Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

Θωμάς Κοροβίνης: '55, μυθιστόρημα, εκδόσεις Άγρα 2012

                           Μανίτσα μου τι μουχαμπέτι!..



Εξαρχής πρέπει να διευκρινίσω ότι ο συγγραφέας τυχαίνει να είναι φίλος καλός κι αγαπητός από τα φοιτητικά χρόνια.
Κι επομένως “φοβάμαι” ότι αυτή η φιλία θα εκφραστεί και ως μεροληπτική διάθεση προς το βιβλίο που θα παρουσιάσω.

Αλλά τέτοιος κίνδυνος πάντα υπάρχει, αν και συχνά η φοβία για την ενδεχόμενη κριτική επιείκεια μπορεί να οδηγήσει στο αντίθετο ακριβώς αποτέλεσμα: σε αυτοσυγκράτηση και εντέλει να φτάσω να αδικήσω το βιβλίο και το φίλο μου...

Αλλά ας αφήσω κατά μέρος τις δικές μου φοβίες...


Ο Θωμάς Κοροβίνης είναι μια μοναδική περίπτωση στα ελληνικά γράμματα. Είναι αυτό που λένε “πολυσχιδής προσωπικότητα”. Άνθρωπος ανήσυχος, με καλοπρόθετη εξωστρέφεια, ασίγαστος και με εκρηκτική δημιουργικότητα. Και βέβαια σαν όλους τους πραγματικά μεγάλους ανθρώπους είναι άνθρωπος διφυής και γεμάτος παράδοξες αντιφάσεις:


Ταυτόχρονα επαρχιώτης και αστός - γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μηχανιώνα, αλλά πνευματικά ανδρώθηκε στη μεταπολιτευτική Θεσσαλονίκη...


Από τη μια Σαλονικιός αλλά και Ρωμιός της Πόλης δεμένος με τους εναπομείναντες Ρωμιούς με μια στενή, αγαπητική σχέση. Πήγε στην Κωνσταντινούπολη το ’87 και δίδαξε στο Ζάππειο Παρθεναγωγείο για 8 χρόνια. “Η Πόλη είναι το χωριό μου” λέει. Οι δύο πόλεις τον σημάδεψαν.


Εξαιρετικός νεοελληνιστής και ταυτόχρονα άνθρωπος που γνωρίζει όσο ελάχιστοι την κουλτούρα της γείτονος ανατολής...


Άρχοντας με την παλιά πραγματική έννοια και την ίδια στιγμή ρεμπέτης, νυκτόβιος και μερακλής με την κάθε στιγμή της ζωής... Ένας συμποσιακός τύπος.


Ένας άνθρωπος που ξέρει να στέκεται μέσα στον λεγόμενο “καλό κόσμο” και ταυτόχρονα να κινείται στο κοινωνικό περιθώριο με όλον εκείνο το μωσαϊκό ανθρώπων που περιγράφει στο «Κανάλ Ντ’Αμούρ» – στη θρυλική «Σεχραζάντ», το μαγαζί του Πρόδρομου και της μάνας του της Στάσας.


Λόγιος, ερχόμενος κατευθείαν από τη μεγάλη θεσσαλονικιώτικη λογοτεχνική παράδοση (του Πεντζίκη, του Ηλία Πετρόπουλου και του Χριστιανόπουλου) και συνάμα λαϊκός μεγαλωμένος στο μικρόκοσμο του καφενείου-ταβέρνας που διατηρούσε ο πατέρας του έχοντας ως είδωλο τον Καζαντζίδη, την Μπέλλου, την Πόλυ Πάνου. Γι' αυτό κι όταν ρωτήθηκε ποια είναι η αγαπημένη του απασχόληση απάντησε: “Γράψιμο και σκάψιμο”.


Περιηγητής των ωραίων απολαύσεων και εγκαταβιεί ως αμαρτωλός που λέει :

"Αχ, ψυχή μου, όταν πεθάνω,

πέταξε σ’ άλλο κορμί,

να κερνάς ψωμί απ’ αγάπη

κι από έρωτα κρασί "                     
                                     "Της ψυχής"                                          

Αν αυτές οι ιδιότητες φαίνονται υπερβολικές μπορώ να δώσω αποδείξεις και τεκμήρια από τα έργα του που επιβεβαιώνουν το διφυές και την αντίφαση.


Δισκογραφία:

Από έβενο κι αχάτη

Φουζουλή: Λεϊλά και Μετζνούν

Τακίμια

Το Κελί.


Έγραψε τα βιβλία:

Τουρκικές παροιμίες.

Κανάλ ντ' Αμούρ, Αφήγημα για το ερωτικό περιθώριο της Θεσσαλονίκης του 80".

Τα πρόσωπα της Σωτηρίας Μπέλλου.

Φαχισέ Τσίκα, αφήγημα

Σκανδαλιστικές και βωμολοχικές ελληνικές παροιμίες.

Κωνσταντινούπολη – Λογοτεχνική ανθολογία, Τούρκοι ποιητές υμνούν την Κωνσταντινούπολη.

Ο Μάρκος στο χαρέμι - Ο Βαμβακάρης στο θέατρο σκιών: Κωμωδία σε τρεις πράξεις"

Το χτικιό της Άνω Τούμπας, – Αφήγημα

Τρία ζεϊμπέκικα και ένα ποίημα για τον Γιώργο Κούδα. - ποιητική σύνθεση

Οι ασίκηδες - Εισαγωγή και ανθολογία της τουρκικής λαϊκής ποίησης από τον 13ο αιώνα μέχρι σήμερα.

Οι Ζεϊμπέκοι της Μικράς Ασίας.ιστορική και λαογραφική μελέτη.

Αφιέρωμα στον Στέλιο Καζαντζίδη, Θεσσαλονίκη 2005 – Ρεπορτάζ – Στον αδελφό Γιώργο Ιωάννου πού λείπει 20 χρόνια στην καταπακτή.

Σμύρνη, μια πόλη στην λογοτεχνία

Όμορφη Νύχτα - Χρονογραφία - Μυθιστόρημα για 20 χρόνια λαϊκού τραγουδιού στη Θεσσαλονίκη (1985 - 2005)"

Ο Καραγκιόζης λαϊκός τραγουδιστής - Κωμωδία για το θέατρο και το θέατρο σκιών: Έργο αυστηρώς ακατάλληλο για ανηλίκους.

Ο γύρος του θανάτου, μυθιστόρημα (Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2011) που αναφέρεται στη ζωή του Αριστείδη Παγκρατίδη (1940-1968), που εκτελέστηκε ως ο Δράκος του Σέιχ Σου.

Το αγγελόκρουσμα – Η τελευταία νύχτα του κυρ-Αλέξανδρου. - πεζογράφημα τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.



Και τώρα το νέο του μυθιστόρημα από τις εκδόσεις Άγρα, το “55”.

Ο τίτλος κινεί το ενδιαφέρον. Ένας αριθμός: 55. Πρόκειται για μια χρονολογία, η οποία όμως παραπέμπει στη νύχτα της 6ης προς την 7η Σεπτεμβρίου του 1955. Με αφορμή την έκρηξη βόμβας στον κήπο του τουρκικού Προξενίου στη Θεσσαλονίκη (που είχε ως αποτέλεσμα να σπάσουν τα τζάμια στο διπλανό σπίτι του Κεμάλ), εξαπολύθηκε ο καθοδηγούμενος όχλος και επιτέθηκε με ανείπωτη αγριότητα στον ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης. Η βομβιστική ενέργεια ήταν μια καλοσχεδιασμένη προβοκάτσια που όπως αποδείχτηκε αργότερα είχε οργανωθεί από την ίδια την τουρκική κυβέρνηση του Μεντερές. Βέβαια αιτία ήταν η εξέλιξη του Κυπριακού ζητήματος.

Το σχέδιο είχε προετοιμαστεί με επιμέλεια από το Γραφείο Ειδικού Πολέμου. Είχαν στρατολογηθεί άτομα από την Ανατολία και την Ανατολική Θράκη, αστυνομικοί και στρατιώτες με πολιτικά που εφοδιάστηκαν με ρόπαλα, βενζίνη και δυναμίτιδα και τους δόθηκαν κατάλογοι με συγκεκριμένους στόχους ενώ σημαδεύτηκαν την τελευταία στιγμή τα ελληνικά κτήρια.

Μόλις δόθηκε το σύνθημα, στις 5.30 το απόγευμα, άρχισαν οι επιθέσεις εναντίον των Ελλήνων στην ευρωπαϊκή και στην ασιατική πλευρά της πόλης.

Μέσα σε δέκα ώρες καταστράφηκαν εντελώς 1004 σπίτια ενώ 25000 σπίτια υπέστησαν σοβαρότατες ζημιές, λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν 448 καταστήματα, 27 φαρμακεία, 26 σχολεία, 5 πολιτιστικοί σύλλογοι, οι εγκαταστάσεις τριών εφημερίδων, 12 ξενοδοχεία, 11 κλινικές, 21 εργοστάσια, 110 ζαχαροπλαστεία και εστιατόρια, 73 εκκλησίες, ενώ συλλήθηκαν πολλοί τάφοι σε ελληνικά νεκροταφεία, καθώς και οι τάφοι των πατριαρχών στο Βαλουκλή. Λεηλασίες, λαφυραγωγήσεις βιασμοί και φόνοι.

Μέσα σε 10 ώρες καταστράφηκε παντελώς η ελληνική οικονομική δραστηριότητα και διαλύθηκε η ελληνική κοινότητα. Από τα 100.000 μέλη που αριθμούσε η ελληνική κοινότητα η οποία μετά τη μικρασιατική καταστροφή είχε καταφέρει να ανασυνταχτεί και μάλιστα να γνωρίσει και άνθηση τελικά συρρικνώθηκε σε 2000 που ζουν σήμερα στην Πόλη.


Ας περάσουμε στο αφήγημα.

Ο Κοροβίνης καταφεύγει στο τέχνασμα του χειρόγραφου. Κατασκευάζει ένα ανεψιό οποίος μετά το θάνατο της κυρίας Μαρίκας Σεφέρογλου κληρονομεί και τα χειρόγραφα απομνημονεύματά “της”.

Η κυρία Μαρίκα Σεφέρογλου, γόνος σημαντικής οικογένειας της Πόλης, γεννήθηκε το 1900 και είναι μια Πολίτισσα που ζει την ακμή του Ελληνισμού του περασμένου αιώνα... Έμενε στα Ταταύλα, μια συνοικία της Πόλης που οι Τούρκοι αργότερα μετονόμασαν σε Κουρτουλούς. Αποφοίτησε από το Ζάππειο Παρθεναγωγείο, εργάστηκε ως δασκάλα στο δημοτικό σχολείο του Καντίκιοϊ επί 40 χρόνια, αναλαμβάνοντας κάποια στιγμή και τη διεύθυνσή του. Μορφωμένη και λογία αλλά ταυτόχρονα μια γυναίκα λαϊκή με φλογερό ερωτικό ταμπεραμέντο που επέλεξε να ζήσει μόνη αλλά ποτέ ανέραστη. Η Μαρίκα Σεφέρογλου είναι μια δυναμική γυναίκα που ζει σε δύο κόσμους, στον αστικό κόσμο της Πόλης και στο περιθώριο της Πόλης (πράγμα που διευκολύνει τον Κοροβίνη να κινηθεί σε όλο το κοινωνικό εύρος της Πόλης). Η κυρία Μαρίκα Σεφέρογλου θα δει στα γεγονότα του '55 το σπίτι της να τυλίγεται στις φλόγες και μετά υπομένει τον χαμό του αδελφού της. Ωστόσο η Μαρίκα δεν θα αποβάλει ούτε στιγμή το πανίσχυρο ζωικό της ένστικτο και τη θαυμαστή της δύναμη για επιβίωση.


Στα “χειρόγραφά” της, με αξιοσημείωτη τόλμη, ιστορεί σε πρώτο πρόσωπο τη ζωή της που είναι στενά συνυφασμένη με την Πόλη της που τη λατρεύει. Η εξομολόγησή της προς κάποιον απρόσωπο αποδέκτη («μάνα» και «μανίτσα μου») - δεν μπορεί να τη βγάλει πουθενά - αλλά την βοηθάει να ανακουφιστεί από τα δικά της ντέρτια δημιουργώντας ένα ατέλειωτο, οδυνηρό και βαθιά ανθρώπινο «μουχαμπέτι» τετρακοσίων σελίδων! Εμείς ακούμε να μιλά (και πως μιλά!) μια Ρωμιά του καιρού της ακμής της Πόλης που ζει την κατάρρευση της ρωμιοσύνης.


Οι μνήμες της είναι το κυρίαρχο στοιχείο της αφήγησης. Η ατέρμονη «ανάγνωση της –προπαντός λαβωμένης– μνήμης» πάει πίσω-μπρος και με διαρκείς παρεκβάσεις. Έτσι οι μικρές ιστορίες της ζωής της και των δικών της ανθρώπων συνυφαίνονται με την ιστορία της Πόλης και συγκροτούν μια ελεγεία για την χαμένη ακμή της ομογένειας και την απώλεια του ελληνικού χαρακτήρα της πόλης. Τα σπαράγματα της μνήμης της συγκροτούν ιντερμέδια στοιχειωμένα από τα ανεπούλωτα τραύματα. Το συνταρακτικό '55 που αποτελεί το επώδυνο βίωμα της αφήγησης γύρω από το οποίο περιστρέφεται η αφήγηση.


Η Μαρίκα Σεφέρογλου με την αφήγησή της να προσπαθήσει να κατανοήσει το ακατανόητο. Θα προσπαθήσει να δώσει απάντηση για την παράλογη βία της Ιστορίας, αλλά και για το πως τα βιωμένα γεγονότα παραμορφώνουν την πραγματικότητα. Οι Τούρκοι δεν είναι πάντα ο «εχθρός». Δεν παύει να αποζητά δικαιοσύνη («Δικαιοσύνη ζητώ, δικαιοσύνη.» σ. 211 ή «Τανρί βαρ» = Υπάρχει θεός!) αν και αναρωτιέται : «μα τι ωφελεί ο αναχρονιστικός καταλογισμός ευθυνών;» (σ. 35).


Κι ενώ στιγματίζει και την αδιαφορία του νεοελληνικού κράτους διατηρεί σταθερή την ελπίδα ότι τα χρόνια θα γυρίσουν πίσω και η ελληνική ομογένεια θα ανθήσει στην Πόλη.


Τελικά τι ακριβώς είναι ετούτο το βιβλίο;

Μυθιστόρημα ανθρωπογεωγραφίας : καταγράφει την ανθρωπογεωγραφική ταυτότητα της Πόλης του περασμένου αιώνα, την πολυφυλετική και πολύγλωσση, το μωσαϊκό γλωσσών, πολιτισμών και νοοτροπιών. Οι ιστορικές και λαογραφικές πληροφορίες πλήθος: για την αρχιτεκτονική, την ποίηση, το τραγούδι, τη γαστρονομία, τα παζάρια και τους περίπατους της Πόλης, το Καραγκιόζη, τον καφέ και το κάπνισμα, για τους μάγκες, τις πόρνες, τυς χασισοπότες, τους Τσιγγάνους, τους ζητιάνους τους φραγκολεβαντίνους, την ελληνική παροικία και την οργάνωσή της. Και Βέβαια αναφέρεται στην εκρηκτική συνύπαρξη των εθνοτήτων, στις σχέσεις ανάμεσα στους Έλληνες και τις άλλες μειονότητες.


Μυθιστόρημα πόλης : εφόσον καταγράφει το μητροπολιτικό βίωμα και η πόλη συμμετέχει στο αφήγημα ως ζωντανός οργανισμός (δημιουργεί το μύθο, παράγει τα γεγονότα, καθορίζει τις συμπεριφορές και την πλοκή).


Αυτοβιογραφικό χρονικό: αφού περιέχει “προσωπικές” καταγραφές «κάτι από ημερολόγια», «απομνημονεύματα να τα πω;» ή καλύτερα «μεγάλο λαϊκό μυθιστόρημα που τρέχει μέσα στα χρόνια και φωτίζει με τον φακό του μπρος πίσω πολλά σκοτεινά και απόκρυφα» .


Ας μην μπλέξουμε με φιλολογικούς καθορισμούς. Είναι ένα λαϊκό μυθιστόρημα το οποίο με όπλο την επεξεργασμένη γλώσσα, με το πολίτικο ιδίωμα, δημιουργεί ένα γοητευτικό κείμενο.



ΘΩΜΑΣ ΨύΡΡΑΣ
παρουσίαση στην Αγιά της Λάρισας 
Καλοκαίρι 2013


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου