Τετάρτη 8 Ιουνίου 2022

 

Έλφη Κιλλαχίδου: «Τίνος παιδί είσαι εσύ;» Εκδόσεις Σμίλη (2020).

-για τα παιδιά της Σιωπής και της Μνήμης-

 

Το βιβλίο της Έφης Κιλλαχίδου «Τίνος παιδί είσαι εσύ;» είναι ένα «παράδοξο βιβλίο». Συνθέτει δύο διαφορετικά στοιχεία: α) την γραπτή μαρτυρία του Ιγνάτιου Ταλλισμαχίδη και β) την σχολιασμένη ανάλυση/ανάγνωση της γραπτής του κατάθεσης από την εγγονή του Άννα. Συνεπώς πρόκειται για δύο επί της ουσίας βιβλία που συντίθενται σε ένα.

 

Αυτό με οδήγησε σε μια ιδιαίτερη ανάγνωση (θα τολμούσα να την ονομάσω διαδραστική) διαλύοντας την σειρά της αρίθμησης των σελίδων που προτείνει η συγγραφέας. Νομίζω πως ο αναγνώστης θα διευκολυνθεί, αν αρχίσει να διαβάζει πρώτα τα αποσπάσματα της μαρτυρίας του Ιγνάτιου κι έπειτα να επανέλθει στη σειρά της συγγραφέως. Έτσι θα αντιμετωπίσει πλέον το βιβλίο ως μια δομημένη ολότητα και τελικά ως ένα «συνδυαστικό σύστημα» μέσα στο οποίο έχει προβλεφθεί μια θέση και για «το πρόσωπο το επιφορτισμένο να πραγματοποιήσει αυτούς τους συνδυασμούς». Μόνο που στο συγκεκριμένο βιβλίο υπάρχουν δύο θέσεις προσώπων επιφορτισμένες να πραγματοποιήσουν τους συνδυασμούς: α) η αναγνώστρια Άννα και β) ο αναγνώστης, ο οποίος διαβάζει εντός του βιβλίου και το απομνημόνευμα του Ιγνάτιου και την αναλυτική ανάγνωση της Άννας. Υπό αυτή την οπτική, το βιβλίο- που χαρακτήρισα «παράδοξο» - μετατρέπεται σε ένα βιβλίο που αφορά την περιπέτεια μιας ανάγνωσης.

Ο παππούς της Άννας, ο Ιγνάτιος, γεννήθηκε στο χωριό Σιντισκόμ της επαρχίας Αρνταχάν στον Ανατολικό Πόντο, κοντά στα σύνορα με τη Γεωργία (σήμερα ονομάζεται Γιαλνιζτζάμ και κατοικείται πια από κατοίκους κουρδικής καταγωγής).

Πριν τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1878 στο χωριό Σιντισκόμ κατοικούσαν Τούρκοι. Μετά τον πόλεμο όμως οι περισσότεροι Τούρκοι του χωριού, όπως και πολλών γειτονικών χωριών, εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και τραβήχτηκαν προς τα τουρκικά εδάφη σύμφωνα με τα νέα σύνορα που είχαν διαμορφωθεί από τον πόλεμο. Την περίοδο αυτή, έλληνες Πόντιοι κάτοικοι, κυρίως από την περιοχή της Αργυρούπολης του Πόντου, ήρθαν, από τον φόβο των τουρκικών διώξεων, σε μια πρώτη προσφυγιά στην ομόθρηση Ρωσία και εγκαταστάθηκαν στις περιοχές του Καυκάσου Καρς και Αρνταχάν, που είχαν πλέον Ρωσική διοίκηση. Έτσι τα μέλη της οικογένεια του Ιγνάτιου Ταλλισμαχίδη, εγκαταστάθηκαν στο χωριό Σιντισκόμ της περιοχής Αρνταχάν, όπου και έμειναν έως το έτος 1920 σε μια ταραγμένη περίοδο και σε μια ταραγμένη περιοχή την οποία διεκδικούσαν Ρώσοι, Τούρκοι, Αρμένιοι και Γεωργιανοί.

Στο χωριό αυτό οι Πόντιοι οργάνωσαν την ζωή τους ασχολούμενοι με την κτηνοτροφία, την γεωργία, την μελισσοτροφία, αλλά και την εμπορία ξύλων από το γειτονικό δάσος. Έχτισαν την εκκλησία των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου και το Δημοτικό Σχολείο. Ο πληθυσμός του χωριού έφθασε σε 1.200 κατοίκους. Το 1914, αμέσως μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, κάποιες οικογένειες έφυγαν από το Σιντισκόμ, σε μια δεύτερη προσφυγιά, και εγκαταστάθηκαν τελικά στο Νομό Κιλκίς. Ήδη από τον Οκτώβριο του 1914 είχαν αρχίσει ένοπλες συγκρούσεις, ανάμεσα στην συμμαχία της Οθωμανικής-Γερμανικής αυτοκρατορίας εναντίον της τσαρικής Ρωσίας, στην αρχή, και στη συνέχεια, μετά την οκτωβριανή επανάσταση με τη Σοβιετική Ένωση. Μετά την Οκτωβριανή επανάσταση του 1917 η ευρύτερη περιοχή Κάρς - Αρδαχάν έμεινε χωρίς Ρωσικά στρατεύματα και πέρασε στα χέρια Γεωργιανών αλλά και Αρμενίων έως το 1921, όταν επικυρώθηκε η παραχώρηση του Αρδαχάν οριστικά στην Τουρκία. Το 1918, όταν ήδη είχαν αρχίσει οι διωγμοί των Ποντίων από τους άτακτους τούρκους τσέτες, οι Έλληνες κάτοικοι άρχισαν να μετακινούνται είτε προς την Ελλάδα, είτε οι περισσότεροι προς το εσωτερικό της Ρωσίας, στις περιοχές όπου υπήρχαν και άλλοι Έλληνες. Τελικά οι κάτοικοι του χωριού Σιντισκόμ μαζί με τους κατοίκους γειτονικών χωριών της Γκιόλας στις 2 Σεπτεμβρίου του 1920 έφυγαν ακολουθώντας τους ορεινούς δρόμους περνώντας το χειμώνα πάνω από τα χιονισμένα βουνά του Καυκάσου σε υψόμετρο άνω των 2000 μέτρων και με πολικές θερμοκρασίες άνω των -30 βαθμών C. Μέσω του Αρτβίν έφτασαν στο Βατούμ, σε μια βασανιστική κι επικίνδυνη πορεία που θύμιζε τις κακουχίες των Μυρίων του Ξενοφώντα, από όπου τελικά αναχώρησαν για την Ελλάδα στις 25 Δεκεμβρίου του 1920 για να φθάσουν στην Θεσσαλονίκη την 1η Ιανουαρίου του 1921 με την ελπίδα μιας ελεύθερης και ασφαλούς ζωής: «Στην Ελλάδα αχπάσκουμες (να πάμε) Σιντισκόμοι παιδία / εκεί μόνο βρίσκουμε μάννα μου, ελευθερία». Εγκαταστάθηκαν αρχικά στα παραπήγματα της Καλαμαριάς, όπου τους χτύπησε ο τύφος και η ισπανική γρίπη, και κατόπιν όσοι απόμειναν μοιράστηκαν στα χωριά του Κιλκίς και της Ημαθίας.

Αυτά τα δύσκολα χρόνια περιγράφει στα απομνημονεύματά του ο παππούς της Άννας, ο Ιγνάτιος Ταλλισμαχίδης, 40 χρόνια μετά, το 1960, με σκοπό να κληροδοτήσει στους μεταγενέστερους τα όσα έζησε ο ίδιος, η οικογένειά του και οι συγχωριανοί του. Γεννιέται στο Σιντισκόμ, μοναδικό αρσενικό παιδί της οικογένειας, μετά από 4 αδερφές. Μεγαλώνει και μαθαίνει τα πρώτα γράμματα στο χωριό του. Συνεχίζει τις σπουδές του στο Αρδαχάν και το 1913 παίρνει το δίπλωμα για την εξάσκηση του επαγγέλματος του δασκάλου. Το 1914 διορίστηκε δάσκαλος στο χωριό Πεπερέκ, αλλά η εμφάνιση των Τούρκων τον αναγκάζει με την οικογένειά του να πάρουν το δρόμο της προσφυγιάς, έξι χρόνια πριν την άλλη μεγάλη προσφυγιά προς την Ελλάδα, και να βρουν καταφύγιο στο Σουράμ της Γεωργίας. Το 1915 επέστρεψαν ξαναρχίζοντας τη ζωή τους στο Σιντικόμ. Ο Ιγνάτιος επιστρατεύεται το 1916 από τον ρωσικό τσαρικό στρατό για πενταετή θητεία. Τον Μάιο του 1918 αποφοίτησε από την Σχολή πολέμου της Τιφλίδας και γίνεται αξιωματικός του ρωσικού τσαρικού στρατού. Η Οκτωβριανή επανάσταση λειτούργησε διαλυτικά για τη στρατιωτική μονάδα του. Γυρνάει στο χωριό του και μαζί με άλλους εντάσσεται στο ελληνικό τάγμα του Αρδαχάν που είχε σκοπό να διαφυλάξει τον ελληνισμό της περιοχής. Έως το 1920 ζει την σφαγή των Αρμενίων στο Αρδαχάν, τον φόβο από τις εξοπλισμένες τουρκικές συμμορίες, την τουρκική κι εν συνεχεία την γεωργιανή πρώτα και μετά την αρμένικη κατοχή της περιοχής. Παντρεύεται την Ηλιάνα Ταγταλίδη στις 20 Αυγούστου του 1920 και δώδεκα μέρες μετά, στις 2 Σεπτεμβρίου 1920, εγκαταλείπει με όλους τους συγχωριανούς οριστικά το χωριό του κι αρχίζουν μέσα από τα βουνά του Καυκάσου την κάθοδο προς το Βατούμ και τελικά την προσφυγιά στην Ελλάδα.

Αυτά σε γενικές γραμμές περιλαμβάνουν τα «απομνημονεύματα» του Ιγνάτιου, όσα τουλάχιστον επιλέγει η συγγραφέας να παραθέσει στο βιβλίο. Με δασκαλίστικο τρόπο αναπλάθονται εμπειρίες και συμβάντα με χρονολογική τάξη, που έζησε και μαρτυρεί ο συγγραφέας. Το χαρακτηριστικό της μαρτυρίας του είναι -πράγμα παράδοξο για απομνημόνευμα- η συγκρατημένη υποκειμενικότητα και η έλλειψη της αυτοδικαιωτικής πρόθεσης. Πουθενά ο Ιγνάτιος δεν προσπαθεί να παρουσιάσει το παρελθόν με τρόπο που να εξαίρει την προσωπική του συμβολή στα γεγονότα ή γενικότερα να δικαιώνει και να μνημειώνει την προσωπικότητά του. Εντελώς σεμνά, λέει, πως όσα γράφει είναι για να δώσει «την ευκαιρία σ’ αυτούς που επιθυμούν να γνωρίσουν κάτι απ’ τη ζωή μου». Ας προσέξουμε σ’ αυτή την επιφυλακτική φράση δύο σημεία: α) «σ’ αυτούς που επιθυμούν», όχι σε όλους, όχι σε εκείνους που δεν έχουν διάθεση να χαλαστούν με την ανάγνωση της μαρτυρίας του, και β) «κάτι απ’ τη ζωή μου», όχι όλη μου τη ζωή, όχι όλα τα συμβάντα της ζωής μου. Ο Ιγνάτιος κρατάει πολλά στις σιωπές του κειμένου του που δεν είναι διατεθειμένος να τα μοιραστεί. Ωστόσο δίνει στην εγγονή του Άννα το τετράδιο με τα γραπτά του «παρ’ το! και θα βρεις εσύ τι θα το κάνεις».

Κι από αυτό το σημείο αρχίζει η περιπέτεια της πρόσληψης του απομνημονεύματος από την εγγονή του Άννα.

Τι σημαίνει για κείνη να κρατάει στα χέρια της τα γραπτά του παππού της;

Η ανάγνωση ως διαδικασία δεν υπάρχει ποτέ ως μια απλή συνάντηση ανάμεσα σε αυτά που υπάρχουν στο χαρτί και σε έναν αναγνώστη, δεν είναι μια μονόδρομη επικοινωνία όπου ο πομπός/συγγραφέας μεταδίδει στον δέκτη/αναγνώστη ένα «μήνυμα». Η ανάγνωση πάντα συμβαίνει με έναν αναγνώστη, ο οποίος προσλαμβάνει το κείμενο με βάση και τον δικό του ορίζοντα προσδοκιών και τον ευρύτερο ορίζοντα που περιλαμβάνει τις εμπειρίες ή την ιδεολογία του.

Η Άννα λοιπόν, βρίσκεται σε μια κατάσταση σύνθετης εμπλοκής με το κείμενο του Ιγνάτιου: είναι φορτισμένη με πλήθος συναισθηματικά στοιχεία από την στενή προσωπική σχέση με τον αγαπημένο της παππού Ιγνάτιο, είναι επηρεασμένη από τις συνομιλίες μαζί του, είναι συνδεδεμένη με τις νοσταλγικές αφηγήσεις της γιαγιάς της για την χαμένη πατρίδα, με την ποντιακή διάλεκτο που ακούει στο σπίτι της, με τις οικογενειακές παραδόσεις και τις εικόνες μιας μακρινής πατρίδας, με τη σιωπηλή στάση του πατέρα της, με τις σιωπές και την αυτολογοκρισία του παππού Ιγνάτιου ο οποίος για πολλά σημεία της ζωής του δεν ήθελε να μιλά, όπως π.χ. η πληροφορία την οποία της δίνει, μετά δυσκολίας, ότι είχε φυλακιστεί ως κομμουνιστής και ότι καταδότης ήταν το ίδιο του το κόμμα με το οποίο διαφώνησε.

Κι επιπλέον κουβαλά το δικό της φορτίο: είναι μια πολιτικοποιημένη γυναίκα, όπως οι περισσότεροι νέοι της μεταπολιτευτικής περιόδου, ανήκει στην ανανεωτική αριστερά κουβαλώντας τις «αξίες» και τις αδιαπραγμάτευτες «ορθότητες» της αριστεροσύνης και του φεμινισμού και επιπλέον, ως ψυχολόγος, είναι επηρεασμένη από το φροϋδικό δόγμα. Με μια τέτοια οικογενειακή, ιδεολογική και πολιτική σκευή, πώς να προσλαμβάνει τα γραπτά του παππού Ιγνάτιου;

Ο πόθος για την χαμένη πατρίδα της μοιάζει μεγαλοϊδεατισμός και σοβινισμός. Οι συχνές αναφορές του παππού στο «έθνος» της μυρίζουν εθνικισμό. Οι αναφορές στην «πατρίδα και μητέρα Ελλάδα», το θέμα της εκκλησίας και της θρησκείας και οι αναφορές του παππού στο «ομόθρησκο ρωσικό κράτος» της φαίνονται ως πεπαλαιωμένη εθνικοφροσύνη.

Η Άννα, αρχικά, αφήνει στην άκρη τα γραπτά του παππού. Της φαίνονται «λίγο σαν βιβλίο ιστορίας, και λίγο σαν σχολική έκθεση». Την ενοχλεί η μετριοπάθεια του κειμένου. Το δασκαλίστικο ύφος την ωθεί σε μια σχεδόν απορριπτική ή τουλάχιστο σε μια δυσκολία πρόσληψης των γραπτών του παππού της. Οι αντιστάσεις της είναι πολύ ισχυρές και βραχυκυκλώνεται από τον σκεπτικισμό αλλά και την αμηχανία.

Έως ότου, μια απρόβλεπτη συζήτηση της Άννας με μια Εβραία γενική γιατρό στη Γαλλία, ξεριζωμένη κι αυτή, τον Αύγουστο του 2015, λειτουργεί πάνω της προτρεπτικά: «Πρέπει να γράψετε για όλα αυτά» της λέει. Η επιθυμία της γραφής έχοντας ως βάση τις γραφές του παππού της (γραφή πάνω στη γραφή) αποτελεί μεγάλη πρόκληση για την Άννα που την γεμίζει φόβο και αμηχανία.

Αυτή μια γυναίκα, τρίτης γενιάς προσφύγων, τώρα μετανάστρια στη Γαλλία, πώς θα προσεγγίσει το κείμενο του παππού με όλες του τις ιδιομορφίες; Από ποια θέση να διαβάσει τα γραπτά του παππού Ιγνάτιου; Στην πραγματικότητα το ερώτημα στο οποίο βρίσκεται μαγκωμένη, δεν αφορά το κείμενο των απομνημονευμάτων καθεαυτό με την μετριοπάθεια και τις σιωπές του (άλλωστε η ύπαρξη κενών σε ένα κείμενο είναι η στοιχειώδης προϋπόθεση της συμμετοχής του αναγνώστη), όσο την δική της εσωτερική ανατροπή. Είναι δικό της πρόβλημα πλέον να αναθεωρήσει τη στάση της, να ανατρέψει τις προδιαμορφωμένες βεβαιότητες και μέσα από μια νέα ανάγνωση να διαμορφώσει μια άλλου τύπου πρόσληψη που να την καλύπτει συναισθηματικά και υπαρξιακά. Αρχίζει λοιπόν να διαβάζει τα γραπτά του παππού «αλλιώς» και να κατανοεί τη στάση και τον τρόπο γραφής του παππού της, ότι : «οι πρόσφυγες, όπως συμβαίνει συχνά στους τραυματισμένους ανθρώπους, δεν είναι μόνο θύματα των διωγμών αλλά και της σιωπής που τους επιβάλλεται από την επείγουσα για την επιβίωση διαδρομή τους». Έτσι κατανοεί και εκτιμά την τόλμη που απαιτείται για να γράψεις τα δεινά σου, αντί να τα παραχώσεις στη σιωπή.

Καθώς λοιπόν η Άννα, persona της Έλφης Κιλλαχίδου, προσλαμβάνει από μια νέα, διαφορετική αναγνωστική θέση το κείμενο του Ιγνάτιου, διαπιστώνει -πράγμα που την αφορά άμεσα - ότι οι πρόγονοι ζωντανεύουν, ότι ο διαχωρισμός ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον μοιάζει με αυταπάτη. Έτσι η κριτική ανάγνωση και η πρόσληψη των γραπτών του παππού Ιγνάτιου μετατρέπεται σε άσκηση αυτογνωσίας που βοηθά στην κατανόηση της ταυτότητάς της και τη θέση της στην πορεία της ζωής. Η ανάγνωση των κειμένων του παππού της μετατρέπεται σε μια πορεία εμβάθυνσης για την ίδια της την ύπαρξη.

Στο ερώτημα του τίτλου: «Τίνος παιδί είσαι εσύ;», η απάντησή της θα μπορούσε να είναι ότι «Όλοι είμαστε παιδιά δύο γονιών: της Σιωπής και της Μνήμης».

Θωμάς Ψύρρας

Λάρισα 8-6-2022

 

 

Η Έλφη Κιλλαχίδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, σπούδασε ιατρική στην Αθήνα και εν συνεχεία ψυχιατρική και παιδοψυχιατρική στο Παρίσι, όπου ζει και εργάζεται ως ψυχίατρος και ψυχαναλύτρια. Το 1990 άρχισε ψυχανάλυση µε τον Κορνήλιο Καστοριάδη και µετά τον θάνατό του συνέχισε µε τον Ζακ-Αλαίν Μίλλερ. Έχει δηµοσιεύσει άρθρα ψυχαναλυτικού και κλινικού περιεχοµένου στα γαλλικά και τα ελληνικά, καθώς και µεταφράσεις. Το 2015, εκδόθηκε η συλλογή διηγηµάτων της "Ισκαριώτισσα" από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου