Τετάρτη 29 Μαρτίου 2017


Κώστας Ακρίβος: 'Τελευταία νέα από την Ιθάκη', εκδ. Μεταίχμιο.


                             Φιλόμυθος, πολύτροπος και παιγνιώδης.

Τα “Τελευταία νέα από την Ιθάκη” είναι το δέκατο τέταρτο βιβλίο και η πέμπτη συλλογή διηγημάτων του Κώστα Ακρίβου. Αυτό σημαίνει ότι έχει ήδη πίσω του ένα έργο τέτοιο, που επιτρέπει αποτιμήσεις και ασφαλή συμπεράσματα. Συνοπτικά:

Διαπίστωση πρώτη: Ο Ακρίβος είναι φιλόμυθος.

Διαπίστωση δεύτερη: Ο Ακρίβος είναι πολύτροπος.

Διαπίστωση τρίτη: Ο Ακρίβος είναι παιγνιώδης.


Ο Ακρίβος είναι φιλόμυθος και μυθοδίαιτος, αληθινός Homo fabulosus: Ο Ακρίβος αρέσκεται να απλώνεται στο χρόνο και να καταναλώνει παλιές ιστορίες, να ταΐζει τη γραφή με σύγχρονους και παλιούς μύθους, να εκμεταλλεύεται τη μεγάλη και τη μικρή Ιστορία, να πλάθει και να αναπλάθει αφηγήσεις τρίτων, και εν τέλει να συγκροτεί μέσα από αυτές την πλαστή πραγματικότητα του «προσωπικού του μύθου».
Ο Ακρίβος
είναι πολύτροπος. Όχι μόνο επειδή μετέρχεται πολλούς τρόπους, πράγμα που μαρτυρά η ποικιλία θεμάτων και τρόπων της γραφής του (εγκείμενα, ενσωματώσεις αρχειακών πηγών, κειμενικές ποικιλίες, ποικιλίες λόγων, ποικιλίες αφηγηματικών τρόπων, αντιθετικές διασταυρώσεις ιδεολογιών κλπ), αλλά είναι πολύτροπος με την ομηρική σημασία της λέξης, ένας μικρός Οδυσσέας της γραφής. Τρέπεται σε πολλά μέρη, στρέφεται σε πολλές διευθύνσεις στο χώρο και στο χρόνο. Κι έτσι πολυπλάνητος, πολυγυρισμένος και πολύπλαγκτος, καταλήγει να δημιουργεί ένα έργο που το χαρακτηρίζει η ευστροφία και η ικανότητα να κατανοεί και να χειρίζεται την ταυτότητα των τόπων και των ανθρώπων. Άλλωστε η ιδέα του ταξιδιού είναι κεντρικό στοιχείο στις συγγραφικές του αναζητήσεις (να θυμίσω μόνο το «Ποιος θυμάται τον Αλφόνς» (Μεταίχμιο, 2010), και το «Αλλάζει πουκάμισο το φίδι» (2013- Μεταίχμιο). Ο Ακρίβος δημιουργεί μια “λογοτεχνία του προσωπικού οδοιπορικού”, η οποία ενώ δεν είναι ταξιδιωτική, είναι όμως ταξιδιάρικη γιατί βασίζεται στην γεω-γραφία και την στοχευμένη περιήγηση, τη σχεδιασμένη προσεκτικά παρατήρηση που αποκαλύπτει όσα δεν βλέπει ο καταναλωτής τοπίων ή ο τυχαίος ταξιδιώτης και η οποία όταν μετασχηματίζεται σε λογοτεχνικό κείμενο αποκτά το βάρος της μαρτυρίας.

Ο Ακρίβος είναι παιγνιώδης, αληθινός homo ludens. Γνωρίζει ότι η παιγνιώδης διάθεση και το παιχνίδι είναι πρωταρχικές και αναγκαίες προϋποθέσεις για τη γέννηση της λογοτεχνίας, κι ότι με τη μυθοποίηση επιβάλλει ένα είδους “αναδασμό” στο έδαφος του νου μέσω του οποίου αναμορφώνει την πραγματικότητα και διαπλάθει έναν κόσμο δικό της. Γι’ αυτό στα μυθιστορήματα και στα διηγήματα του Ακρίβου (ίσως περισσότερο σ’ αυτά) θα δούμε ότι οργανώνει δίχτυα αόρατα τα οποία απλώνονται και πέρα από τα κείμενα καθεαυτά. Είναι ‘ύπουλος’, προσχεδιάζει προσεκτικά το δίχτυ της αφήγησης (στα αρχαία ελληνικά το δίχτυ ονομάζεται “σαγήνη”) για να εμπλέξει τον αναγνώστη και μετά βρίσκει τρόπους να τον οδηγεί και να τον μετατρέπει σε συνυπεύθυνο της γραφής του. Οι ιστορίες του μένουν “ανοιχτές” και προκαλούν τον αναγνώστη να τις συμπληρώσει. Πίσω από το δίχτυ κρύβεται επιμελώς ο Ακρίβος ανθυπομειδιών.


Σταματώ την γενική παρουσίαση του Ακρίβου.

Κι έρχομαι στο τελευταίο του έργο Τα “Τελευταία νέα από την Ιθάκη”.

Η συλλογή περιλαμβάνει 26 μυθιστορίες – πορτραίτα που ανήκουν σε διαφορετικές ιστορικές εποχές, από το Βυζάντιο μέχρι τις μέρες μας και παρουσιάζονται σε μια ποικιλία κειμενικών ειδών (κείμενα με τη μορφή επιστολής, ιστορικού ντοκουμέντου, αποσπάσματα από διαδικτυακά blogs, ημερολόγια, στίχους). Χρησιμοποιούνται διαφορετικοί αφηγηματικοί τρόποι γραφής (διηγήματα κλασικού τύπου με τριτοπρόσωπη αφήγηση, αφηγήματα βασισμένα στο μονόλογο, κείμενα δημόσιου εξουσιαστικού λόγου, αφηγήματα βασισμένα σε εγκείμενα, ιστορικά αφηγήματα, και τέλος ένα αφήγημα “προ-ποιητικό” σε στίχους).

Οι ενεργητικοί αναγνώστες, άνθρωποι ασκημένοι στην ανάγνωση, που θα πιάσουν στα χέρια τους το βιβλίο του Ακρίβου πρέπει να είναι έτοιμοι και να γνωρίζουν πως είναι δυνατόν να διαβαστεί με διαφορετικούς τρόπους, πως είναι δυνατό το παίγνιο της γραφής και το δίχτυ που στήνει επίτηδες ο συγγραφέας να οδηγεί την ανάγνωση και να επιβάλλει “νόημα” έξω και πέρα από τα κείμενα καθεαυτά. Θα μου επιτρέψετε μιαν υπόθεση:

Αρχίζω να δια-λύω το βιβλίο του Ακρίβου.

Έστω λοιπόν ότι το εξώφυλλο είναι λευκό, εντελώς λευκό, δίχως τίτλο. Λευκό εντελώς και το οπισθόφυλλο. Στα αφτιά δεν αναγράφει ούτε μια πληροφορία, λείπει ως και η φωτογραφία του συγγραφέα, ούτε στις πρώτες σελίδες υπάρχει η παραμικρή πληροφορία. Όλα λευκά. Υπάρχουν μόνο τα 26 αφηγήματα, δίχως τίτλο, δίχως τα προβαλλόμενα αποσπάσματα από την Οδύσσεια. Μόνο τα κείμενα. Αρχίζω λοιπόν να διαβάζω αυτό το “άλλο βιβλίο” το λευκό βιβλίο.

Ενδεικτικές υποθέσεις των ιστοριών του Ακρίβου:

  • Ένα τσιγγανάκι στο ίδρυμα αγωγής ανηλίκων- ίδιο αγρίμι πιασμένο στο δόκανο- ζητάει να δει τη μάνα του ίσια για να της πει ένα “γεια” παραμονές Χριστουγέννων.
  • Ανάμεσα σε τσίπουρα μια ιστορία για τον Νικόλαο από την Κάπουρνα που αλλαξοπίστησε αλλά μετάνιωσε και τελικά μαρτύρησε ως Γεδεών πολιούχος Τυρνάβου.
  • Μια παράδοξη εκτέλεση σε ρυθμό σουιγκ και μπούγκι του γνωστού “Τι σε μέλλει εσένανε” γίνεται αφορμή για την αφήγηση της ζωής του Σλίμ Γκέιλαρντ. Ένας άνθρωπος του κόσμου, από μάνα μαύρη Κουβανέζα και Έλληνα πατέρα, μπαρκάρει σε κρουαζιερόπλοιο κι έρχεται στην Κρήτη για μισό χρόνο. Από δω αρχίζει μια ζωή και περιπλανιέται σε πολλούς τόπους, σε πολλά επαγγέλματα, σε πολλές γλώσσες. Ώσπου φτιάχνει μια δική του γλώσσα και μια δική του ζωή, άξια να τη μνημονεύει ο Τζακ Κέρουακ στο δικό του “Δρόμο”.
  • Το Νοέμβρη του 1824, λίγο μετά τη δολοφονία του γιου του Πάνου, ο Θοδωρής Κολοκοτρώνης μονολογεί με το δικό του λαϊκό τρόπο για τη δυστυχία του και για τις δικές του ενοχές που τον τυραννούν.
  • Η χαρτορίχτρα και καφετζού με το δικό της λόγο κάνει τα μαϊλίκια της σ’ έναν από τους τροϊκανούς που καταφεύγει σ’ αυτήν για να τον κομποδέσει με την αγαπητικιά του και κερδίζει ένα ταξίδι στο Παρίσι εις ένδειξιν ευγνωμοσύνης.
  • Αναφορά του ενωμοτάρχη Μιχαήλ Ζουλαχμάκη προς το αρχηγείον χωροφυλακής σχετικά με τη διαφυγή ζεύγους ερωτομανών και με λάφυρον ως αποδεικτικό στοιχείο της αστυνομικής δράσης μια σκελέα.
  • Επιστολές του Καβάφη προς τον Αλέκο Σεγκόπουλο από τον Οκτώβρη του 1918 έως την 1η Μαρτίου του 1919 με ενδιάμεσα σχόλια τρίτων για τη σχέση των δύο ανδρών : ήταν γιος ή εραστής;
  • Ο βίος και η πολιτεία του Βασίλειου Α (του Μακεδόνος), (812- 886 μΧ) που κατάφερε μέσα από την ομορφιά, τη φιλοδοξία και τη χρήση του sex να αναρριχηθεί ως και στο θρόνο του Βυζαντίου.

Κι εδώ ας σταματήσω την ανάγνωση του λευκού βιβλίου. Έχουμε μια συλλογή από λογής κείμενα, ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, αυτόνομα, απολαυστικά το καθένα ξεχωριστά. Διηγήματα που διαβάζεις το ένα, κλείνεις το βιβλίο, το αφήνεις στο κομοδίνο και το ξαναπιάνεις την επόμενη μέρα για να διαβάσεις ένα άλλο διήγημα. Το καθένα αυτεξούσιο και μοναδικό.


Ας έρθω τώρα στο υπάρχον βιβλίο με τα εξώφυλλα και τον τίτλο “Τελευταία νέα από την Ιθάκη”, με το σημείωμα στο οπισθόφυλλο, τις πληροφορίες στα “αφτιά”, με το μότο του Γ. Σεφέρη από την ημερολογιακή καταγραφή της 16ης Δεκεμβρίου του 1940 στις τις Μέρες Γ : “Να νοσταλγείς τον τόπο σου, ζώντας στον τόπο σου, τίποτε δεν είναι πιο πικρό” που παραπέμπει ευθέως στην αναζήτηση μιας πατρίδας, με το τελικό υστερόγραφο στο οποίο ο Ακρίβος εξηγεί τον τίτλο και τη “σύμπλευση” των ομηρικών ηρώων με τα κύρια πρόσωπα των διηγημάτων του αποτίοντας και την οφειλόμενη τιμή στη μνήμη του Δημήτρη Μαρωνίτη.

Τα κείμενα καθ΄ εαυτά δεν έχουν ουδεμία σχέση με την Ιθάκη, ουδεμία σχέση με τον Οδυσσέα, ουδεμία σχέση με τον Όμηρο. Στέκονται στο λευκό βιβλίο μια χαρά ως γοητευτικές και διαβαστερές αφηγήσεις. Αλλά εδώ κρύβεται ο παιγνιώδης Ακρίβος ο οποίος ενεργοποιεί τα τεχνάσματα της συγγραφικής κατεργαριάς του.1

Τέχνασμα πρώτο: Τα κείμενα χαρακτηρίζονται από τον ίδιο το συγγραφέα ως “μυθιστορίες”. Μια συνειδητή προσπάθεια να ενώσει το μύθο με την ιστορία και να δώσει “μυθικό” βάρος στην ανάγνωση.

Τέχνασμα δεύτερο: Όπως φαίνεται στο Υστερόγραφο κι όπως τόνισε και ο Ακρίβος σε μια συνέντευξή του, το βιβλίο λειτουργεί “και σαν πινακοθήκη νεότερων «ομηρικών» ηρώων”. Οι μυθιστορίες του σκιαγραφούν ήρωες επώνυμους και ανώνυμους που τους συνδέει ένα κοινό στοιχείο: αποτελούν μετενσαρκώσεις των ομηρικών ηρώων.

Τέχνασμα τρίτο: Από τα 26 διηγήματα, τα 25 τιτλοφορούνται με το όνομα του ομηρικού ήρωα και δίπλα στο καθένα παρατίθεται ένας μονολεκτικός χαρακτηρισμός (ο γιος, η προστάτιδα, η τροφός, ο αδηφάγος, η ωραία κλπ) δηλωτικός της ατομικότητας και του ρόλου στο ομηρικό έπος αλλά και στο διήγημα. Μόνο σε ένα τίτλο, στο διήγημα “Οι σύντροφοι του Οδυσσέα” λείπει ο χαρακτηρισμός. Ίσως γιατί ο μονολεκτικός χαρακτηρισμός του συλλογικού είναι απλουστευτικός (αφού εντός του περικλείει τόσες διαφορετικές ατομικότητες) οπότε επιλέγεται ο τονισμός της συλλογικότητας που οργανώνεται γύρω από το πρόσωπο του κυρίαρχου Οδυσσέα.

Οι χαρακτηρισμοί αφορούν σχέσεις οικογενειακές (ο γιος, ο πατέρας, η μητέρα, η σύζυγος, η ερωμένη, η τροφός, ο μνηστήρας), σχέσεις κοινωνικά σημασμένες (ο φίλος, ο πιστός, ο αδηφάγος , ο εκδικητής, ο αγγελιαφόρος, ο σοφός, ο άτυχος, ο τραγουδιστής, η ωραία ) σχέσεις με το υπερφυσικό (η προστάτιδα, ο μάντης, η μάγισσα, ο αθάνατος, η νεράιδα) σχέσεις εξουσιαστικές (ο βασιλιάς, ο αρχηγός, η πριγκίπισσα). Βεβαίως κλείνοντας τη συλλογή στο τελευταίο κείμενο ο Οδυσσέας παρουσιάζεται με το χαρακτηρισμό, the one, ο ένας ο μοναδικός.

Τέχνασμα τέταρτο: Σε κάθε διήγημα προτάσσει ένα απόσπασμα από το κείμενο της Οδύσσειας σε μετάφραση Μαρωνίτη σημαίνοντας μ’ αυτό τον τρόπο την επιζητούμενη σχέση του ομηρικού ήρωα με τον ήρωα του δικού του κειμένου. Ο άμεσος ή συγκεκριμένος δεσμός ανάμεσα σε δύο κείμενα, την ομηρική Οδύσσεια και το βιβλίο του Ακρίβου προβάλλεται εμφατικά ως δεδηλωμένη και «εμφανής διακειμενικότητα».

Μ’ αυτά τα τεχνάσματα ο παλιός μύθος μεταλαμπαδεύεται σε διαφορετικά περιβάλλοντα (παλιό “κόλπο” του μοντερνισμού – ας θυμηθούμε τον Οδυσσέα, του Τζέημς Τζόυς) κι επιτυγχάνεται μια αναγνωστική και νοηματική μετατόπιση.


Έτσι ο Ακρίβος καταφέρνει:

α) να δημιουργήσει ένα αναγνωστικό πλαίσιο και μέσα σ’ αυτό να εγκιβωτίσει τα διηγήματά του, να μετατρέψει τα διηγήματα σε εγκείμενα του ομηρικού μύθου, σαν σύγχρονους κατοπτρισμούς ενός παλιού κειμένου.

β) να παρωθήσει τον αναγνώστη ώστε να ψάχνει τις δομικές και θεματικές αναλογίες ανάμεσα στην ομηρική Οδύσσεια, τα επιλεγμένα αποσπάσματα από τη μετάφραση του Μαρωνίτη που προτάσσονται πριν από κάθε διήγημα και τα διηγήματα καθεαυτά.

γ) να υποχρεώσει τον αναγνώστη να αλλάξει αναγνωστική εστίαση και να ψάχνει τους λεπτούς κατοπτρισμούς, τις αλληγορίες και τις πολυσήμαντες αντιστοιχίες ανάμεσα στο αρχαίο υλικό και το νόημα του αφηγήματος, ανάμεσα στο «λεγόμενον» και το «νοούμενον», ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν διερευνώντας τις “ροπές που κατοικούν διαχρονικά την ανθρώπινη ψυχή”. Άλλωστε όπως λέει ο ίδιος μεταφέροντας τα λόγια του αείμνηστου Κακριδή “μόλις ογδόντα οχτώ παππούδες μας χωρίζουν από τον Όμηρο”.


Τελικά το βιβλίο θέτει κι ένα άλλο ζήτημα: αυτό της ανάγνωσης και της πρόσληψης του κειμένου.

Έχουμε συνηθίσει να αναζητούμε στο κάθε κείμενο το “νόημα”, φανερό ή κεκρυμμένο. Τα κείμενα του Ακρίβου εγκιβωτισμένα πλέον στο ομηρικό πλαίσιο αποδεικνύουν πόσο κρίσιμο για την ανάγνωση και την αναγνωστική απόλαυση είναι το πλαίσιο, και πώς αρδεύει καθοριστικά το νόημα του λογοτεχνικού έργου. Στην πραγματικότητα ο Ακρίβος ορίζοντας το πεδίο της ανάγνωσης, οδηγεί την εμπλοκή των αναγνωστών με τα κείμενα, ορίζει ένα βαθμό δέσμευσης των αναγνωστών με τα κείμενά του, οδηγεί την αναγνωστική διαδικασία κι επομένως έμμεσα προτείνει τη συγκρότηση των σημασιών που έχουν νόημα για τους ίδιους. Μετατρέπει τον καθένα αναγνώστη του βιβλίου του σε μέλος μιας ερμηνευτικής κοινότητας αφού ορίζει ένα σύνολο συμβάσεων που καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο θα προσεγγίσουν και θα ερμηνεύσουν τα έργα. Έτσι η πράξη της ανάγνωσης, δεν είναι απλώς μια ιδιωτική ενασχόληση, αλλά μια διαλεκτική προσέγγιση κειμένων -αναγνώστη με εγγυητή τον συγγραφέα, ο οποίος έχει προβάλει ως προαπαιτούμενο ανάγνωσης το «ομηρικό ρεπερτόριο της συλλογικής μνήμης», όπου αποθηκεύονται πλήθος σύμβολα, μύθοι και αφηγηματικά σενάρια, και σχέσεις αναλογικής συνάφειας.

Έτσι, είτε το κατανοεί είτε όχι, ο αναγνώστης οικοδομεί το νόημα, αναδομώντας το αρχικό κείμενο: θέτει δηλαδή σε αλληλεπίδραση τους «πολιτισμικούς κώδικες» ή τις «συμβάσεις», τα οποία φέρει το παίγνιο του συγγραφέα.

Ορίζοντας λοιπόν με τα τεχνάσματά του εξαρχής τον ορίζοντα προσδοκιών του αναγνώστη “χτίζει” την ανάγνωση ως μια εμπειρία που μετασχηματίζει την ίδια την πράξη της εξήγησης, της κατανόησης αλλά και της αισθητικής απόλαυσης του λογοτεχνικού κειμένου.


Τελικά συμπεράσματα προς υποψιασμένους αναγνώστες.

1. Οι λέξεις αναφέρονται σε πράγματα αλλά η σημασία υπερβαίνει την αναφορά τους. Λέξεις όπως «Αυγερινός» και «Αποσπερίτης» έχουν την ίδια αναφορά (τον πλανήτη Αφροδίτη), αλλά διαφορετικό νόημα (ο πλανήτης ειδωμένος το πρωί ή ειδωμένος το βράδυ, με ποικίλες πολιτισμικές και λογοτεχνικές συνηχήσεις).

2. Το νόημα δεν είναι οι λέξεις που διαβάζουμε. Το νόημα παράγεται από το πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετούνται οι λέξεις. Το νόημα δεν είναι «απτό». Το νόημα δεν είναι “κάτι”, δεν είναι χειροπιαστό μια σταθερή ιδιότητα της λέξης ή της πρότασης ή του κειμένου. Είναι μια οργανική λειτουργία του κειμένου, σαν την εφίδρωση εξαιτίας των συνθηκών και της κατάστασης που ζει ένας ανθρώπινος οργανισμός.

3. Το νόημα εν πολλοίς αρδεύεται από τον ορίζοντα προσδοκιών του αναγνώστη. Οι υποκειμενικές του προσδοκίες από ένα βιβλίο επηρεάζονται από γενολογικές έως γλωσσικές παραμέτρους, από ένα «σύστημα αναφορών» που κομίζει ο αναγνώστης σε ένα κείμενο. Μόνο που εδώ ο Ακρίβος προλαβαίνει τον αναγνώστη και συγκροτεί με εμφανή διακειμενικότητα το σύστημα αναφορών της ανάγνωσης, οδηγεί την ιστορική διάσταση κατανόησης του κειμένου και συγχωνεύει τη χρονική, τοπική και πολιτισμική απόσταση μεταξύ της αρχαίας και σύγχρονης εκδοχής ενός κειμένου, συγχωνεύει τους ορίζοντες μεταξύ παρελθόντος και παρόντος.

4. Η εμφανής διακειμενικότητα που προκρίνει ο Ακρίβος για τα διηγήματά του, θέτει ένα άλλο επιπλέον ζήτημα ανάγνωσης, ακραία προκλητικό. Πώς διαβάζουμε ένα βιβλίο στο οποίο ο συγγραφέας έχει προλάβει τον αναγνώστη και έχει καταστρώσει, εμφανώς και δεδηλωμένα, το πλαίσιο – ή για να το πω αλλιώς όταν ο συγγραφέας έχει υποκαταστήσει τον υποκειμενικό ορίζοντα του αναγνώστη με έναν επιλεγμένο από εκείνον αναγνωστικό ορίζοντα; Θα δημιουργήσουμε έναν νέο ορίζοντα πάνω στον ορίζοντα; και πως γίνεται αυτό; Πώς γίνεται να διαβαστεί πλέον το βιβλίο όχι ως “λευκό βιβλίο”, ούτε ως βιβλίο με δεδηλωμένη και εμφανή διακειμενικότητα, αλλά σε ένα τρίτο επίπεδο; Ερώτημα μεταμοντέρνο (μια και μας εισάγει σε μια μεταθεωρία της πρόσληψης), ερεθιστικό και άκρως προκλητικό για ενεργητικούς αναγνώστες.

Τα ερωτήματα δεν έχουν απάντηση.

Από το καταστρωμένο παίγνιο της γραφής, εμπλεκόμαστε στο δίχτυ της ανάγνωσης. Η προσπάθεια να βρούμε απάντηση, ισοδυναμεί με μια διαδικασία ερμηνείας. Αυτό από μόνο του δείχνει την αξία του βιβλίου.

Τύρναβος 28.3.2017

παρουσίαση του βιβλίου στους “Φίλους της Βιβλιοθήκης”




1 Κατεργάρης είναι μεσαιωνικό ουσιαστικό για τους κωπηλάτες που εκτελούσαν καταναγκαστική εργασία σε μεγάλα πλοία στα “κάτεργα”. Κατεργάρης όμως σημαίνει και τον πονηρό και έξυπνο που κάνει σκανδαλιές, που καταφεύγει σε τεχνάσματα και καταφέρνει με αφοπλιστικό τρόπο να ικανοποιεί τις επιθυμίες του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου