Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2018

Ένας Λαρισινός περπατά την «Αθήνα» του Νίκου Βατόπουλου



Νίκος Βατόπουλος. Περπατώντας στην Αθήνα. Μεταίχμιο. 2018


Πώς προσεγγίζει  ένας μη Αθηναίος το βιβλίο του Νίκου Βατόπουλου; Ποια είναι η εικόνα της Αθήνας για έναν Λαρισινό, και γενικά για ένα κάτοικο της επαρχίας, ο οποίος μόνο περιστασιακά την γνωρίζει;
Ο κάτοικος της επαρχίας γνωρίζει δύο «Αθήνες».
Από τη μια τη σύγχρονη πόλη: μητρόπολη εξουσίας και βασανιστικής γραφειοκρατίας (όποιος πήγε να ταχτοποιήσει κάποια δουλειά στην Αθήνα το αντιλαμβάνεται). Αχανής με κυκλοφοριακό χάος, πολύμορφη στα όρια του άμορφου, πραγματικός λαβύρινθος, «όπου συνυπάρχουν η αρχοντιά και η χυδαιότητα, η αρχαιότητα και η ταπεινή χριστιανική ευσέβεια, η ατμόσφαιρα ανατολίτικου παζαριού και η αθλιότητα του προσφυγικού γκέτο».[1]  Μια πόλη ηττημένη από την οικονομική κρίση που δέχεται πλέον μια πανσπερμία φυλών. Αυτό το ενεργό χάος της πόλης δημιουργεί για τον κάτοικο της ενδοχώρας την φοβική αίσθηση της προσωπικής απώλειας, είναι η άξενη «μητρόπολη του Νότου», που λέει ο Μανόλης Ρασούλης. Ο επαρχιώτης, χαμένος μέσα στο πλήθος που ανεβοκατεβαίνει στα σκαλάκια της πλατείας Συντάγματος, συνήθως επιζητεί την γρήγορη επιστροφή. Προσπαθεί να τελειώσει γρήγορα τις δουλειές του και να γυρίσει πίσω[2]. Εξ ου και το πανελληνίως γνωστό «Λάρσα Λάρσα σε είδα και λαχτάρσα».                       
Από την άλλη, ο κάτοικος της επαρχίας έχει εμπεδώσει μέσα του μια συναισθηματική εικόνα του άστεως με βάση τις ταινίες του ’50 και του ’60, όπως η «Μαγική Πόλη» (1954) του Νίκου Κούνδουρου, η «Κάλπικη Λίρα» (1955) του Γιώργου Τζαβέλλα, το «Πρόσωπο με πρόσωπο» (1966) του Ροβήρου Μανθούλη, και κυρίως με βάση τις πολυάριθμες ασπρόμαυρες κωμωδίες που δείχνει κατ’ επανάληψη η ελληνική τηλεόραση. Διαμόρφωσε μια εικόνα του άστεως από τραγούδια του μεσοπολεμικού Μπελ Κάντο και από τα τραγούδια της μεταπολεμικής περιόδου, όπως το «Λόντρα, Παρίσι, Νιου Γιορκ»[3], το «Όμορφή μου Αθήνα» του Νίκου Γούναρη[4] ή το «Αθήνα» του Μάνου Χατζιδάκι[5]. Διαμόρφωσε την εικόνα για την πρωτεύουσα και από την λογοτεχνία, η οποία χρησιμοποίησε την πόλη ως σκηνικό στις μυθοποιήσεις της. Ας θυμηθούμε τους «Αθλίους των Αθηνών» του Ιωάννη Κονδυλάκη, την «Κερένια κούκλα» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, τη «Μενεξεδένια πολιτεία» του Τερζάκη, την «Αργώ» του Θεοτοκά, τα ημερολόγια του Σεφέρη, τα «Δεκατρία χρόνια» του Θανάση Πετσάλη – Διομήδη, τη «Χαμένη Άνοιξη» του Στρατή Τσίρκα, το  «Έγκλημα στο Κολωνάκι» του Γιάννη Μαρή, το «Ελαφρά ελληνικά τραγούδια» του Αλέξη Πανσέληνου, το «Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο» της Άλκης Ζέη, την  «Άκρα Ταπείνωση» της Ρέας Γαλανάκη κλπ.
Μ’ αυτή την αντιφατική σκευή προσέρχεται ο εξ επαρχίας αναγνώστης στην ανάγνωση του βιβλίου του Νίκου Βατόπουλου.
Τι είναι όμως το βιβλίο του Βατόπουλου;
    Το βιβλίο βασίζεται στην τέχνη του περπατήματος. Γιατί είναι άλλο να λες ότι «κινείσαι» στην πόλη και εντελώς διαφορετικό να «περιδιαβαίνεις» την πόλη. Η τέχνη του βαδίσματος, δηλαδή η τέχνη να χάνεσαι στην πόλη, είναι προνόμιο του περιπατητή κι όχι του βιαστικού διαβάτη ή του τουρίστα.  Και ο Νίκος Βατόπουλος το ξέρει καλά και ασκεί αυτή την τέχνη από την εφηβεία του. Ο περιπατητής είναι ο μοναχικός άνθρωπος που ζει μέσα στο πλήθος και περιδιαβαίνει την πόλη, γοητευμένος από τους δρόμους της μεγαλούπολης[6]. Ο περιπατητής δεν περιπλανιέται απλώς αλλά παρατηρεί συστηματικά και ενίοτε πλανάται από την αστική ποικιλία[7]. Η διάθεσή του, όμως, δεν είναι απλή διάθεση περιπλάνησης ή ονειροπόλησης αλλά καθοδηγείται από ερευνητική πρόθεση. Μέσα από τις αποσπασματικές, φευγαλέες και εφήμερες εντυπώσεις της νεωτερικής πραγματικότητας αποζητά να αποκρυπτογραφήσει τα σημάδια του χώρου και να ψηλαφήσει το παρελθόν, προσωπικό και συγχρόνως συλλογικό, να συναρμολογήσει «τα δεδομένα της παρελθόντος».[8]  Ο Benjamin περιγράφει την ερευνητική διάθεση του περιπατητή: «Για αυτόν κάθε δρόμος είναι κατηφορικός. Τον οδηγεί προς τα κάτω, αν όχι στις Μητέρες, τότε σε ένα παρελθόν, το οποίο μπορεί να είναι τόσο σαγηνευτικό όσο δεν είναι το δικό του, το ιδιωτικό»[9].
   Βεβαίως το βιβλίο του Βατόπουλου δεν είναι ιστορική πραγματεία, δεν είναι ούτε ταξιδιωτικός οδηγός, ούτε καν μία πρόταση περιήγησης στην πόλη. Σαράντα μικρά κείμενα συνοδεύονται από εξαιρετικές φωτογραφίες, τις οποίες τράβηξε ο ίδιος κατά τη διάρκεια των αστικών περιπάτων του, και όλα μαζί ως σώμα συγκροτούν πρωτίστως έναν  «οδηγό ομορφιάς» όπου κυριαρχεί το βλέμμα που βλέπει το παρελθόν μέσα από το παρόν. Ο Νίκος Βατόπουλος προτείνει ένα βλέμμα, έναν τρόπο θέασης της Αθήνας.  
     Το βλέμμα του εκκινεί από το υπάρχον. Η πόλη  γι’ αυτόν είναι ένα παλίμψηστο, σαν τις παλιές χειρόγραφες περγαμηνές που ξύθηκαν κι επικαλύφθηκαν με άλλα κείμενα σε μεταγενέστερες εποχές και χρησιμοποιήθηκαν ξανά ως βάση για να δημιουργηθούν νέα κείμενα απομένοντας ωστόσο  μισοσβησμένες από κάτω οι παλαιές γραφές οι οποίες με επιμονή και υπομονή μπορεί να διαβαστούν ή να ανασυσταθούν, έστω και μερικώς, από τα εναπομείναντα ίχνη. Η οπτική ευαισθησία του Βατόπουλου είναι ευρετικού τύπου, παρατηρεί την ορατή σημερινή κατάσταση της πόλης και εντοπίζει στο αστικό παλίμψηστο την αθέατη ομορφιά, αναζητά το punctum, που έλεγε ο Ρολάν Μπαρτ, τη λεπτομέρεια που μετατοπίζει το ενδιαφέρον, ως μια έκλαμψη και αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο ο παρατηρητής αρχικά αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα. Δέστε, για παράδειγμα, τη σελίδα 26 του βιβλίου: εστιάζει στο ρόπτρο μιας εξώπορτας. Η προσέγγιση του punctum γίνεται εφικτή μόνον εφόσον «δουλέψει–ενεργήσει» στο εσωτερικό μας[10] μόνο όταν ενεργοποιήσει και συνενώσει την εμπειρία με τη μνήμη και την αίσθηση με την επίγνωση.
Η πόλη ως βιωμένος χώρος αποκτά για τον παρατηρητή επισημαίνεται, αποκτά επιπλέον σημασίες: οι δρόμοι, τα κτήρια, οι προσόψεις των κατοικιών, οι είσοδοι των πολυκατοικιών, οι αυλές, οι γειτονιές, τα πάρκα, τα τοπόσημα και τα μνημεία γίνονται αντικείμενα της μνήμης, της επιθυμίας ή του φόβου… Ο χώρος λειτουργεί ως η πιο ισχυρή δομή του κοινού μας νοήματος κι έτσι γίνεται η συγκολλητική ουσία της κοινωνικής ζωής[11].
Η πόλη δεν είναι μόνο μια κατασκευή στον χώρο. Μέσα της περιέχει το χρόνο. Οι αρχιτέκτονες ξέρουν καλά ότι το σχέδιο της πόλης είναι χρονική τέχνη[12]. Και ο Βατόπουλος έχει πλήρη συνείδηση για το «αχώριστο του χώρου και του χρόνου»,[13] γι’ αυτό και δήλωσε σε κάποια συνέντευξή του «Μου αρέσει να με σκέφτομαι ως έναν αρχαιολόγο του άστεως».  Είναι επιτυχής ο αυτοπροσδιορισμός και μάλιστα με μια ιδιαιτερότητα: το ευρετικό βλέμμα του Βατόπουλου δεν αποκαλύπτει μόνο την αθέατη παλαιά ομορφιά που ενεργοποιεί τη μνήμη, αλλά αποκρυπτογραφεί και αναδεικνύει τη χρονική συνέχεια της πόλης. «Όλα υμνούν τη συνέχεια, τα νέα κτήρια το μέλλον, τα ερείπια το πέρασμα του χρόνου, η παρακμή μιαν επερχόμενη περίοδο ανάπτυξης»[14]. Κι έτσι στα κείμενά του βιβλίου σταλάζει η «συγκίνηση» και δημιουργείται σταδιακά στη συνείδηση του αναγνώστη αυτό που αποκαλούμε «συναισθηματική πατρίδα».
Όμως η μνήμη του περιπατητή που ανακαλεί ατομικές εμπειρίες δεν είναι παρά αποσπασματικές εικόνες[15]. Για να ανασυντεθούν και να οργανωθούν, ώστε να δώσουν μια συνεκτική εικόνα του παρελθόντος, χρειάζονται τη βοήθεια των «εργαλείων» που παρέχει η συλλογική μνήμη[16]. Η συλλογική μνήμη έχει ανάγκη από χωρικά σημεία αναφοράς για να διαμορφωθεί και να διατηρηθεί, γιατί ενώ η ιστορία προσαρτάται περισσότερο σε γεγονότα, η μνήμη ενεργοποιείται και προσαρτάται σε χώρους[17]. Και εδώ ακριβώς εντοπίζεται η συνεισφορά του βιβλίου και της δράσης του Νίκου Βατόπουλου ο οποίος δεν περιδιαβαίνει μόνος την πόλη του, αλλά πλέον διοργανώνει περιπάτους στον αρχιτεκτονικό ιστό της πόλης και έχει δημιουργήσει την ομάδα «Κάθε Σάββατο στην Αθήνα» που απαριθμεί περισσότερα από 35 χιλιάδες μέλη και η οποία άλλαξε τη σχέση πολλών κατοίκων με την πόλη τους. Αυτό σημαίνει ότι το βιβλίο είναι και μία πρόσκληση γνωριμίας με το σκηνικό της πόλης, αλλά κυρίως πρόκληση για τους πολίτες να διασταυρώσουν το βλέμμα του Βατόπουλου με τα δικά τους βλέμματα, να δουν την πόλη τους να αναδύεται μέσα από «πλήθος λογοτεχνικών αντικειμένων, προοπτικών, απόψεων, θεωρήσεων»[18] .  Έτσι το βλέμμα του καθενός ξεχωριστά αποτελεί μια προσφορά της πόλης στα μάτια του καθενός ξεχωριστά και ταυτόχρονα επιστρέφει ως συνεισφορά στην πόλη, μια και η πόλη επικαθορίζεται πλέον από την ομάδα και τη διαμορφωμένη συλλογική της μνήμη.
Αυτή η διασταύρωση των βλεμμάτων τελικά μετατρέπει το βιβλίο από «οδηγό ομορφιάς» σε ένα πολιτικό βιβλίο (ή αν θέλετε, σε ένα βιβλίο των πολιτών) που δεν διατηρεί απλώς τη μνήμη αλλά έχει τη  δυνατότητα να την διευρύνει, να την εμπλουτίσει και τελικά να αλλάξει την ποιότητα της πολιτισμικής και επικοινωνιακής μνήμης[19].
Τελειώνοντας πρέπει να επισημάνω ένα στοιχείο ιδιαίτερα σημαντικό. Μπορεί η δομημένη μορφή του βιβλίου να βασίζεται σε σαράντα μικρά κείμενα και σε 75 φωτογραφίες αλλά συνολικά ιδωμένο αποτελεί μία ενιαία αφήγηση.  Ωραία, άσχημη, πλούσια, φτωχή, η Αθήνα προβάλλει ενιαία. Η θεματική εστίαση των κειμένων του βιβλίου δίνουν «αφηγηματική προσωπικότητα» στις πλατείες, τα σπίτια, τους δρόμους, τις γειτονιές. Κείμενα στα οποία αν θέσουμε τη στερεότυπη ερώτηση της αφηγηματολογίας : «ποιον ακούμε να μιλά;» μπορούν ν' απαντήσουν: «η πόλη». Το ενιαίο πλέον αφήγημα του βιβλίου αποκτά όχι μόνο μια αναπαραστατική αλλά κυρίως μια επιτελεστική διάσταση[20].
Τελικά το να εμπλακείς με την πόλη σου δεν είναι μόνο πράξη ευθύνης, είναι πράξη ανάτασης και αυτοσυντήρησης. Τα κείμενα είναι πετραδάκια για να μη χάσουμε το δρόμο μας.

ΘΩΜΑΣ ΨύΡΡΑΣ
Λάρισα 2.11.1018


[1] Κούρτοβικ Δημοσθένης. Η Αθήνα αποκτά τη δική της μυθολογία στη λογοτεχνία. εφ. ΤΑ ΝΕΑ, 27 Μαρτίου 2015.
[2] Είναι χαρακτηριστικό το ποίημα «Αθήνα» του σαλονικιού Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου από τη συλλογή «Ο Δύσκολος Θάνατος» γραμμένο το 1946, δηλαδή στην αρχή της μεταπολεμικής περιόδου.
Πολιτεία γυμνή, πρωινό με τις άδειες καρέκλες
δεν είναι δω τόπος να μείνουμε
εδώ δεν έχει δρόμους δεν έχει μάτια
μέσα σ' ερειπωμένα παράθυρα
μια μυρωδιά γκαζιού και κίτρινης λαδομπογιάς.
[3] Σε στίχους του Μίμη Τραϊφόρου, Μουσική του Λεό Ραπίτη με πρώτη ερμηνεύτρια τη Σοφία Βέμπο.
[4] Σε στίχους του Νίκου Γούναρη.
[5] Σε στίχους του Νίκου Γκάτσου από την ταινία «Ελλάς η χώρα των ονείρων».
[6] Τσιριμώκου, Λ. (2000). Λογοτεχνία της πόλης/πόλεις της λογοτεχνίας. Στο: Εσωτερική ταχύτητα: δοκίμια για τη λογοτεχνία. Αθήνα. Άγρα, σσ. 73-112
[7] Παπαργυρίου, Ε. (2011). Αστικές περιπλανήσεις και λογοτεχνικές ταυτότητες: όψεις πόλεων σε σύγχρονα ελληνικά φωτογραφικά και λογοτεχνικά λευκώματα. Στο: Κ. Α. Δημάδης, Επιμ., Δʹ Ευρωπαϊκό Συνέδριο Νεοελληνικών Σπουδών (Γρανάδα, 9-12 Σεπτεμβρίου 2010):"Ταυτότητες στον ελληνικό κόσμο (από το 1204 έως σήμερα)", Α'. Αθήνα: Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών, σσ. 75-86
[8] Γκότση, Γ. (2002). Ο flâneur: θεωρητικές μεταμορφώσεις μιας παρισινής φιγούρας. Σύγκριση, 13, σσ. 120-138.         
[9] Benjamin, W. (1991). Das Passagen Werk. Στο: W. Benjamin, & R. Tiedemann, Επιμ., Gesammelte Schriften (Τόμ. V:1). Frankfurt: Suhrkamp
[10] Barthes R. Ο Φωτεινός Θάλαμος: Σημειώσεις για την Φωτογραφία. Εκδ. Κέδρος. 2007
[11] Gordon Eric  and Koo Gene. 2008. Placeworlds: Using virtual worlds to foster civic engagement. Space and Culture, τόμος 11, αριθμ. 3, σσ. 204–221  
[12] Lynch, K. (1960). The Image of the City. Massachusett: The MIT Press, σελ. 1
[13] Bachtin, M. (2008). Chronotopos. Μεταφρ. M. Dewey. Berlin: Suhrkamp. σελ 7
[14] Μπρουντζάκης Ξ. Αθηναϊκοί περίπατοι. "Το Ποντίκι", 10.5.2018
[15] Halbwachs, M. (1992). On Collective Memory. L. A. Coser, Επιμ., Chicago, London: The University of Chicago Press
[16] Marcel, J.- C., & Mucchielli, L. (2008). Maurice Halbwachs’s mémoire collective. Στο: A. Erll, A. Nünning, & S. Young, Επιμ., Cultural Memory Studies An International and Interdisciplinary Handbook. Berlin, Boston: De Gruyter, σσ. 142-143
[17] Nora, P. (1989). Between Memory and History: Les Lieux de Memoire. Representations, 26, σ. 22.
[18] Τadié, J.-Y. (2007). Το μυθιστόρημα στον εικοστό αιώνα. Μεταφρ.  Μ. Κουνεζή. Αθήνα: Παραφερνάλια-Τυπωθήτω. σ. 261.
[19] Zimmermann, H. D. (1998). Literatur und kulturelles Gedächnis. Στο: E. Kobylińska, & A. Lawaty, Επιμ., Erinnern, vergessen, verdrängen: polnische und deutsche Erfahrungen. Wiesbaden: Otto Harrassowitz Verlag, σ. 202
[20] Hallet, W., & Neumann, B. (2009). Raum und Bewegung in der Literatur: Zur Einführung.  Στο: W. Hallet, & B. Neumann, Επιμ., Raum und Bewegung in der Literatur. Die Literaturwissenschaften und der Spatial Turn. Bielefeld: transcript-Verlag, σελ. 16

Παρασκευή 1 Ιουνίου 2018

Ευγενία Φακίνου: “Νυχτερινή ακρόαση”, μυθιστόρημα, εκδόσεις Καστανιώτη 2018.

Πες μου μια ιστορία”


Ο μυθιστοριογράφος, θέλει δε θέλει, ακόμα κι αν καταφύγει σε αλληγορίες, διερευνά πάντα τις δυνάμεις που καθορίζουν μια ζωή, γράφει πώς διασταυρώνονται οι ανθρώπινες ζωές μέσα από το τυχαίο και το συμπτωματικό, τη σκόπιμη δράση, το προσδοκώμενο, την επιθυμία, το λάθος, τα πάθη, τους θυμούς, τις απογοητεύσεις... Πώς τα μικρά κι ασήμαντα αρχικά, κατόπιν μεγεθύνονται και καθορίζουν πορείες ζωής και βίου (γιατί βέβαια η “ζωή” και ο “βίος” είναι διαφορετικά πράγματα). Με λίγα λόγια το κάθε μυθιστόρημα πρωταρχικά δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια απόπειρα βιογράφησης.
Η “Νυχτερινή ακρόαση”, το καινούργιο βιβλίο της Ευγενίας Φακίνου δεν ξεφεύγει από αυτό τον κανόνα. Αναφέρεται στο βίο της Ελένης, μιας ώριμης γυναίκας που ξαγρυπνά μόνη ακούγοντας ραδιόφωνο, φανατική ακροάτρια συγκεκριμένης νυχτερινής εκπομπής στην οποία επικοινωνούν με σύντομα μηνύματα άνθρωποι μοναχικοί ζητώντας “επιθυμίες” και “αφιερώσεις” τραγουδιών. Ώσπου ένα βράδυ ακούει να μιλά κάποιος ακροατής με το ψευδώνυμο “Μάξιμος ο φαροφύλακας”.
Αυτό ανατρέπει την επίπεδη και ταχτοποιημένη καθημερινότητά της Ελένης.

Από την πλευρά της ποιητικής του μυθιστορήματος η άκουσμα του ονόματος “Μάξιμος ο φαροφύλακας” λειτουργεί ως σημείο εκκίνησης ώστε ο τριτοπρόσωπος αφηγητής (ή η τριτοπρόσωπη αφηγήτρια) να γυρίσει πίσω στο χρόνο, να ξετυλίξει βήμα το βήμα το νήμα του βίου της Ελένης, να οργανώσει τεχνικά την πλοκή έτσι ώστε το μυθιστόρημα να κινηθεί σε δύο γενικά χρονικές γραμμές: α) στο παρελθόν της Ελένης από τη στιγμή που ορφανή την αναλαμβάνει η θεία της η Φεοδώρα, έως τη στιγμή που ώριμη γυναίκα προετοιμάζεται για τα επερχόμενα γηρατειά και β) στο μοναχικό παρόν της. Στο σώμα των 28 κεφαλαίων του βιβλίου η Φακίνου διαμοιράζει τέσσερα κεφάλαια με όμοιο τίτλο “Αυτή, τώρα” για να καταδείξει σαφέστερα την γραμμή του παρόντος.
Στο τέλος οι δύο χρονικές γραμμές, τα περιστατικά του παρελθόντος και τα περιστατικά του παρόντος, συγκλίνουν σηματοδοτώντας ίσως μια νέα αρχή. Αυτά όσον αφορά την πλοκή.
Βέβαια πλοκή και χαρακτήρας είναι αλληλένδετα στοιχεία. Καταπώς είπε ο Henry James “Τί άλλο είναι ο χαρακτήρας αν όχι ο καθορισμός ενός περιστατικού; Τι είναι το περιστατικό αν όχι η διασάφηση ενός χαρακτήρα;
Η Ελένη, όπως περιγράφεται μέσα από την διαδοχή των ιστορούμενων περιστατικών, χρειαζόταν λιγοστό ύπνο, και από μικρή κατείχε ιδιότητες απόκοσμες. Δεν έτρωγε το φαϊ της, αλλά “τρώγοντας απ’ το κεσεδάκι των γατιών, απέκτησε την οξεία όρασή τους”, “τρώγοντας απ’ το φαϊ των σκύλων ανέπτυξε εξαιρετικά την όσφρηση και την ακοή της ”, “τσιμπολογώντας σπόρια από τις ταϊστρες των πουλιών... απέκτησε ένα οδυνηρό χάρισμα: τη λαχτάρα για την ελευθερία, για πέταγμα”. Η Ελένη έγινε μεγαλώνοντας ένα πλάσμα που ενεργεί, που δρα χωρίς όμως να ενεργεί, χωρίς να δρά. Θωρακίστηκε “πίσω από μια επίπλαστη αδιαφορία, ένα βλέμμα που πλανιόταν δήθεν, χωρίς να παρατηρεί, ενώ δεν της διέφευγε το παραμικρό, κι ασκήθηκε τόσο πολύ σ’ αυτή τη συμπεριφορά που της έγινε δεύτερη φύση”.
Η δεκαπεντάχρονη Ελένη ερωτεύεται τον νεαρό Μάξιμο, ο οποίος για να την γοητεύσει της διηγείται ιστορίες για φάρους και φαροφύλακες και της υπόσχεται μια ζωή μαζί σε κάποιον φάρο. Όμως όταν μαθεύεται η σχέση τους, απομακρύνεται καταναγκαστικά από το θλιβερό καμποχώρι όπου μεγάλωνε ανάμεσα στα ζώα της αυλής της αποκομμένη από παρέες. Η Θεία της η Φεοδώρα την μετακομίζει στο μοδιστράδικο δυο συγγενών της στην Αθήνα να μάθει τέχνη. Η Ελένη προσαρμόζεται σιωπηλή κι υπάκουη στο νέο περιβάλλον και τη ρουτίνα της καθημερινής εργασίας. Η παντελής απουσία πάθους σημαδεύει τη ζωή της. Εικοσάχρονη πιάνει δουλειά στο ατελιέ της κυρίας Στέλλας, και μέσω μιας φίλης γνωρίζεται και παντρεύεται τον μεγαλύτερό της αλλά στείρο Παύλο. Η επιθυμία της τεκνοποίησης σημαδεύει τον παράταιρο γάμο. Η φυγή από τη συζυγική εστία και η διάλυση του πενταετούς γάμου την οδηγεί στην επιλογή της μοναχικότητας και την σιγουριά των επαναλαμβανόμενων πράξεων της καθημερινής ζωής. Μάταια αναζητά τον χαμένο Μάξιμο. Το ραδιόφωνο και η αγαπημένη της εκπομπή τη συντροφεύουν τις μοναχικές νύχτες συντροφιά και αντίδοτο στο φόβο και τις φοβίες της μόνωσης. Ώσπου μια νύχτα, όταν αναγκαστικά είναι αποκλεισμένη στη γκαρσονιέρα της στις παρυφές του Λυκαβηττού λόγω έντονης χιονόπτωσης ακούει τον ραδιοφωνικό παραγωγό να χαιρετά τον “Μάξιμο το φαροφύλακα”. Η επικοινωνία με τον ραδιοφωνικό παραγωγό λειτουργεί ανατρεπτικά. Σπάει το κέλυφος της μόνωσης και της ακινησίας των ημερών της. Η αναμονή για επικοινωνία με το χαμένο αντικείμενο της εφηβικής της επιθυμίας την επανασυνδέει με τη ζωή...

Σε γενικές γραμμές αυτό είναι το story του μυθιστορήματος. Όμως ο αναγνώστης της “Νυχτερινής ακρόασης” θα βρεθεί μπροστά σε ένα πλούτο συγγραφικών χειρισμών, πλούσιου λόγου σχεδόν ποιητικού, λεπτολόγων σημάνσεων και ιδεών και θα συναντήσει ένα άγνωστο σε πολλούς κόσμο: τον κόσμο που νυχτερεύει εξ ανάγκης έχοντας συντροφιά το ραδιόφωνο και χαίρεται εκείνες τις ώρες να είναι "μέλος" μιας κοινότητας ακροατών που επικοινωνούν μεταξύ τους με ευφάνταστα ψευδώνυμα (σαν την εκπομπή "Γαλέρα" του Κώστα Ρίσβα στο Πρώτο πρόγραμμα της ΕΡΤ). Θα συναντήσει τη "Μαρουσιάνα", την "Αντ' αυτής", τον "Ζυμαρούλη", την παλιά και ξεχασμένη ντίβα, τον νταλικέρη, τη μοναχική γριά... Θα απολαύσει το βιβλίο που μας ανοίγει ένα νυχτερινό κόσμο και βέβαια θα ανακαλύψει πολλά και περισσότερα στη δεύτερη πιο προσεκτική ανάγνωση.

Για την οικονομία της παρουσίασης θα επικεντρωθώ σε τέσσερις μόνο από τις πολλές κριτικές επισημάνσεις που μπορούν να γίνουν για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του βιβλίου (αφήνοντας έξω το ραδιοφωνικό εύρημα μια και γι' αυτό πιστεύω να μιλήσει η ίδια η συγγραφέας αλλά και ο Νίκος Θρασυβούλου ως κατά τεκμήριο ειδικός), τις οποίες θεωρώ ότι αξίζει να προσέξει ο αναγνώστης και αφορούν: α) το μυθιστορηματικό χωρόχρονο, β) τη χρήση του ποιητικού λόγου, γ) τη φιλοσοφική στοιχείωση του μυθιστορήματος και τέλος δ) την σαγηνευτική χρήση της αφήγησης, μια ιδιαίτερη μυθιστορηματική επινόηση που μπορεί να ανοίξει έως και μια θεωρητική συζήτηση για τον ερωτικό λόγο.

Η πρώτη επισήμανση αφορά το “σκηνικό χωρόχρονο” του μυθιστορήματος. Ακόμα κι όταν αλλάζουν ο χρόνος και οι χώροι της δράσης (χωριό, πόλη, σπίτι, γκαρσονιέρα, χώρος εργασίας) κυρίαρχο παραμένει το παιχνίδισμα ανάμεσα στο φως και το σκότος. Η Φακίνου οργανώνει το μυθιστορηματικό φωτισμό του λόγου και των συμβάντων παίζοντας μ’ αυτή την αντίθεση. Τα περισσότερα βασικά περιστατικά συντελούνται στο σκότος ή στο ημίφως και μετά έρχονται σιγά προς το φως. Το μαύρο είναι ένα χρώμα επικίνδυνο και γοητευτικό. Δεν διεγείρει το συναίσθημα, αλλά τις αισθήσεις και τη σιωπή: η νύχτα, όλα τα φώτα του σπιτιού σβηστά, η σκοτεινή αποθήκη όπου η Ελένη συναντά τον Μάξιμο την μεγαλύτερη και πιο φωτεινή μέρα του χρόνου, το σπίτι του άντρα της όπου “εδώ πάνω νύχτωνε πιο νωρίς απ’ ότι στα πεδινά”, το “ωραίο σκοτάδι” της εκκλησιάς όπου βρίσκει καταφύγιο, η νύχτα στο άδειο σχολείο, ο φακός δίπλα στη μπερζέρα, η παραμονή στο σκοτεινό δωμάτιο με την Ελένη να μονολογεί “όχι κεριά, όχι κεριά, καλύτερο το σκοτάδι, πιο ασφαλές”... Ο “φωτισμός” αυτός διευκολύνει να αναδύεται η ανθρώπινη φιγούρα μέσα από το σκοτάδι και έτσι να βγαίνει στο προσκήνιο η εσωτερικότητά των χαρακτήρων γεγονός που επιτείνει τη συμβολική δύναμη του λόγου.

Η δεύτερη επισήμανση αφορά την εκφορά και τον ιδιαίτερο τρόπο του λόγου της περιγραφής και κυρίως τη σχέση της περιγραφής με την εσωτερική ζωή των ηρώων. Η Φακίνου -και δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που το δοκιμάζει- έχει τον μοναδικό τρόπο να στοιχειώνει (με τη θεολογική έννοια του όρου) τις μικρές δράσεις, τα μικρά κι ασήμαντα πράγματα, με τρόπο που να αναμαγεύουν (δεν βρίσκω άλλη πιο κατάλληλη λέξη) το τετριμμένο και το κοινότοπο. Μπορεί να μιλά για τα ξυραφάκια που σκούριασαν, την κολώνια που ξεθύμανε, για τη λαιμόκοψη, τη μανικοκόλληση, το ψαροκόκκαλο στο στρίφωμα, το μπαουλοντίβανο, το ραδιόφωνο SABA, τον τρίφτη για το τυρί, τα κρίθινα κουλούρια, το τετράδιο με τις συνταγές και ταυτόχρονα αυτές οι λεπτομέρειες, που αναδεικνύουν την ψυχολογική διακύμανση των προσώπων, να εγκαθιδρύουν μια συμβολική των κοινών πραγμάτων ως πηγών νοήματος. Πρόκειται για ένα τρόπο ρεαλιστικό και ποιητικό συνάμα. Πρόκειται για έναν ρεαλισμό που αποδίδει πιστά τη φαντασίωση, τη μοναξιά και τη μαγεία μέσα στην οποία βυθίζονται συνήθως μόνο τα παιδιά, δίχως να παραλείπεται η αντιστικτική περιγραφή της πραγματικότητας. Ο Proust είχε παρατηρήσει ότι: "τα πράγματα κρατούν κάτι από τη ματιά που σταμάτησε επάνω τους". Η Φακίνου εκμεταλλεύεται σε όλο το μήκος του μυθιστορήματος αυτή την ικανότητα της δεικτικής θέρμης, δηλαδή μπορεί να ξεπερνάει την πρωτογενή σχέση με τον κόσμο και τα πράγματα και να προχωρά σε μια συστατική μείξη αισθήματος και παράστασης. Έτσι, ενδεικτικά, “μια χούφτα στρογγυλά και μια χούφτα μακρόστενα ασημένια κουφετάκια για τα κόλλυβα” (σελ. 39), “ο τρίφτης για το τυρί” (σελ. 119), ο “φακός δίπλα στη μπερζέρα” (σελ. 137), η ερώτηση για το πώς μαγειρεύονται “τα μοσχαρίσια μάγουλα” (σελ. 172”) υψώνονται πάνω από το κοινότοπο, παύουν να είναι συμπληρωματικά στοιχεία που “υπηρετούν” την αφήγηση, και γίνονται ουσιαστικά και κυρίαρχα στοιχεία παραγωγής “μυστικών” και πολλαπλών νοημάτων.

Η τρίτη επισήμανση αφορά τη βαθιά δομή του μυθιστορήματος και τη δυνατότητα να διαβαστεί και ως σπουδή στη μοναχικότητα. Συγκεκριμένα πως η περιθωριοποίηση και ο εκτοπισμός από την κοινή ζωή και η αποκοπή από το ερωτικό πρόσωπο με το οποίο επιθυμείς να δοκιμαστείς στη ζωή μπορεί να αποτελέσουν αιτίες εσωτερικής αναδίπλωσης που σε οδηγεί τελικά στην επιλογή της μοναχικότητας. Η Ελένη, η βασική ηρωϊδα της “Νυχτερινής ακρόασης, επιλέγει (;) τη μοναχικότητα ως τρόπο βίου και τελικά καταλήγει στην μοναξιά. Η ραδιοφωνική ακρόαση της συγκεκριμένης εκπομπής δίνει απλώς στην Ελένη την ψευδαίσθηση της συμμετοχής σε μια κοινότητα μοναχικών και λειτουργεί τελικά ως “γέφυρα” ένωσης με το τον κόσμο.
Όμως “η μοναξιά σε κάνει αγρίμι. Κι απ’ την άλλη σου δίνει ελευθερία.” (σελ100). Ζώντας όμως μέσα στην ελευθερία της μοναξιάς πληρώνεις το τίμημα. Η μοναξιά βιώνεται πλέον ως φόβος και απειλή. Και ο φόβος είναι αλυσίδα συναισθημάτων που δεν αργεί να καταντήσει φοβία όταν μετατρέπεται σε δυσανάλογη υποκειμενική απειλή. Η μοναξιά δίνει την αίσθηση ότι εξασφαλίζει την ισορροπία η οποία όμως είναι ελλειμματική αφού ποτέ δεν παύει να αποζητά τον άλλο. Η συγγραφική γραμμή από τη μοναχικότητα στη μοναξιά κι από κει στο φόβο διαπερνά το βιβλίο. Όπως και η επιθυμία του μοναχικού και φοβισμένου να βρει το υποκατάστατο της κοινωνικότητας μέσα από την γέφυρα της ραδιοφωνικής εκπομπής δίνει την διέξοδο. Η Ελένη και ο Μάξιμος θα βιώσουν τη μοναξιά τους ως solitudo, ως μια άρρητη μελλοντική ελπίδας για ένωση με τον επιθυμητό άλλο.
Η τέταρτη επισήμανση αφορά την ανάδειξη της αφήγησης ως τρόπο ερωτικής προσέγγισης και σαγήνης. Και δεν αναφέρομαι στην ερωτική εξομολόγηση αλλά στην σαγηνευτική χρήση της αφήγησης η οποία, δίχως να αναφέρεται καθεαυτή στην ερωτική επιθυμία, έχει τη δυνατότητα να κινητοποιεί και να διεγείρει την επιθυμία της ερωτικής σχέσης. Ο Μάξιμος σαγηνεύει την Ελένη με τις αφηγήσεις για τους φάρους και τους φαροφύλακες. Η Ελένη σαγηνεύεται με τις ιστορίες. Από τότε κάθε φορά που θα συναντηθεί με κάποιον νέο άντρα (βόλτα με τον Λουκά ή στην απόπειρα να της κλέψει ο Φίλιππος ένα φιλί ), θα ζητήσει από τον παρτενέρ “να της πει μια ιστορία”. Για τον μεν Μάξιμο, η αφήγηση στοχεύει έμμεσα και διακριτικά σε ένα και μοναδικό σημαινόμενο, στο «σε ποθώ»,  στο «θέλω να είμαστε μαζί»∙ για δε την Ελένη, που ακροάται τις ιστορίες του Μάξιμου, η απόλαυση προέρχεται από το ότι τυλίγεται μέσα στις λέξεις του, νιώθει σα να την χαϊδεύουν τα λόγια, σαν να τη ζυμώνουν με "επιθυμητή" ζωή. Η αφήγηση μετατρέπεται λοιπόν σε μέσο σαγήνευσης!
Πρόκειται για μια παλιά συγγραφική ιδέα της Ευγενίας Φακίνου. Στο 15ο κεφάλαιο του μυθιστορήματος "Οδυσσέας και Μπλουζ", που εκδόθηκε το 2010, η Μπλουζ, επιμελήτρια κειμένων και σκηνοθέτις ντοκιμαντέρ με κοινωνικά θέματα, προτρέπει τον Οδυσσέα, τον εκκεντρικό συγγραφέα που ζει απομονωμένος σε μια ορεινή κοινότητα, βάζοντας ως δόλωμα για την αποπλάνηση της: “Να με κατακτήσεις με την αφήγησή σου”. 
Η γλώσσα της αφήγησης αποπλανεί γιατί, κατά πως έλεγε ο Ρολάν Μπαρτ στα "Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου": “η γλώσσα μου είναι ένα δέρμα. Τρίβω τη γλώσσα μου πάνω στον άλλον: σάμπως να είχα λέξεις στη θέση των δαχτύλων ή δάχτυλα στις άκρες των λέξεών μου”. 
 Η φράση με την οποία κλείνει το μυθιστόρημα “Πες μου μια ιστορία” δεν είναι έκφραση αμηχανίας αλλά αγωνιώδης πρόσκληση στη ζωή.



ΘΩΜΑΣ ΨύΡΡΑΣ
Αθήνα 29-5-2018

από την παρουσίαση του βιβλίου στον ΙΑΝΟ με το Νίκο Θρασυβούλου και την Ευγενία Φακίνου.