Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

Κώστας Ακρίβος: “Αλλάζει πουκάμισο το φίδι”

                                                                        ή
                                “Αυτός είναι ένας άλλος τόπος με ανθρώπους άλλης φυλής”;

Θα ξεκινήσω ανάποδα: από το οπισθόφυλλο του βιβλίου του Κώστα Ακρίβου (και να σημειώσω ότι σπάνια σημείωμα οπισθόφυλλου είναι τόσο κατατοπιστικό).

Στο οπισθόφυλλο διαβάζουμε ότι το βιβλίο είναι «μυθιστόρημα φτιαγμένο από τα υλικά του χρονικού, της αυτοβιογραφίας, του οδοιπορικού, των απομνημονευμάτων και της μαρτυρίας», και της μυθοπλασίας θα πρόσθετα. Μη σας κάνει εντύπωση: το μυθιστόρημα σε αντίθεση με άλλα είδη είναι παμφάγο και χωράει χωνεύοντας τα πάντα. Κάποιος χαρακτήρισε το είδος του μυθιστορήματος ως το «σκουπιδοτενεκέ» των γραμματειακών ειδών. Είναι κοινή αλήθεια παρά την υπερβολή.

Στο οπισθόφυλλο επίσης τίθεται το εναρκτικό ερώτημα “Είμαι τυχερός ή όχι που γεννήθηκα Έλληνας;” που καθοδηγεί το μυθιστόρημα ως βασική γραμμή αναζήτησης. Το επισημαίνω, αλλά προσώρας το προσπερνώ γιατί θα μας απασχολήσει αργότερα.

Το μυθιστόρημα τώρα.
Έτος 2009. Η κρίση έχει ξεκινήσει. Εμείς βέβαια δεν ξέραμε πόσο θα κρατήσει. Ο αφηγητής/συγγραφέας – ο οποίος διάγει περίοδο συγγραφικής αφλογιστίας και αναζητά το θέμα για το επόμενο βιβλίο του - βρίσκεται σε ένα χαμάμ στην Αδριανούπολη, την Εντιρνέ των Τούρκων, όπου αποκαλύπτει στον Τούρκο χαμαμτζή ότι είναι Έλληνας. Εκείνος αντί για άλλη απάντηση του λέει: «Μάι φρεντ… Γιουνανιστάν καπούτ, φαλιμέντο! … Γιουνάν φακίρ φουκαρά…Γιοκσούλ, γιοκσούλ!...». Κακόμοιροι Έλληνες φουκαράδες!...

Η αντίδραση του Τούρκου λειτουργεί ως έναυσμα για στοχασμό και ενδοσκόπηση. Όταν ο αφηγητής /συγγραφέας πλέον επιστρέφει στο Βόλο, εκεί στα τσίπουρα στο Μουράγιο, συζητάει το συμβάν με τον επιστήθιο φίλο του τον επονομαζόμενο Τσιρίλο. Στο όγδοο εικοσιπενταράκι ο αφηγητής/συγγραφέας αναλύει ότι είμαστε ένας λαός με παρελθόν, παρόν και κυρίως με μέλλον παρά τα ζοφερά που ζούμε τώρα. Ο Τσιρίλο τον αιφνιδιάζει «Πάει, δικέ μου, η Ελλάδα που ήξερες. Ξόφλησε!»… «Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην τον έχει χαλάσει ο καταναλωτισμός», και συνεχίζει το κατεβατό για τους γεωργούς που ξερίζωσαν τις ελιές για να πάρουν επιδοτήσεις, για τις μίζες, τα λαδώματα, τα αυθαίρετα, το λουλουδοπόλεμο στα σκυλάδικα, «τις μανάδες που έτρεχαν να πάρουν απ’ την κάθε Τζούλια αυτόγραφο για τις κόρες τους»…Και τελειώνει : «Φως φανάρι, πάμε ντογρού για διάλυση, για καταστροφή. Δεν θα σωθούμε γιατί δεν αξίζει να σωθούμε». «Το λάιφ στάιλ θα γίνει ο νεκροθάφτης μας».
Η διαφωνία του αφηγητή με τον Τσιρίλο είναι απόλυτη και λειτουργεί ως καταλύτης για την απόφαση του αφηγητή να επισκεφτεί πολλά μέρη της Ελλάδας για να ανακαλύψει ανθρώπους γνήσιους και σωστούς που θα αποδεικνύουν ότι ο αφηγητής είχε δίκιο κι όχι ο Τσιρίλο.

Από κει κι έπειτα αρχίζουν τα οδοιπορικά με στόχο την αναζήτηση των στοιχείων εκείνων που μας κάνουν περήφανους επειδή είμαστε Έλληνες. Συναντήσεις με τόπους και ανθρώπους ζώντες τε και τεθνεώτες, αλλά και με βιβλία, με μουσικές, με γεύσεις, με εικόνες… Ενδεικτικά απαριθμώ πορείες συναντήσεις και «συναντήσεις»:
Στη Σαλονίκη η Εβντοκία από το Μέλνικ της Βουλγαρίας, το δικό μας Μελένικο, της άμεσης Δημοκρατίας και του χυμένου σαν αίμα κόκκινου κρασιού μιας πόλης που ξεψυχούσε στις 5 Αυγούστου του 1913· ο Στρατής Δούκας κι ο Νικόλας Καζάκογλου στο Στουπί · ο Αλέκος στη Λευκίμη της Κέρκυρας · η Γαλάτεια και το παιδί της στο νησάκι των Ιωαννίνων · στον Ιρενί Τεκέ στ’ Ασπρόγεια των Φαρσάλων «συναντά» τους Μπεκτασήδες· στα Άγραφα, ψηλά στη Νιάλα, στο διπλό μνημείο εις μνήμη των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού και των στρατιωτών του κυβερνητικού στρατού που έγραψε γι’ αυτούς ο Δημήτρης Χατζής στους Ανυπεράσπιστους · ο μπαρμπα-Λάμπρος στη Γρανίτσα το χωριό του Στέφανου Γρανίτσα · στο μοναστήρι της Ζάβορδας όπου συναντά σε μια σκήτη τον συμμαθητή του Σωτήρη, τώρα πατέρα Μόδεστο, ο οποίος τελεί όρκο σιωπής · ο νεαρός Γαβρίλης στην Καλαμάτα δεκαεξάχρονος που γράφει λογοτεχνία · στις Αμύκλες όπου συναντά το Διονύση παλιό συνδικαλιστή της ΠΠΣΠ στα φοιτητικά αμφιθέατρα τώρα παθιασμένο με την αρχαιότητα και το «ένδοξο παρελθόν» · ο παπά Οδυσσέας στην Πλατιάνα· στην Τρίπολη του Θανάση Βαλτινού · στη Βυτίνα του γιατρού Παναγιώτη Ποταγού του μεγαλύτερου ταξιδευτή και συγγραφέα των πολύτιμων «Περιηγήσεων» · στο Ναύπλιο στη φυλακή του Κολοκοτρώνη αλλά και του ξεχασμένου Παλαμήδη του αρχαίου βασιλιά του · στην Αίγινα κι από κει στη νότια Εύβοια στο πανηγύρι στο Παραδείσι όπου σαγηνεύεται από τον βιολιστή και φιλόσοφο Μπίλιωση1 · ένα παρέμβλητο ταξίδι στην Κίνα κι έπειτα πίσω στο Φιλώτι της Νάξου στο ξακουστό «πανηγύρι τση Παναγιάς τση Φιλιώτισσας» · η πορεία στο μονοπάτι Πέρσαινα - Φολόη στην Ηλεία, στο Κούμανι όπου και το φιδοπουκάμισο (262) · στη Σύρο στη συνάντηση των λαϊκών πνευστών όπου οι τζιώτες παίζουν τζαμπούνα και τουμπί και τραγουδούν: «Δολάρια δεν θέλω, πώς να σου το πω/ κάλια ψωμί κρεμμύδι κι εκείνον π’ αγαπώ», και η συνάντηση με τον ελληνονορβηγό Ούλαφ Δημήτρη Ρόε πρωτεργάτη της συνάντησης· στην Αθήνα στην οδό Ισαύρων όπου συναντά τον ογδοντάχρονο γέρο από την Πρεμετή που δεν έγινε πληροφοριοδότης στο καθεστώς του Εμβέρ· στην Πνύκα και την Ακρόπολη· στο σχολείο οι μαθητές του και ο Σπάρτακ-Χρήστος μαθητής εξ Αλβανίας· στο ψάρεμα στο Ψαθί με τον Αργύρη στους τόπους του Αλφόνς Χοχάουζερ· στο παλαιοβιβλιοπωλείο Φάρος με τους πορτολάνους και τον κύριο Ευάγγελο· στα Ζαγοροχώρια συντροφιά με το βιβλίο του Σταύρου Ζουμπουλάκη…

Και εκτός από τα οδοιπορικά, αναφορές σε βιβλία και σε ήχους2 : Ρέημοντα Κάρβερ, Στρατής Δούκας, Δημήτρης Χατζής, Στέφανος Γρανίτσας, Φώτης Κόντογλου, Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ, Τζόναθαν Κόου, Νίκος Καχτίτσης, Θανάσης Βαλτινός, Ράλλης Κοψίδης, Βασίλης Πλάτανος, Πάτρικ λη Φέρμορ, ο Χρήστος Τσολάκης, ο Γιόζεφ Ροτ, ο Μιχαήλ Μπουλγκάκωφ, ο Γιάννης Μπεράτης, ο Γιοβάν Τσαούς που τραγούδησε τους «Πέντε μάγκες του Περαία», ο βιολιστής Μπίλιωσης, οι τζαμπούνες, ο Πορτοκάλογλου κι ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, η Πόλυ Πάνου, Χένρι Μέλβιλ, Μάρκ Τουέιν, ο Στρατής Μυριβήλης , ο Σεφέρης, ο Χουάν Ρούλφο, ο Λόρενς Ντάρελ, ο Παπαδιαμάντης…

Στη ροή ενός άμεσου ιστορικού χρόνου που ορίζεται με το βάθεμα της κρίσης και τις απελπισμένες κινήσεις λαού και πολιτικής ηγεσίας να βρουν ο καθείς με τον τρόπο του αντίδραση
απέναντι στη λαίλαπα που σαρώνει την Ελλάδα ο αφηγητής επιλέγει τα “κρίσιμα” γεγονότα: Γιουροβίζιον, Θρύλος-Μπορούσια Ντόρτμουντ 3-1 («έτσι κουρεύει ο Πειραιάς»!) , οι εκλογές και ξανά οι εκλογές, η Χρυσή Αυγή, η πρόκριση της εθνικής στο Euro 2012, η ήττα της εθνικής από τους Γερμανούς στο Euro 2012, τα δημοσιεύματα του Σπήγκελ για την ελληνική χρεωκοπία, οι δηλώσεις του Πώλ Κρούγκμαν , ο Ντανιέλ κον Μπεντίτ, οι υποθήκες του Γεώργιου Αλέξανδρου Μαγκάκη 3, η αγωνία του εβδομηντάχρονου Μήτσου τσοπάνου στην Αλικόπετρα που είχε τρεις μέρες να δει τηλεόραση και ρώτησε εν αγωνία τον οδοιπόρο «κλείδωσε το πακέτο;»…

Το πλήθος αυτών των στοιχείων συναρμόζεται οργανικά και σχηματίζει ένα συμπαγές αφηγηματικό όλον (μέγα επίτευγμα του συγγραφέα) που δείχνει και την ωρίμαση της μυθοπλαστικής του ικανότητας. Βεβαίως αντιλαμβάνεσθε πόσο δύσκολο εγχείρημα είναι να αποτυπωθεί η ελληνική κρίση τη στιγμή που ακόμα τρέχει κι αλλάζει τα πάντα γύρω μας. Η λογοτεχνία βιάζεται και διακινδυνεύει. Δε γίνεται αλλιώς!..

Ανοίγω παρένθεση: Εκείνο που ξέφυγε του Ακρίβου είναι ότι δεν αξιώθηκε να γνωρίσει τον Αλέκο Ζούκα να τον ακούσει να παίζει μπουζούκι και να τραγουδά όπως μόνο εκείνος ήξερε στα τόσα βράδυα έως το πρωί και να ακούει την επιτομή του βιβλίου του για τα ωραία και τα άδικα του κόσμου τούτου. Θα του δώσω το «Στη Χίο» για να δει πως πριν απ’ αυτόν υπήρξε κι ένας άλλος δικός μας που εστοχάσθη ότι το ταξίδι είναι δρόμος ελευθερίας και αυτογνωσίας.4 Κλείνει η παρένθεση.

Κι έρχομαι στο εναρκτικό ερώτημα που διατρέχει το μυθιστόρημα την εποχή της κρίσης:
Είμαι τυχερός ή όχι που γεννήθηκα Έλληνας;…

Το ερώτημα είναι χαρακτηριστικό της νεοελληνικής αμφιθυμίας. Ο έλληνας είναι εκείνος που τη μια στιγμή λέει ότι είμαστε «κωλοέλληνες»5 και «κοπρολαός» και την άλλη ότι είμαστε «έθνος ανάδελφον»6, περιούσιος λαός που δώσαμε τα φώτα στον κόσμο όταν «οι άλλοι τρώγαν βελανίδια»7 κι ότι «δεν χρωστάμε σε κανέναν αλλά ότι όλοι οι άλλοι μας χρωστούν τα πάντα». Η αμφιθυμία, είναι χαρακτηριστική των λεγόμενων λαών με αυτοκρατορικό παρελθόν οι οποίοι στην πορεία της ιστορίας ξέπεσαν. Αυτό επηρεάζει το περιεχόμενο της συνείδησης και την διαφοροποιεί από την ταυτότητα. Να το πω αλλιώς: η συνείδηση (τι είμαι) διαφοροποιείται από την εθνική ταυτότητα (ποιοι είμαστε). Το χάσμα λοιπόν ανάμεσα στη συνείδηση που διαμορφώνεται κυρίως μέσα από στοιχεία του καθ’ ημέραν βίου (που είναι απογοητευτικά), και, την ταυτότητα που διαμορφώνεται από εθνικούς μύθους, ιδεολογήματα και μακροϊστορικά δεδομένα (που είναι επηρμένα και μεγαλοπρεπή) είναι αγεφύρωτο. Σε περιόδους κρίσης λοιπόν το χάσμα ενεργοποιείται γιατί τότε τα άτομα ή οι συλλογικότητες προσπαθούν να επαναπροσδιορίσουν τη συνύπαρξη συνείδησης και ταυτότητας επιζητώντας να βρούν στοιχεία που να την επιβεβαιώνουν και να γεφυρώνουν το χάσμα ώστε η συνείδηση να λειτουργήσει ως ταυτότητα. Αυτό έχει συμβεί ήδη τη δεκαετία του 30 με την περιώνυμη γενιά του 30 με αμφίβολα αποτελέσματα. 8 Τα στοιχεία αυτά ορίζονται ως στοιχεία ελληνικότητας και συναθροίζονται στην εθνική μας ιδιοπροσωπία. Σε μια περίοδο κρίσης λοιπόν αυτά τα στοιχεία τίθενται σε αμφιβολία και τίθενται υπο έρευνα για να αντικατασταθούν από άλλα τα οποία θα γεφυρώσουν το χάσμα συνείδησης και ταυτότητας.

Αλλά ας δούμε τι είναι μια κοινωνική κρίση.
Η κρίση είναι το μεσοδιάστημα ανάμεσα σε δύο παγιωμένες κοινωνικές μορφές στο οποίο παύουν να ισχύουν οι βεβαιότητες και συνυπάρχουν αντιφατικές αξίες έτσι ώστε τα άτομα και οι ομάδες να μην μπορούν να ξεχωρίσουν το καλό από το κακό, το πρέπον από το μη πρέπον, το σωστό από το λάθος, το σημαντικό από το ασήμαντο κλπ κι επομένως να μην μπορούν να προχωρήσουν σε επιλογές αφού πλέον δεν υπάρχουν σταθερές και κανονικότητες. Συμπεριφορές που πριν ήταν αποδεκτές, τώρα αποδεικνύονται ανεπαρκείς, ηθικές νόρμες και κοινωνικές συμβάσεις καθίστανται δυσλειτουργικές.
Η κρίση δεν γεννιέται αυτόματα. Είναι φαινόμενο πολυαιτιακό στο οποίο συνυπάρχουν και αλληλοεπικαλύπτονται πρότερες επιλογές, κατεστημένες δυνάμεις, πολιτικές αποφάσεις, συλλογικές νοοτροπίες αλλά και τυχαιότητες και δυνάμεις που σχετίζονται με την τεχνολογική εξέλιξη και τις επιβολές της στον τρόπο ζωής. Ποτέ μια κρίση δεν ενσκήπτει από μόνη της κι απρόσμενα εντελώς. Αναζητούμε τις αιτίες στο ιστορικό παρελθόν, πρόσφατο και παλαιότερο, και προσπαθούμε εν μέσω της αβεβαιότητας να δώσουμε απάντηση στα “γιατί” και να επινοήσουμε μεθόδους υπέρβασης και λύσης.

Όταν λοιπόν ο αφηγητής θέτει το ερώτημα: “είμαι τυχερός ή όχι που γεννήθηκα Έλληνας;” εν μέσω κρίσης ουσιαστικά βαδίζει σε έδαφος επικίνδυνο και αβέβαιο.
Σε μια περίοδο που κυριαρχεί η ιδεολογία του εθνικολαϊκισμού, το ερώτημα αποκτά «επικίνδυνο» περιεχόμενο που θα μπορούσε να μετατρέψει το μυθιστόρημα σε μια ανούσια αναζήτηση των στοιχείων της ελληνικότητας επαναβεβαιώνοντας γνωστές “παλιές καλές αξίες”.
Γιατί εάν η αναζήτηση του ταξιδευτή αφηγητή καταλήξει στη διαπίστωση ότι “προϋπόθεση για τη διέξοδο από τη σημερινή κρίση είναι να ξαναβρούμε τις χαμένες θεμελιώδεις αξίες»9 , ουσιαστικά βυθιζόμαστε σε μια χοάνη του παρελθόντος εξίσου αδιέξοδη με την τωρινή αβεβαιότητα. Γυρνάμε στην ελληνικότητα της γενιάς του '30 ή και χειρότερα σε ένα παρελθοντικό εθνοκεντρισμό τύπου Ίωνος Δραγούμη και Περικλή Γιαννόπουλου (και θα μιλάμε για έθνος ανάδελφον, για περιούσιο λαό και ανώτερο ελληνικό πολιτισμό και για γλώσσα μοναδική και ευλογημένη από τους θεούς κλπ)

Το ζήτημα λοιπόν είναι τί ακριβώς αναζητά ο αφηγητής. Γιατί η αναζήτηση δεν είναι γενικά ένα ψαχούλεμα κι ό,τι τύχει... Η αναζήτηση διενεργείται με εκ των προτέρων διαμορφωμένα κριτήρια ώστε να μπορεί ο αφηγητής να γραδάρει πρόσωπα και καταστάσεις. Γιατί το τελικό ζητούμενο είναι ποια στοιχεία θα απομείνουν από τα παλιά και ποιες αξίες θα ανασυντεθούν σε ένα κόσμο που αλλάζει. Άρα η σύνθεση νέων αξιών βρίσκεται μπροστά μας ως πιεστικό πρόταγμα. Και δεν είναι διόλου εύκολο να απαντηθεί.
Γιαυτό χαρακτήρισα την αναζήτηση της “πραγματικής Ελλάδας” εν μέσω της κρίσης ιδεολογικά επικίνδυνη.
Είναι όμως και αφηγηματικά επικίνδυνη. Γιατί -πρώτον- είναι δυσχερής η ερμηνεία ενός κοινωνικού φαινομένου ενόσω αυτό εξελίσσεται και είναι εύκολο να μετακυλήσει η αφήγηση σε κοινοτοπίες, συναισθηματισμούς, παρηγορητικούς λόγους, ηθικολογίες, πολιτικολογίες και υπερβολές διαλύοντας την ανοχή του αναγνώστη. Και -δεύτερον- ο αφηγητής, αναζητητής αξιών, δεν λειτουργεί ως κοινωνικός ανθρωπολόγος10 δηλαδή ως ένας παρατηρητής που διερευνά, αλλά ως συμμέτοχος και υφιστάμενος την κρίση που συμπάσχει και επομένως διαθέτει “περιορισμένη” οπτική γωνία στη θέαση της μεταβαλλόμενης πραγματικότητας.
Ο αφηγητής του μυθιστορήματος αναζητώντας γνήσιους ανθρώπους αναδεικνύει ως αξία την απομάκρυνση από τον καταναλωτισμό, την ανεκτικότητα, την επιθυμία συνεννόησης, την αγάπη για τη φύση, τη σχέση μας με το νόμο και την ηθική. Γι' αυτό από το βιβλίο θα παρελάσουν παπάδες, αγρότες, δάσκαλοι, τυραγνισμένες ψυχές, λαϊκοί οργανοπαίχτες, θεοσεβείς λόγιοι, πλάνητες ταξιδευτές11, πατριώτες... Και βέβαια σε όλη τη διαδρομή θα μας ακολουθεί πίσω από το λόγο του Ακρίβου η βαριά σκιά του Στρατή Δούκα, του Γιάννη Μπεράτη και του Δημήτρη Χατζή. Κληρονομιές σφυρήλατες και δοκιμασμένες...

Δεν ξέρω αν φτάνουν αυτά να ξεπεράσουμε την κρίση. Πάντως -δεν θα αποκαλύψω το τέλος του βιβλίου- προτείνεται μία λύση που σχετίζεται με την παραγωγή, τη δημιουργικότητα, την αγάπη και το σεβασμό στη φύση και τις προσπάθειες των νέων ανθρώπων που θα βγουν σφυρηλατημένοι από τούτη τη δοκιμασία. Αισιόδοξο μήνυμα!

Και πριν τελειώσω, να μην παραλείψω την αναφορά στον τίτλο του μυθιστορήματος:
Ο τίτλος «Αλλάζει πουκάμισο το φίδι» είναι διαπιστωτικός και καταφατικός (αφού λείπει το ερωτηματικό), όμως η δομή του (ρήμα - αντικείμενο – υποκείμενο) υπονοεί ένα πιθανό αρνητικό ερώτημα (αλλάζει;… δεν αλλάζει.) Ο επιτονισμός κατά την ανάγνωση καθορίζει τελικά αν θα προσχωρήσουμε στην μία ή την άλλη ανάγνωση. Πάντως επισημαίνω αυτή τη διπλή δυνατότητα επιτονισμού γιατί η υιοθέτηση της μίας ή της άλλης –αφού κάποιος διαβάσει το μυθιστόρημα κι επανέλθει στον τίτλο- ισοδυναμεί με μία αναγνωστική απάντηση στο ερώτημα του βιβλίου: αν “μπορεί να αλλάξει” ή “να μην αλλάξει”.

Βεβαίως η συμβολική του τίτλου αφορά την ανανέωση. Το φίδι για να απεκδυθεί το παλιό του δέρμα συστρέφεται και τρίβεται στις πέτρες, κι όταν αλλάζει το πουκάμισό του είναι σαν να ξανανιώνει. Πρόκειται για μια επώδυνη διαδικασία. Κατ’ αναλογία για να αποβάλει κάποιος το παλιό και το άχρηστο, σε προσωπικό ή σε συλλογικό επίπεδο, πρέπει να ενεργήσει σαν τον «φρόνιμο όφι» : να υποστεί την επώδυνη δοκιμασία της αλλαγής ώστε να αναγεννηθεί. Εντέλει η ωρίμαση ενός λαού ή ενός ανθρώπου προϋποθέτει μια επώδυνη δοκιμασία για να απεκδυθεί το παλαιό και να ενδυθεί το νέο.
ΘΩΜΑΣ ΨύΡΡΑΣ
Αθήνα 20-11-2013


1 Ο Μπίλιωσης στο Παραδείσι Ευβοίας το 2010. Ακούστε τον! http://www.youtube.com/watch?v=-HPtigDVWXE

2 Στο κείμενο γίνεται ρητή αναφορά σε 38 τραγούδια και μουσικές. Μπορείτε να τα ακούσετε συγκεντρωμένα στο http://www.youtube.com/playlist?list=PLuEel4_zlZHex1WWbblaMGI55KhzgR0tT

3 Συμπλήρωμα σ' αυτές τις γκρίζες σκέψεις ήρθε εκείνες τις μέρες η είδηση για το θάνατο του Γεωργίου-Αλέξανδρου Μαγκάκη, ιδίως η σημείωση που είχε γράψει στο ημερολόγιό του: “η ζωή πάνω στο νήμα. Σαλπάρω ήρεμος για τον άλλο κόσμο. Αυτή που αφήνω πίσω μου, σίγουρα δεν είναι πια η Ελλάδα μου. Αυτός είναι ένας άλλος τόπος, με ανθρώπους άλλης φυλής. Δεν με αφορούν. Τι θέλω εγώ ανάμεσ'ά τους; Νά'στε όλοι καλά.”

 4 Αλέκος Δ. Ζούκας, “Στη Χίο με τον Anatol de Meibohm”, εκδ. Φαρφουλάς 2012


5 Τίτλος τραγουδιού του Διονύση Σαββόπουλου, (1989)
“Μελαμψές φυλές / κοντοπόδαρες, / Σειλινοί του κράτους / που ξερνάει και να `τους, / τσιφτετέλληνες / με γονείς ληστές / των συντρόφων τους θύτες / για αμνηστία αλήτες / τώρα διοικητές. / Κράτος ασυστόλων / και πεσμένων κώλων / κωλοέλληνες.
Η χάρτα αυτού του κράτους κρύβει απάτη/ που φτάνει στον γνωστό αγριορωμιό / στο ντάτσουν μιας φυλής που ζει φευγάτη / απ`ό,τι Ελληνικό στον κόσμο αυτό.
Κωλοέλληνες/ μασκαρλίκια δες / στο Άλφα της Αξίας / της Αρχής της Μίας / λουτροκαμπινές./ Τιμωρός καιρός / πέντε αιώνες δύσης / εθνικής θα ζήσεις / από δω και μπρος / με αγγλικές αλφαβήτες / μαλλιαροί μου Ελλαδίτες / θλιβερές μου πορδές.
Πνεύμα αλήτικο / Ελλαδίτικο / σε μικρά Ασία, / Κύπρο, Λευκωσία / Βόρειο Ήπειρο.
Δεν ακούει κανείς / στο χειρότερο / του Ελληνισμού κομμάτι / στην Ελλάδα ζούμε.
Μια φάουσα καταπίνει τον αέρα, / τη θάλασσα, την πόλη, το ιερό,/ πλημμύρισε σκουλίκια η μητέρα / το ρόδο καταγής βγάζει καπνό.
Δεν υπάρχει ελπίς / στην Ελλάδα ζεις.
Σκαλιστές σκιές / μακρυχέρηδες / με το φως σπασμένο / κρατικοποιημένο, / αχ, οι Έλληνες ! / Αλλά εκεί στην ξένη / στην οθόνη σκυμμένοι / θεϊκά δεμένοι/ με την οικουμένη/ στους απέναντι τόπους / φωτοκολλημένοι / απ`τον εδώ ουρανό τους.
Κι ενώ εδώ θα ζούμε καταρρεύσεις / ο έξω Ελληνισμός θα προχωρεί / και φως και μουσική μιας άλλης σκέψης / στη μείζονα Ελλάδα θα εκραγεί / στους Πανέλληνες / στους Πανέλληνες”

6 Γνωστή ρήση του πρώην προέδρου Σαρτζετάκη που διατυπώθηκε στη διάρκεια επίσκεψης σε στρατιωτικές μονάδες την μέρα του Πάσχα 1985 παρουσία του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου. Συνήθως συνοδεύεται και από το hoax που αποδίδεται στον Κίσινγκερ : «Ο Ελληνικός λαός είναι ατίθασος και γι' αυτό πρέπει να τον πλήξουμε βαθειά στίς πολιτιστικές του ρίζες... Να πλήξουμε την γλώσσα, την θρησκεία, τα πνευματικά και ιστορικά του αποθέματα...» ώστε το ανάδελφον να συμπληρωθεί από τη φοβία και την ψυχολογία του κατατρεγμένου έθνους.

7 Αγαπημένο επιχείρημα του «ιστορικού», «αρχαιολόγου», «ουφολόγου» και «τηλεβιβλιοπώλη» Δημοσθένη Λιακόπουλου.

8 Δημήτρης Τζιόβας, “Ελληνικότητα : συνείδηση ή ταυτότητα;”, Βήμα 6.4.2008. «Με το τέλος του αλυτρωτισμού, το πρόβλημα μιας νέας και εξωστρεφούς ταυτότητας έγινε επιτακτικό. Έτσι ορισμένοι της γενιάς του ’30 (…) προσπάθησαν να αντιπαραβάλουν στον “ευρωπαϊκό ελληνισμό” τον (νεο)“ελληνικό ελληνισμό” για να θυμηθούμε την ορολογία του Σεφέρη, να φτιάξουν δηλαδή νεοελληνική ταυτότητα για εσωτερική αλλά και εξωτερική χρήση».

9 Από διάλεξη του Δημήτρη Μπουραντά (Δευτέρα, 20 Φεβρουαρίου 2012 στην Κεντρική Βιβλιοθήκη του Δήμου Θεσσαλονίκης).

10 Kι ας τον χαρακτήρισε έτσι ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου στο άρθρο του “Η παγίδα της κρίσης”, εφ. Βήμα, 17.11.2013

11 π.χ, Ο Παναγιώτης Ποταγός, από τη Βυτίνα, γιατρός, φιλόσοφος και εξερευνητής του 19ου αιώνα έκανε ταξίδια σε Ιράκ, Περσία, Αφγανιστάν, Μογγολία, Βόρεια Κίνα αλλά και Κεντρική Αφρική και Κονγκό, και μετά έγραψε το βιβλίο «Περίληψις περιηγήσεων».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου