Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2019

Θανάσης Τριανταφύλλου: «Αμήχανο» βλέμμα

 

Επίσκεψη «μαθηματική» –και όχι μόνο– στο έργο λογοτεχνών

εκδόσεις Επίκεντρο



Ο Θανάσης Τριανταφύλλου είναι πρωτίστως ποιητής κι ας μην το φανερώνει συχνά. Τα λιγοστά ποιήματα που έχει δημοσιεύσει στο Περί ού” και σε άλλα ηλεκτρονικά περιοδικά αποδεικνύουν ένα εξαιρετικό ποιητή. Είμαι σίγουρος ότι στο συρτάρι του κρατάει κάμποσες ποιητικές συλλογές και θα ήθελα απόψε από δω να δεσμευτεί για την επόμενη έκδοσή τους. Νιώθω τον σεμνό φόβο του. Όσοι είναι συνειδητοί αναγνώστες της λογοτεχνίας έχουν πολλές αναστολές να προχωρήσουν στην έκδοση του έργου τους, την οποία θεωρούν ύψιστη πράξη ευθύνης που τους γεμίζει φόβους, γιατί κοιτώντας και συγκρίνοντας την ποιητική παράδοση με τις δικές τους δημιουργίες “παγώνουν” και, καθώς έχουν θέσει πολύ υψηλά τον πήχη των προσωπικών απαιτήσεών τους, λένε για το έργο τους “τέτοιο που θέλω να γράψω δεν μπορώ, και τέτοιο που μπορώ δεν θέλω”. Και τα γραπτά τους μένουν στο συρτάρι! Ας ελπίσουμε λοιπόν ότι απόψε θα δώσω μια "σμπρωξιά" στο Θανάση ώστε να μας δώσει και την άλλη του πλευρά, την ποιητική.

Ωστόσο η ενασχόληση του Θανάση Τριανταφύλλου με τη λογοτεχνία σε συνδυασμό με την ιδιότητα του μαθηματικού μάς έδωσε τρία μέχρι στιγμής βιβλία που ανήκουν όλα στο ίδιο ερευνητικό και κριτικό πεδίο εντός του οποίου νιώθει ασφαλής και επιστημονικά επαρκής: τη σχέση της λογοτεχνίας με τα μαθηματικά: Οι αριθμοί και άλλες μαθηματικές ψηφίδες στο έργο του Οδυσσέα Ελύτη (Επίκεντρο 2012), Μαθηματικά και λογοτεχνία (Επίκεντρο 2014) και τώρα το Αμήχανο” βλέμμα Επίσκεψη “μαθηματική’’ –και όχι μόνο– στο έργο λογοτεχνών. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα και μόνο βιβλίο· ένα βιβλίο που συμπληρώνεται και εμπλουτίζεται σταδιακά με τη μεθοδικότητα του μυρμηγκιού συνεισφέροντας μια διαφορετική οπτική σχολιασμού και επομένως πρόσληψης της λογοτεχνίας. Συνεπώς όταν μιλάμε για το τελευταίο του βιβλίο είναι σα να μιλάμε ταυτόχρονα και για τα δύο προηγούμενα. Πάντως η ποιητική του πλευρά είναι διαρκώς παρούσα ακόμη και στα μαθηματικά βιβλία του ως κριτήριο επίμονης ανάγνωσης και αισθητικής επιλογής των αποσπασμάτων από λογοτεχνικά κείμενα που παραθέτει.

Στο πρώτο του βιβλίο ο Θανάσης Τριανταφύλλου έδειξε αναλυτικά το σπουδαίο ρόλο που έπαιξαν τα μαθηματικά (ιδιαίτερα η συνδυαστική) στην συνολικό ποιητικό έργο του Οδυσσέα Ελύτη έτσι ώστε να κατανοήσουμε ότι οι ποιητικές συνθέσεις του νομπελίστα ποιητή είναι σοφά αρχιτεκτονημένες και πολύπλοκα κατασκευασμένες· ποιητικές συνθέσεις που παραπέμπουν στο πλατωνικό ιδεώδες, ότι η αρμονία της φύσης μπορεί να περιγραφεί με μαθηματικές, και πιο συγκεκριμένα με ποικίλες γεωμετρικές, σχέσεις.
Στο δεύτερο βιβλίο, το πλέον εκτεταμένο, ο Θανάσης Τριανταφύλλου παρουσιάζει πλήθος ποιητικών και πεζών κειμένων της ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας (από την Παλατινή Ανθολογία, τον Καβάφη, τον Βαλτινό την Κική Δημουλά έως τον Μπόρις Βιάν και τον Πάμπλο Νερούντα) που χρησιμοποιούν τα μαθηματικά με λογής τρόπους.
Στο τελευταίο βιβλίο του ,Το αμήχανο βλέμμα”, επιχειρεί μια επίσκεψη στο έργο τριών ελλήνων ποιητών των οποίων κοινό γνώρισμα αποτελεί ότι το γνωστικό αντικείμενο των σπουδών τους ήταν και τα μαθηματικά: του Γ.Θ. Βαφόπουλου, του Έκτορα Κακναβάτου και του Δ. Γαβαλά και κλείνει με το έργο του μεγάλου ποιητή, διηγηματογράφου και δοκιμιογράφου Χόρχε Λουίς Μπόρχες με τις συχνές αναφορές του στον Ηράκλειτο και τον Ελεάτη φιλόσοφο Ζήνωνα, τα παράδοξα του οποίου κρύβουν μια ιδιαίτερη μαθηματική - κι όχι μόνο - γοητεία.

Τί είναι όμως τα βιβλία του Θανάση Τριανταφύλλου; Γιατί έχουν ιδιαίτερη αξία;
Αν θέλουμε να αδικήσουμε τη δουλειά του Θανάση Τριανταφύλλου, μπορούμε να την περιορίσουμε στη διδακτική στόχευση. Να αντιμετωπίσουμε το έργο που μας παρουσίασε μέχρι σήμερα ως μια διαθεματική προσπάθεια υπέρβασης των γνωστικών στεγανοποιήσεων στη σχολική εκπαίδευση - την οποία μάλιστα πολλές φορές κάνει το λάθος και ο ίδιος να την υπερτονίζει – ή ως παρουσίαση των στενών σχέσεων ανάμεσα στα μαθηματικά και τη λογοτεχνία ώστε να ξεπεραστεί το πολωτικό σχήμα που κυριαρχεί στο μυαλό μαθητών και δασκάλων που αντιμετωπίζουν τη λογοτεχνία και τα μαθηματικά ως ασύμβατες περιοχές, αντιδιαστέλλοντας τη σαφήνεια και την αντικειμενικότητα των μαθηματικών με την πολυσημία και το φαντασιακό χαρακτήρα της λογοτεχνίας. Τα βιβλία του Θανάση δεν είναι διόλου μια πρόταση διδασκαλίας των μαθηματικών με βάση την εμπλοκή της λογοτεχνίας στη διδασκαλία τους ή αντίθετα δεν είναι διδακτική πρόταση της λογοτεχνίας ώστε να ενοποιεί διδακτικά τα μαθηματικά σε σημείο ώστε να διαστρέφεται και να παραποιείται η λογοτεχνικότητα για να εξυπηρετηθούν μαθηματικοί σκοποί.
Αν θέλουμε να αδικήσουμε την εργασία του Θανάση Τριανταφύλλου μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε μόνο ως σχολαστική καταγραφή μαθηματικών αναφορών στα λογοτεχνικά έργα που αφορά τους ειδικούς, μαθηματικούς και φιλόλογους, και μάλιστα μόνο εκείνους οι οποίοι ενδιαφέρονται για την στατιστική υφολογία ή για ειδικές γραμματολογικές στοχεύσεις και γνωστικές συνάφειες των δημιουργών.
Αν επίσης θέλουμε να αδικήσουμε την εργασία του Θανάση Τριανταφύλλου μπορούμε να τη θεωρήσουμε μια συλλογή λογοτεχνικών αποδεικτικών στοιχείων που έρχονται πρακτικά να αναιρέσουν την κοινή πίστη για το ασύμβατο μαθηματικών και λογοτεχνίας συμβάλλοντας έτσι και στην προσπάθεια αντιμετώπισης της μαθηματικοφοβίας και πιο συγκεκριμένα του φόβου μπροστά στην μαθηματική απόδειξη, όπως έδειξε χαρακτηριστικά ο Ian Stewart, στο βιβλίο του «Επιστολές σε μια νεαρή μαθηματικό».

Όμως το βιβλίο, τα βιβλία καλύτερα, του Θανάση Τριανταφύλλου είναι “κάτι” πολύ περισσότερο από όλα αυτά (αν και προφανώς μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως βάσεις για καινοτόμες διδακτικές προσεγγίσεις και ως εργαλεία γνωστικών συναφειών για τον μελλοντικό ερευνητή).
Αυτό το “κάτι” περισσότερο παρεισφρέει στον τίτλο και τον υπότιτλο του τελευταίου του βιβλίου όπου υπάρχει η σεμνή και μετρημένη διατύπωση που περιλαμβάνει δύο κρίσιμες λέξεις: “αμήχανο” και “επίσκεψη”.
Το ουσιαστικό “επίσκεψη” (επί+σκέπτομαι) αφορά μια ενέργεια κατά την οποία κάποιος έρχεται σε ξένο χώρο και μάλιστα συχνά για να κάνει έλεγχο. Η λέξη κρύβει μέσα της την έννοια του ρήματος σκοπέω-σκοπῶ = παρατηρώ, εξετάζω, ερευνώ και ταυτόχρονα την έννοια του ρήματος “σκέπτομαι”. Σας θυμίζω ότι Αττικοί συγγραφείς είχαν ενώσει τα δύο ρήματα· έκαναν χρήση μόνο του ενεστώτα (σκοπῶ) και παρατατικού (ἐσκόπουν) της ενεργητικής φωνής ενώ για τους άλλους χρόνους του ρήματος χρησιμοποιούσαν τύπους του ρήματος σκέπτομαι. Αυτό ακριβώς κάνει ο Θανάσης Τριανταφύλλου: έρχεται στη λογοτεχνία με την μαθηματική του σκευή, παρατηρεί, ερευνά και σκέπτεται. Μόνο που η παρατήρηση, το βλέμμα του, είναι “αμήχανο” (α στερ,+ μηχανή). Τελεί εν απορία και έκπληξη και ταυτόχρονα μας καθησυχάζει ότι δεν υπάρχει κάποιο πονηρό σχέδιο με σκοπό να μας εξαπατήσει (μην ξεχνάμε ότι η λέξη “μηχανή” σημαίνει και το δόλιο τέχνασμα για να εκτελεστεί ένα σχέδιο). Ο μαθηματικός συγγραφέας λοιπόν επιχειρεί ως ικανός αναγνώστης μια αμήχανη, δηλαδή άδολη, επίσκεψη στη λογοτεχνία γνωρίζοντας ότι η μαθηματική σκέψη αναπτύσσεται μέσα από μια συνεχή αλληλοτροφοδότησή της με τις άλλες μορφές της θεωρητικής ή πρακτικής κουλτούρας, όπως π.χ. με τη Φιλοσοφία και τη Λογοτεχνία. Και πρωτίστως αυτό πράττει. Διαβάζει λογοτεχνία ολιστικά. Διαβάζει και σχολιάζει ως αναγνώστης ο οποίος ενδιαφέρεται για την αισθητική απόλαυση, χαίρεται τη δομή του κειμένου, απολαμβάνει την πολυσημία της γλώσσας και το ύφος του κειμένου, καμαρώνει το πλησίασμα λογοτεχνίας και μαθηματικών που κάποιες φορές φτάνει τόσο κοντά, ώστε οι δυο τους η λογοτεχνία και τα μαθηματικά να μιλούν αλλάζοντας αμοιβαία φωνές και κώδικες.

Τι συνεπάγεται όμως μια τέτοια αναγνωστική στάση ενός μαθηματικού αναγνώστη της λογοτεχνίας; Πριν απαντήσω θα μου επιτρέψετε μια παρέκβαση, νομίζω, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ο Θανάσης Τριανταφύλλου διαβάζει λογοτεχνία δίχως να υποκύπτει στον πειρασμό να διαχωρίζει τα είδη και τα γένη της.
Η μαθηματική λογοτεχνία αφορά κυρίως μυθιστορήματα: βιογραφίες (υπαρκτών ή φανταστικών) μαθηματικών με θέμα την επίλυση ενός μαθηματικού προβλήματος (π.χ. “Ο θείος Πέτρος και η εικασία του Γκόλντμπαχ” του Απόστολου Δοξιάδη, 1992), είτε μυθιστορήματα που χρησιμοποιούν κυριολεκτικά τη μυθοπλασία ως πρόσχημα για να χρησιμοποιηθούν για τη μετάδοση μαθηματικής γνώσης με πιο εύληπτο, ευχάριστο και αποδεκτό τρόπο (π.χ. “Το Θεώρημα του παπαγάλου” του Ντενί Γκετζ, 1999), είτε μυθιστορήματα όπου το μαθηματικό θέμα εμπλέκεται και με τη δομή του λογοτεχνικού έργου (π.χ. “Το βιβλίο Κόλαση” του Κάρλο Φραμπέτι, 2003, ή το περιβόητο “Flatland” (Επιπεδοχώρα) του Έντγουιν Άμποτ, γραμμένο στα 1884, που εκτυλίσσεται σε χώρο δύο διαστάσεων).1
Ο Θανάσης Τριανταφύλλου δεν θα υποκύψει στους διαχωρισμούς να ξεχωρίσει την λεγόμενη “μαθηματική λογοτεχνία” που έγινε τόσο πολύ της μόδας2 ώστε να αποδείξει τη σχέση μαθηματικών και λογοτεχνίας. Και νομίζω ότι έχει απόλυτα δίκιο αν και δεν το δηλώνει. Γνωρίζει ως εξασκημένος αναγνώστης ότι η χρήση των μαθηματικών (με οποιαδήποτε μορφή) από μόνη της δεν εγγυάται την καλλιτεχνική αρτίωση του έργου τέχνης. Η λογοτεχνία οφείλει να είναι πρωτίστως λογοτεχνία. Γι’ αυτό συχνά η λεγόμενη “μαθηματική λογοτεχνία” μας έδωσε κάκιστα και απορριπτέα δείγματα (να μη λέμε και ονόματα).
Κλείνω την παρέκβαση κι επανέρχομαι στο ερώτημα:

Τι συνεπάγεται μια αναγνωστική ολιστική στάση που θεωρεί ότι η μαθηματική σκέψη αναπτύσσεται μέσα από μια συνεχή αλληλοτροφοδότηση με τις άλλες μορφές της θεωρητικής ή πρακτικής κουλτούρας;
Ο Θανάσης Τριανταφύλλου ως μαθηματικός που προσεγγίζει τη λογοτεχνία ενεργοποιεί ένα ευρετικό μηχανισμό, μία στρατηγική, βασισμένη στη γνώση για το συγκεκριμένο πρόβλημα που θέτει το πεδίο του λογοτεχνικού κειμένου, η οποία χρησιμοποιείται ως βοήθημα στη γρήγορη εκτίμηση. Βέβαια η ευρετική στρατηγική του παρέχει μία εκτίμηση που πολλές φορές μπορεί να είναι και λανθασμένη (εξού και η εξαρχής δεδηλωμένη “αμηχανία”). Ωστόσο ο Θανάσης Τριανταφύλλου γνωρίζει ότι θεμέλιο του νοήματος είναι πάντα η αρχιτεκτονική του λογοτεχνικού κειμένου. Και πάνω σ’ αυτή την πολύπλοκη δομή επενεργεί ως αναγνώστης και σχολιαστής. Γιατί δεν αρκεί μια αναφορά ενός μαθηματικού όρου ριγμένου σε ένα λογοτεχνικό κείμενο να σημαίνει “κάτι” αλλά ότι η χρήση του όρου, ή η χρήση ενός μαθηματικού θεωρήματος στη δόμηση της λογοτεχνίας γίνεται ένα “αντικείμενο” που παράγει και αναπαριστά την ανθρώπινη εμπειρία και τη συγκρότηση της ανθρώπινης συνείδησης μέσα από «σημασιοδοτικές πρακτικές», που επεκτείνονται στην ευρεία περιοχή της κουλτούρας και συγκροτούν τις πολιτισμικές ταυτότητες.
Για τον Θανάση Τριανταφύλλου ένα λογοτεχνικό κείμενο είναι ζωντανός οργανισμός μόνο στο βαθμό που βρίσκεται σε διαρκή ανταλλαγή ύλης με το περιβάλλον του, δηλαδή με τους ζωντανούς κόσμους των λογοτεχνικών έργων, με τη θεωρία και την πρακτική των μαθηματικών (αλλά και της φιλοσοφίας, της μαθηματικής λογικής, και της πρακτικής ζωής) και, συνεπώς, με τον πραγματικό κόσμο.

Η πολυπλοκότητα του λογοτεχνικού κειμένου και ο μη γραμμικός τρόπος με τον οποίο συνεργάζονται τα μέρη κάθε κειμένου για να δώσουν στο όλο μορφή και δυναμική πολύ πιο πλούσια από το απλό άθροισμά τους, και όλα αυτά σε συνάρτηση με την ανοιχτότητα της προσωπικής ανάγνωσης βάζουν τα μαθηματικά - ιδιαίτερα τα μη γραμμικά μαθηματικά της θεωρίας του Χάους - στο παιχνίδι της λογοτεχνικής θεωρίας.
Συνεπώς η συμπεριφορά ενός αρτιωμένου λογοτεχνικού έργου προσομοιάζει με τη συμπεριφορά ενός χαοτικού συστήματος μια και διαθέτει ευαίσθητη εξάρτηση από τις αρχικές συνθήκες (βιογραφικές και κοινωνικές συνθήκες που αρχικά το αρδεύουν), είναι τοπολογικά μεταβατικό (μια και θα “εξελιχθεί” αναγνωστικά με την πάροδο του χρόνου καθώς θα συσσωρευτούν πάνω του λογής κριτικές μεταγλώσσες και επανανοηματοδοτήσεις) και εμφανίζεται ως ένα πυκνό σύνολο δομικών επαναλήψεων που συγκροτούν τις περιοδικές τροχιές του κειμενικού συστήματος.3 Όσο κι αν σας εκπλήσσει, οι φιλόλογοι που δουλεύουν με τον πίνακα στο σχολείο ξέρουν διαισθητικά ότι ένας καλός τρόπος να παρουσιάσουν οπτικά την χαοτική κίνηση ενός λογοτεχνικού κειμένου είναι η κατασκευή ενός διαγράμματος φάσης της κίνησης των αφηγηματικών καταστάσεων ή των λυρικών συμβόλων στον πίνακα. Σε ένα τέτοιο διάγραμμα υπεισέρχεται σιωπηρά ο χρόνος και οι κινήσεις τείνουν να συγκλίνουν σε συγκεκριμένες περιοχές όπου συσσωματώνονται σε αφηγηματικές κορυφώσεις ή σε λυρικές εξάρσεις. Έτσι το λογοτεχνικό κείμενο, αφηγηματικό ή λυρικό, συγκροτεί μια φράκταλ δομή και διαθέτει μια μορφοκλασματική διάσταση. Ιδού η επί της ουσίας παρουσία των μαθηματικών στην δημιουργία αλλά και στη διδασκαλία του λογοτεχνικού έργου.

Συνεπώς η θεωρία της λογοτεχνίας του 21ου αιώνα, δεν μπορεί να παραμείνει ούτε στη βιογραφία ούτε στον κειμενισμό, ούτε στις αποσπασματικές ιδεολογικές προσεγγίσεις της φεμινιστικής ή της αντιαποικιακής ή της γκέυ λογοτεχνικής θεωρίας. Η εισβολή των μαθηματικών του χάους στη μελέτη της λογοτεχνίας εγκαινιάζει μια παραδειγματική στροφή, όπως την όρισε ο Thomas Kuhn στο Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων (1962). Και να είστε σίγουροι ότι μας περιμένουν εκπλήξεις.

Υπό αυτή την οπτική η εργασία του Θανάση Τριανταφύλλου δεν είναι ούτε εντοπισμός μαθηματικών στοιχείων στα λογοτεχνικά έργα, ούτε κατάλογος διδακτικών ιδεών για σχολική χρήση, ούτε αποδεικτικό υλικό για την αντιμετώπιση της φοβίας μπροστά στα μαθηματικά. Είναι εργασία βάσης, μοναδική και πρωτοπόρα, που ανοίγει δρόμο προς το επερχόμενο νέο παράδειγμα στην αντίληψή μας για το λογοτεχνικό κείμενο και τη λογοτεχνική θεωρία και κριτική. Και εδώ ακριβώς έγκειται η μεγάλη του αξία.


Λάρισα 17.10.2019
Θωμάς Ψύρρας

1. Συχνά το ίδιο συμβαίνει και με τον κινηματογράφο. Ας θυμηθούμε τις ταινίες: “π “(1998) του Darren Aronofsky, το Fermat's Last Tango (2001), του David Stern (που αναφέρεται στον Andrew Wiles του Πανεπιστημίου του Princeton που απόδειξε το θεώρημα του Φερμά), το “Ένας υπέροχος άνθρωπος” (2001) του Ron Howard (βιογραφία του John Nash), “Το παιχνίδι της μίμησης” (2014) του Morten Tyldum (βιογραφία του Alan Turing), το “Agora” (2009) Αλεχάντρο Αμενάμπαρ (βιογραφία της Υπατίας) κλπ.
2. Ο Θανάσης Τριανταφύλλου αφιερώνει ελάχιστες σελίδες στη λεγόμενη “μαθηματική λογοτεχνία” στο δεύτερο βιβλίο του.
3. Boris Hasselblatt; Anatole Katok (2003). A First Course in Dynamics: With a Panorama of Recent Developments. Cambridge University Press.

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2019

Γιώργος Θεοχάρης: «Πλησμονή οστών» η ἀκήρατος ἀλυπία.





Εκκινώ με δύο κοινότοπες διαπιστώσεις για την ποίηση του Γιώργου Θεοχάρη:

- είναι ποίηση αυτοβιογραφική (πώς αλλιώς θα ήταν άλλωστε;)

- είναι ποίηση της ύπαρξης και συγκεκριμένα ποίηση που στοχάζεται πάνω στην αγωνία της θνητότητας.


Η «Πλησμονή οστών», πέμπτη συλλογή  του Γιώργου Θεοχάρη (έκτη αν συνυπολογίσουμε και τη συγκεντρωτική έκδοση τής έως τότε ποιητικής παραγωγής του το 2010),  έρχεται να επιβεβαιώσει εξαρχής αυτές τις δύο κοινότοπες διαπιστώσεις.

Αποτελείται από 77 ποιήματα δομημένα σε δύο ενότητες: Η πρώτη περιλαμβάνει 39 ποιήματα υπό τον τίτλο «Ρέει Έρως Αγεφύρωτος» με μότο το στίχο του Απόστολου Μελαχρινού «Γλυκιά μου σκιά φευγατική, μορφή του πόθου λάβε» και η δεύτερη περιλαμβάνει 38 ποιήματα με τον γενικό τίτλο «Πάσσαλοι οδοδείκτες» με μότο και πάλι το στίχο του Απόστολου Μελαχρινού  «Της μάγας λέξης το ίχνευμα, λαχαίνει αργά και σπάνια».
Η σήμανση των ενοτήτων με τους στίχους του Απόστολου Μελαχρινού, ενός ποιητή των αρχών του προηγούμενου αιώνα, βαθιά επηρεασμένου από το συμβολιστικό ιδανικό της καθαρής ποίησης του Στεφάν Μαλαρμέ, του Πωλ Βαλερύ αλλά και από την τεχνοτροπία του Διονύσιου Σολωμού, μόνον τυχαία δεν είναι. Δηλώνει ευδιάκριτα ότι οι ποιητικές ενότητες της «Πλησμονής Οστών» είναι τεχνοτροπικά σταθερά στραμμένες προς την ποιητική αφαίρεση και μάλιστα παραπέμπει στην αγωνία ή, καλύτερα, στην προσδοκία υλοποίησης της λεκτικής μορφής του ποιήματος ώστε να συλληφθεί το φευγαλέο «ίχνευμα» και να τελικά να αποδοθεί με σταθερή μορφή η ουσία της ποιητικής επιθυμίας.

Η λέξη «ίχνευμα» (από το ρήμα «ιχνεύω») παραπέμπει σε μια επίμονη αναζήτηση, ανίχνευση και ιχνηλασία λεκτικών ποιητικών τόπων. Έτσι η ποιητική πράξη μετατρέπεται συνειδητά σε ένα κυνηγέσιο. Ο Γιώργος Θεοχάρης είναι  ποιητής «ἰχνεύων»· μεταγράφει, θνητός και εφήμερος, ακαριαία το συναίσθημα σε ποίημα καθώς τριγυρίζει τους τόπους της ποίησης κυνηγώντας τη σύλληψη της σταθερής ποιητικής μορφής.[1] 
Συγκεκριμένα, σ΄ αυτό το ενορατικό κυνηγέσιο, συναντά «πλησμονή οστών», εντοπίζει ίχνη διάσπαρτα, που μετατρέπονται από «ίχνη» σε «ιχνεύματα»[2], δηλαδή από απτά υλικά σε ενδείξεις που του παρέχουν πρόσβαση στη δομή μιας πρώην διαφορετικής πραγματικότητας. Έτσι γίνονται αιτίες και αφορμές να ενεργοποιηθεί η ποιητική ευαισθησία και η ποιητική φαντασία του, για να μετατραπούν μέσα από τις διαδικασίες της ποιητικής ίχνευσης σε συμβάντα και να  μεταστοιχειωθούν τελικά σε ποιήματα.

Βέβαια ο υψηλός ποιητικός λόγος είναι πάντα λόγος ιχνευματικός. Εκκινεί από εμπειρίες, από ίχνη που αποτυπώνονται βαθιά μέσα μας, ίχνη από επιθυμίες, έρωτες, αγάπες, φόβους, συναισθήματα. Όμως οι λέξεις που έχουμε στο στόμα αδυνατούν να τις διατυπώσουν και να μεταδώσουν το «ένδον πάθος». Τα λόγια βγαίνουν κούφια κι αδυνατούν να μεταφέρουν το βαρύ φορτίο που θέλει να μεταφέρει η μοναδικότητα της εμπειρίας. Δεν επαρκούν. Η δήλωση απομένει μετέωρη και ελλιπής. Έτσι ο ποιητής παιδεύεται με το ανείπωτο. Χάνεται στις λέξεις που αντιστέκονται. Πώς θα τις δαμάσει; πώς θα τις αλλάξει; πως θα τις χειριστεί ώστε να μεταφέρουν στο στόμα και στο χαρτί αυτό που νοιώθει η ψυχή; Η ποιητική αγωνία έγκειται ακριβώς στην αγωνία της διατύπωσης. Κι όπου δεν αρκεί η λέξη, ο ποιητής μπαίνει στην αναζήτηση μιας δομής όπου πολλές λέξεις που δεν έχουν μπει ξανά δίπλα δίπλα μπορούν να μας βάλουν στα ίχνη των ανείπωτων συναισθημάτων ώστε να ψυχανεμιστούμε ως αναγνώστες το θαμμένο πλην ζωντανό συναίσθημα, την πίσω μοναδική πραγματικότητα. Αλλά πού θα βρει αυτές τις λέξεις; σε ποιο τόπο να ακουμπήσει η γλώσσα και να γίνει λόγος ποιητικός; παναπεί λόγος που να λέει το ανείπωτο;

Αυτή την αγωνία αντιμετωπίζει κάθε πραγματικός ποιητής. Στην περίπτωση όμως του Γιώργου Θεοχάρη υπάρχει και κάτι ιδιαίτερο. Το ποιητικό κυνηγέσιο στο οποίο επιδίδεται δεν αφορά μόνο την παραγωγή του ποιήματος· δεν αφορά μόνο την τελική προσπάθεια της δημιουργίας. Εξυπηρετεί ένα βαθύτερο σκοπό. Είναι ποίηση «στρατευμένη» δηλαδή στοχευμένη, χρηστική για τον καθ’ ημέραν βίο μας, θα έλεγα· ποίηση που δεν μεταφέρει την έκπληξη μιας εντύπωσης, που δεν είναι η ανάπτυξη ενός επιφωνήματος ή η θήρευση της σπάνιας, της στιλπνής και της λάμπουσας λέξης ή έκφρασης[3]. Είναι ποίηση που στοχεύει να μας μάθει πώς να ξεπερνάμε τον πόνο, πώς να αντιπαλεύουμε τις λογής «κήρες»[4] που ορμούν ακάθεκτες να μας λιανίσουν.
Για τον Γιώργο Θεοχάρη, που «το πικρό μελάνι της ποιήσεως ρέει στις φλέβες του ακαταπαύστως»[5] η ποίηση είναι πάλη με τις πραγματικότητες. Έτσι τόποι συνάντησης με ανθρώπους γίνονται τα ποιήματα και εκδοχές της πλησμονής των πραγματικοτήτων μετατρέπονται οι αναγνώσεις.

Οι δύο ενότητες που απαρτίζουν τη συλλογή - η πρώτη με θεματικό κέντρο το ίχνευμα του έρωτα και της επιθυμίας και η δεύτερη με θεματικό κέντρο τη βίωση της θνητότητας - μοιάζουν σα να είναι δύο διαφορετικές μεταξύ τους συλλογές, αλλά αυτό, αν παρατηρήσουμε πιο προσεκτικά, δεν ισχύει ουδόλως.

Για να τεκμηριώσω αυτή την άποψη θα αρχίσω ανάποδα, από τη δεύτερη ενότητα πρώτα με γενικό τίτλο «Πάσσαλοι οδοδείκτες».

Ο Θέογνις πριν δυόμιση χιλιάδες χρόνια τραγούδησε: «θάνατος γὰρ ἀναιδής / πρόσθεν ἐπὶ βλεφάροισ' ἕζετο κῆρα φέρων»[6], «ο άσπλαχνος θάνατος / κάθισε πάνω στα βλέφαρα σέρνοντας μαζί του την Κήρα», την κόρη της νύχτας, τη θεότητα της φθοράς, τον δαίμονα που με νύχια αρπακτικά προβάλλει μέσα από την ομίχλη του Κάτω Κόσμου και ρίχνεται πάνω στους ζωντανούς.
Με τις Κήρες αναμετριέται ο Θεοχάρης στη δεύτερη ενότητα. Μόνο που οι κατά Θεοχάρη «κήρες» δεν αφορούν «τάς θοάς κύνας» της μυθολογίας, αλλά παρουσιάζονται με τη μορφή του αλύπητου χρόνου, της φθοράς του σώματος, τη αρρώστιας, της απώλειας και τέλος του θανάτου. 
Σταχυολογώ, ενδεικτικά, ποιητικές εικόνες από την εμφάνιση των «κηρών» στην ποίηση του Θεοχάρη:
Η κήρα του χρόνου:

«Να μην εμπιστεύεσαι με τίποτα τον ενεστώτα». (σελ. Των κεκοιμημένων σελ 101)

«μ’ έσκαβε του Χρόνου τ’ άγριο νύχι» (Τοκοχρεωλύσιο, σελ. 74)

Η κήρα της φθοράς: 

«Μες στο κορμί μου λανθάνει ένα θηρίο» (Εγκώμιο της Ανοσοκαταστολής, σελ 83)

«Περνούν τα χρόνια, οι πόθοι γερνούν
και γεύση ματαιότητας
στο στόμα εδραιώνεται» (Ζων όχι επιζών, σελ 94)

Η κήρα της απώλειας:

«Μαχαίρ’ η απουσία, άγρια που σφάζει…» (Της Μικραποθαμένης, σελ 59)

«Φεύγουνε φίλοι και γνωστοί
που αρρώστησαν και πόνεσαν
Αδυνατίζουν οι γραμμές μας.
Χάνουμε διαρκώς συμμαχητές.» (Κακές ειδήσεις από τα χαρακώματα, σελ 84)

«Σκέφθηκα πως όσο δεν κατορθώνουμε να μεταφράσουμε την απουσία
δεν θα το καταφέρουμε: να μη μας λείπουν οι νεκροί.» (Εγκιβωτισμένο θάλπος, σελ 52)

Η κήρα του θανάτου:

«Τόκος προς τη ζωή ο θάνατός μου» (Τοκοχρεωλύσιο σελ 74)

«Η ακινησία επί τα αυτά,
ένας θάνατος είναι» (Το νησί, σελ 61).

Στο ερώτημα «πώς αντιμετωπίζεται η αναπόφευκτη καταδρομή των Κηρών πάνω στο φθαρτό ζωντανό σώμα», ο Θεοχάρης αντιτάσσει τα μέσα της ζωικής αντίδρασης στην ανέκκλητη συντριβή του σώματος, ιχνεύει τα μέσα με τα οποία εξημερώνεται το αίσθημα του θανάτου. Τελικά αναζητά τα μέσα κατάφασης της ζωής. Όπως τόνισε και ο ίδιος ο Γιώργος Θεοχάρης σε μια πρόσφατη συνέντευξή του: «όπως και να το κάνουμε, μήπως δεν είναι ύμνος στη ζωή η ποιητική μετάπλαση της θλίψης και του πόνου; Μήπως δεν είναι ύμνος στη ζωή ακόμη κι εκείνο που μοιάζει σαν εξορκισμός στον θάνατο, σαν προσπάθεια να σπρωχτεί με τον λόγο πιο πίσω ο ερχομός του αναπότρεπτου τέλους;[7]»

Γι’ αυτό όσο «το μέσα μου θεριό βρυχάται και δαγκώνει / τα σπλάχνα μου, τ’ απαρηγόρητα ακροδάχτυλά μου» όσο κι αν «κερδίζει μέτρα ο θάνατος, μέρα τη μέρα»[8] , όσο οι Κήρες  επιτίθενται, ο Θεοχάρης δεν παύει στα ποιήματά του να οργανώνει την προσωπική του άμυνα σε τρεις τόπους απαντοχών, σε τρεις τόπους πλήρεις ιχνευμάτων και εντός τους να αναζητά τα φάρμακα της ύπαρξης. Άλλωστε το δηλώνει ρητά έχοντας πλήρη εμπιστοσύνη και πίστη στην ποιητική και προσωπική του στάση:

«Περπάτησα κάτω από την εξουσία του πλάτανου
σκεπτόμενος τα τρία καλά της μοίρας μου:
-την αγάπη
-τους φίλους
-την Ποίηση» (Βίος Τρικάρανος σελ 97)

Στον τόπο της ποίησης αναζητά την παραμυθητική παρέμβαση στην ανθρώπινη ψυχή. Η παλιά ιδέα των αρχαίων σοφιστών για τη δυνατότητα του λόγου να γεννήσει ή να παύσει ισχυρά συναισθήματα, μεταξύ αυτών και τη λύπη, στην ανθρώπινη ψυχή επανέρχεται μέσω της ποίησης, λες και το Κακό θα υποχωρήσει, αντιμετωπίζοντας το φάσμα των στίχων.

«εγώ τον πόνο στίχο θα τον κάνω
ώσπου σιγά σιγά να σε ξεκάνω -
όσο μου δίνεις έμπνευση – το ξέρεις – σε νικώ!» (Γ.Ν.Λαϊκό 2013 σελ 76).

«Της κάθε μέρας ο ρυθμός
του χαρτοκόπτη μου το βιος» (Εγκώμιο του χαρτοκόπτη μου σελ 78)

«Σκιρτήσανε οι ευωδιές εντός μου:
ο έρωτας, ο πόθος, κάποιοι στίχοι» (Τοκοχρεωλύσιο  σελ 74)

Στον τόπο της φιλίας όπου οι «κήρες» μοιράζουν το Κακό και καθιστούν την αποδοχή της κοινής μοίρας, πιο υποφερτή.

«Να πας και στο δικό μου γιατρό
είναι κορυφαίος·
χάρις σ’ αυτόν πήρα παράταση
- είπε στον Γιώργο ο Μιχάλης» (Ο καρκίνος σκοράρει ακατάπαυστα, σελ 67).

«Πίναμε στη μνήμη του
και, κάθε βράδυ, έκτοτε
το φεγγάρι πρόβαλλε
από την ανατολή φωτεινό,
λαμπερό, αντίδωρο
στη συγκινητική, θνητή
προσήλωσή μας.
Εκείνο το καλοκαίρι, ούτε μια νύχτα,
δεν καθίσαμε ξανά
χωρίς τον Χρήστο.» (Ο Χρήστος και το φεγγάρι σελ. 80)

«Στρέφω τη σκέψη στους παιδεμένους ποιητές που τυραννίστηκε η ζωή τους...» (Εκόμισαν…, σελ 91)

Στον τόπο της αγάπης: (επιστρέφω στην πρώτη ενότητα «Ρέει ¨Ερως Αγεφύρωτος»).
«Μα εγώ που εσπούδασα τη γλώσσα των άψυχων
των στεναγμών τους το ρυθμό, τους κώδικες των ήχων
ξέρω πως ο έρωτας με μιας και τ΄ άψυχα ψυχώνει
κι ούτ΄ από σίδερο καρδιά δεν στέργει νά ΄ναι μόνη». (Καράβια αγκαλιασμένα σελ. 40)
Ο Γιώργος Θεοχάρης δημιουργεί έναν τόπο/κήπο/λειμώνα με φυτά και πουλιά. Μέσα σ’ αυτόν κινείται κι εντοπίζει λογής ίχνη/στοιχεία (η συκιά, η αγρελιά, το αρμυρίκι, η χλόη, η παπαρούνα, η μέντα, το σπουργίτι, ο συκοφάγος, τα κοτσύφι, οι οχιές, το χαμομήλι, το κυκλάμινο, ο ιβίσκος,  η γαζία, ο ευκάλυπτος, το δεντρολίβανο, η αμυγδαλιά...) τα οποία γίνονται αφορμές και αιτίες για να εκκινήσει μια αφηγηματική ποιητική δόμηση της σωτήριας ερωτικής εμπειρίας[9]. 
Το φυτικό και ζωικό στοιχείο του πελώριου κήπου μετατρέπεται σε υλικό όπου τα ιχνεύματα της ερωτικής πανίδας και χλωρίδας αρδεύουν το πανάρχαιο ποιητικό σχήμα «όπως – έτσι» ενεργοποιώντας την τέχνη της ποιητικής μεταφοράς, δηλαδή την τέχνη να διατυπωθεί το ανείπωτο της σωτηρίας. Μέσα από το σχήμα της μεταφοράς, υλοποιεί την επιδίωξη του ανείπωτου του Έρωτα και του σωτήριου ερωτικού συγκλονισμού:

«Γυναίκα υπέροχη,
όπως του ιβίσκου ο ύπερος!» (Υπεροχή του ιβίσκου σελ 33)

«Έτσι κι εμένα η ψυχή μου
πως βλέπεις το γυμνό  σταχτί σκέλεθρο
μιας αγριοσυκιάς χειμώνα» (Ανθοφορία του Χειμώνα σελ. 35)

«Καταβολάδες γαζίας τα ματόκλαδά της» ( Η ποδηλάτισσα σελ 48)

«Στη λόχμη των λαγόνων της
μπαινοβγαίνουν μελισσάκια·
φτιάχνουν το μέλι των φιλιών
στου εφηβαίου της τη μαλακή κηρύθρα» (Γυμνή στην αμμουδιά γυναίκα σελ 45)

«Είναι γυναίκες – δεντρ’ αμυγδαλιάς… Είν’ και γυναίκες ακακίες σεμνές» (Γυναίκες δέντρα σελ. 24)

Συνοψίζοντας:

Η ποίηση του Γιώργου Θεοχάρη δομείται ως απάντηση στο ερώτημα του Μάξιμου του Σοφιστή από την Τύρο «Πῶς ἄν τις ἀλυπίαν τῇ ψυχῇ περιποιήσαιτο;» [10] και αναλαμβάνει να υλοποιήσει ποιητικά, λυρικά και αφηγηματικά, την απάντηση του Πλούταρχου «Κράτιστον δὴ πρὸς ἀλυπίαν φάρμακον ὁ λόγος καὶ ἡ διὰ τούτου παρασκευὴ πρὸς πάσας τοῦ βίου τὰς μεταβολάς[11]».

Η Ποίηση λοιπόν για το Γιώργο Θεοχάρη είναι τέχνη χρηστική του βίου, τέχνη να αντιμετωπίζουμε τις Κήρες που επιτίθενται. Η ποίηση γίνεται τελικά τέχνη αλυπίας, και οι στίχοι του Γιώργου Θεοχάρη γίνονται καταφυγή στις δυσκολίες της ύπαρξης, υπόσχονται στοχασμό, καταλλαγή κι απόλαυση γιατί μας μαθαίνουν πώς οι άνθρωποι πρέπει να «…χαίρονται το κορμί τ΄ Απρίλη ολοκληρωτικά, / κάνοντας τα γλυκά τα μάτια και στον Μάη».

ΘΩΜΑΣ ΨύΡΡΑΣ
Λάρισα 17.2.2019


[1] Πρβλ: Οἶδ' ὅτι θνατὸς ἐγὼ καὶ ἐφάμερος· ἀλλ' ὅταν ἄστρων ἰχνεύω πυκινὰς ἀμφιδρόμους ἕλικας, οὐκέτ' ἐπιψαύω γαίης ποσίν, ἀλλὰ παρ' αὐτῷ Ζηνὶ θεοτρεφέος πίμπλαμαι ἀμβροσίης. Synesius Phil., Ad Paeonium de dono astrolabii (2006: 004) «Synesii Cyrenensis opuscula», Ed. Terzaghi, N., Rome: Polygraphica, 1944. Section 5, line 58.


[2] Άλλωστε «ίχνευμα» ονομάζεται το τμήμα του βιβλιογραφικού δελτίου ενός καταλογραφημένου τεκμηρίου, που υποδεικνύει στο χρήστη τα υπόλοιπα σημεία πρόσβασης που θα τον οδηγήσουν στο ίδιο τεκμήριο όπως π.χ. τίτλος τεκμηρίου, δεύτερος συγγραφέας, μεταφραστής, επιμελητής κ.ά. 


[3] Δες τη σχέση του ποιητή με τις λέξεις στο ποίημα «Ο ποιητής επισκέπτεται την περιοδοντολόγο του» (σελ 39): «Αφαιρούσε την πέτρα […] Μεθοδικά, σα να αφαιρούσε / ο ποιητής τα περιττά επίθετα και τα μαλάματα που τρώνε το πρόσωπο της Τέχνης του».


[4]  Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος ονομάζει τις Κήρες «γρήγορες σκύλες του Άδη, που από τις ομίχλες όπου περιστρέφονται, ρίχνονται πάνω στους ζωντανούς»  (ἔνθα δ' ἀοιδῇσιν μειλίσσετο θέλγε τε Κῆρας / θυμοβόρους, Ἀίδαο θοὰς κύνας, αἳ †περὶ πᾶσαν† / ἠέρα δινεύουσαι ἐπὶ ζωοῖσιν †ἄγονται.  Apollonius Rhodius Epic., Argonautica, 4.1665).


[5] Δες το ποίημα «Εκόμισαν», σελ. 92.


[6] Theognis Eleg., Elegiae, «Theognis, 2nd edn.», Ed. Young, D. (post E. Diehl) Leipzig: Teubner, 1971, 1. 207.


[7] Συνέντευξη στην Χαριτίνη Μαλισσόβα 16.1.2019 (https://diastixo.gr/sinentefxeis/ellines/11403-theoxarhs-synenteuksh-malissova) 


[8] Δες στο ποίημα «Κακές ειδήσεις από τα χαρακώματα», σελ 84.


[9] Κορφολογούσα τη συκιά, σε μέρος σκιερό απόμερο νωρίς το απομεσήμερο (Oriolus oriolus σελ 11)
Στυφός καρπός και μέστωσε στης αγριελιάς τα κλώνια (Πικρό τραγούδι για κείνες που δίχως χάδι μένουν σελ 13)
Ένα λευκό λουλουδάκι ανθίζει στο στήθος της (Προπληρωμένη παράσταση σελ 16)
Δειλινό με άρωμα κοντούλας σαν σπάει η σάρκα της στον ουρανίσκο (Τελειώνοντας ο Ιούλιος σελ 17)
Μπλέχτηκεν η Άνοιξη στο αναμαλλιασμένο αρμυρίκι της διάθεσης (Το καλοκαίρι φτάνει πάντα από τη θάλασσα σελ 18)
Ανθίζει σιωπή, αμάραντη χλόη (Στον έρωτα πάμε όπως στο θάνατο σελ 20)
Αχ, ζωή, τσαλαπατημένο μποστάνι, με το αίμα της μέρας παπαρούνα ξανθισμένη στην ξερή αγριάδα (Στον έρωτα πάμε όπως στο θάνατο σελ 21)
Ο αέρας μοσχοβολά δεντρολίβανο (Οι νύχτες σου μυρώνουν τις μέρες μου σελ 22)
Λειμών μονίμως χλοερός (Κάτοψις σελ 25)
Πάγος στη μέντα, πράσινος (Λίγο πριν την εξάχνωση σελ 29)
Το σπουργιτάκι δες, / Ευτυχισμένο ακόμη και με τα ψιχία (Και μέσα στο ελάχιστο το πολύ σελ 32)
Ανθοφορούν χαμομηλάκια κι όλοι της άνοιξης οι έρωτες οργάζονται μεθυστικά (Η ομορφιά στο παραθύρι της το πρωί σελ 32)
Κυκλάμινα ευωδιαστές πανέμορφες της γης πνοές  (Εγκώμιο των κυκλάμινων)
Κάθε πρωί τα πορτοκάλια της / κελαηδούν στ’ αποδημητικά (Η πορτοκαλένια στο στήθος μου σελ 41)
Διχάλα μαστιχόδενδρου, / π’ απ’ την πληγή του στάζει, λαμπυρίζοντας, / κόμπους κόμπους ο έρωτας. (Γυμνή στην αμμουδιά γυναίκα σελ 45)
Ελιές, λεμόνια, πορτοκάλια και / το κορμάκι της γυμνό (Πάνω σε τρία έργα του ζωγράφου Γιώργου Σκουρογιάννη σελ 46
Ακούμπησα στη ρίζα ενός ευκάλυπτου και μελαγχόλησα (Εγκιβωτισμένο θάλπος σελ 52)


[10] Maximus Soph., Dialexeis, Lecture 28.1a.1.


[11] Plutarchus Biogr., Phil., Consolatio ad Apollonium [Sp.] (101f-122a) Stephanus σ.103.F. 10