πολιτική ή οικονομική εκμετάλλευση, περιηγητική αρχαιολογία.). Ακόμη και τα ταξίδια των άγγλων αριστοκρατών την εποχή της Ελισάβετ της Α΄ αποτελούσαν μια ιδιότυπη εκλεπτυσμένη εκπαίδευση για τους φερέλπιδες νεαρούς που στόχευαν σε μια θέση στην βασιλική αυλή. Ειδικά το επονομαζόμενο «Grand Tour», την περίοδο της μεγάλης του άνθησης (1600-1750), αποσκοπούσε στη μελέτη του κλασικού πολιτισμού και τη γνωριμία των νεαρών με την ταξιδεύουσα «καλή κοινωνία».

Αυτό που άλλαξε την ταξιδιωτική συμπεριφορά των ανθρώπων κι έδωσε στο ταξίδι ένα νόημα πέρα από τις προηγούμενες πρακτικές αναγκαιότητες ήταν ο ρομαντισμός του 19ου αιώνα. Το κίνημα εκείνο μετέβαλε πρώτα την ταξική προέλευση των ταξιδιωτών ∙ οι ρομαντικοί περιηγητές δεν είναι πλέον μόνο οι γόνοι των αριστοκρατών αλλά και παιδιά πλούσιων αστών ή και διανοούμενοι αναζητητές της περιπέτειας συχνά με τυχοδιωκτική νοοτροπία. 

Οι ρομαντικοί, ιδίως εκείνοι ανάμεσα στο 1820 και το 1850, αλλάζουν το νόημα του ταξιδιού. Κατ’ αρχάς το αντιμετωπίζουν ως μια συμπεριφορά άρνησης των κοινωνικών συμβάσεων. Το ταξίδι γίνεται μέσο προσωπικής απελευθέρωσης γιατί προσφέρει μια βαθύτερη εμπειρία της πραγματικότητας∙ είναι φυγή προς το «αρχέγονο», είναι ανακάλυψη του «αυθεντικού», της «ανέγγιχτης φύσης» και της «ανέγγιχτης ιστορίας». Με λίγα λόγια οι ρομαντικοί του 19ου αιώνα μετατρέπουν το ταξίδι σε αυτοσκοπό.


Όσο προχωρεί ο 19ος αιώνας, όσο πληθαίνουν τα καταπιεστικά εργοστάσια του ανερχόμενου ραγδαία καπιταλισμού, αυτά που περιέγραψε ο Ντίκενς, όσο πληθαίνουν τα μίζερα γραφεία μέσα στα οποία ζένονται οι γραφιάδες σαν το Μπάρτελμπυ το γραφιά του Χέρμαν Μέλβιλλ, όσο πολλαπλασιάζονται τα πληκτικά καφκικά δημόσια καταστήματα, τόσο περισσότερο οι άνθρωποι αναζητούν την «αληθινή» ζωή στο ταξίδι. Και αντίστοιχα η ταξιδιωτική γραφή προβάλει ως το υποκατάστατο της επιθυμίας για απόδραση από το πιεστικό παρόν.
Τότε ακριβώς ο ευρωπαϊκός ρομαντισμός θα δημιουργήσει την ταξιδιωτική λογοτεχνία όπως την γνωρίζουμε σήμερα.
◘◘◘

Στην Ελλάδα η ταξιδιωτική λογοτεχνία εμφανίζεται από τα μέσα του 19ου αιώνα, με κύριους εκπρόσωπους τον Ιάκωβο Ραγκαβή («Ελληνικά», 1854), τον Δημήτριο Βικέλα (Από Νικοπόλεως εις Ολυμπίαν, 1885 ), τον Ανδρέα Καρκαβίτσα (τα ταξιδιωτικά του Καρκαβίτσα για την άγνωστη Θεσσαλία και ειδικά για τη Λάρισα της δεκαετίας του 1880 είναι μοναδικής αξίας για τη ζωή και τη μορφή της πόλης )...

Το 1927 ο Νίκος Καζαντζάκης αρχίζει να δημοσιεύει τη σειρά «Ταξιδεύοντας» η οποία αποτέλεσε το πρότυπο για πολλούς ( Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Κώστας Ουράνης, Πέτρος Χάρης, Ηλίας Βενέζης, Γιώργος Θεοτοκάς, Στρατής Μυριβήλης, Φώτης Κόντογλου, Γιώργος Βαφόπουλος – οι δύο τελευταίοι με εμμονή στην αθωνική εμπειρία). Η ταξιδιωτική λογοτεχνία μ’ αυτούς γνώρισε μέρες ακμής.

Όμως από τη δεκαετία του 70 και μετά η ταξιδιωτική λογοτεχνία αρχίζει να υποχωρεί. Λίγο πριν βγει ο αιώνας αρχίζει πάλι και παίρνει τα πάνω της.

Το 1998 ο πεζογράφος Δημήτρης Νόλλας με τα «Μικρά ταξείδια» (Καστανιώτης) και το 1999 ο ποιητής Γιώργος Βέης με το «Ασία, Ασία» (Κέδρος), το 2005 ο Αναστάσης Βιστωνίτης με το «Πεκίνο, το ρόδο και ο λωτός» ανοίγουν το δρόμο. Το 2004 εκδίδεται από το Μεταίχμιο ο πρώτος τόμος από το σημαδιακό έργο του Πάτρικ Λη Φέρμορ, του μεγαλύτερου συγγραφέα ταξιδιωτικής λογοτεχνίας του καιρού μας «Η εποχή της δωρεάς», για να ακολουθήσει δύο χρόνια αργότερα και ο δεύτερος τόμος «Ανάμεσα στα δάση και στα νερά». Παράλληλα αυξάνονται κείμενα γραμμένα από μη επαγγελματίες τα οποία κυρίως με τη μορφή του ταξιδιωτικού ρεπορτάζ δίνουν συχνά συναρπαστικά κείμενα.

Η ταξιδιωτική λογοτεχνία πλέον διανύει περίοδο μιας νέας άνθησης.

Όμως ανάμεσα στους παλιότερους και τους σύγχρονους συγγραφείς ταξιδιωτικών κειμένων υπάρχει μια σημαντική διαφορά: εάν οι ρομαντικοί αναζητούσαν την «αληθινή» ζωή μέσω του ταξιδιού, οι σύγχρονοι αντιμετωπίζουν πλέον το ταξίδι με διαφορετική λογική: το ταξίδι είναι πλέον ένας δύσκολος και πολλές φορές οδυνηρός δρόμος προς την αυτογνωσία. Και αυτή η μετατόπιση συνεπάγεται και την ανατροπή στη δομή και το ύφος των ταξιδιωτικών κειμένων.

Τα σύγχρονα ταξιδιωτικά κείμενα δεν εξαντλούνται στις περιγραφές των τόπων. Είναι κείμενα που συντίθενται από ετερόκλητα ειδολογικά στοιχεία: περιέχουν στοιχεία δοκιμίου, αυτοβιογραφίας, διηγήσεις, ιστορικές επισημάνσεις, απόλογους, πραγματείες, ενδοσκοπήσεις, ακόμα και στοιχεία από ρεπορτάζ και ενσωματώνουν ακόμα και μορφές τρέχουσας δημοσιογραφίας.
Είναι κείμενα «υβριδικά» τα οποία όμως έχουν επηρεάσει καθοριστικά τον τρόπο που γράφεται η σύγχρονη λογοτεχνία και ιδίως το σύγχρονο μυθιστόρημα. Ας σκεφτούμε για παράδειγμα ένα τέτοιο σημαδιακό «ταξιδιωτικό» βιβλίο, το «Υδατογράφημα» του Γιόζεφ Μπρόντσκι, ένα εκτενές λυρικό και δοκιμιακό αφήγημα για τη Βενετία (Καστανιώτης, 1997) που περικλείει όλα τούτα τα στοιχεία (και δεν είναι το μόνο)…

Εκείνο που μετά βεβαιότητας μπορούμε να πούμε είναι ότι η σημερινή ταξιδιωτική λογοτεχνία αποποιείται το «τουριστικό βλέμμα». Δεν έχει σχέση με την αναγόρευση της όρασης σε προνομιούχο αίσθηση, κι επομένως δεν μετατρέπει τους τόπους σε τοπία, τις τοποθεσίες σε αξιοθέατα, τα μνημεία σε αντικείμενα προς κατανάλωση (2) Αντίθετα εστιάζει στα μεγάλα θέματα της επιστροφής στις ρίζες, της συνύπαρξης με τους άλλους, της αφοσίωσης και της συντροφικότητας, της κοινής μοίρας και πορείας, των πειρασμών που συναντά κανείς στην πορεία προς την πραγματοποίηση των στόχων, της διαχρονικότητας και της σύνδεσης του παρελθόντος με το παρόν και το μέλλον, της απώλειας και της λήθης… “Ο συγγραφέας ταξιδιωτικής λογοτεχνίας αναζητεί εκείνο που υπάρχει πέρα απ' αυτά”. (3)

Ή να το πω διαφορετικά: Η σημερινή ταξιδιωτική λογοτεχνία γράφεται όταν ο ταξιδιώτης συγγραφέας γυρνώντας από το ταξίδι του μεταφέρει στο κείμενό του το «υλικό» ενός μυθιστορήματος, αλλά ποτέ το τελειωμένο του «μυθιστόρημα» αυτό που θα ήθελε ίσως κάποιος συγγραφέας να γράψει. Με αυτή την έννοια το ταξιδιωτικό είδος είναι ένα είδος σε εκκρεμότητα: περιέχει ετερόκλητα υλικά –όσα χτίζουν κι ένα μυθιστόρημα- αλλά δεν είναι ακόμα μυθιστόρημα είναι μια μυθιστορηματική παρένδυση.
Τελικά ο συγγραφέας μετατρέπει την ποικιλία των στοιχείων που μάζεψε στο ταξίδι σε στοιχεία της προσωπικής του μυθολογίας∙ αναπλάθει λιγότερο ή περισσότερο φαντασιακά έναν τόπο και μια εποχή γιαυτό και εμπεριέχει το δοκίμιο, τον εσωτερικό μονόλογο, την βιογραφία και την αυτοβιογραφία∙ συντελείται δηλαδή μια υψηλού βαθμού οικειοποίηση της εξωτερικής εμπειρίας η οποία καθίσταται καταγωγικό βίωμα. Κι έτσι ο συγγραφέας-ταξιδευτής μεταβάλλεται σε ήρωα του εαυτού του. Ο Αλντους Χάξλεϊ είχε πει ότι « Για να γνωρίζει κάποιος, πρέπει να είναι ταυτοχρόνως θεατής και ηθοποιός».Πρόκειται για μεταμφίεση που διαμορφώνει τη σύμβαση ανάμεσα στο ταξιδιωτικό κείμενο και τον αναγνώστη. Γι’ αυτό άλλωστε ειπώθηκε ότι ο σημαντικότερος ήρωας του Μαλρό είναι ο ίδιος ο Μαλρό. Κατ’ αντιστοιχία ο σημαντικότερος ήρωας του Ζούκα είναι ο Ζούκας κι όχι ο “συνοδός” του ο Ανατόλ ντε Μεϊμπόμ.

◘◘◘

Εξαρχής τίθεται πιεστικό το ερώτημα - παραφράζοντας τον Εγγονόπουλο -
«τι ζητούσες στη Χίο
συ
ένας από το Μεσενικόλα;»
και μάλιστα με ένα γαλλικό βιβλίο στη μασχάλη το οποίο, επιπροσθέτως, δεν ξέρεις να διαβάσεις αφού αγνοείς την γαλλική; (4)

Ο πολωνός κοινωνιολόγος Zygmunt Bauman διακρίνει όλους γενικά τους ανθρώπους της μετανεωτερικής εποχής (κι όχι μόνο τους ταξιδιώτες) σε τουρίστες και σε πλάνητες: «οι τουρίστες και οι πλάνητες είναι μεταφορές της σύγχρονης ζωής», γιατί «μπορεί να είναι κανείς τουρίστας ή πλάνητας χωρίς καν να ταξιδεύει σωματικά». Οι τουρίστες είναι οι άνθρωποι που ταξιδεύουν με δική τους επιλογή και μπορούν να γυρίσουν ανά πάσα στιγμή στο σπίτι τους, ενώ οι πλάνητες είναι όσοι βρίσκονται μακρυά από τον τόπο τους γιατί κάποια δύναμη τους ξερίζωσε και τους έσπρωξε στην περιπλάνηση.
Ο Ζούκας ανήκει στους πλάνητες. Και βέβαια είναι αταξίδευτος (5) όπως αταξίδευτοι είναι σχεδόν όλοι οι ποιητές (6)· γιατί ο Ζούκας είναι ποιητής -έστω κι αν δεν το ξέρει αφού είναι και ξεριζωμένος από το δικό του γενέθλιο τόπο και ταγμένος σε μια προσωπική εσωτερική περιπλάνηση που μεταποιεί τον ιστορικό σε μυθικό χρόνο. Κι αυτό, βέβαια, το κάνουν μόνο οι πλάνητες ποιητές...

Ο αταξίδευτος “ταξιδευτής” Ζούκας μεταβαίνει αεροπορικώς μόνος στη Χίο με ένα βιβλίο στη μασχάλη. Πρόκειται για το βιβλίο του Anatol de Meibohm «Démons, derviches et saints» που εκδόθηκε το 1956 στο Παρίσι από την Librairie Plon. (7)
Αν παρακολουθήσουμε το ταξίδι στο βιβλίο “Στην Χίο με τον Anatol de Meibhom” θα διαπιστώσουμε ότι ουσιαστικά πρόκειται για μια τριήμερη επίσκεψη στο νησί.
Η ακολουθία των κινήσεών του στο νησί -τα σιγουρεμένα γεγονότα δηλαδή που συνήθως συνθέτουν το “αφηγηματικό” στοιχείο της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας είναι στοιχειώδη (γεγονός που ενισχύει την άποψη ότι έχουμε να κάνουμε με “ποιητή”): οι κινήσεις και οι μετακινήσεις ελάχιστες.

Φτάνει στο νησί (κάποιο Σάββατο των αρχών του 21ου αιώνα).
Στην προκυμαία πιάνει κουβέντα με ένα αλβανό που ψαρεύει
Δειπνεί στην ταβέρνα κι αλλάζει λίγες κουβέντες με την κοπέλα της ταβέρνας,
Ανοίγει συζήτηση με τη διπλανή παρέα, ρωτάει για τον Meibohm αλλά πληροφορείται ελάχιστα, μαθαίνει για τη “χιώτισσα σύζυγο” και την “απόμακρη προσωπικότητα” του Ευρωπαίου.
Καταλήγει στο “μπαρ της Φαίδρας” .
Την επόμενη μέρα, Κυριακή, παίρνει ταξί στην ηλιόλουστη λεωφόρο. Συναντά το Θωμά Καραμουσλή και το Ντίνο Κιούση σ' ένα μικρό καφέ της κεντρικής πλατείας. Πίνοντας εσπρέσσο συζητούν και για τον Anatol de Meibohm.
Μετά τη συνάντηση περιδιαβαίνει κατά μόνας στο Κάστρο, στα καφενεία της πλατείας, την παραλιακή, και το λιμενοβραχίονα.
Κι έπειτα σταματά για δεύτερο καφέ στο Μπουλούκ-χανά και στο μικρό ζαχαροπλαστείο της Μαρίας που χωράει ίσα-ίσα δύο τραπεζάκια.
Η βιβλιοθήκη Κοραή, απέναντι από τη Μεγάλη σχολή της Χίου και δίπλα στη Μητρόπολη, είναι βέβαια κλειστή.
Την επόμενη μέρα, Δευτέρα, μεταβαίνει βιαστικά στον Κάμπο. Στο σπίτι, στο προικιό της Μαρίας Στάγκαλα συζύγου του Meibohm. Κλειστό. Όμως επισκέπτεται τον τάφο της Μαρίας στην Παναγία την Αγιοδεχτινή.
Επιστρέφει στο κάστρο. Περιδιαβαίνει τα σοκάκια του Κάστρου και του προσφυγικού μαχαλά: Πόρτα Ματζιόρε, Λότζια, οδός Μπεν Ζαχαρίου, το παλάτι Ιουστινιάνη (τώρα μουσείο περιοδικών αρχαιολογικών εκθέσεων).
Γεύμα με τη Φρόσω και το Θωμά Καραμουσλή. Ο Θωμάς θα μεταφράσει τους “Δαίμονες, δερβίσηδες και αγίους” του Anatol de Meibohm.
Επιστροφή αεροπορικώς.

Αν κάποιος περιμένει από τις κινήσεις της ταξιδιωτικής ακολουθίας να βρει τον αφηγηματικό κορμό από το «μυθιστόρημα που δεν έχει ακόμα γραφεί” θα απογοητευτεί.
Αν πάλι από τις αφηγηματικές κινήσεις κάποιος περιμένει να λύσει το “μυστήριο” του Anatol de Meibohm που υποφώσκει ήδη στον τίτλο (Ποιος είναι τελικά αυτός ο Anatol de Meibohm;), επίσης.
Ίσως, το μόνο που μπορεί να αποκαλύπτουν οι κινήσεις του Ζούκα είναι ότι ο συγγραφέας αποζητά την επαφή επιλέγοντας το ελάχιστο και προσπαθώντας να χωθεί στην ασφάλεια της ομάδας και της παρέας.

Αντιλαμβανόμαστε ότι το ταξίδι είναι, κατά κάποιο τρόπο, ένα πρόσχημα, διότι:
α) το ταξίδι δεν δημιουργεί την “ακολουθία” αλλά μόνο την αποκαλύπτει και
β) όπως λέει κι ο Ιωσήφ Αλεξάντροβιτς Μπρόντσκι, εκείνο που μετράει δεν είναι η ακολουθία των κινήσεων, αλλά εκείνο που την ακολουθεί. (8)

◘◘◘

Τι την ακολουθεί λοιπόν;

Την απάντηση, ως συνήθως, δίνει το κείμενο -αυτό που κείται, που είναι ξαπλωμένο ως σώμα ερωτικό μπροστά μας.
Ένα μωσαϊκό δομημένο από μικροδιηγήσεις, δοκιμιακές παρεκβάσεις, φιλολογικά σχόλια, ιστορικές αναδρομές και αναστοχασμούς, προσωπικά σχόλια, βιβλιοαναφορές, συγκρητισμούς, στοχασμούς, περιγραφές του ελάχιστου, μεγεθυμένα ερεθίσματα, μνήμες, αυτοβιογραφικές αναφορές, εγκιβωτισμένες μικροϊστορίες...

Αναφέρω ενδεικτικά όσα μπορεί να διαβάσει ο αναγνώστης:
για το Αιγαίο και τα θεόφραχτα βουνά που το περικλείουν
για τη βαλκανική και τη μακεδονική γη των βάλτων και της ομίχλης
για τη διαύγεια του Αιγαίου
για τη γενιά του '70 - της αυτοκαταστροφής και της αυτοκτονίας
για τη σχέση του θεσσαλικού Πελίνναιου με το Πελίνναιο όρος του νησιού
για τα σχόλια των ξένων περιηγητών για την ομορφιά και την αρχοντιά των γυναικών της Χίου
για τη φωτοχυσία του πρωϊού και τη σύνδεσή της με τον Όμηρο
για τους ερμηνευτές του Ομήρου και τη στάση τους απέναντι στον χιώτη ποιητή.
για την συγκρότηση του έθνους και την παρωδιακή ιδεολογική χρήση του όρου “έθνους”
για την ιστορία του ονειροπόλου σεϊχ Μπεντρεντίν Σιμαβναβί που προσπάθησε να αλλάξει τον κόσμο στα χρόνια της βασιλείας του Σουλτάνου Μεχμέτ Α' (1389-1421)
για τους καθαρούς του Λαγκεντόκ και τους βαλκάνιους Βογόμιλους
για τον Γεώργιο Γεμιστό και πως ο Σχολάριος έκαψε το βιβλίο των Νόμων
για τον Πελοπονησσιακό πόλεμο στην Χίο
για το το κίνημα των δούλων του Δρίμακου στη Χίο
για το Λαϊκό λόγο –δηλαδή το ήθος της Μαρίας – που κρατάει ένα μικρό ζαχαροπλαστείο στο Κάστρο
για τον δίκαιο πλάνητα και ποιητή Φώτη Αγγουλέ και το εξαιρετικό βιβλίο της Έλλης Παπαδημητρίου για τον ποιητή.
για τον Κοραή και τη γλώσσα και την εκπαίδευση που επεθύμησε
για τον τρόπο που σκαλίζεται η πέτρα από τους ηπειρώτες μαστόρους
για τη βυζαντινή αγιογράφηση ως πηγή λογικών θεωρήσεων για το νόημα της ζωής
για τον Ιωάννη Ιουστινιάνη που από τις επάλξεις της βασιλεύουσας, πλάι στον Παλαιολόγο, πέθανε από βαριά τραύματα στη Χίο
για τις τουλίπες από τα μυρωμένα λιβάδια του Κάμπου που θα μαραθούν σε κάποιο ανθοδοχείο της Αθήνας.

Αλλά πώς όλα αυτά αποκτούν ενότητα; και που βρίσκεται ο Anatol de Meibohm;

Είναι εμφανές ότι το μωσαϊκό υλικό που συνθέτει το κείμενο βασίζεται σε προϋπάρχουσες ιδέες οι οποίες προσδιορίζουν και τον χαρακτήρα της ταξιδιωτικής αναζήτησης.
Όμως το κείμενο του Ζούκα διαφοροποιείται από τα υπάρχοντα ακριβώς ως προς αυτό στο σημείο. Δεν έχουμε ένα πνευματικό ταξίδι στην Ελλάδα όπως αυτό που έκανε ο Αυστριακός συγγραφέας Ούγκο φον Χόφμανσταλ βλέποντας μια ιδεατή Ελλάδα, ούτε ένα ταξίδι σε έναν παράδεισο (9), ούτε μια οδυνηρή εμπειρία όπως του Σεφέρη που έγραφε το 1936 «όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει», ούτε ένας αναστοχασμός στα αδιέξοδα του ελληνισμού. Ο Ζούκας βεβαίως έχει επίγνωση ότι η ταξιδιωτική αφήγηση κυρίως θέτει ιδεολογικά, πολιτισμικά ή κοινωνικά ζητήματα, μόνο που στη δική του προσέγγιση όλα αυτά χρωματίζονται από μια βαθιά υπαρξιακή αλλά ταυτόχρονα και ιστορικά ορισμένη αγωνία. Έτσι αυτός ο υπαρξιακός ιστορισμός του, υπερβαίνει τη φαινομενολογία του τοπίου και μετατρέπει το ταξίδι σε επαρκή αλλά όχι αναγκαία συνθήκη της αφήγησης.

Γιαυτό η αφήγηση μπαίνει σε δεύτερη μοίρα, διαρκώς λοξεύει, και θα δούμε να ανεβαίνουν στην επιφάνεια του κειμένου παλαιότερα βιώματα, επεξεργασμένες από παλιά ιδέες, κρυπτομνησίες, συναισθήσεις και εικόνες θαμμένες στο ασύνειδο να ενεργοποιούνται από την επαφή με τον τόπο. Ο Ζούκας, διαρκώς, μετατοπίζεται από τον πραγματικό κόσμο στο παρελθόν για να επιστρέψει και πάλι και να μετατοπιστεί ξανά σε άλλη εποχή. Εδώ ακριβώς παίζεται το παιχνίδι της μνήμης και της λήθης. Γιατί η ιστορία και η ύπαρξη δεν είναι τίποτε άλλο από “ενεργή μνήμη”. Τα κοιτάσματα του χρόνου φωτίζουν και προσανατολίζουν το παρόν στο ρυθμό μιας αέναης αναχώρησης και επιστροφής Ο διασπαρμένος χρόνος συμμαζεύεται στο χώρο και γίνεται μαζί παράγουν ένα υλικό, δηλαδή γλωσσικό πλάσμα, ένα μόρφωμα, ενιαίο και συνεκτικό, που ταυτόχρονα ενοποιεί το “κοίταγμα του κόσμου”.(9)

Η λοξή αφήγηση λοιπόν καθώς συνέχει τόπο - χρόνο – γλώσσα, μυθολογεί, δηλαδή αναπλάθει ιδεολογικά και φαντασιακά μία πατρίδα που κείται στον χώρο της “γεωγραφίας της ψυχής”.

Και εδώ ακριβώς υπεισέρχεται η αινιγματική παρουσία του άφαντου Anatol de Meibohm.

Ο Anatol de Meibohm, απόγονος του περιηγητή και ποιητή το 16ου αιώνα Meibohmious, έγραψε στη Χίο αρχές της δεκαετίας του 50 το βιβλίο «Démons, derviches et saints» στο οποίο κεφαλαιοποιεί τη βαλκανική του εμπειρία.(10) Προσπάθησε να ξεχωρίσει τις μορφές των δερβίσηδων και των αγίων από αυτές των δαιμόνων που συναντά ο ιστορικός στα Βαλκάνια. Σκοτεινοί δερβίσηδες σαν το Μουσταφά Μπεντρεντίν, μελαγχολικοί άγιοι της Ορθοδοξίας με τα κοσμικά τους αδιέξοδα, δαίμονες της Βαλκανικής σαν τον πρίγιπα Σιμπίν και τον Βλάντ Ντράκουλα. Πρόσωπα παράδοξα. Άλλοτε υποταγμένα στο μυστικισμό, άλλοτε επαναστατημένα στο όραμα μιας κοινωνικής αναμόρφωσης. Πιστοί μιας ουτοπίας, ήρωες σε ένα αγώνα ενάντια στο χρόνο, αγωνιστές της αιωνιότητας. Ορθόδοξοι ή αιρετικοί, υποσχόμενοι την επίγεια σωτηρία ή την καταστροφή, πάντως αντίπαλοι της ιδεολογικής εξουσίας των επίσημων δογμάτων.
Από τη μια οι άγιοι και οι δερβίσηδες που φυτρώνουν στο Ισλάμ ή στο Χριστιανισμό, όπως οι σούφι και οι ησυχαστές, κι από την άλλη οι μορφές που εκπροσωπούν το κακό με τη μορφή του Σεϊτάν ή του Σατανιήλ, εκπρόσωποι των εξουσιών που με οπλισμένο χέρι κατορθώνουν να μακελέψουν την πίστη και την ελπίδα σπέρνοντας φόβο, δυστυχία και θάνατο στους φτωχούς και τους αδικημένους.
Ο Anatol de Meibohm δεν κάνει επίσημη ιστορία.
Δεν ενδιαφέρεται να παρουσιάσει σπουδαία πρόσωπα, σημαντικές χρονολογίες. Ενδιαφέρεται να αποτυπώσει την άποψη που έχουν για την ιστορία και τα ιστορικά γεγονότα οι ίδιοι οι άνθρωποι. Συγκροτεί μιαν αφήγηση “χωρίς το διαμελισμό του ιστορικού χώρου και χρόνου” (σελ69) παρακολουθώντας τις αργόσυρτες διάρκειες, τις επαναλήψεις και την απαρέγκλιτη συνέπεια με την οποία εμφανίζεται το τραγικό στην ιστορία.
Αυτή ήταν και η βαθύτερη ουσία της αναζήτησης του Ζούκα στη Χίο. Οι επαναλήψεις, οι συνέχεια, οι ιστορικές τυχαιότητες που τις ονομάζουμε κάποιες φορές “μοίρα”.
Ο Anatol de Meibohm έβαλε σκοπό να φτιάξει ένα βιβλίο που να μιλάει για το ρήγμα που χωρίζει (κι ενώνει) δύο κόσμους : “τον κάτω με τον επάνω, το φως με το σκοτάδι ή το καλό με το κακό”.
Και ήρθε στη φωτεινή Χίο του Ομήρου να παντρευτεί τη Μαρία Στάγκαλα από τον Κάμπο και εδώ τη δεκαετία του 50 να βάλει σε τάξη ετούτη τη βαθιά και χαοτική βαλκανική του εμπειρία. Σαν πέθανε η Μαρία, εκείνος χάθηκε στην Ευρώπη και δεν επέστρεψε ποτέ στο νησί.

Πως συνδέεται ο Ζούκας με τον Anatol de Meibohm;

Για να εξηγούμαστε. Ο Ζούκας τον 21ο αιώνα όπως κι ο Anatol de Meibohm στα μέσα του 20ου δε μιλούν για την “Ελλάδα”, ή για μία “Ελλάδα”. Μιλούν για την πατρίδα των ανθρώπων · για την βαλκάνια Ανατολή των λαών που ανακατεύει ράτσες, ιστορίες, μοίρες, που ζυμώνει την ιστορία με το κοινό μύθο, αυτόν που μιλά για την τραγικότητα της ζωής, που συλλαβίζει το ανάμεσα ρήγμα που συνδέει την ύπαρξή μας με το χρόνο.
Στην πραγματικότητα και οι δύο συστήνουν στον ίδιο τόπο την τελετουργία της αναζήτησης μιας “πατρίδας των ανθρώπων” -δηλαδή μιας δίκαιης ματαιωμένης πατρίδας- που αιώνες τώρα κάθε φορά που πάει να υψωθεί με όποιο τρόπο, πάντα ποτίζεται στρωμένα κορμιά και “έμπειρο αίμα”.
Κοντολογίς: το τραγικό τους ενώνει.


Λάρισα 6-2-2012                                                                                                 ΘΩΜΑΣ ΨύΡΡΑΣ

 ..............................................
Σημειώσεις

(1) Παραπέμπω στη μελέτη του Lionel Casson «Το ταξίδι στον αρχαίο κόσμο», που κυκλοφόρησε στα ελληνικά σε μετάφραση Λίνας Σταματιάδη από το Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης το 1995, για όποιον ενδιαφέρεται να δει την ταξιδιωτική συμπεριφορά στην αρχαιότητα.
(2) John Urry στο Touring Cultures, Routledge 1997
(3) Στέλιος Ξεφλούδας.
(4) Σ’ αυτό το σημείο ακριβώς, αν διάλεγα μουσική υπόκρουση, θα έβαζα ό,τι προστάζει ο Εγγονόπουλος: «(Εδώ ακούγονται μακρυνές μουσικές που παίζουν, μ’ άφθαστη μελαγχολία, νοσταλγικά λαϊκά τραγούδια και χορούς της Νοτίου Αμερικής, κατά προτίμησιν σε ρυθμό sardane)».(από τα Ποιήματα, Β´, Ίκαρος, Αθήνα, 1977)
(5) Το αποκαλύπτει ο ίδιος ο Ζούκας: “αν προσπαθούσα να μιλήσω με βάση τις εμπειρίες των ταξιδιών μου, θα παρέμενα σιωπηλός καθότι αταξίδευτος ” σελ.10
(6) Αναστάσης Βιστωνίτης, Η βαλίτσα του συγγραφέα, εφ. Το Βήμα, 30/08/1998 : “κατά κανόνα οι ποιητές, με εξαίρεση κάποιες εξέχουσες φυσιογνωμίες του ρομαντισμού, όπως ο Μπάιρον, ο Κιτς και ο Σέλεϊ, αποφεύγουν συνήθως τα ταξίδια. Ο Γκρέιβς, λ.χ., που θεωρούσε τον εαυτό του πρωτίστως ποιητή, επεδίωκε, όπως γράφει, «να ταξιδεύει όσο το δυνατόν λιγότερο».”
(7) Anatol de Meibohm, "Démons, derviches et saints», Librairie Plon, Paris1956, 278 σελίδες, με 39 illustrations φωτογραφίες και επίσης illustrée κουβερτούρα. ‎
(8) Γιόζεφ Μπρόντσκι , Υδατογράφημα , Καστανιώτης 1997
(9) Εντμουντ Κήλυ, Αναπλάθοντας τον παράδεισο:Το ελληνικό ταξίδι 1937-1947
(10) Gaston Bachelard, «L’eau, toujours vient nous tranquilliser.»Η ποιητική της ονειροπόλησης, , σ. 111
(11) Ο Anatol de Meibohm έχει εκδώσει επίσης τα:
Anatol de Meibohm, Proverbes arabes, les Éditions universitaires d'Egypte (impr. de R. Schindler), Cairo 1948, 125 σελίδες
Anatol de Meibohm, Voyage au mont Athos, εκδ. Terre Blanche 1900, 142 σελίδες
Anatol de Meibohm, La Poésie byzantine illustrée (αγν. χρονολ.)


    επίμετρο

Ο Αλέκος Δ. Ζούκας εργάστηκε επί σειρά ετών ως αρθρογράφος και ρεπόρτερ σε εφημερίδες, περιοδικά και ραδιόφωνα. Υπήρξε κειμενογράφος και ερευνητής σε σειρές ντοκιμαντέρ για την Ελληνική Τηλεόραση και παραγωγός εκπομπών στα ραδιόφωνα της ΕΡΑ όπου εργάζεται το τελευταίο χρονικό διάστημα. Συμμετείχε συγγραφικά στο συλλογικό έργο των Οικοτουριστικών Οδηγών της Πίνδου (11 τόμοι, 2003-2005) και στο βιβλίο "Ενθύμιον Χώρας Τυρνάβου" (1994) των εκδόσεων Έλλα. Προσωπικά του έργα είναι: "Γεύσεις της Θεσσαλίας, Ιστορική-ανθρωπολογική προσέγγιση της Θεσσαλικής Διατροφής", (2008), "Περιβαλλοντικός Αρχαιολογικός Οδηγός Ολύμπου Ελασσόνας" (2009), "Περιβαλλοντικός Αρχαιολογικός Οδηγός Κισάβου-Μαυροβουνίου" (2009), "Όλυμπος-Κίσαβος-Μαυροβούνι, Ιστορία, Φύση, Κοινωνία, Οικισμοί", (2009). Έχει συγγράψει συνοδευτικά ιστορικο-αισθητικά δοκίμια για τους δίσκους παραδοσιακής μουσικής Σμίξη-Γρεβενών (1991), Τα τραγούδια της Νεβρόπολης Καρδίτσας (1993), Γράβα, Ζαγορίσια και Γιαννιώτικα (2001), Παδιώτικο Γλέντι-Κόνιτσα (2002) και Πασχαλιόγορτα Δήμου Ποταμιάς (2005). Διηγήματά του έχουν δημοσιευθεί στο περιοδικό Φαρφουλάς των τελευταίων χρόνων.

Είπα πρωτύτερα πως ο Ζούκας κατά βάθος είναι ποιητής. Ιδού ένα ποίημα που έφτιαξα (έφτιαξε) παίρνοντας τις ακροτελεύτιες φράσεις από τα 18 μικροκεφάλαια του βιβλίου του (βγάζω απέξω το εισαγωγικό και το επιμύθιο).



Ένα ποίημα του Αλέκου Ζούκα που γράφτηκε και δεν γράφτηκε


Οι τόποι δεν κατακτώνται αλλά κατακτούν
Σωστικά μέσα
Φωτίζουν τα σκοτάδια μας

Στο βάθος της ύλης φυτρώνει μια σκοτεινή βλάστηση
Φιλοσοφικής διαύγειας
Ακατάπαυστα όλους τους αιώνες

Το ιδιαίτερο μυρμήγκιασμα που προκαλεί
Η παρουσία της στη Χίο
-Πορεία προς το θεό χρειάζεται
Η ύπαρξη διαφεύγει... Σηκώθηκα

Για την ποίηση
Ήταν Μάρτης του 1964
Στη γαλήνη των τάφων
Μέσα στο αίμα τους ταράζονταν τα κορμιά
Τέσσερεις αιώνες νωρίτερα

Ιερά σεβάσματα του νησιού
Με προσγείωσαν απότομα στην πραγματικότητά μου
Κι έκλεισα τα μάτια