Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

Θωμάς Κοροβίνης: '55, μυθιστόρημα, εκδόσεις Άγρα 2012

                           Μανίτσα μου τι μουχαμπέτι!..



Εξαρχής πρέπει να διευκρινίσω ότι ο συγγραφέας τυχαίνει να είναι φίλος καλός κι αγαπητός από τα φοιτητικά χρόνια.
Κι επομένως “φοβάμαι” ότι αυτή η φιλία θα εκφραστεί και ως μεροληπτική διάθεση προς το βιβλίο που θα παρουσιάσω.

Αλλά τέτοιος κίνδυνος πάντα υπάρχει, αν και συχνά η φοβία για την ενδεχόμενη κριτική επιείκεια μπορεί να οδηγήσει στο αντίθετο ακριβώς αποτέλεσμα: σε αυτοσυγκράτηση και εντέλει να φτάσω να αδικήσω το βιβλίο και το φίλο μου...

Αλλά ας αφήσω κατά μέρος τις δικές μου φοβίες...


Ο Θωμάς Κοροβίνης είναι μια μοναδική περίπτωση στα ελληνικά γράμματα. Είναι αυτό που λένε “πολυσχιδής προσωπικότητα”. Άνθρωπος ανήσυχος, με καλοπρόθετη εξωστρέφεια, ασίγαστος και με εκρηκτική δημιουργικότητα. Και βέβαια σαν όλους τους πραγματικά μεγάλους ανθρώπους είναι άνθρωπος διφυής και γεμάτος παράδοξες αντιφάσεις:


Ταυτόχρονα επαρχιώτης και αστός - γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μηχανιώνα, αλλά πνευματικά ανδρώθηκε στη μεταπολιτευτική Θεσσαλονίκη...


Από τη μια Σαλονικιός αλλά και Ρωμιός της Πόλης δεμένος με τους εναπομείναντες Ρωμιούς με μια στενή, αγαπητική σχέση. Πήγε στην Κωνσταντινούπολη το ’87 και δίδαξε στο Ζάππειο Παρθεναγωγείο για 8 χρόνια. “Η Πόλη είναι το χωριό μου” λέει. Οι δύο πόλεις τον σημάδεψαν.


Εξαιρετικός νεοελληνιστής και ταυτόχρονα άνθρωπος που γνωρίζει όσο ελάχιστοι την κουλτούρα της γείτονος ανατολής...


Άρχοντας με την παλιά πραγματική έννοια και την ίδια στιγμή ρεμπέτης, νυκτόβιος και μερακλής με την κάθε στιγμή της ζωής... Ένας συμποσιακός τύπος.


Ένας άνθρωπος που ξέρει να στέκεται μέσα στον λεγόμενο “καλό κόσμο” και ταυτόχρονα να κινείται στο κοινωνικό περιθώριο με όλον εκείνο το μωσαϊκό ανθρώπων που περιγράφει στο «Κανάλ Ντ’Αμούρ» – στη θρυλική «Σεχραζάντ», το μαγαζί του Πρόδρομου και της μάνας του της Στάσας.


Λόγιος, ερχόμενος κατευθείαν από τη μεγάλη θεσσαλονικιώτικη λογοτεχνική παράδοση (του Πεντζίκη, του Ηλία Πετρόπουλου και του Χριστιανόπουλου) και συνάμα λαϊκός μεγαλωμένος στο μικρόκοσμο του καφενείου-ταβέρνας που διατηρούσε ο πατέρας του έχοντας ως είδωλο τον Καζαντζίδη, την Μπέλλου, την Πόλυ Πάνου. Γι' αυτό κι όταν ρωτήθηκε ποια είναι η αγαπημένη του απασχόληση απάντησε: “Γράψιμο και σκάψιμο”.


Περιηγητής των ωραίων απολαύσεων και εγκαταβιεί ως αμαρτωλός που λέει :

"Αχ, ψυχή μου, όταν πεθάνω,

πέταξε σ’ άλλο κορμί,

να κερνάς ψωμί απ’ αγάπη

κι από έρωτα κρασί "                     
                                     "Της ψυχής"                                          

Αν αυτές οι ιδιότητες φαίνονται υπερβολικές μπορώ να δώσω αποδείξεις και τεκμήρια από τα έργα του που επιβεβαιώνουν το διφυές και την αντίφαση.


Δισκογραφία:

Από έβενο κι αχάτη

Φουζουλή: Λεϊλά και Μετζνούν

Τακίμια

Το Κελί.


Έγραψε τα βιβλία:

Τουρκικές παροιμίες.

Κανάλ ντ' Αμούρ, Αφήγημα για το ερωτικό περιθώριο της Θεσσαλονίκης του 80".

Τα πρόσωπα της Σωτηρίας Μπέλλου.

Φαχισέ Τσίκα, αφήγημα

Σκανδαλιστικές και βωμολοχικές ελληνικές παροιμίες.

Κωνσταντινούπολη – Λογοτεχνική ανθολογία, Τούρκοι ποιητές υμνούν την Κωνσταντινούπολη.

Ο Μάρκος στο χαρέμι - Ο Βαμβακάρης στο θέατρο σκιών: Κωμωδία σε τρεις πράξεις"

Το χτικιό της Άνω Τούμπας, – Αφήγημα

Τρία ζεϊμπέκικα και ένα ποίημα για τον Γιώργο Κούδα. - ποιητική σύνθεση

Οι ασίκηδες - Εισαγωγή και ανθολογία της τουρκικής λαϊκής ποίησης από τον 13ο αιώνα μέχρι σήμερα.

Οι Ζεϊμπέκοι της Μικράς Ασίας.ιστορική και λαογραφική μελέτη.

Αφιέρωμα στον Στέλιο Καζαντζίδη, Θεσσαλονίκη 2005 – Ρεπορτάζ – Στον αδελφό Γιώργο Ιωάννου πού λείπει 20 χρόνια στην καταπακτή.

Σμύρνη, μια πόλη στην λογοτεχνία

Όμορφη Νύχτα - Χρονογραφία - Μυθιστόρημα για 20 χρόνια λαϊκού τραγουδιού στη Θεσσαλονίκη (1985 - 2005)"

Ο Καραγκιόζης λαϊκός τραγουδιστής - Κωμωδία για το θέατρο και το θέατρο σκιών: Έργο αυστηρώς ακατάλληλο για ανηλίκους.

Ο γύρος του θανάτου, μυθιστόρημα (Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2011) που αναφέρεται στη ζωή του Αριστείδη Παγκρατίδη (1940-1968), που εκτελέστηκε ως ο Δράκος του Σέιχ Σου.

Το αγγελόκρουσμα – Η τελευταία νύχτα του κυρ-Αλέξανδρου. - πεζογράφημα τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.



Και τώρα το νέο του μυθιστόρημα από τις εκδόσεις Άγρα, το “55”.

Ο τίτλος κινεί το ενδιαφέρον. Ένας αριθμός: 55. Πρόκειται για μια χρονολογία, η οποία όμως παραπέμπει στη νύχτα της 6ης προς την 7η Σεπτεμβρίου του 1955. Με αφορμή την έκρηξη βόμβας στον κήπο του τουρκικού Προξενίου στη Θεσσαλονίκη (που είχε ως αποτέλεσμα να σπάσουν τα τζάμια στο διπλανό σπίτι του Κεμάλ), εξαπολύθηκε ο καθοδηγούμενος όχλος και επιτέθηκε με ανείπωτη αγριότητα στον ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης. Η βομβιστική ενέργεια ήταν μια καλοσχεδιασμένη προβοκάτσια που όπως αποδείχτηκε αργότερα είχε οργανωθεί από την ίδια την τουρκική κυβέρνηση του Μεντερές. Βέβαια αιτία ήταν η εξέλιξη του Κυπριακού ζητήματος.

Το σχέδιο είχε προετοιμαστεί με επιμέλεια από το Γραφείο Ειδικού Πολέμου. Είχαν στρατολογηθεί άτομα από την Ανατολία και την Ανατολική Θράκη, αστυνομικοί και στρατιώτες με πολιτικά που εφοδιάστηκαν με ρόπαλα, βενζίνη και δυναμίτιδα και τους δόθηκαν κατάλογοι με συγκεκριμένους στόχους ενώ σημαδεύτηκαν την τελευταία στιγμή τα ελληνικά κτήρια.

Μόλις δόθηκε το σύνθημα, στις 5.30 το απόγευμα, άρχισαν οι επιθέσεις εναντίον των Ελλήνων στην ευρωπαϊκή και στην ασιατική πλευρά της πόλης.

Μέσα σε δέκα ώρες καταστράφηκαν εντελώς 1004 σπίτια ενώ 25000 σπίτια υπέστησαν σοβαρότατες ζημιές, λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν 448 καταστήματα, 27 φαρμακεία, 26 σχολεία, 5 πολιτιστικοί σύλλογοι, οι εγκαταστάσεις τριών εφημερίδων, 12 ξενοδοχεία, 11 κλινικές, 21 εργοστάσια, 110 ζαχαροπλαστεία και εστιατόρια, 73 εκκλησίες, ενώ συλλήθηκαν πολλοί τάφοι σε ελληνικά νεκροταφεία, καθώς και οι τάφοι των πατριαρχών στο Βαλουκλή. Λεηλασίες, λαφυραγωγήσεις βιασμοί και φόνοι.

Μέσα σε 10 ώρες καταστράφηκε παντελώς η ελληνική οικονομική δραστηριότητα και διαλύθηκε η ελληνική κοινότητα. Από τα 100.000 μέλη που αριθμούσε η ελληνική κοινότητα η οποία μετά τη μικρασιατική καταστροφή είχε καταφέρει να ανασυνταχτεί και μάλιστα να γνωρίσει και άνθηση τελικά συρρικνώθηκε σε 2000 που ζουν σήμερα στην Πόλη.


Ας περάσουμε στο αφήγημα.

Ο Κοροβίνης καταφεύγει στο τέχνασμα του χειρόγραφου. Κατασκευάζει ένα ανεψιό οποίος μετά το θάνατο της κυρίας Μαρίκας Σεφέρογλου κληρονομεί και τα χειρόγραφα απομνημονεύματά “της”.

Η κυρία Μαρίκα Σεφέρογλου, γόνος σημαντικής οικογένειας της Πόλης, γεννήθηκε το 1900 και είναι μια Πολίτισσα που ζει την ακμή του Ελληνισμού του περασμένου αιώνα... Έμενε στα Ταταύλα, μια συνοικία της Πόλης που οι Τούρκοι αργότερα μετονόμασαν σε Κουρτουλούς. Αποφοίτησε από το Ζάππειο Παρθεναγωγείο, εργάστηκε ως δασκάλα στο δημοτικό σχολείο του Καντίκιοϊ επί 40 χρόνια, αναλαμβάνοντας κάποια στιγμή και τη διεύθυνσή του. Μορφωμένη και λογία αλλά ταυτόχρονα μια γυναίκα λαϊκή με φλογερό ερωτικό ταμπεραμέντο που επέλεξε να ζήσει μόνη αλλά ποτέ ανέραστη. Η Μαρίκα Σεφέρογλου είναι μια δυναμική γυναίκα που ζει σε δύο κόσμους, στον αστικό κόσμο της Πόλης και στο περιθώριο της Πόλης (πράγμα που διευκολύνει τον Κοροβίνη να κινηθεί σε όλο το κοινωνικό εύρος της Πόλης). Η κυρία Μαρίκα Σεφέρογλου θα δει στα γεγονότα του '55 το σπίτι της να τυλίγεται στις φλόγες και μετά υπομένει τον χαμό του αδελφού της. Ωστόσο η Μαρίκα δεν θα αποβάλει ούτε στιγμή το πανίσχυρο ζωικό της ένστικτο και τη θαυμαστή της δύναμη για επιβίωση.


Στα “χειρόγραφά” της, με αξιοσημείωτη τόλμη, ιστορεί σε πρώτο πρόσωπο τη ζωή της που είναι στενά συνυφασμένη με την Πόλη της που τη λατρεύει. Η εξομολόγησή της προς κάποιον απρόσωπο αποδέκτη («μάνα» και «μανίτσα μου») - δεν μπορεί να τη βγάλει πουθενά - αλλά την βοηθάει να ανακουφιστεί από τα δικά της ντέρτια δημιουργώντας ένα ατέλειωτο, οδυνηρό και βαθιά ανθρώπινο «μουχαμπέτι» τετρακοσίων σελίδων! Εμείς ακούμε να μιλά (και πως μιλά!) μια Ρωμιά του καιρού της ακμής της Πόλης που ζει την κατάρρευση της ρωμιοσύνης.


Οι μνήμες της είναι το κυρίαρχο στοιχείο της αφήγησης. Η ατέρμονη «ανάγνωση της –προπαντός λαβωμένης– μνήμης» πάει πίσω-μπρος και με διαρκείς παρεκβάσεις. Έτσι οι μικρές ιστορίες της ζωής της και των δικών της ανθρώπων συνυφαίνονται με την ιστορία της Πόλης και συγκροτούν μια ελεγεία για την χαμένη ακμή της ομογένειας και την απώλεια του ελληνικού χαρακτήρα της πόλης. Τα σπαράγματα της μνήμης της συγκροτούν ιντερμέδια στοιχειωμένα από τα ανεπούλωτα τραύματα. Το συνταρακτικό '55 που αποτελεί το επώδυνο βίωμα της αφήγησης γύρω από το οποίο περιστρέφεται η αφήγηση.


Η Μαρίκα Σεφέρογλου με την αφήγησή της να προσπαθήσει να κατανοήσει το ακατανόητο. Θα προσπαθήσει να δώσει απάντηση για την παράλογη βία της Ιστορίας, αλλά και για το πως τα βιωμένα γεγονότα παραμορφώνουν την πραγματικότητα. Οι Τούρκοι δεν είναι πάντα ο «εχθρός». Δεν παύει να αποζητά δικαιοσύνη («Δικαιοσύνη ζητώ, δικαιοσύνη.» σ. 211 ή «Τανρί βαρ» = Υπάρχει θεός!) αν και αναρωτιέται : «μα τι ωφελεί ο αναχρονιστικός καταλογισμός ευθυνών;» (σ. 35).


Κι ενώ στιγματίζει και την αδιαφορία του νεοελληνικού κράτους διατηρεί σταθερή την ελπίδα ότι τα χρόνια θα γυρίσουν πίσω και η ελληνική ομογένεια θα ανθήσει στην Πόλη.


Τελικά τι ακριβώς είναι ετούτο το βιβλίο;

Μυθιστόρημα ανθρωπογεωγραφίας : καταγράφει την ανθρωπογεωγραφική ταυτότητα της Πόλης του περασμένου αιώνα, την πολυφυλετική και πολύγλωσση, το μωσαϊκό γλωσσών, πολιτισμών και νοοτροπιών. Οι ιστορικές και λαογραφικές πληροφορίες πλήθος: για την αρχιτεκτονική, την ποίηση, το τραγούδι, τη γαστρονομία, τα παζάρια και τους περίπατους της Πόλης, το Καραγκιόζη, τον καφέ και το κάπνισμα, για τους μάγκες, τις πόρνες, τυς χασισοπότες, τους Τσιγγάνους, τους ζητιάνους τους φραγκολεβαντίνους, την ελληνική παροικία και την οργάνωσή της. Και Βέβαια αναφέρεται στην εκρηκτική συνύπαρξη των εθνοτήτων, στις σχέσεις ανάμεσα στους Έλληνες και τις άλλες μειονότητες.


Μυθιστόρημα πόλης : εφόσον καταγράφει το μητροπολιτικό βίωμα και η πόλη συμμετέχει στο αφήγημα ως ζωντανός οργανισμός (δημιουργεί το μύθο, παράγει τα γεγονότα, καθορίζει τις συμπεριφορές και την πλοκή).


Αυτοβιογραφικό χρονικό: αφού περιέχει “προσωπικές” καταγραφές «κάτι από ημερολόγια», «απομνημονεύματα να τα πω;» ή καλύτερα «μεγάλο λαϊκό μυθιστόρημα που τρέχει μέσα στα χρόνια και φωτίζει με τον φακό του μπρος πίσω πολλά σκοτεινά και απόκρυφα» .


Ας μην μπλέξουμε με φιλολογικούς καθορισμούς. Είναι ένα λαϊκό μυθιστόρημα το οποίο με όπλο την επεξεργασμένη γλώσσα, με το πολίτικο ιδίωμα, δημιουργεί ένα γοητευτικό κείμενο.



ΘΩΜΑΣ ΨύΡΡΑΣ
παρουσίαση στην Αγιά της Λάρισας 
Καλοκαίρι 2013


Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

Κώστας Παπαποστόλου: ΘΟΥΛΗ το λευκό νησί. Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2012



O τίτλος της συλλογής “Θούλη – το λευκό νησί” παραπέμπει α) σε ένα χώρο οριακό και β) στο λευκό, το άγραφο άγνωστο που βρίσκεται πέραν του ορίου. Θούλη λοιπόν είναι η μετωνυμία του ακρότατου ορίου, η εσχατιά ανάμεσα στο γνωστό και το άγνωστο, το υπαρκτό και το μη υπαρκτό. Είναι ένα νησί -πιθανόν μυθικό- που αναφέρει ο αρχαίος Έλληνας ερευνητής Πυθέας τον 4ο αιώνα π.Χ. Σύμφωνα με τα γραπτά του, η Θούλη βρίσκεται στον ακραίο βορρά, έξι μέρες βόρεια της Βρετανίας. Για τον λόγο αυτό, το όνομα της Θούλης συμβολίζει από την εποχή της αρχαιότητας την πιο βόρεια άκρη του κόσμου (ultima thule), το ακρότατο όριο.


   Αλλά στην περίπτωση του Παπαποστόλου η “Θούλη” δεν ορίζεται γεωγραφικά και χωρικά. Αν δούμε με προσοχή, θα διαπιστώσουμε ότι με τα δύο κείμενα της συλλογής του, το πρώτο και το τελευταίο τίθεται και το περιεχόμενο των ορίων με όρους όχι χωρικούς αλλά και χρονικούς. Το πρώτο ποιητικό κείμενο της συλλογής “Για την Ιθάκη” (που ανοίγει ένα διάλογο με το γνωστό ποίημα του Καβάφη) αποτιμά μια χρονική διάρκεια και μια πορεία ζωής από την “αρχή”, και στο τελευταίο ποίημα της συλλογής, το “Άλλη εποχή”, επιβεβαιώνεται ο οριακός χαρακτήρας της ποιητικής “Θούλης”.
   Επομένως εξαρχής έχουμε να κάνουμε με δύο στοιχεία: το χώρο και το χρόνο τα οποία όμως στον ποιητικό νου του Παπαποστόλου παρουσιάζονται ενιαία, ως μία οντότητα, αλλά συγχρόνως και ως εξελισσόμενες διαδικασίες που οδηγούν στα “όρια” . Εκεί στα “όρια” τίθενται ως διακυβεύματα η ζωή και η μοίρα αλλά και η μνήμη και βέβαια η ποιητική κρίση. Συνεπώς το κλειδί της ποιητικής του Παπαποστόλου είναι η βασανιστική αίσθηση της “οριακότητας”.
   Σας θυμίζω ότι ήδη από την πρώτη του ποιητική συλλογή που εκδόθηκε στη Λάρισα από το βιβλιοπωλείο Κέραμος στα 1982 με το σεμνό τίτλο “Ποιήματα”, η έννοια της οριακότητας αποτελούσε ήδη συστατικό στοιχείο της ποιητικής του Παπαποστόλου γεγονός που οπωσδήποτε έχει να κάνει και με το ότι είναι μηχανικός κι επομένως χειρίζεται και χρησιμοποιεί ως επαγγελματικό εργαλείο την έννοια του “οριακού χρόνου” δηλαδή τον βραδύτερο επιτρεπόμενο χρόνο στον οποίο μπορεί να πραγματοποιηθεί ένα γεγονός, χωρίς να μεταβληθεί ο συνολικός χρόνος εκτέλεσης του έργου· αυτό που ονομάζεται και LS ή Late Start.
   Εκεί στην πρώτη του ποιητική συλλογή υπάρχει ένα κείμενο με τίτλο “Οριακός χρόνος”


Τ΄ όνομά μου
Είναι όπως με φωνάζουν
Και έμαθα τόσα χρόνια
Σιωπηλά να υπακούω.
Όμως η σιωπή μου
Είναι μια πελώρια κραυγή
Κρυμμένη.
Τότε το όνομά μου
Είναι το μέγεθος
Που μετρώ την αναμονή
Πριν την οριστική
Αυτονόμησή μου.


Το κείμενο αυτό γραμμένο στις 21 Μαΐου του 1979 είναι σημαδιακό με την έννοια ότι ο Παπαποστόλου ήδη πολύ νωρίς δημιούργησε τον δικό του προσωπικό ατράκτορα (attractor ), τον “παράξενο ελκυστή” της ποίησής του, που δεν είναι άλλος από την έννοια του οριακού χρόνου που διαπερνά -συνειδητά ή ασύνειδα- την ποίησή του. 
   Η ποιητική παραγωγή ενός ατόμου -ιδίως όταν απλώνεται σε ικανό χρονικό διάστημα- μπορεί να θεωρηθεί ως ένα δυναμικό σύστημα στο οποίο οι αλλαγές που συντελούνται με το πέρασμα του χρόνου είναι διακριτές. (Αρκεί κάποιος να ξεφυλλίσει τις σελίδες της συνολικής ποιητικής παραγωγής ενός συγγραφέα). Όμως αυτές οι αλλαγές -σκόπιμες, απρόβλεπτες ή τυχαίες- διαγράφουν μια “κίνηση” ως προς μια συγκεκριμένη “θέση” στην οποία έλκεται λόγω των συνθηκών η κίνηση και η μεταβολή του συστήματος. Δανείζομαι τον όρο από τα μαθηματικά του Χάους για να δείξω την εσωτερική συνέπεια -συνειδητή ή μη- του ποιητικού νου.
   Ο “οριακός χρόνος” λοιπόν αποτελεί τον ελκυστή της ποιητικής παραγωγής του Παπαποστόλου και εδώ πυκνώνεται η προσωπική αγωνία του και ξεδιπλώνεται ο ποιητικός λόγος με τη συγκεκριμένη θεματική. 
   Εντελώς πρόχειρη απόδειξη: από την τιτλοφόρηση των πενήντα έξι ποιημάτων της συλλογής, τα περισσότερα περιέχουν ευθέως αναφορές στον χρόνο (Εσπέρα, Ανάμεσα στις εποχές, Κάθε που νυχτώνει, Λίγο πριν, Ύστερα από χρόνια, Την επομένη, Άλλη εποχή...), ή τον υπονοούν ( Περιμένοντας, Κάποτε μια φορά, η Πρώτη, Η τελευταία βροχή, Το τελευταίο ταξίδι, Στο τέλος του Σεπτέμβρη...) ή τον περιέχουν ως καίρια στιγμιότυπα και νησίδες μνήμης (Η επιστροφή, Ο παλιός Σεπτέμβρης, Κοντά στο σούρουπο...) 
   Η προηγούμενη διαπίστωση θέτει δύο ζητήματα στα οποία θα επιχειρήσω να απαντήσω:  α) από που προέρχεται η επιλογή της “οριακότητας” ως ποιητικού ελκυστή, ως ασύνειδου ποιητικού κέντρου β) πως η οριακότητα επηρεάζει τη μορφή των ποιητικών δεδομένων. 
α) Δεν ανάφερα τυχαία την - ίσως -παρακινδυνευμένη συσχέτιση ποίησης και δυναμικών συστημάτων. Είπα ότι η ποικιλία των επιμέρους ποιητικών θεμάτων, οι επιλογές των ποιητικών μοτίβων, η επιλογή των ίδιων των λέξεων - σκόπιμες, απρόβλεπτες ή τυχαίες – συστρέφονται γύρω από μια συγκεκριμένη “θέση” στην οποία έλκεται λόγω των συνθηκών η κίνηση και η μεταβολή του συστήματος. 
Λόγω των συνθηκών” λοιπόν!... 
Με την ποιητική συλλογή “Θούλη” του Κώστα Παπαποστόλου βρισκόμαστε στην καρδιά της “γενιάς του '70” της επονομαζόμενης και “γενιάς του Πολυτεχνείου” όχι μόνο διότι, ως γνωστόν, ο Κώστας Παπαποστόλου υπήρξε μια σημαίνουσα νεανική προσωπικότητα στην πορεία του κινήματος των Λαρισαίων φοιτητών και τυπικός εκπρόσωπος της γενιάς του, αλλά και γιατί η ποιητική του πράξη ενσωματώνει τα βασικά εκφραστικά και θεματικά κέντρα της.
Μάλιστα στην περίπτωση του Παπαποστόλου η έκδοση των συλλογών του εμφανίζεται σε χρόνια κρίσιμα για την πλήρη ενηλικίωση της γραμματολογικής γενιάς: η πρώτη του ποιητική συλλογή, τα "Ποιήματα", παρουσιάζεται στη Λάρισα στο ξεκίνημα της δεκαετίας του 80, η επόμενη, "Ο Μεγάλος Κύκλος", θα περιμένει χρόνια για να εμφανιστεί μέσα στην αποθέωση και την κορύφωση της νεοελληνικής φούσκας το 2005 και τέλος η τωρινή, "Θούλη", μέσα στα χρόνια της βαθιάς κρίσης και των δεδομένων ανατροπών και ριζικών αναθεωρήσεων. Η γραμματολογική γενιά μέσα στα τρία αυτά όρια διέγραψε την πορεία της και μαζί της διέγραψε και “διέγραψε” πλήθος από τις βεβαιότητες ή τις σταθερές της. Στην πραγματικότητα τώρα περατώνει τον κύκλο της και τώρα οφείλει να δώσει το ώριμο έργο. Σε συνθήκες κρίσης η ποίηση που θα γραφεί -δεν έχει άλλο δρόμο- οφείλει να αναστοχαστεί για τους προηγούμενους τρόπους και τη θεματική της.
Ιδού λοιπόν από που πηγάζει η αίσθηση της οριακότητας ως ποιητικός ελκυστής στο έργο του Παπαποστόλου.


β) Βέβαια περιέγραψα την οριακότητα για λόγους κατανόησης εντελώς “τεχνικά” σαν να είναι ένα χωροχρονικό παίγνιο. Μπορεί ίσως να ήταν κάτι τέτοιο στο ποιητικό ξεκίνημα αλλά στο πέρασμα του χρόνου και καθώς πυκνώνει κι ωριμάζει ο ποιητικός λόγος του Παπαποστόλου μετατρέπεται σε κάτι άλλο βαθύτερο και ουσιαστικότερο. Μετατρέπεται σε υλικό εξομολόγησης. Αν κρυφακούσει κάποιος τα ποιήματα του Κώστα Παπαποστόλου θα καταλάβει ότι έχουμε να κάνουμε με έναν εκπρόσωπο της εξομολογητικής ποίησης στην Ελλάδα. Και δεν αναφέρομαι στις ομολογημένες και εμφανείς επιρροές από τον Καβάφη, τον Ρίτσο, τον Λειβαδίτη, τον Αναγνωστάκη, τον Βύρωνα Λεοντάρη ή τον Καρυωτάκη, αναφέρομαι κυρίως στην επιρροή από την κινέζικη ποίηση, τον Ζακ Πρεβέρ και κυρίως από την ποίηση της αμερικανίδας Αν Σέξτον μίας από τις σπουδαιότερες ποιήτριες των αμερικανικών γραμμάτων που θεωρείται και η σημαντικότερη εκπρόσωπος της λεγόμενης εξομολογητικής ποίησης.
Η επίδραση και η επιρροή δε σημαίνουν υποχρεωτικά και έλλειψη πρωτοτυπίας. Μπορεί η νεωτερικότητα να θεωρεί ότι η πρωτοτυπία είναι μια αδιαπραγμάτευτη δημιουργική αρετή, αλλά τα πράγματα δεν ήταν ανέκαθεν έτσι ούτε πιθανόν να είναι. Οι προτεραιότητες στη δημιουργία αλλάζουν σε βάθος χρόνου και μαζί αλλάζει και ο τρόπος που βλέπουμε τα έργα των ανθρώπων. Στη μετανεωτερικότητα το χρησιμοποιημένο, το ήδη κοινό ή και το κοινότοπο, το μαζικό και το φθαρμένο κατέχει κυρίαρχη θέση μια και διευκολύνει τον αναστοχασμό πάνω στις παλιές ολιστικές μας βεβαιότητες ή και στις σταθερές λογοτεχνικές ή κοινωνικές αξίες. Ο αναστοχασμός με βάση τις προϋπάρχουσες αναγνώσεις παράγει καινούργια αισθητικά αποτελέσματα κι επομένως επηρεάζει τη μορφή των ποιητικών δεδομένων.

Αυτές οι λέξεις γίνονται στίχοι μοναχικοί

να ταξιδέψουν στη βροχή και στον αέρα

με ένα κράτημα μικρό στην ομίχλη του δειλινού

Οι εμφανείς επιρροές δεν αφορούν μόνο τη συγκεκριμένη ποιητική συλλογή του Κώστα Παπαποστόλου αλλά περι-γράφουν τον πολλυσυλλεκτικό τρόπο που επέλεξε για την ποιητική δημιουργία μία ολόκληρη γενιά. Άλλωστε ποιητικά μοτίβα όπως ο εγκλεισμός, η μόνωση, η μνήμη, η αμφιθυμία, τα ποιήματα ποιητικής είναι κοινά για όλους τους ποιητές της γενιάς του '70.
Η οριακότητα του Παπαποστόλου τον εξωθεί σε μια ποιητική προσπάθεια να ανασύρει θραύσματα από το πιο βαθύ και πιο σπασμένο κομμάτι του εαυτού του, ποίηση συχνά οδυνηρή, μιλά για το θάνατο αλλά και για όσους επιλέγουν τη ζωή και καταγράφουν μια πορεία μεταξύ των ανώτατων και των κατώτατων σημείων του ανθρώπινου ψυχισμού και των απολαύσεων της ζωής. Γι' αυτό και πολλά κείμενα διατηρούν έναν ασθματικό ρυθμό και μοιάζουν σα να ξεκινούν μια ιστορία η οποία όμως δεν ολοκληρώνεται σχεδόν ποτέ. Έτσι η αφηγηματική αρχή απομένει μετέωρη και εκκρεμής κλείνοντας συχνά απότομα λες και μαζεύεται να μην αποκαλυφθεί και δημιουργούν μια ποίηση που

μας βυθίζει μέχρι το λαιμό

στον τρόμο

Γιατί έτσι γνωρίζουμε βαθύτερα τη ματαιότητα

της ύπαρξης

καθώς οι στίχοι συνθέτουν το αναπότρεπτο

Τέλος.


Να με θυμηθείτε.

Ο Παπαποστόλου θα γράψει σύντομα και άλλη ποιητική συλλογή. Και είμαι βέβαιος ότι η νέα του εργασία θα είναι ένα βήμα παραπέρα. Από την ανίχνευση των χρησιμοποιημένων στοιχείων θα προχωρήσει σε μία σύνθεση αυτών των στοιχείων σε χρηστικές ποιητικές αφηγήσεις γιατί αυτό ακριβώς προσπαθεί να κάνει και να μας δώσει. Άλλωστε ξέρει καλά αυτό που έγραψε η Αν Σέξτον στο ποίημα "Welcome Morning" της συλλογής "Τhe Awful Rowing Toward God" (Η φρικτή κωπηλασία προς το Θεό):


Υπάρχει χαρά σε όλα… Η χαρά που δεν μοιράζεται, άκουσα, πεθαίνει νωρίς. 
Ή για να το πω με τα λόγια του Παπαποστόλου:


        Για σένα
Στο περιθώριο
να ακουμπάς τα δάχτυλά σου
Εκεί που δεν σε φτάνουν οι ματιές
να κοιμάσαι
Αόρατη σκιά στις σκιές
του χρόνου
Αόρατο στίγμα
στον αέρα
Μόνο εσύ
θα αναγνωρίζεις τον εαυτό σου
Μόνο εσύ θα θυμάσαι
πως ακολουθούν τους ήρωες
Σιωπηλά
Για να κριθείς επίγεια
Αφού δεν υπάρχουν
ουρανοί
Να κατοικείς στο τίποτε
Στο μηδέν να μετράς
τα βήματά σου
Και να βυθίζεσαι
σε μια στάχτη ντροπής
Για όσα δεν γίνηκαν ακόμη.



Θωμάς Ψύρρας

Αθήνα 28 Μαρτίου 2013


Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

Μικροί υγροβιότοποι... μια ανάσα από τον Τύρναβο

Λεύκωμα του αρχιτέκτονα Βασίλη Τσολάκη

Πρόκειται ιδιαίτερο λεύκωμα. Και λέω ιδιαίτερο γιατί η έκδοσή του συνδέεται:
α) με το Τεχνικό επιμελητήριο, τμήμα της Κεντρικής και Δυτικής Θεσσαλίας (άρα ο αναγνώστης αναμένει το θετικό πνεύμα και την τεχνική λειτουργική χρηστικότητα)
β) το Σύλλογο Φίλων του Πηνειού (άρα ο αναγνώστης αναμένει την οικολογική διάσταση στο βιβλίο)
γ) το όνομα του φωτογράφου και συγγραφέα των κειμένων Βασίλη Τσολάκη ο οποίος με την ιδιότητα του αρχιτέκτονα προϊδεάζει τον αναγνώστη ότι θα τακτοποιεί το χάος της πραγματικότητας παράγοντας την αισθητική τάξη.
δ) κι έπειτα είναι ο τίτλος σε τρεις αράδες “κρυμμένοι θησαυροί” “Μικροί υγροβιότοποι...” “...Μια ανάσα από τον Τύρναβο” που προετοιμάζουν αντίστοιχα για την ανακάλυψη, την υγρή θεματολογία και την ζωή στον τόπο μας.
Επομένως το φωτογραφικό λεύκωμα του Βασίλη Τσολάκη απαιτεί κατά την παρουσίαση στο κοινό έναν ιδιαίτερο χειρισμό από την πλευρά εκείνου που το παρουσιάζει. Και λέω ιδιαίτερο γιατί το βιβλίο θέτει ζητήματα περισσότερο πολύπλοκα από όσα εκ πρώτης όψεως κάποιος μπορεί να φανταστεί.
Ας τα εντοπίσουμε:

Ζήτημα 1ο: Η φωτογραφία ως επιλογή θέματος (στη συγκεκριμένη περίπτωση το νερό), ως πεδίο που επέλεξε ο φωτογράφος για να μεταφέρει πληροφορίες αλλά και να αναδείξει σημεία της πραγματικότητας ως “εφευρέτης σημείων”.
Ζήτημα 2ο: Η φωτογραφία ως απεικόνιση και δη ως αισθητική απεικόνιση δηλαδή ως οργανωμένη “γλώσσα” που μεταφέρει φορτίσεις σημασιολογικές και αισθητικές αξίες καθώς συσχετίζει το αντικειμενικό της πραγματικότητας με την υποκειμενική επιλογή του φωτογράφου.
Ζήτημα 3ο: Η φωτογραφία ως στοιχείο επιθυμίας του φωτογράφου να επικοινωνήσει με το “κοινό” του.

Ας πιάσουμε τώρα ένα -ένα τα ζητήματα αυτά κι ας δούμε πως αποκρίνεται ο φωτογράφος έχοντας πάντα κατά νου όσα συγκείμενα των φωτογραφιών προανέφερα και που περιλαμβάνονται στο εξώφυλλο.

Στο πρώτο ζήτημα της επιλογής του θέματος. Σε πρώτο επίπεδο η φωτογραφία λειτουργεί καθαρά πληροφοριακά. Το μαρτυρεί η ίδια η οργάνωση του υλικού: οι πηγές και οι λίμνες, το ποτάμι Μάτι, η Βρύση Τυρνάβου, αλλά και τα ίδια τα κείμενα που συνοδεύουν το φωτογραφικό υλικό και τα οποία μάλιστα καταλήγουν - παράδοξο για λεύκωμα - σε συμπεράσματα (το θετικό πνεύμα επιζητεί υποχρεωτικά “το διά ταύτα”!...). Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα φωτογραφίζει με το μάτι του τεχνικού: τεχνικά έργα και ανθρώπινες παρεμβάσεις παρουσιασμένες αντιστικτικά στο χρόνο (τότε και τώρα) για να ενισχύσει την οικολογική ή τη μη οικολογική χρήση των βιότοπων... Δέστε ενδεικτικά στις σελίδες 45, 95, 108, 113...
Πίσω όμως από αυτή την τεχνική ή οικολογική εξήγηση για την επιλογή του θέματος κρύβεται κάτι βαθύτερο, κάτι που συνδέει το φωτογράφο (αλλά και όλους εμάς) με το νερό. Το νερό σχετίζεται στο συλλογικό συμβολικό με την αναγέννηση και την ίδια τη ζωή. Είναι το πρωταρχικό στοιχείο. Να σας θυμίσω τον Αναξιμένη που θεωρούσε ότι όλα τα όντα δεν ήταν παρά συμπυκνώσεις του πρωταρχικού ύδατος. Ή πάλι τον προσωκρατικό Θαλή που δίδασκε ότι όλα τα όντα προέκυψαν από το αρχέγονο νερό. Σήμερα η φαινομενολογία της ποιητικής φαντασίας του Μπασελάρ μάς επιτρέπει να ερμηνεύσουμε το νερό ως συμβολική αρχετυπική ύλη. «Κοντά στο νερό, πάνω στο νερό μαθαίνουμε να πετάμε στα σύννεφα, να κολυμπάμε στον ουρανό». (Γ. Μπασελάρ, «Το νερό και τα όνειρα»). Αυτή η επισήμανση ας γίνει οδηγητική αρχή για το πως πρέπει να κοιτάμε τις φωτογραφίες του Τσολάκη που καθώς παρακολουθεί με το φακό τη «διαδρομή του νερού» δημιουργεί την «ομιλία του νερού» (αποτυπώνοντας τελικά την εικόνα του χρόνου). αυτό που ο Μπασελάρ στο βιβλίο του “Το νερό και τα όνειρα” ονόμαζε “φαντασία της ύλης”.

Στο δεύτερο ζήτημα που αφορά την αισθητική λειτουργία της φωτογραφίας ο Τσολάκης είναι άνισος γιατί νιώθει υποχρεωμένος να υπηρετήσει ταυτόχρονα πολλούς στόχους, δηλαδή πολλούς πιεστικούς “αφεντάδες” (τον τεχνικό εαυτό του, την προσωπική του ευαισθησία, την οικολογική ανησυχία, την εντοπιότητα κλπ...). Η ωραιότερη φωτογραφία του λευκώματος βρίσκεται στη σελίδα 49 και είναι τραβηγμένη από το νεαρό Τσολάκη στο Μάτι Τυρνάβου. Είναι ο ορισμός του αισθητικού και του ισόρροπου γιατί τότε ο νεαρός Τσολάκης με τρόπο απόλυτο αποτύπωσε όχι μόνο μια βουκολική σκηνή αλλά υποσημείωσε με τρόπο καταλυτικό την παρουσία του ανθρώπου στον ζωικό ρυθμό του κάμπου. Ωστόσο μην αδικήσουμε τις άλλες φωτογραφίες! Ακόμα κι όταν φωτογραφίζει ως τεχνικός παράγει την ίδια αίσθηση. Για παράδειγμα: Δέστε τη φωτογραφία της σελίδας 92-93. Η οργάνωσή της είναι σχεδόν όμοια με την προηγούμενη που τραβήχτηκε δεκαετίες πριν: το νερό στα πόδια του φωτογράφου και η ανθρώπινη παρουσία ως ανάχωμα σε ένα πιεσμένο ορίζοντα. Να επισημάνουμε την επιμονή στα γέρικα δέντρα και τους παραμορφωμένους από το χρόνο κορμούς (σελίδες: 59, 66,67, ) ή τις φωτογραφικές λεπτομέρειες δίκην ζωγραφικών πινάκων (27, 61, 63) που φανερώνουν αντίστοιχα επιδιώξεις καθαρά αισθητικές. Ο Τσολάκης έχει ενσωματώσει ουσιαστικά, αλλά και συμβολικά και εικαστικά, το οικοσύστημα, τις αποχρώσεις και τις ανταύγειες του, τους ήχους και τις μυρωδιές του, τη χλωρίδα και την πανίδα του. «Πλάι στο νερό κατάλαβα ότι η ονειροπόληση είναι ένα σύμπαν αναδυόμενο, μια μυρωδάτη ανάσα που αναδίδουν τα πράγματα με τη διαμεσολάβηση ενός ονειροπόλου» (Μπασελάρ). Πλάι στο νερό, ο Τσολάκης επεξεργάζεται μια θεμελιακή προσωπική οντολογία.

Το τρίτο ζήτημα αφορά την επιθυμία του φωτογράφου να επικοινωνήσει με το κοινό του. Λύνεται με τη χρήση του χρόνου ως συστατικό στοιχείο της φωτογράφησης και κατά συνέπεια στην προσφυγή στη μνήμη. Άλλωστε είναι εμφανής αυτή η επιδίωξη με τη χρήση παλιών ασπρόμαυρων φωτογραφιών που συχνά παρατίθενται αντικριστά με το παρόν της έγχρωμης φωτογράφησης. Πρέπει όμως να προσέξουμε κάτι σημαντικό – και είναι ίσως αυτό το στοιχείο που κάνει το λεύκωμα αξιοπρόσεκτο: ο Τσολάκης δεν φωτογραφίζει με βάση την ατομική του μνήμη. Γιατί ακόμα κι αν ο ίδιος δεν το κατανοεί η ατομική του μνήμη δεν είναι μνήμη προσωπική. Θέλω να πω ότι οι ατομικές του μνήμες δεν είναι μόνο δικές του, τις έχει “δανειστεί” μέσα από οντότητες συλλογικές , από την οικογένεια, από την κοινότητα των συμμαθητών, από τις παρέες, από τα γλέντια, τις γιορτές, από τις συναναστροφές... Αυτές οι συλλογικότητες παράγουν ανθεκτικές στον χρόνο δομές μνήμης. Και καθώς το φως διαπερνά το φωτοφράκτη της φωτογραφικής μηχανής ο Βασίλης Τσολάκης μετατρέπεται σε εφευρέτη σημείων όπου όλα τα αισθητικά και λογικά σημεία του τόπου του, του δικού του και του δικού μου Τύρναβου, ιδωμένα μέσα από το μηχανισμό της κοινής μας μνήμης μετατρέπονται σε ένα συμβολικό τόπο μέσα στον οποίο ζούμε κι ανασαίνουμε.
Και για να θυμίσω ένα στίχο του Σιουζουλή, φίλου του Βασίλη Τσολάκη: “φορτωμένο σώμα με πολλές μέρες και νύχτες του τόπου του”.
Γιατί αυτό που μας έχει εμποτίσει συλλογικά ως κοινή μνήμη είναι ο Τύρναβος που πάντα θα τον κουβαλάμε μέσα μας ακόμα κι ως στοιχείο του ατομικού μας φαντασιακού. Άλλωστε αυτό σημαίνει “πατρίδα”.


http://www.youtube.com/watch?v=tMLywlxbMog

 

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2012

H ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΗ ΜΕ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ


ΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΟΥ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΤΕΙ ΚΑΙ ΩΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ


Η ενασχόληση με τα κείμενα αποτελεί για κάθε πολιτισμό αίτημα και μόνιμη ανάγκη. Είτε ο πολιτισμός διαθέτει γραφή, είτε μεταδίδει τα δημιουργήματά του προφορικά, είναι υποχρεωμένος να βρει τρόπους που επιτρέπουν στα μέλη του την πρόσβαση στη δομή των κειμένων. Και αυτό γιατί η ενασχόληση με τα κείμενα εγγυάται τη συνοχή της κοινωνίας και τη συνέχεια του πολιτισμού, εφόσον μόνο όταν εξασφαλιστεί ετούτη η δυνατότητα, τα μέλη του γίνονται ικανά να ανασυνθέτουν τον κόσμο και τις ιδέες τους γι’ αυτόν, καθώς και να κατανοούν τον εαυτό τους και τις μεταξύ τους σχέσεις. Είτε πρόκειται για κείμενα ιερά, είτε για κείμενα τεχνικά ή απλώς πληροφοριακά, η λειτουργία τους τελικά εξυπηρετεί την ανάγκη μιας κοινωνίας να επιβιώσει, να διασφαλίσει τους όρους συμβίωσης, να προσανατολιστεί στον κόσμο και να εκφραστεί μέσα από τα ίδια της τα έργα.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι σε πολλές κοινωνίες (μήπως και στις δικές μας;) η παραγωγή και η φύλαξη των κειμένων ανατίθεται σε ιερατεία, σε κλειστές ομάδες, σε ειδήμονες που εποπτεύουν τη χρήση τους και ενσωματώνουν τις αποκλίνουσες περιπτώσεις σε μια κυρίαρχη λογική χρήσης και νοηματοδότησης που επιβάλλεται τελικά ως κυρίαρχη ιδεολογία. Πέρα από τις οποιεσδήποτε ανάγκες κατανομής ισχύος που ερμηνεύουν τη συγκρότηση τέτοιων ομάδων, η ύπαρξη τους επιβεβαιώνει την αναγκαιότητα διαχείρισης των κειμένων ως συστατικό του κάθε πολιτισμού αλλά και κάθε πολιτισμικά καθορισμένης κοινωνικής ομάδας.
Αλλά ας αρχίσουμε με το ζητούμενο που αποτελεί και το επίκεντρο του προβληματισμού: «Τι είναι κείμενο;».
Όσο κι αν φαίνεται αυτονόητο δεν είναι διόλου απλό. Εμείς, οι άνθρωποι των σύγχρονων βιομηχανικών κοινωνιών, δεν αναγνωρίζουμε ως κείμενο τα λόγια μιας χειρομάντισσας, ή, το θρόισμα των φύλλων μιας βελανιδιάς, ή ακόμα, τα σχήματα στη σπάλα του πασχαλινού οβελία. Κι όμως όλες οι προηγούμενες αναφορές παραπέμπουν για κάποιους πολιτισμούς υποχρεωτικά σε κόσμους σημείων, σε "νοήματα" και σε "αναγνώσεις", δηλαδή τα αντιλαμβάνονται ως οργανωμένες ολότητες προκλητικές νοηματοδοτήσεων.
Στο μυαλό μας η έννοια του κειμένου συναρτάται με τη γραφή και συνηθέστερα με την τυπωμένη απόδοσή της (αφού και για να αναγνωρίσουμε κάποιον ως συγγραφέα, ρωτάμε "ποιά βιβλία έχει εκδώσει;" ). Στην πραγματικότητα λοιπόν συγχέουμε το μέσο ή το υλικό της διάδοσης με το καθαυτό κειμενικό σώμα - πράγμα που συνέβαινε και σε άλλες εποχές όταν οι ερωτευμένοι αντάλλασσαν "γραφές", οι έμποροι "παπίες", οι πολιτικοί "διπλώματα" και "βούλες" και οι εξουσίες μοιράζανε "περγαμηνές" και "χαρτιά"...
Το κείμενο είναι δυνατό να υπάρξει και άνευ γραφής ως λόγος, ως άσμα, ως εικόνα, ως "πλάσμα", ποτέ όμως δεν υπάρχει χωρίς υλική υποστήριξη ενός μέσου και ενός κώδικά που εξασφαλίζουν τη δυνατότητα να οργανωθεί και να μεταδοθεί.
Σκεφτείτε το άκουσμα της κινέζικης μουσικής. Για τα αφτιά ενός Ευρωπαίου που δεν διαθέτει τον αντίστοιχο κώδικα, μοιάζει με διαρκές και μονότονο νιαούρισμα. Ο Κινέζος όμως που είναι εξοικειωμένος με τον κώδικα απολαμβάνει την ποικιλία των ήχων και τον πλούτο των ηχοχρωμάτων, ή
Φανταστείτε μια νύχτα του καλοκαιριού, από κείνες που το κυάνιο φως κυριεύει το στερέωμα κι ο ουρανός γίνεται στα μάτια μας χώρος σημείων ! Τα αστέρια συνδέονται σε σχηματισμούς, αποκτούν σχήμα και μορφή και εμείς "συλλαβίζουμε" το αλφαβητάρι τους "διαβάζοντας" στο κεντίδι τους την ανθρώπινη μοίρα. Και ο ουρανός κείμενο είναι, αρκεί να διαθέτουμε τον τρόπο να τον διαβάσουμε.
Μόνο αν αποδεχτούμε το κείμενο ως κοσμική πράξη έχουμε ελπίδες να κατανοήσουμε τη φύση του αλλά και τη δική μας. Κι όταν λέω "κοσμική πράξη" εννοώ απλά ότι η δημιουργία ενός κειμένου είναι από μόνη της μια πράξη μεταβολής του κόσμου αφού προσθέτει ένα υπάρχον στα ήδη υπάρχοντα, αφού αθροίζει ένα στοιχείο στα στοιχεία του κόσμου, κι από τη στιγμή της δημιουργίας του πλέον μπορούμε να το χρησιμοποιούμε για να επεμβαίνουμε στον και τη ζωή.
Πρόκειται λοιπόν για αντικείμενο το οποίο ενεργοποιεί τις δυνατότητες του - και τις δικές μας - μόνο μέσα από τη χρήση. Και το σημαντικότερο, η χρήση του κειμένου ενεργοποιεί νέες χρήσεις που με τη σειρά τους δημιουργούν νέα κείμενα και απαιτούν πάλι νέες χρήσεις... Γιατί τελικά το κείμενο είναι και μια διαδικασία που πυροδοτεί καταστάσεις άμεσες ή βραδυφλεγείς, προκαλώντας το φαινόμενο της διαλεκτικής συσσώρευσης νοήματος που είναι συνώνυμο με την παραγωγή πολιτισμού.
Ως αντικείμενο λοιπόν παραπέμπει τόσο στον άνθρωπο-κατασκευαστή, όσο και στον άνθρωπο-χρήστη η παρουσία των οποίων ενεργοποιεί τις δυνατότητές του. Χωρίς τον άνθρωπο ο ουρανός δε θα είχε όνομα, δεν θα ήτανε "ωραίος", "κυανός", "φωτεινός", και ούτε θα μεταμορφωνόταν σε κείμενο για να διαβάζουμε την ανθρώπινη μοίρα. Μόνο η ανθρώπινη συμβολική ικανότητα ενεργοποιεί την αναγνωσιμότητα και παράγει νοήματα.
Ας σταθούμε όμως για λίγο σε τούτη την προνομιακή ικανότητα. Ο άνθρωπος είναι το μόνο ον που ξεφεύγει από την ενστικτική του φύση ενεργοποιώντας συμβολικές λειτουργίες που του επιτρέπουν να δημιουργεί μέσα από τα σύμβολα την "κυριαρχία" του στο χώρο και το χρόνο. Ονοματίζοντας τις μέρες "μέρες", το ποτάμι "ποτάμι", και το σπίτι "σπίτι", οικειοποιείται τη φύση, σημασιοδοτεί τις κοινωνικές του σχέσεις και παράγει πολιτισμό. Κι επιπλέον μέσα από τις ήδη παραχθείσες σημασίες κοινωνικοποιείται αλλά και κοινωνικοποιεί.
Το όνομα λοιπόν - "γλωσσικό σημείο" για τους γλωσσολόγους - είναι το κατεξοχήν εργαλείο του συμβολισμού, πλάσμα που μέσα από την υλικότητα του κερδίζει το στοίχημα με το χρόνο και ενώνει δυο ή και περισσότερες συνειδήσεις στα όρια του.
Αν λοιπόν το κείμενο γίνεται αντικείμενο χρήσης - και γι’ αυτό δε χρειάζεται να αναφερθεί ούτε ένα παράδειγμα - το λογοτεχνικό κείμενο εξαιτίας του προσδιορισμού του ως "λογοτεχνικού" παραπέμπει ευθέως σε ειδικού τύπου χρήσεις.
Η Λογοτεχνία είναι ο κατεξοχήν τόπος των κειμένων, εκεί που το κείμενο λειτουργεί ως χώρος άσκησης της εμπειρίας, εκεί που η συνείδηση να συναντήσει μιαν άλλη συνείδηση για να αναμετρηθεί μαζί της και, όπως συμβαίνει με το ακόνισμα των μαχαιριών, η τριβή τίκτει το οξυμένο και το αιχμηρό.
Η χρήση των λογοτεχνικών κειμένων γεννά την απόλαυση γιατί το απρόσμενο, το πέραν της οικείας εμπειρίας, το παρά λόγον και παρά δόξαν πλέον οικειώνεται και μετατρέπεται σε γνώση. Δεν πρόκειται όμως για "γνώση" όπως τουλάχιστο μας την επέβαλε ο δυτικός ορθολογισμός και οι λογής μορφές του κατοπινού θετικισμού. Η χρήση των λογοτεχνικών κειμένων αποβλέπει στην ενορατική γνώση που θα μπορούσαμε να την περιγράψουμε ως βίωση του μη βιωμένου και τελικά ως αποκάλυψη μιας αλήθειας που καμιά διάμεση συλλογιστική διαδικασία δε θα μπορούσε να παράγει.
Ας δούμε - υπεραπλουστεύοντας έστω - μερικά παραδείγματα δανεισμένα από τη νεοελληνική ποίηση:

1 ) το απρόσμενο
Χάσμα σεισμού που βγαν’ ανθούς και τρέμουν στον αέρα. 
                                        (Δ. Σολωμός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Σχεδίασμα Β,22)

Ο στίχος - αν διαβαστεί ανεξάρτητα από τις άλλες <<παραλλαγές>> - υλοποιεί το απρόσμενο. Αν καλύψουμε τη λέξη "ανθούς" και δώσουμε το στίχο σε πολλούς ανθρώπους να συμπληρώσουν το κενό θα γράψουν σκεπτόμενοι λογικά "καπνούς", "αφρούς", "στάχτες", "λάβες" κ.λ.π. Δημιουργώντας ο ποιητής τούτη την αναπάντεχη σύνδεση στοιχείων που δεν συνδέονται άμεσα με την κοινή και άμεση εμπειρία ωθεί τον αναγνώστη να παράγει μια νέα εμπειρία που επιδέχεται πλήθος νοηματοδοτήσεων.

2 ) το παρά δόξαν
Στον έρωτα πάω όπως στο θάνατο: καθαρός, σώμα που το σκούπισε σύννεφο και βροχή.  
                                             (Μ. Μέσκος, Άνθη στο καταραμένο φίδι, 21 )

Η χρήση του ρήματος <<σκουπίζω>> αναφέρεται στη σάρωση δια σαρώθρου και κατ’ επέκταση στη διαδικασία απορρόφησης από στεγνό μάκτρο, υγρού που έχει χυθεί σε μια επιφάνεια. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως η χρήση του ρήματος κυριολεκτικά αντιστρέφεται εφόσον το σύννεφο και η βροχή παραπέμπουν σε καταστάσεις <υγρές>>. Ωστόσο ο ποιητής χρησιμοποιεί την έννοια της λέξης αντίθετα και παρά δόξαν ως συνώνυμο της λέξης <<καθαρίζω>> ή <<πλένω>>. Η λογική αντίφαση αυτοαναιρείται από τη συνολική λεκτική οργάνωση του δίστιχου.

3 ) το παρά λόγον
Oι λογισμοί της ηδονής είναι πουλιά
Που νύχτα - μέρα διασχίζουν τον αέρα
                                   (Αν. Εμπειρίκος, Πουλιά του Προύθου, 15 )
Οι λογισμοί της ηδονής, οι φαντασιώσεις και οι επιθυμίες μας, μοιάζουν με πουλιά, είναι πουλιά που σκίζουν τον "αέρα", διαρκώς περιιπτάμενα και παρόντα, που είναι δυνατόν να τα εντοπίσουμε για να διαπιστώσουμε και να διδαχτούμε πόσο καθορίζουν την προσωπική μας πορεία (αρκεί βέβαια να αποδεχόμαστε και να αντιλαμβανόμαστε τις φαντασιώσεις - πουλιά ως στοιχεία κατανόησης του εαυτού μας). Η παρά λόγον συσχέτιση και ταυτοποίηση πουλιών και φαντασιώσεων παράγει ένα δυναμικό πεδίο νοηματοδοτήσεων που περιγράφει μια εμπειρία πέραν της λογικής που επιτρέπει όμως στον αναγνώστη να προσλαμβάνει την ταύτιση και να την αισθητοποιεί ως γνώση για τη λειτουργία του ασύνειδου.

4 ) το πέραν της οικείας εμπειρίας
Στείλε μου ένα λουλούδι
από κείνα τα κίτρινα της φούστας σου.
                                 (Αντ. Κάλφας, Σημειώσεις για την αθωότητα)

Οι ερωτευμένοι ανταλλάσσουν λουλούδια για να επιβεβαιώσουν τον έρωτά τους. Ο ερωτευμένος του δίστιχου εκλιπαρεί, απαιτεί, ή προστάζει να του προσφερθεί το κίτρινο λουλούδι από τη φούστα του πόθου του. Το "λουλούδι" που καλύπτεται από τη φούστα ή το χρώμα του λατρευτού και συνάμα μισητού (το κίτρινο ως χρώμα του μίσους) λουλουδιού. Η πέραν της οικείας εμπειρίας απαίτηση εκκινεί την ενορατική γνώση των φετιχιστικών αντιφάσεων που κουβαλάμε μέσα μας χωρίς να τες συναισθανόμαστε και να τες συνειδητοποιούμε.


Ο άνθρωπος λοιπόν που απολαμβάνει τη λογοτεχνία είναι εκείνος που - τουλάχιστο για το δικό μας πολιτισμό - έχει αποδεχτεί πως η γνώση δεν εξαντλείται στα πλαίσια του ορθού λόγου, ή έστω της αντίληψης μιας επιδερμικής φαινομενολογικής πρόσληψης των εμπειριών του, αλλά πως η αγωνία να υπάρξει συνταιριάζεται με τον κόσμο που βρίσκεται και πέρα από τις δυνατότητες της άμεσης αίσθησης και αντίληψης. Εκείνος που παραμένει δέσμιος στα στενά πλαίσια που ο ίδιος φρόντισε να χτίσει ολόγυρά του αδυνατεί να ζήσει ως μέλος της κοσμικής ολότητας. Είναι λογικό αυτός ο άνθρωπος να διαμορφώνει τελικά μια λειψή γνώση και, όντας ημιμορφωμένος, να κομίζει μια εντελώς αποσπασματική κι ασπόνδυλη συνείδηση.
Τελικά η λογοτεχνία είναι μια ειδική μορφή γνώσης που διαφέρει από την επιστημονική ή την εμπειρική γνώση, έχει περισσότερη σχέση με την ενόραση και άλλωστε γι’ αυτό δεν έχει τη δυνατότητα να καταγραφεί ως συστηματοποιημένο όλον δηλαδή να πάρει τη μορφή μιας Φυσικής ή μιας Χημείας της ύπαρξης. Γιατί η Λογοτεχνία είναι γνώση άμεση, ζωντανή, προσωπική και βιωματική, γιατί δομεί τη συνείδηση μιας μεταβαλλόμενης ύπαρξης όπου το οικείο αντιμάχεται το ανοίκειο και το ανθρώπινο πνεύμα προσλαμβάνει ακόμα και την ανυπαρξία. Γι’ αυτό και αναζητούμε μέσα στα κείμενα ερμηνείες που αποτυπώνουν μια ρευστή συνείδηση. Και μέσα από τούτη την προσπάθεια - που μετατρέπεται σε αγωνία - η λογοτεχνία ενδέχεται να καταγράψει το ρευστό και παγώνοντας το στιγμιαία ίσως κατορθώσει να περιγράψει μια δίνη της ροής.
Επειδή λοιπόν ο χώρος της Λογοτεχνίας είναι ακραία επισφαλής - καθότι απόλυτα προσωπικός κι επομένως ευάλωτος - η Λογοτεχνία δε μπορεί να γίνει Επιστήμη γιατί την ξεπερνά χωρίς να την παραγνωρίζει.
Απλώς ο άνθρωπος που διαβάζει λογοτεχνία πρέπει να ξέρει πως η Επιστήμη είναι μονομερής ως γνώση, πως είναι μια μορφή συνείδησης σχέσεων και ποσοτήτων που αγνοούν τις ποιότητες που μετέχουν στη ζωή και το θάνατο. Γι’ αυτό κι όλες οι επιστήμες ονειρεύονται την ελευθερία της Λογοτεχνίας να κατανοεί ποιότητες και να αναζητά την ουσία της ύπαρξης στην ανθρώπινη δημιουργία!
Επειδή λοιπόν συχνά τίθενται ερωτήματα για τη χρησιμότητα της λογοτεχνίας ή για το αν πρέπει να διδάσκεται στην εκπαίδευση, η απάντηση πρέπει να είναι απόλυτα καθαρή και σαφής: το λογοτεχνικό κείμενο είναι τόπος γνώσης που έχει από την κατασκευή του μορφωτική αξία, δηλαδή μας διευκολύνει να σμιλέψουμε το εσωτερικό μας άγαλμα και να μορφοποιήσουμε ως ενότητα την ανθρώπινη προσωπικότητα.
Γιατί τα πράγματα είναι απλά. Η λογοτεχνία, η υψηλότερη έκφραση της ανθρώπινης συμβολικής ικανότητας, συνενώνει τελικά ως μορφή γνώσης την εμπειρία, την αισθαντικότητα, τη διαίσθηση και την ενόραση, στοιχεία ικανά να προσδιορίσουν την πορεία μιας ζωής.
Το ζητούμενο λοιπόν δεν είναι αν πρέπει να διδάσκεται η λογοτεχνία, αλλά πως θα οργανώσουμε τη διδασκαλία της λογοτεχνίας ώστε το κάθε κείμενο να λειτουργεί ως τόπος συνάντησης και διεύρυνσης των συνειδήσεων.