Παρασκευή 28 Απριλίου 2017

Αναζητώντας την ψυχή του χώρου.

Γιώργος Ζιάκας. Θέατρο, Κινηματογράφος, Ζωγραφική, εκδ. Θεμέλιο 2017 




Στην αρχή υπήρχε ένα σπίτι στη Σκήτη. Το σπίτι αυτό έγινε βιβλίο. Ο Ζιάκας το πούλησε, αφού το χάρηκε 17 χρόνια και το σπίτι έγινε ο μέγας χορηγός της έκδοσης.

Μ’ αρέσει να σκέφτομαι αυτή τη σχέση που αρδεύει το βιβλίο: ένα σπίτι που βοηθάει το σκηνογράφο, δηλαδή τον άνθρωπο που δημιουργεί το σκηνικό χώρο στον οποίο εκτυλίσσεται η θεατρική δράση, να απλώσει το έργο που φαντάστηκε η ψυχή του, ένα σπίτι που βοηθάει τον εγκάτοικο να δείξει την ψυχή του.

Σκεφτείτε όσοι κρατάτε στα χέρια τον βαρύ τόμο των 560 σελίδων, ότι κρατάτε κομμάτια ενός σπιτιού κι ότι αυτά τα κομμάτια περιέχουν ταυτόχρονα το έργο του ανθρώπου που τα κατοίκησε. Κρατάτε συγχρόνως κομμάτια χώρου και αποσπάσματα δημιουργικού έργου 50 τόσων χρόνων στο θέατρο, τον κινηματογράφο, τη ζωγραφική. Αυτό κι αν ένα μικρό θαύμα! είναι ο ορισμός του σκηνογράφου! Ή μάλλον της ψυχής του σκηνογράφου.



Κάθε φορά που μιλάμε για την ανθρώπινη ψυχή χρησιμοποιούμε εκφράσεις που παραπέμπουν στο χώρο. Μιλάμε για “το κατώφλι της συνείδησης”, “την ανάδυση μιας ανάμνησης στην επιφάνεια”, μιλάμε για τα “μύχια της ψυχής”, για “ψυχολογία του βάθους”, και για το “υπο-συνείδητο”. Φανταζόμαστε ότι η ανθρώπινη ψυχή είναι μια εκτατή οντότητα· “έχει έκταση κι ας μην το γνωρίζει”, είπε ο Φρόυντ· ένας χώρος σαν ένα σπίτι μέσα στο οποίο ζουν εικόνες συνδεδεμένες με το χώρο (εντυπώσεις των αισθήσεων, μνήμες, όνειρα, ονειροπολήσεις, φαντάσματα και φαντασιώσεις, εμπειρίες και συναισθήματα), που μπορούν να μετακινούνται όπως τα έπιπλα και τα αντικείμενα ενός σπιτιού από δωμάτιο σε δωμάτιο, από το σαλόνι στο υπόγειο, από το συνειδητό στο υποσυνείδητο.

Τελικά η ψυχή είναι ένας τόπος, ένα σπίτι.

Ο Καρλ Γιουγκ στο έργο του “Αναμνήσεις, όνειρα, σκέψεις” αναφέρει ένα όνειρό του. Ονειρεύτηκε λοιπόν ότι βρισκόταν στο « σπίτι του», και καθώς κατέβαινε από όροφο σε όροφο, ανακάλυπτε άγνωστα δωμάτια, στο υπόγειο συνάντησε ρωμαϊκούς θόλους και σε μια κρύπτη ακόμη χαμηλότερα, έναν προϊστορικό τάφο. Αυτό τον βοήθησε λέει να περιγράψει το « δομικό διάγραμμα της ανθρώπινης ψυχής».

Ο Ζιάκας λοιπόν ξεκίνησε τη σκηνογραφία από ένα τάφο όταν φαντάρος κλήθηκε το 1967 στη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας για την «παράσταση» ενός εθνικοπατριωτικού θεατρικού δρώμενου που ετοίμαζε ο διοικητής του. Με κοτετσόσυρμα, γύψο, τουλπάνι, χρώματα, κατασκεύασε τον τάφο του Έλληνα ήρωα που του ζητήθηκε. «Θα τον ζήλευε και ο ενδοξότερος νεκρός» λέει ο ίδιος. Κι από τον τάφο του αρχετυπικού υπογείου άρχισε να ανεβαίνει στους απάνω χώρους.

Τι ακριβώς αναζητά ο Γιώργος Ζιάκας; και πώς το αναζητά πενήντα χρόνια τώρα στη δική του άνοδο από τον τάφο του υπογείου στα άνω δώματα;

Πλέον με τον τόμο στα χέρια λύνεται το μυστικό.



Ο Γιώργος Ζιάκας εκκινεί από την αναζήτηση του φθαρμένου. Είναι γνωστή η αγάπη του Γιώργου Ζιάκα για τα αυθεντικά λαϊκά κοστούμια. Δεν ήταν απλή αγάπη για την παράδοση. Άλλωστε δεν υπήρξε ποτέ “παραδοσιακός”. Ανασύρει παλιές εικόνες, τις τακτοποιεί, τις διαπλάθει, τις μετατρέπει σε ύλη, υφή, όγκο, χρώμα. Κάθε τι παλιό, δοκιμασμένο από λογής χρήσεις για το Ζιάκα είναι εμποτισμένο με νοήματα. Κι αναζητώντας τα φθαρμένα πράματα δοκιμάζει πάνω τους τις δικές του συναισθηματικές αντοχές. Τα πράματα που έβρισκε στα παλιατζίδικα και στα παζάρια ήταν ταυτόχρονα και δικές του ψυχικές εικόνες. Τι αναζητούσε λοιπόν: Πράματα χρηστικά για να διεκπεραιωθεί μια παράσταση; ή μήπως έψαχνε εκεί τις εικόνες της ψυχής του; Ή μήπως έψαχνε κάτι πιο παράξενο, κάτι που να είναι ταυτόχρονα πράγμα και ψυχική εικόνα;



Αυτά λοιπόν τα συγκεντρωμένα, με κόπο και επιμονή, “πράγματα – εικόνες” σε μια δεύτερη φάση πιο δημιουργική φορτίζονται με περιεχόμενα αντιληπτικά, συναισθηματικά, γλωσσικά ή φαντασιακά. Υποβάλλονται σε μια θυμική επανασημασιοδότηση. Όποιος κοιτάξει με προσοχή το βιβλίο διαπιστώνει ότι οι “εικόνες-πράγματα” του Ζιάκα έχουν διπλή, ταυτόχρονη σχέση περιεχόντων-περιεχομένων. Περιέχονται στα πράγματα και περιέχουν τα πράγματα γιατί με τη δημιουργική του παρέμβαση σχετίζονται με το βιωμένο χώρο και είναι φορτισμένα με τις “μεροληψίες της φαντασίας” του. Έτσι οι σκηνογραφίες του μετατρέπονται σε φόρμες που υπερβαίνουν τα ήδη σημασμένα από τη χρήση πράγματα και υλικά. Με δυο λόγια: Η σκηνογραφία του Γιώργου Ζιάκα δεν έχει μόνο αξία ως “θεατρική όψις”, συνοδευτική μιας παράστασης, αλλά γίνεται ταυτόχρονα φορέας αξιών του χώρου που του έχουν αποδοθεί μέσω της φαντασίας. Οι αξίες αυτές γίνονται μάλιστα κυρίαρχες στον τρόπο που ο θεατής αλληλεπιδρά με αυτό. «Δεν ξεχνώ τις λεπτομέρειες στα ρούχα της γιαγιάς μου που έπρεπε να σηκώνει τα μανίκια όταν έπλενε. Η σχέση με το λαϊκό κοστούμι υπάρχει στη δουλειά μου. Ιδιαίτερα σε δύο περιπτώσεις χρησιμοποίησα τα βιώματά μου, στις "Ικέτιδες" με τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου (ΘΟΚ), σε σκηνοθεσία Νίκου Χαραλάμπους, που ήταν σταθμός στην αισθητική του κοστουμιού στην αρχαία τραγωδία, και στην "Ηλέκτρα", σε σκηνοθεσία Κώστα Τσιάνου, όπου μέσα από την ελληνική παράδοση γεννήθηκε ένα κοστούμι σε σχήμα καραγκούνας που μέσα από μια υπέρβαση πήγαινε σε άλλες διαστάσεις.” Αυτές οι “άλλες διαστάσεις” αφορούν τη διαδικασία της θυμικής σημασιοδότησης που υποβάλλει ο δημιουργός τα υλικά του για να μας οδηγήσει στην υπέρβαση.



Όμως η θυμικότητα δεν είναι το μοναδικό στοιχείο των εικόνων του βιωμένου χώρου που συγκροτεί ο Γιώργος Ζιάκας. Υπάρχει και κάτι πέρα από αυτή - η ποιητική τους αξία. Η σκηνογραφία του παρέχει μια διαφορετικού είδους εμπειρία, δίνει "ζωτικό χώρο έκφρασης" (μέσα στο πεδίο της συνείδησης) σε κάποιες πλευρές του εσώτατου εαυτού μας, καθώς απλώνει μπρος στα μάτια του θεατή « τους χώρους που μας καλούν έξω από εμάς». Έτσι οι ποιητικές εικόνες του είναι αμφίδρομες: βρίσκονται τόσο μέσα μας όσο κι εμείς βρισκόμαστε μέσα σε αυτές. “Στη δουλειά μου, ενώ άλλοι ασχολούνται με την τελειότητα της πιέτας ή του στριφώματος, με ενδιαφέρει η φόρμα και όχι η ακρίβεια της αναπαράστασης”. Ρούχα και κοσμήματα πλεγμένα με σπάγκους, σωλήνες μπρούντζου, χαλκού, αλουμινίου. Θώρακες και ζώνες από παλιά δέρματα και πεταλοθήκες αλόγων του ιππικού στολισμένες με τα μπρούντζινα διακοσμητικά που βάζουν στα σαμάρια, τα χάμουρα και τις πιστριές. Μέχρι και λουρίδες από σφαίρες μυδραλιοβόλων αξιοποίησε κάνοντάς τες διακοσμητικές τρέσες σε πολλά έργα. Στην «Ιφιγένεια εν Ταύροις», στο Θεσσαλικό, χρησιμοποίησε ατόφια χρυσοκεντημένα μοτίβα από παλιά τούρκικα νυφικά. Κατέστρεψε δεκαεννιά νυφικά για να κάνει δεκατέσσερα ρούχα ίδιας ομορφιάς για τις γυναίκες του Χορού και την Ιφιγένεια. Γιατί ο Ζιάκας μέσα από την “καταστροφή” των πραγμάτων ανασυνθέτει την πραγματικότητα και της προσδίδει την ποιητική της αξία.



Κοιτώντας το βιβλίο με τη συνολική πορεία της δημιουργίας του διαπιστώνουμε ένα πράγμα: Οι μεγάλες εικόνες του Γιώργου Ζιάκα είναι πάντα, συγχρόνως, ανάμνηση και παρόν. Δικό του και δικό μας. Γιατί ποτέ εμείς ως θεατές δε ζούμε τις εικόνες του σε μία και μόνη διάσταση. Κάθε εικόνα του έχει ένα ονειρικό βάθος και πάνω σ' αυτό το ονειρικό φόντο τοποθετεί τα δικά του χαρακτηριστικά χρώματα και το προσωπικό του παρελθόν. Κι εμείς νοιώθουμε ότι μας αφορά. Το ξαναείπα: Οι ποιητικές εικόνες του είναι αμφίδρομες: βρίσκονται τόσο μέσα μας όσο κι εμείς βρισκόμαστε μέσα σε αυτές. Και νομίζω ότι αυτό είναι ο μέγιστος έπαινος για ένα καλλιτέχνη. Σ’ ευχαριστούμε Γιώργο για τις εικόνες της ψυχής σου που τις έδωσες όγκο, χρώμα, φόρμα, που τις μετέτρεψες σε ορατή κι απτή ύλη για να συναντήσουν και τις δικές μας εικόνες.

ΘΩΜΑΣ ΨύΡΡΑΣ

Λάρισα 27.4.2017

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου