Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2019

Θανάσης Τριανταφύλλου: «Αμήχανο» βλέμμα

 

Επίσκεψη «μαθηματική» –και όχι μόνο– στο έργο λογοτεχνών

εκδόσεις Επίκεντρο



Ο Θανάσης Τριανταφύλλου είναι πρωτίστως ποιητής κι ας μην το φανερώνει συχνά. Τα λιγοστά ποιήματα που έχει δημοσιεύσει στο Περί ού” και σε άλλα ηλεκτρονικά περιοδικά αποδεικνύουν ένα εξαιρετικό ποιητή. Είμαι σίγουρος ότι στο συρτάρι του κρατάει κάμποσες ποιητικές συλλογές και θα ήθελα απόψε από δω να δεσμευτεί για την επόμενη έκδοσή τους. Νιώθω τον σεμνό φόβο του. Όσοι είναι συνειδητοί αναγνώστες της λογοτεχνίας έχουν πολλές αναστολές να προχωρήσουν στην έκδοση του έργου τους, την οποία θεωρούν ύψιστη πράξη ευθύνης που τους γεμίζει φόβους, γιατί κοιτώντας και συγκρίνοντας την ποιητική παράδοση με τις δικές τους δημιουργίες “παγώνουν” και, καθώς έχουν θέσει πολύ υψηλά τον πήχη των προσωπικών απαιτήσεών τους, λένε για το έργο τους “τέτοιο που θέλω να γράψω δεν μπορώ, και τέτοιο που μπορώ δεν θέλω”. Και τα γραπτά τους μένουν στο συρτάρι! Ας ελπίσουμε λοιπόν ότι απόψε θα δώσω μια "σμπρωξιά" στο Θανάση ώστε να μας δώσει και την άλλη του πλευρά, την ποιητική.

Ωστόσο η ενασχόληση του Θανάση Τριανταφύλλου με τη λογοτεχνία σε συνδυασμό με την ιδιότητα του μαθηματικού μάς έδωσε τρία μέχρι στιγμής βιβλία που ανήκουν όλα στο ίδιο ερευνητικό και κριτικό πεδίο εντός του οποίου νιώθει ασφαλής και επιστημονικά επαρκής: τη σχέση της λογοτεχνίας με τα μαθηματικά: Οι αριθμοί και άλλες μαθηματικές ψηφίδες στο έργο του Οδυσσέα Ελύτη (Επίκεντρο 2012), Μαθηματικά και λογοτεχνία (Επίκεντρο 2014) και τώρα το Αμήχανο” βλέμμα Επίσκεψη “μαθηματική’’ –και όχι μόνο– στο έργο λογοτεχνών. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα και μόνο βιβλίο· ένα βιβλίο που συμπληρώνεται και εμπλουτίζεται σταδιακά με τη μεθοδικότητα του μυρμηγκιού συνεισφέροντας μια διαφορετική οπτική σχολιασμού και επομένως πρόσληψης της λογοτεχνίας. Συνεπώς όταν μιλάμε για το τελευταίο του βιβλίο είναι σα να μιλάμε ταυτόχρονα και για τα δύο προηγούμενα. Πάντως η ποιητική του πλευρά είναι διαρκώς παρούσα ακόμη και στα μαθηματικά βιβλία του ως κριτήριο επίμονης ανάγνωσης και αισθητικής επιλογής των αποσπασμάτων από λογοτεχνικά κείμενα που παραθέτει.

Στο πρώτο του βιβλίο ο Θανάσης Τριανταφύλλου έδειξε αναλυτικά το σπουδαίο ρόλο που έπαιξαν τα μαθηματικά (ιδιαίτερα η συνδυαστική) στην συνολικό ποιητικό έργο του Οδυσσέα Ελύτη έτσι ώστε να κατανοήσουμε ότι οι ποιητικές συνθέσεις του νομπελίστα ποιητή είναι σοφά αρχιτεκτονημένες και πολύπλοκα κατασκευασμένες· ποιητικές συνθέσεις που παραπέμπουν στο πλατωνικό ιδεώδες, ότι η αρμονία της φύσης μπορεί να περιγραφεί με μαθηματικές, και πιο συγκεκριμένα με ποικίλες γεωμετρικές, σχέσεις.
Στο δεύτερο βιβλίο, το πλέον εκτεταμένο, ο Θανάσης Τριανταφύλλου παρουσιάζει πλήθος ποιητικών και πεζών κειμένων της ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας (από την Παλατινή Ανθολογία, τον Καβάφη, τον Βαλτινό την Κική Δημουλά έως τον Μπόρις Βιάν και τον Πάμπλο Νερούντα) που χρησιμοποιούν τα μαθηματικά με λογής τρόπους.
Στο τελευταίο βιβλίο του ,Το αμήχανο βλέμμα”, επιχειρεί μια επίσκεψη στο έργο τριών ελλήνων ποιητών των οποίων κοινό γνώρισμα αποτελεί ότι το γνωστικό αντικείμενο των σπουδών τους ήταν και τα μαθηματικά: του Γ.Θ. Βαφόπουλου, του Έκτορα Κακναβάτου και του Δ. Γαβαλά και κλείνει με το έργο του μεγάλου ποιητή, διηγηματογράφου και δοκιμιογράφου Χόρχε Λουίς Μπόρχες με τις συχνές αναφορές του στον Ηράκλειτο και τον Ελεάτη φιλόσοφο Ζήνωνα, τα παράδοξα του οποίου κρύβουν μια ιδιαίτερη μαθηματική - κι όχι μόνο - γοητεία.

Τί είναι όμως τα βιβλία του Θανάση Τριανταφύλλου; Γιατί έχουν ιδιαίτερη αξία;
Αν θέλουμε να αδικήσουμε τη δουλειά του Θανάση Τριανταφύλλου, μπορούμε να την περιορίσουμε στη διδακτική στόχευση. Να αντιμετωπίσουμε το έργο που μας παρουσίασε μέχρι σήμερα ως μια διαθεματική προσπάθεια υπέρβασης των γνωστικών στεγανοποιήσεων στη σχολική εκπαίδευση - την οποία μάλιστα πολλές φορές κάνει το λάθος και ο ίδιος να την υπερτονίζει – ή ως παρουσίαση των στενών σχέσεων ανάμεσα στα μαθηματικά και τη λογοτεχνία ώστε να ξεπεραστεί το πολωτικό σχήμα που κυριαρχεί στο μυαλό μαθητών και δασκάλων που αντιμετωπίζουν τη λογοτεχνία και τα μαθηματικά ως ασύμβατες περιοχές, αντιδιαστέλλοντας τη σαφήνεια και την αντικειμενικότητα των μαθηματικών με την πολυσημία και το φαντασιακό χαρακτήρα της λογοτεχνίας. Τα βιβλία του Θανάση δεν είναι διόλου μια πρόταση διδασκαλίας των μαθηματικών με βάση την εμπλοκή της λογοτεχνίας στη διδασκαλία τους ή αντίθετα δεν είναι διδακτική πρόταση της λογοτεχνίας ώστε να ενοποιεί διδακτικά τα μαθηματικά σε σημείο ώστε να διαστρέφεται και να παραποιείται η λογοτεχνικότητα για να εξυπηρετηθούν μαθηματικοί σκοποί.
Αν θέλουμε να αδικήσουμε την εργασία του Θανάση Τριανταφύλλου μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε μόνο ως σχολαστική καταγραφή μαθηματικών αναφορών στα λογοτεχνικά έργα που αφορά τους ειδικούς, μαθηματικούς και φιλόλογους, και μάλιστα μόνο εκείνους οι οποίοι ενδιαφέρονται για την στατιστική υφολογία ή για ειδικές γραμματολογικές στοχεύσεις και γνωστικές συνάφειες των δημιουργών.
Αν επίσης θέλουμε να αδικήσουμε την εργασία του Θανάση Τριανταφύλλου μπορούμε να τη θεωρήσουμε μια συλλογή λογοτεχνικών αποδεικτικών στοιχείων που έρχονται πρακτικά να αναιρέσουν την κοινή πίστη για το ασύμβατο μαθηματικών και λογοτεχνίας συμβάλλοντας έτσι και στην προσπάθεια αντιμετώπισης της μαθηματικοφοβίας και πιο συγκεκριμένα του φόβου μπροστά στην μαθηματική απόδειξη, όπως έδειξε χαρακτηριστικά ο Ian Stewart, στο βιβλίο του «Επιστολές σε μια νεαρή μαθηματικό».

Όμως το βιβλίο, τα βιβλία καλύτερα, του Θανάση Τριανταφύλλου είναι “κάτι” πολύ περισσότερο από όλα αυτά (αν και προφανώς μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως βάσεις για καινοτόμες διδακτικές προσεγγίσεις και ως εργαλεία γνωστικών συναφειών για τον μελλοντικό ερευνητή).
Αυτό το “κάτι” περισσότερο παρεισφρέει στον τίτλο και τον υπότιτλο του τελευταίου του βιβλίου όπου υπάρχει η σεμνή και μετρημένη διατύπωση που περιλαμβάνει δύο κρίσιμες λέξεις: “αμήχανο” και “επίσκεψη”.
Το ουσιαστικό “επίσκεψη” (επί+σκέπτομαι) αφορά μια ενέργεια κατά την οποία κάποιος έρχεται σε ξένο χώρο και μάλιστα συχνά για να κάνει έλεγχο. Η λέξη κρύβει μέσα της την έννοια του ρήματος σκοπέω-σκοπῶ = παρατηρώ, εξετάζω, ερευνώ και ταυτόχρονα την έννοια του ρήματος “σκέπτομαι”. Σας θυμίζω ότι Αττικοί συγγραφείς είχαν ενώσει τα δύο ρήματα· έκαναν χρήση μόνο του ενεστώτα (σκοπῶ) και παρατατικού (ἐσκόπουν) της ενεργητικής φωνής ενώ για τους άλλους χρόνους του ρήματος χρησιμοποιούσαν τύπους του ρήματος σκέπτομαι. Αυτό ακριβώς κάνει ο Θανάσης Τριανταφύλλου: έρχεται στη λογοτεχνία με την μαθηματική του σκευή, παρατηρεί, ερευνά και σκέπτεται. Μόνο που η παρατήρηση, το βλέμμα του, είναι “αμήχανο” (α στερ,+ μηχανή). Τελεί εν απορία και έκπληξη και ταυτόχρονα μας καθησυχάζει ότι δεν υπάρχει κάποιο πονηρό σχέδιο με σκοπό να μας εξαπατήσει (μην ξεχνάμε ότι η λέξη “μηχανή” σημαίνει και το δόλιο τέχνασμα για να εκτελεστεί ένα σχέδιο). Ο μαθηματικός συγγραφέας λοιπόν επιχειρεί ως ικανός αναγνώστης μια αμήχανη, δηλαδή άδολη, επίσκεψη στη λογοτεχνία γνωρίζοντας ότι η μαθηματική σκέψη αναπτύσσεται μέσα από μια συνεχή αλληλοτροφοδότησή της με τις άλλες μορφές της θεωρητικής ή πρακτικής κουλτούρας, όπως π.χ. με τη Φιλοσοφία και τη Λογοτεχνία. Και πρωτίστως αυτό πράττει. Διαβάζει λογοτεχνία ολιστικά. Διαβάζει και σχολιάζει ως αναγνώστης ο οποίος ενδιαφέρεται για την αισθητική απόλαυση, χαίρεται τη δομή του κειμένου, απολαμβάνει την πολυσημία της γλώσσας και το ύφος του κειμένου, καμαρώνει το πλησίασμα λογοτεχνίας και μαθηματικών που κάποιες φορές φτάνει τόσο κοντά, ώστε οι δυο τους η λογοτεχνία και τα μαθηματικά να μιλούν αλλάζοντας αμοιβαία φωνές και κώδικες.

Τι συνεπάγεται όμως μια τέτοια αναγνωστική στάση ενός μαθηματικού αναγνώστη της λογοτεχνίας; Πριν απαντήσω θα μου επιτρέψετε μια παρέκβαση, νομίζω, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ο Θανάσης Τριανταφύλλου διαβάζει λογοτεχνία δίχως να υποκύπτει στον πειρασμό να διαχωρίζει τα είδη και τα γένη της.
Η μαθηματική λογοτεχνία αφορά κυρίως μυθιστορήματα: βιογραφίες (υπαρκτών ή φανταστικών) μαθηματικών με θέμα την επίλυση ενός μαθηματικού προβλήματος (π.χ. “Ο θείος Πέτρος και η εικασία του Γκόλντμπαχ” του Απόστολου Δοξιάδη, 1992), είτε μυθιστορήματα που χρησιμοποιούν κυριολεκτικά τη μυθοπλασία ως πρόσχημα για να χρησιμοποιηθούν για τη μετάδοση μαθηματικής γνώσης με πιο εύληπτο, ευχάριστο και αποδεκτό τρόπο (π.χ. “Το Θεώρημα του παπαγάλου” του Ντενί Γκετζ, 1999), είτε μυθιστορήματα όπου το μαθηματικό θέμα εμπλέκεται και με τη δομή του λογοτεχνικού έργου (π.χ. “Το βιβλίο Κόλαση” του Κάρλο Φραμπέτι, 2003, ή το περιβόητο “Flatland” (Επιπεδοχώρα) του Έντγουιν Άμποτ, γραμμένο στα 1884, που εκτυλίσσεται σε χώρο δύο διαστάσεων).1
Ο Θανάσης Τριανταφύλλου δεν θα υποκύψει στους διαχωρισμούς να ξεχωρίσει την λεγόμενη “μαθηματική λογοτεχνία” που έγινε τόσο πολύ της μόδας2 ώστε να αποδείξει τη σχέση μαθηματικών και λογοτεχνίας. Και νομίζω ότι έχει απόλυτα δίκιο αν και δεν το δηλώνει. Γνωρίζει ως εξασκημένος αναγνώστης ότι η χρήση των μαθηματικών (με οποιαδήποτε μορφή) από μόνη της δεν εγγυάται την καλλιτεχνική αρτίωση του έργου τέχνης. Η λογοτεχνία οφείλει να είναι πρωτίστως λογοτεχνία. Γι’ αυτό συχνά η λεγόμενη “μαθηματική λογοτεχνία” μας έδωσε κάκιστα και απορριπτέα δείγματα (να μη λέμε και ονόματα).
Κλείνω την παρέκβαση κι επανέρχομαι στο ερώτημα:

Τι συνεπάγεται μια αναγνωστική ολιστική στάση που θεωρεί ότι η μαθηματική σκέψη αναπτύσσεται μέσα από μια συνεχή αλληλοτροφοδότηση με τις άλλες μορφές της θεωρητικής ή πρακτικής κουλτούρας;
Ο Θανάσης Τριανταφύλλου ως μαθηματικός που προσεγγίζει τη λογοτεχνία ενεργοποιεί ένα ευρετικό μηχανισμό, μία στρατηγική, βασισμένη στη γνώση για το συγκεκριμένο πρόβλημα που θέτει το πεδίο του λογοτεχνικού κειμένου, η οποία χρησιμοποιείται ως βοήθημα στη γρήγορη εκτίμηση. Βέβαια η ευρετική στρατηγική του παρέχει μία εκτίμηση που πολλές φορές μπορεί να είναι και λανθασμένη (εξού και η εξαρχής δεδηλωμένη “αμηχανία”). Ωστόσο ο Θανάσης Τριανταφύλλου γνωρίζει ότι θεμέλιο του νοήματος είναι πάντα η αρχιτεκτονική του λογοτεχνικού κειμένου. Και πάνω σ’ αυτή την πολύπλοκη δομή επενεργεί ως αναγνώστης και σχολιαστής. Γιατί δεν αρκεί μια αναφορά ενός μαθηματικού όρου ριγμένου σε ένα λογοτεχνικό κείμενο να σημαίνει “κάτι” αλλά ότι η χρήση του όρου, ή η χρήση ενός μαθηματικού θεωρήματος στη δόμηση της λογοτεχνίας γίνεται ένα “αντικείμενο” που παράγει και αναπαριστά την ανθρώπινη εμπειρία και τη συγκρότηση της ανθρώπινης συνείδησης μέσα από «σημασιοδοτικές πρακτικές», που επεκτείνονται στην ευρεία περιοχή της κουλτούρας και συγκροτούν τις πολιτισμικές ταυτότητες.
Για τον Θανάση Τριανταφύλλου ένα λογοτεχνικό κείμενο είναι ζωντανός οργανισμός μόνο στο βαθμό που βρίσκεται σε διαρκή ανταλλαγή ύλης με το περιβάλλον του, δηλαδή με τους ζωντανούς κόσμους των λογοτεχνικών έργων, με τη θεωρία και την πρακτική των μαθηματικών (αλλά και της φιλοσοφίας, της μαθηματικής λογικής, και της πρακτικής ζωής) και, συνεπώς, με τον πραγματικό κόσμο.

Η πολυπλοκότητα του λογοτεχνικού κειμένου και ο μη γραμμικός τρόπος με τον οποίο συνεργάζονται τα μέρη κάθε κειμένου για να δώσουν στο όλο μορφή και δυναμική πολύ πιο πλούσια από το απλό άθροισμά τους, και όλα αυτά σε συνάρτηση με την ανοιχτότητα της προσωπικής ανάγνωσης βάζουν τα μαθηματικά - ιδιαίτερα τα μη γραμμικά μαθηματικά της θεωρίας του Χάους - στο παιχνίδι της λογοτεχνικής θεωρίας.
Συνεπώς η συμπεριφορά ενός αρτιωμένου λογοτεχνικού έργου προσομοιάζει με τη συμπεριφορά ενός χαοτικού συστήματος μια και διαθέτει ευαίσθητη εξάρτηση από τις αρχικές συνθήκες (βιογραφικές και κοινωνικές συνθήκες που αρχικά το αρδεύουν), είναι τοπολογικά μεταβατικό (μια και θα “εξελιχθεί” αναγνωστικά με την πάροδο του χρόνου καθώς θα συσσωρευτούν πάνω του λογής κριτικές μεταγλώσσες και επανανοηματοδοτήσεις) και εμφανίζεται ως ένα πυκνό σύνολο δομικών επαναλήψεων που συγκροτούν τις περιοδικές τροχιές του κειμενικού συστήματος.3 Όσο κι αν σας εκπλήσσει, οι φιλόλογοι που δουλεύουν με τον πίνακα στο σχολείο ξέρουν διαισθητικά ότι ένας καλός τρόπος να παρουσιάσουν οπτικά την χαοτική κίνηση ενός λογοτεχνικού κειμένου είναι η κατασκευή ενός διαγράμματος φάσης της κίνησης των αφηγηματικών καταστάσεων ή των λυρικών συμβόλων στον πίνακα. Σε ένα τέτοιο διάγραμμα υπεισέρχεται σιωπηρά ο χρόνος και οι κινήσεις τείνουν να συγκλίνουν σε συγκεκριμένες περιοχές όπου συσσωματώνονται σε αφηγηματικές κορυφώσεις ή σε λυρικές εξάρσεις. Έτσι το λογοτεχνικό κείμενο, αφηγηματικό ή λυρικό, συγκροτεί μια φράκταλ δομή και διαθέτει μια μορφοκλασματική διάσταση. Ιδού η επί της ουσίας παρουσία των μαθηματικών στην δημιουργία αλλά και στη διδασκαλία του λογοτεχνικού έργου.

Συνεπώς η θεωρία της λογοτεχνίας του 21ου αιώνα, δεν μπορεί να παραμείνει ούτε στη βιογραφία ούτε στον κειμενισμό, ούτε στις αποσπασματικές ιδεολογικές προσεγγίσεις της φεμινιστικής ή της αντιαποικιακής ή της γκέυ λογοτεχνικής θεωρίας. Η εισβολή των μαθηματικών του χάους στη μελέτη της λογοτεχνίας εγκαινιάζει μια παραδειγματική στροφή, όπως την όρισε ο Thomas Kuhn στο Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων (1962). Και να είστε σίγουροι ότι μας περιμένουν εκπλήξεις.

Υπό αυτή την οπτική η εργασία του Θανάση Τριανταφύλλου δεν είναι ούτε εντοπισμός μαθηματικών στοιχείων στα λογοτεχνικά έργα, ούτε κατάλογος διδακτικών ιδεών για σχολική χρήση, ούτε αποδεικτικό υλικό για την αντιμετώπιση της φοβίας μπροστά στα μαθηματικά. Είναι εργασία βάσης, μοναδική και πρωτοπόρα, που ανοίγει δρόμο προς το επερχόμενο νέο παράδειγμα στην αντίληψή μας για το λογοτεχνικό κείμενο και τη λογοτεχνική θεωρία και κριτική. Και εδώ ακριβώς έγκειται η μεγάλη του αξία.


Λάρισα 17.10.2019
Θωμάς Ψύρρας

1. Συχνά το ίδιο συμβαίνει και με τον κινηματογράφο. Ας θυμηθούμε τις ταινίες: “π “(1998) του Darren Aronofsky, το Fermat's Last Tango (2001), του David Stern (που αναφέρεται στον Andrew Wiles του Πανεπιστημίου του Princeton που απόδειξε το θεώρημα του Φερμά), το “Ένας υπέροχος άνθρωπος” (2001) του Ron Howard (βιογραφία του John Nash), “Το παιχνίδι της μίμησης” (2014) του Morten Tyldum (βιογραφία του Alan Turing), το “Agora” (2009) Αλεχάντρο Αμενάμπαρ (βιογραφία της Υπατίας) κλπ.
2. Ο Θανάσης Τριανταφύλλου αφιερώνει ελάχιστες σελίδες στη λεγόμενη “μαθηματική λογοτεχνία” στο δεύτερο βιβλίο του.
3. Boris Hasselblatt; Anatole Katok (2003). A First Course in Dynamics: With a Panorama of Recent Developments. Cambridge University Press.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου