Πέμπτη 5 Απριλίου 2012

Δημήτρη Παπαδούλη: “Η αγγελοκρουσμένη», μυθιστόρημα, εκδ. δήγμα


Τα κουάρκ της ζωής : Το ριζικό και το αυτεξούσιο


Και πρώτα ο τίτλος.
Σύμφωνα με την λαϊκή ορθοδοξία ο αρχάγγελος Μιχαήλ είναι ο άγγελος του Θανάτου, ο ψυχοπομπός που παίρνει την ψυχή και την οδηγεί στους ουρανούς. Την ώρα λοιπόν που βγαίνει η ψυχή ο άγγελος χτυπάει τα φτερά του.  Αυτό είναι το “αγγελόκρουσμα”·  είναι η επιθανάτια αγωνία, το ψυχομαχητό, το ψυχορράγημα, το ξεψύχισμα (αντίστοιχες λέξεις και το αγγελόσκιασμα, το αγγελοχτύπημα  ή και απλώς το αγγελικό). Επομένως Αγγελοκρουσμένη είναι εκείνη που ψυχορραγεί, που ο άγγελος της παίρνει σιγά-σιγά την ψυχή, και σε δύο άλλες λιγότερο συνηθισμένες χρήσεις Αγγελοκρουσμένη είναι εκείνη που σεληνιάζεται, που έχει καταληφθεί από δαιμονικές δυνάμεις, αλλά είναι και εκείνη που σκιάζεται και τρομάζει, η διαρκώς φοβισμένη.
Αυτά λεν τα λεξικά. 

Ας κρατήσουμε ετούτες τις ερμηνείες κατά νου γιατί η καθεμία με τον τρόπο της φωτίζει την Ειρήνη, το βασικό πρόσωπο του μυθιστορήματος.

Η υπόθεση:
Η Ειρήνη, η κόρη της Αυγής δε γνώρισε πατέρα. Έχασε τη μάνα της εφτά χρονώ. Την ώρα που ξεψυχούσε η μάνα της λιώνοντας στον πυρετό, η γιαγιά δυο μέτρα παραπέρα κοιτούσε αδάκρυτη σα να μη την ένοιαζε ή σαν να μην ήθελε να επέμβει σε κάτι που ήταν μοιραίο και προ πολλού αποφασισμένο. “Φιλιώθηκε με το ριζικό της” είπε.
Αυτό δεν άντεχε η Ειρήνη: το ριζικό, το προδιαγεγραμμένο.
“Δεν υπάρχει ριζικό ” ούρλιαζε το μικρό κορίτσι κρατώντας το κεφάλι της νεκρής μάνας του.

Η Ειρήνη απόμεινε μόνη και μεγάλωσε με τη γιαγιά. Τα παιδικά χρόνια σε μοναξιά. Μόνο κάποιες αραιές παρέες. Ουσιαστικά αποκλεισμένη, και αποδέκτης της κοροϊδίας των άλλων.  “Παρλιακό” την αποκαλούσαν κι έπειτα της κόλλησαν εκείνο το “αγγελοκρουσμένη”.
Η Ειρήνη δεν ερμήνευσε ποτέ γιατί της απέδωσαν αυτό τον χαρακτηρισμό. Ωστόσο της άρεσε η μελωδία που αποπνέει σα άρωμα η λέξη (και μάλιστα εξακολουθεί να της αρέσει όταν μεγάλη πλέον γνωρίζει καλά τι ακριβώς σημαίνει.)

Από μικρό παιδί, λοιπόν, κλείδωσε την καρδιά της. Έζησε με τη γιαγιά τα παιδικά και τα εφηβικά της χρόνια. Και ήταν σα να μην είχαν μεταξύ τους ουδεμία σχέση. Μια αναγκαστική συνύπαρξη ήταν, ή καλύτερα –όπως το έβλεπε η Ειρήνη - μία οριακά ανεκτή συγκατοίκηση. Κι έτσι πέρασε σε μια “λειψή” εφηβεία· μια εφηβεία μόνιμα σε σύγκρουση με τη «γριά» όπως αποκαλούσε τη γιαγιά της.

Από δώδεκα χρονών, όταν τα αρσενικά άρχισαν να τη γυροφέρνουν ποιο θα την πρωτορίξει στο κρεβάτι, ανακαλύπτει τη θηλυκή της δύναμη. Ήταν η «σειρά της» έτσι το λέει: “Διάλεγα όποιον γούσταρα και το γλεντούσα” (σ.21) κι αυτό της δίνει την αίσθηση της κυριαρχίας. Γιατί ελέγχει το παιχνίδι, “κρατάει τα γκέμια” (σ.23) σπουδαίο κέρδος για την κατασκευή της γυναικείας αυτοπεποίθησης. Διαλέγει και παίρνει, όποτε, κι αν εκείνη το θέλει.

Και δεν ανέχτηκε ποτέ τη γριά να ξαναμιλήσει για το ριζικό. “Μόνοι φτιάχνουμε τη μοίρα μας!” αυτή είναι η πίστη της μοναχικής νεαρής κοπέλας.

Η μόνη της επαφή που την ικανοποιεί συναισθηματικά είναι με τη φίλη της την Τασία, έναν άνθρωπο που εμπιστεύεται και ακούει τις συμβουλές του. Νοιώθει ότι η μία συμπληρώνει την άλλη.

Το καλοκαίρι, πριν μετακομίσει στη Θεσσαλονίκη ως φοιτήτρια, η γιαγιά τής αποκαλύπτει το οικογενειακό μυστικό που σχετίζεται με το ριζικό της οικογένειας: «γνωρίζουμε από πριν ό,τι θα συμβεί στη σειρά από μάνα σε κόρη»… «η μήτρα σου θα δώσει ζωή σε κάτι πολύ σπουδαίο σ' ένα γέννημα ξεχωριστών αισθημάτων»…. «Άκου τώρα». Ύστερα σώπασε…
Η γιαγιά πέθανε 13 του Σεπτέμβρη.

Εκείνη τη χρονιά η Ειρήνη και η φίλη της η Τασία μετακομίζουν στη Θεσσαλονίκη. Αλλά οι δύο φίλες παίρνουν διαφορετικές πορείες.
Η Τασία μπλέκει με ένα πρεζόνι φορτηγατζή. Οι φίλες βλέπονται από καιρού εις καιρόν κι όμως είναι σα να μην υπήρξε ποτέ το ανάμεσα διάλειμμα. Η Τασία τελικά χάνεται καθώς παίρνει το δρόμο στον οποίο βγάζει η αναζήτηση του τέλειου ανεβάσματος με τη χρήση των ναρκωτικών.
Η Ειρήνη συνεχίζει την «μοναχική» της πορεία (σ.16) αλλάζοντας ερωτικούς συντρόφους. Κι «όλοι ήταν το ίδιο προβλέψιμοι και βαρετοί» (σ.26) Μια ξεχωριστή εμπειρία ζει με ερωτικό σύντροφο τη Δόμνα «κράτησε λίγο μα δεν ξεχνιέται».
Και μετά η Ειρήνη γνώρισε τον Παναγιώτη, ένα δαχτυλοδειχτούμενο γκόμενο, φοιτητή στο Φυσικό που σπασίκλας με την κοσμολογία μπαινόβγαινε στα γραφεία των λεκτόρων. Τον έβαλε στο κρεβάτι της- …δε θυμόταν πως έγινε ακριβώς. Αλλά τότε για πρώτη φορά ένοιωσε ευάλωτη μπροστά σε άντρα γιατί τότε έμαθε να γλεντάει την ερωτική γλύκα (το λυσιμελές, αυτό που λύνει τα μέλη) και να μην την κρύβει…
Ήταν τότε που πάνω στον έρωτα έμαθε από τα χείλη του Παναγιώτη τι είναι τα κουάρκ (αυτός ο στοιχειώδης τύπος των σωματιδίων που αλληλεπιδρούν ισχυρά). «Το καθετί έχει το συμμετρικό και το αντίθετό του» της είπε ο Παναγιώτης «Ο καθένας πρέπει να βρει το τέλειό του  ανάλογο, κι εγώ το βρήκα σε σένα».  

Η Ειρήνη θα ζήσει με τον Παναγιώτη ένα έρωτα παθιασμένο, όχι μόνο γιατί είναι γεμάτος απαιτήσεις, συγκρούσεις, αυτοαναιρέσεις και δοσίματα, όχι μόνο γιατί η ηδονή, η απόρριψη, και η προδοσία συνυπάρχουν στην ερωτική συμπεριφορά, αλλά κυρίως γιατί η Ειρήνη μες στο πάθος της νοιώθει χρήσιμη …και της αρέσει (σ.58). Και τότε μετά τον έρωτα σηκώνεται κι ανοίγει το παράθυρο: «Το δωμάτιο γεμίζει λιακάδα μετά την μπόρα».

Η Ειρήνη  ωστόσο ακόμη είναι σίγουρη για την αυτεξουσιότητά της: «Ποιος θα με διατάξει για δικές μου υποθέσεις;» . Είναι σίγουρη πως διαφεντεύει τη ζωή της.

Τότε  είναι που ο Παναγιώτης αρχίζει να βλέπει πράματα που οι άλλοι δεν βλέπουν. Βλέπει γάτες μ’ ορθωμένη καμπούρα να στέκονται εμπόδιο στο δρόμο του, βλέπει να έρχονται καταπάνω του γάντια δίχως χέρια και πρόσωπα άγνωστα. Καταιγισμός. Ίσα, ασταμάτητα,  καταπάνω του…
Ο Παναγιώτης τρελλαίνεται. Βουλιάζει στις εικόνες που τον κυνηγούν. Είναι εκείνος που κυνηγούν οι Ερινύες για κάποια εγκλήματα που δεν διέπραξε… είναι ο αθώος που υφίσταται την σκληρή ποινή. Την τρέλα.
Παρά τις προσπάθειες της Ειρήνης, η σχέση τους διακόπτεται. Ζούσαν χώρια. Κάνανε ότι ο ένας αδιαφορούσε για τον άλλο... Κι ο καιρός περνούσε.  Η Ειρήνη θα προσπαθήσει να τον βγάλει από τον εγκλεισμό και τα φοβικά του οράματα αλλά μάταια. Ο Παναγιώτης έχει χαθεί μέσα στο μυαλό του, να τον κυνηγούν καμπουριαστές γάτες και να ορμούν καταπάνω του αναρίθμητα γάντια.

Η  Ειρήνη δίχως τον Παναγιώτη συνεχίζει την ελευθέρια ζωή της.  Επιβεβαιώνει το αυτεξούσιο. Και τα χρόνια περνούν, αν και στη μνήμη της δεν εγγράφονται, σαν να είναι ένα κενό. Ωστόσο έρχεται η στιγμή όταν η Ειρήνη συνειδητοποιεί πως δεν είναι κοριτσάκι πλέον αλλά μεγαλοκοπέλα. Τα ξενύχτια και το αλκοόλ αφήνουν τα σημάδια τους.
Τότε θα αναρωτηθεί μιλώντας στον εαυτό της: “Ποια νομίζεις ότι είσαι...;” “ανεξάρτητη δεν υπήρξες ποτέ”
Σε μια τέτοια κρίση ταυτότητας παντρεύεται το Θρασύβουλο, ένα γεροντοπαλίκαρο που της προσφέρει το μπράτσο να ακουμπήσει και μια ζωή ρουτίνας. Ώσπου μια νύχτα ξυπνάει δίπλα από τον Θρασύβουλο σαν από εφιάλτη, τινάζεται από το κρεβάτι τους, ανοίγει την πόρτα και τον εγκαταλείπει.

Είναι τότε που η Ειρήνη μεταφέρει στο ίδρυμα τον Παναγιώτη.
Η κακάσχημη Στέλλα, έγκλειστη κόρη της διαχειρίστριας στην παλιά της πολυκατοικία, εργάζεται ως καθαρίστρια στο ίδρυμα και αναλαμβάνει την ιδρυματική προστασία του χαμένου Παναγιώτη.
Η Στέλλα είναι παράξενο πρόσωπο..
Από παλιά είχε ως πρότυπό της την Ειρήνη. Την έβλεπε να παίζει με τους άντρες και τώρα καθώς  συμπαραστέκεται στον Παναγιώτη,  ο οποίος στην αποχαύνωση των ηρεμιστικών που του χορηγούν, τη βλέπει σαν άλλη και την αποκαλεί Ειρήνη, μετατρέπεται σταδιακά σε αυτή που θαύμαζε για την αυτεξουσιότητα και το δυναμισμό της. Γίνεται μια άλλη. Κι όταν ο Παναγιώτης την εκλιπαρεί εκείνη δεν διστάζει να του δοθεί…

Τότε ήταν που η Ειρήνη συνάντησε την Τούλα Αντωνιάδου, μια γριά μεγάλη σε ηλικία, η οποία έδειξε να ξέρει πολλά από τη ζωή της  και η Ειρήνη για πρώτη φορά είδε ότι “υπήρχε κάποιος να τη συμμερίζεται”. Η Τούλα Αντωνιάδου την στέλνει στην αδερφή της την Αργυρώ στο σπίτι με τα λουλακιά παράθυρα.
Λίγο πριν το Δεκαπενταύγουστο η Ειρήνη παίρνει απόφαση να βγάλει τον Παναγιώτη από το ίδρυμα. Πηγαίνει. Όλοι λείπουν στις παραλίες. Ανοίγει την πόρτα του θαλάμου και βλέπει τον Παναγιώτη να μιλά με μια ακίνητη νοσοκόμα. Την έχει σκοτώσει επειδή, όπως λέει, του το ζήτησαν επιτακτικά τα γάντια.

Η Ειρήνη τον φυγαδεύει. Και αναζητά βοήθεια στην Τούλα και την Αργυρώ Αντωνιάδου. Και …

Εδώ σταματώ.  Δεν έχω σκοπό να μαρτυρήσω το τέλος (δηλαδή το σκοπό)… Σας δίνω μόνο μια «ποιητική» νύξη: επίτηδες τα λόγια μου γίνονται ψίθυρος, σαν να κολλάς το αφτί στους κορμούς των δέντρων για να ακούσεις το χυμό της ζωής.

♀♂
Προχωρώ σε δυο-τρεις επισημάνσεις:  

1.Στο έκτο βιβλίο του Παπαδούλη μέσα από μονολόγους των προσώπων δομείται ένα κείμενο ασυνεχές μεν, συνεκτικό δε. Από εκείνα τα κείμενα που απαιτούν προσοχή στο διάβασμα και βέβαια από τα κείμενα που χρειάζεσαι να επιστρέψεις ξανά για δεύτερη φορά για να χαρείς κι άλλες επιπρόσθετες αναγνωστικές απολαύσεις. Γιατί με την πρώτη ανάγνωση «το μάτι μισοβλέπει, η φαντασία ολοκληρώνει» όπως είπε ο Θεόφιλος Γκωτιέ,… όμως στη δεύτερη ανάγνωση η απόλαυση αποκτάει και σωματική υφή, γίνεται μετοχή και πάθος λυσιμελές.

2.Οι αφηγήσεις του Παπαδούλη προσλαμβάνονται από τον αναγνώστη με παντελή απουσία έκπληξης. Οτιδήποτε  ανήκουστο ή παράξενο μπορεί να συμβεί. Και μπορούν να συμβούν τα πάντα. Το πραγματικό και το μη πραγματικό εμπλέκονται σε ένα παιχνίδι που χαίρεται να κατασκευάζει με το λόγο παραμορφώσεις της πραγματικότητας, παραθλάσεις, αντιστροφές, στοιχεία που δεν έχουν ακόμα αναδυθεί στη συνείδηση. Έτσι  η φανταστική αφήγηση για τον Παπαδούλη αποτελεί μία φυσική συνθήκη όπως διηγιόμαστε το πρωί έναν εφιάλτη.

3. Το κείμενο της Αγγελοκρουσμένης με την Ειρήνη ως βασικό μυθιστορηματικό χαρακτήρα, θέτει και πάλι στην πεζογραφία του Παπαδούλη ένα από τα αγαπημένα του θέματα: το πρόσωπο που αγωνίζεται να ορίσει τη θέση του στον κόσμο, κι όπου το ζητούμενο είναι ο άλλος.
Με τούτο το βιβλίο επιπρόσθετα ο Παπαδούλης δημιουργεί παράλληλα και μια σπουδή στην αυτεξουσιότητα.
Η αινιγματώδης αυτεξουσιότητα  της Ειρήνης (το “εγώ θα κάνω αυτό που θέλω”) και η ελευθεριότητα που χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά της -ας το προσέξουμε - δεν είναι μέτρο ή κριτήριο ζωής, είναι κάτι πιο ουσιαστικό. Είναι ένα είδος ισχύος, μια δύναμη που γνωρίζει και κανονίζει τα πράγματα της ζωής που την αφορούν. Αυτή η ισχύς όμως, άρχει αλλά δεν εξουσιάζει. Για να γίνω κατανοητός: Η Ειρήνη δεν θα επιζητήσει ποτέ την εξουσία επί του άλλου, δεν παγιδεύεται στην ύβρη της εξουσίας. Αποφασίζει να διαθέσει τον εαυτό της με τον ελευθεριάζοντα τρόπο που εκείνη διάλεξε. Ειδικά στη σχέση της με τον Παναγιώτη “άρχει” (ακολουθεί μιαν αρχή βίου) χωρίς βία και εξουσιασμό, χωρίς τον εξανδραποδισμό του άλλου αλλά σε μια αντί-παρά-θέση μαζί του. (Σκεφτείτε ότι του ζητά να γράφει τις σκέψεις του γιατί μ' αυτές θέλει να κοινωνήσει.) Από δώ η Ειρήνη  αντλεί την αυτονομία της, το σχετικό της αυτεξούσιο, κι όχι από έναν αυξημένο εγωιστικό ατομισμό ή ατομικισμό. Η προσπάθειά της να συναντήσει τον “άλλο” δεν είναι ούτε υποταγή, ούτε κυριαρχία. Ξέρει ότι η διαλεκτική της ζωής περιέχει και ήττες και νίκες. Γι' αυτό τελικά η Ειρήνη δεν φοβάται.

Πίσω από το πρόσωπο της Ειρήνης, ο Δημήτρης Παπαδούλης διχοτομεί την πεζογραφική του ομιλία σε λόγους που στρέφονται ο ένας ενάντια στον άλλο χωρίς να φοβάται, εκπληρώνοντας έτσι και το δικό του αυτεξούσιο.

Λάρισα 5-4-2012                                                                                                            ΘΩΜΑΣ ΨύΡΡΑΣ



Ο Δημήτρης Ε. Παπαδούλης γεννήθηκε στη Λάρισα το 1963. Σπούδασε Ιατρική στη Θεσσαλονίκη και εργάστηκε ως γιατρός μέχρι το 1991. Το 1988 διαγνώσθηκε πως πάσχει από πολλαπλή σκλήρυνση κατά πλάκας. Γράφει λογοτεχνία από το 1990. Έχει δημοσιεύσει τα μυθιστορήματα Συνέχεια η πρώτη φορά (1994), Με δανεική ανάσα (1997), Με τουτ μαγκάφ (2001), Η άλλη ζώνη (2006), Όταν τελειώνουν οι καιροί (2008), Η αγγελοκρουσμένη (2011).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου