Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

«Σκοτεινές Συντυχίες»: Ο ποιητής Νάσος Βαγενάς και η θεία του

Μπορχεσιανό παίγνιο, ανταπόδοση στο Βαγενά

Κείμενο δημοσιευμένο στο περιοδικό Γραφή της Λάρισας στο αφιέρωμα για το Νάσο Βαγενά


Στην αρχή της οδού Μελενίκου στη Θεσσαλονίκη - λίγο απάνου από το ερείπιον τείχος πλάι στον ΟΥΘ - διατηρούσε διαμέρισμα δυαράκι η γηραιά κυρία Ιφιγένεια Βαγενά του Βασιλείου γεννηθείσα εν Δράμα το σωτήριον  έτος 1900. Προερχομένη από οικογένεια καπνεμπόρων και μεταπρατών εσπούδασε γαλλικήν φιλολογία και ήθελε να κάμει καριέρα εις τον κλασσικόν χορόν. Πλην  - τύχη κακή - εις τα είκοσί της χρόνια την εκτύπησε αρρώστια του μυελού των οστών και απέμεινε παράλυτος και φυσικά ανύπανδρος. Αλλά την αγάπην διά την ανάγνωση λογοτεχνημάτων και τον έρωτα προς την φιλολογίαν ουδέποτε απώλεσεν παρότι κατάκοιτος. Η κυρία αυτή υπήρξε η μεγαλυτέρα αναγνώστις εν Ελλάδι. Η μόνη καθημερινή επαφή της ήσαν δύο άνθρωποι. Η νοσοκόμος της, μία έμπιστη Αρμένισσα ονόματι Ρωξάνη που είχε αναλάβει τα καθ’ ημέραν, και ο ευθυτενής και ψυχρός βιβλιοπώλης κύριος Κωνσταντινίδης, όστις διέθετε βιβλιοπωλείον επί της Εγνατίας, δίπλα από τον ΟΥΘ. Ο εν λόγω βιβλιοπώλης, ήτο ο μόνος ο οποίος τακτικά την επισκέπτετο - με το αζημίωτον- καθότι είχεν εύρει εις το πρόσωπον της κατακοίτου, την τελείαν αναγνώστρια. Όποιο φιλολογικό και λογοτεχνικό βιβλίο έφθανε, και προτού καλά - καλά τοποθετηθεί εις την προθήκην του βιβλιοπωλείου,  έπρεπε πρώτα να περάσει από τα χέρια της γηραιάς κυρίας η οποία είχε αναπτύξει εκπληκτικήν ικανότητα ταχείας αναγνώσεως και εν καιρώ είχε αποσαφηνίσει πλήρως κριτήρια και μέτρα βάσει των οποίων μπορούσε να αξιολογεί την ποιότητα των κειμένων που ανεγίγνωσκε. Ο πονηρός βιβλιοπώλης είχε κερδίσει λαχείο! Από τη μια εξασφάλισε ένα βιβλιοφάγο πελάτη κι από την άλλη είχε ένα κριτικό οι αποτιμήσεις του οποίου γραμμένες σε μικρά καρτελάκια μαζεύονταν στο γραφείο του και επομένως βάσει αυτών κατηύθυνε την βιβλιαγοράν και δη την πανεπιστημιακήν (επειδή το βιβλιοπωλείον του ένεκα της γειτνιάσεως με το ΑΠΘ συνεκέντρωνε πλείστους πανεπιστημιακούς). Οι πανεπιστημιακοί σπανίως σκέπτονται (μετρημένοι εις τα δάκτυλα είναι αι εξαιρέσεις). Συνήθως ερευνούν συγκεκριμένα πράματα που απλώνουνε μπροστά τους ή προετοιμάζουν μετά μανίας προγράμματα και τεχνικά δελτία. Η έλλειψις χρόνου είναι δεδομένη. Και γι’ αυτό δεν ασχολούνται και πολύ με την ελεύθερη ανάγνωση. Ή μάλλον διαβάζουν διαγωνίως διότι, ως εκτιμούν, διαθέτουν εξ ορισμού την αποδοχήν της κοινωνίας ως ειδικευμένες αυθεντίες. Εις το πρόσωπον του βιβλιοπώλη, όστις βεβαίως δεν εμαρτύρη εις ουδένα ότι οι κρίσεις εις τα καρτελάκια του προήρχοντο από τας κρίσεις της γηραιάς κυρίας, ευρήκαν τον ιδανικόν διευκολυντή. Εσημείωναν τις κρίσεις και ολοέν και συχνότερον τις μετέφεραν ως ιδικές των εις τα φοιτητητικά ακροατήρια. Έτσι συν τω χρόνω η γηραιά κυρία, χωρίς να το γνωρίζει (;), εξελίχθη εις καθοδηγητήν της πανεπιστημιακής κριτικής. 
Η γηραιά κυρία ως μόνον συγγενή είχε ένα ανεψίδι, ονόματι Βαγενά Νάσο, γεννημένο στη Δράμα της βορείου Ελλάδος, το 1945. Το εν λόγω ανεψίδι τελείωσε το δημοτικόν και τις τρεις πρώτες τάξεις του γυμνασίου εκεί, αλλ’ αργότερον -από το 1960- εγκατεστάθη εις την Αθήνα. Και όποιος πηγαίνει εκεί, χάνεται πλήρως διά τους οικείους του• αν και δεν τους ξεχνά, εντούτοις πνίγεται και δεν τους επισκέπτεται ειμή μόνον κάθε δεύτερο Πάσχα, και εάν τύχει…. Ωστόσο παρά το γεγονός ότι δεν διετήρη και πολλάς επαφάς με την κατάκοιτον θείαν του, η γηραιά κυρία παρηκολούθει ανελλιπώς τας σπουδάς του. Και εφρόντιζε με τον τρόπον της να συνεισφέρει στα διαφέροντα του ανεψιού, είτε αποστέλλοντας επιλεγμένα βιβλία, με παρατηρήσεις και σημειώσεις διά την ορθήν ανάγνωσιν, είτε αποστέλλοντας χρήματα τα οποία ήσαν δεσμευμένα σε συγκεκριμένες μορφωτικές δράσεις και σπουδές. Έτσι ο νεαρός ανεψιός, εσπούδασε φιλολογία στα Πανεπιστήμια Αθηνών (1963-1968), Ρώμης (1970-1972), Έσσεξ (1972-1973).
Η γηραιά κυρία Ιφιγένεια Βαγενά, επήρε μεγίστην χαράν όταν εις τα χέρια της ήλθεν επιστολή του ανεψιού της από το Έσσεξ, την οποίαν συνόδευε πρωτόλειος ατιτλοφόρητος ποιητική συλλογή. Ανέλαβε το καθήκον να μελετήσει τα κείμενα του ανεψιού. Και φυσικά ως πολύπειρος αναγνώστρια με τον οξύ κριτικόν της νου ανέλαβε το άχαρες έργον της διορθώσεως. Και ουσιαστικώς είδε τα κείμενα του ανεψιού της ως αφορμήν ιδικής της συνθέσεως. Έτσι εγεννήθη η ποιητική συλλογή  «Πεδίον του Άρεως» (1), εις 40 σελίδας, και τέσσαρα χρόνια αργότερον η ποιητική συλλογή «Βιογραφία»  (2) επίσης εις 40 σελίδας. Ο κριτικός του μέλλοντος οφείλει να προσέξει τον αριθμόν 40. Δεν ήτο τυχαία επιλογή. Η Ιφιγένεια Βαγενά είχε διαμηνύσει περί αυτού τον ανεψιόν της - αν και αυτός ποτέ δεν το παρεδέχθη - ότι τα πρωτόλεια οφείλουν να είναι σεμνά και εθεώρει τον αριθμόν «40» ιερόν• επεσήμαινε δε ότι δεν θα εδέχετο εκ μέρους του ανεψιού «ουδεμίαν περαιτέρω διόρθωσιν» και ότι του απέστειλε τα χρήματα που απαιτούσε ο εκδότης. Επεσήμαινε : «έσο φιλόδοξος, όπερ σημαίνει, νέε μου, να εμμένεις εις την προσωπικήν σου άποψιν»  (3). Η προτροπή της ήτο αντιφατική σε σχέση με την εκπεφρασμένη επιθυμία της. Διότι εάν ο Βαγενάς ακολουθούσε την προτροπήν, δεν θα έπρεπε να δεχτεί τας διορθώσεις της θείας του. Εάν ακολουθούσε την επιθυμίαν της, θα έπρεπε να ανατρέψει πλήρως το ιδικόν του άχαρες πρωτόλειον. Τι έπρεπε να πράξει;
 
Η γραφή είναι χώρος διλημμάτων και κρισίμων επιλογών. Η γηραιά κυρία, προφανώς γνωρίζουσα ετούτη την αλήθεια, αύξαινε επίτηδες τα διλήμματα και έθετε το ανεψίδι της ενώπιον κρισίμων προβλημάτων που αναφέρονται εις την ηθικήν της γραφής. Συγχρόνως η αντιφατική της στάση ήτο και μία αφορμή δια να οξυνθεί ο κριτικός νους του ανεψιού, ώστε ευθύς εξαρχής να εννοήσει, τας δυσκολίας και την προσωπικήν ευθύνην του ποιητού έναντι του έργου του. Μάθημα μέγα έδιδε εμμέσως εις τον ανεψιόν.
Πώς ακριβώς αντιμετώπισεν την προκλητικήν αντιφατικότητα της θείας του, και τί εν τέλει έπραξεν ο Βαγενάς δεν ήμεθα εις θέσιν να γνωρίζουμε.
Το πιθανότερον είναι ότι δεν απετόλμησε να επεμβεί εις τας διορθώσεις της θείας του, καθ’ ότι οικονομικά εξαρτημένος. Πάντως, ως μαρτυρείται, η γηραιά κυρία εχάρη πολύ την έκδοσιν και απήλαυσε την κριτική του Καραντώνη διά την «Βιογραφία» (4)  που εδημοσίευσε η «Νέα Εστία», αν και εν πολλοίς δεν συμφωνούσε με τον παλαιομοδίτικο λόγο του κριτικού και ειδικότερον με τις κριτικάς αναφοράς του περί «απαισιοδοξίας».
Όταν ο Νάσος Βαγενάς μετώκησεν εις το Καίμπριτζ(1974-1978), όπου εκπόνησε διδακτορικήν διατριβή με θέμα την ποίηση και την ποιητική του Γιώργου Σεφέρη (5), πάλιν ήτο η κρυφή εργασία της γηραιάς κυρίας που έδωκε πνοήν εις το πόνημα που αργότερον εθεωρήθη μεγίστη συνεισφορά εις την κατανόησιν του Σεφέρη.
Οι πολλοί, θεωρούν ότι ο ποιητής και κριτικός Νάσος Βαγενάς έγραψε την διατριβήν μόνος. Αποκαλύπτω ότι η βασική ιδέα ήτο της κατάκοιτης θείας του. Η επιθυμία της νεότητός της να γίνει χορεύτρια, απετέλεσε την αφορμήν και την βασικήν ιδέα της να συσχετίσει ως άριστη αναγνώστρια τον «χορό» με την σεφερικήν ποίησιν. Διότι ο Βαγενάς ουδεμίαν σχέσιν έχει με χορόν και με χορεύτριες. Αυτή εσχεδίασε και ανέπτυξε τας βασικάς γραμμάς της διατριβής και εμμέσως παρηκολούθει την πορείαν της εργασίας εμπλουτίζοντάς την διαρκώς με σοφάς παραπομπάς και με πλήθος παρατηρήσεων.
Τελικώς η διατριβή εξεδόθη και ο νεαρός ανεψιός το 1980 έγινε καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας εις το Πανεπιστήμιον της Κρήτης. Αλλά η γηραιά κυρία δεν επεθύμει διά τον ανεψιόν έδρα περιφερειακού πανεπιστημίου. «Εις τας Αθήνας, εκεί, εις τας Αθήνας » τον προέτρεπε «εκεί, ο κριτικός λόγος έχει μεγίστην δυνατότητα διαχύσεως». Και εκείνος  - διά να μην της χαλάσει χατήρι - το 1992 μετώκησεν οριστικώς ως καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η προτροπή της γηραιάς κυρίας και ιδιαιτέρως η επιδίωξίς της περί διαχύσεως του κριτικού λόγου, αποδεικνύουν επίσης την αντιφατικότητά της. Από τη μια η ίδια να σιωπά και ποτέ να μην παρουσιάζεται ευθαρσώς και αυτοπροσώπως ως κριτικός και, από την άλλην, να παρωθεί τον ανεψιόν να εισβάλλει εις τα κέντρα της κριτικής. Σίγουρα πρόκειται περί πονηράς και απολύτως σταθμισμένης μεθοδεύσεως, αν και την σημασίαν της δεν είναι δυνατόν εισέτι να την εκτιμήσομεν εις όλον της το βάθος. Πάντως η προτροπή της αποδεικνύει τουλάχιστον ότι η γηραιά κυρία είχεν αντιληφθεί την σημασίαν της πανεπιστημιακής κριτικής και την βαρύνουσα σημασίαν της εις την διαμόρφωσιν του κοινού γούστου. Και εμμέσως διετήρει - ποίος να το ηξεύρει- πόσας και ποίας φιλοδοξίας διά έμμεσον παρέμβασιν εις τα ποιητικά και κριτικά τεκταινόμενα.
Πάντως κατά τα έτη 1980 έως 2002 ο Νάσος Βαγενάς καταξιώθηκε ως ποιητής και δη από τους σημαντικότερους της επονομαζομένης γενιάς του Πολυτεχνείου ή άλλως γενιάς του ’70. Εξέδωκε πολλά ποιητικά βιβλία (6) . Η αλήθεια βεβαίως είναι ότι εκείνος απλώς έδιδε τα χειρόγραφά του αλλά η γηραιά θεία ήτο εκείνη η οποία ανελάμβανε την «μεταγραφήν». Μια γραία έδωσε τον τόνον εις ένα εκ των σημαντικοτέρων νεοελλήνων ποητών.  (7)
Και ευθύς τίθενται μια σειρά ερωτήματα διά τον φιλόλογον του μέλλοντος. Έως ποίου σημείου η ποίησις του Βαγενά ανήκει εις την γραφίδα του, ή είναι προϊόν του πνεύματος της θείας του;
Πώς η γηραιά κυρία κατάφερε να εκφράσει κατάκοιτος ούσα τον παλμόν της γενιάς του 70;
Ο Βαγενάς ηκολούθησε πλήρως τα χειρόγραφα της θείας του ή, εκ των υστέρων, δούλευε πάνω εις αυτά και, με δεδομένο ότι η θεία δεν διατηρούσε τα χειρόγραφα, απλώς της έκαμε το χατήρι λέγοντάς της (διά να της δώσει χαράν) πως εξέδιδε ό,τι εκείνη είχε γράψει, ενώ ο ίδιος έγραφε ό,τι τελικώς ήθελε;
Και διατί η γηραιά κυρία δεν απετόλμησεν ποτέ της να δημοσιεύσει μιαν ιδικήν της προσωπική ποιητική συλλογή;
Ιδού τα φιλολογικά προβλήματα.
Ο ίδιος ο Βαγενάς δεν απαντά. Τηρεί σιωπήν σφιγγός και χειρότερον ακόμη. Μειδιά και απαξιοί να δώσει εξηγήσεις.
Ας δούμε κάποια στοιχεία από κείμενά του (της): 
Εκδίδει το 1981 τη συλλογή «Τα γόνατα της Ρωξάνης». Και ερωτώ: Μήπως η Ρωξάνη είναι η νοσοκόμος της θείας του, και τα «γόνατα» δεν είναι άλλο τι παρά «σύμβολον» και επιθυμία μετακινήσεως μιας κατακοίτου;
Το ποίημα Καθαρές Κουρτίνες  (8)  μας εισάγει στον καθημερινό κόσμο της γηραιάς κυρίας. Γιατί, πώς είναι δυνατό ο νεαρός Βαγενάς να γνωρίζει από καθαριότητα και δη κουρτινών και κυρίως να εκφράζεται με στίχους ως «Μια βροχή πότε-πότε για να πλένει τα αισθήματα», δηλαδή διά πράγματα που μαθαίνονται μονάχα υπό το βάρος των χρόνων;
Το ποίημα Γένεσις  (9) θα μπορούσε να γραφεί μόνον από άνθρωπο που πάσχει και επέρασε το πλείστον της ζωής του μελετών τα του βίου του. Είναι δυνατόν αυτό να έχει συμβεί εις τον νεαρόν Βαγενά; «Δεν χρησιμοποίησα όλο το σκοτάδι μου σωστά», (είναι δυνατό να γνωρίζει, νέος ων, από σκοτάδι;), ή οι στίχοι «Ο αέρας κατεβάζει συνεχώς παγωμένες αναμνήσεις / Ας δούμε τι μας επιφυλάσσει το υπόλοιπο της Δημιουργίας.» (παγωμένες αναμνήσεις μόνο η θεία του μπορεί να έχει καθ’ ότι κατάκοιτος).
Αλλά τα κείμενα του Βαγενά θέτουν από μόνα τους μία σειράν επιπλέον κειμενικών προβλημάτων τα οποία σχετίζονται άμεσα με τα ερωτήματα που ήδη διατυπώθησαν:
Α)  «Ο ιδανισμός στα θέματα (με την έννοια της αναζήτησης του ωραίου, μέσω της χρήσης θεματικών μοτίβων όπως "λουλούδια", "σελήνη", "πουλιά", "άστρα", "κιθάρες", "άγγελος", κ.α.) συνδυάζεται, κατ' αντίθεση, με τη χρήση μιας διανοητικής γλώσσας, έντονες εκδηλώσεις της οποίας είναι εκφράσεις του δοκιμιακού λόγου». (10) Ποίος δεν αντιλαμβάνεται ότι αυτά τα μοτίβα δεν προσιδιάζουν καλύτερον εις ψυχοσύνθεσιν μιας γηραιάς κυρίας;
Β) «Στη σύνθεση των ποιημάτων συγκεράζεται η μικροσκοπική ματιά που καταγράφει στις λεπτομέρειές τους καθημερινά αντικείμενα και πράξεις και η μακροσκοπική όραση που συλλαμβάνει, μέσα από αισθητηριακές αφορμές, κυρίως μέσα από τον έρωτα, έννοιες αφηρημένες όπως ο θάνατος, η μοίρα και ο χρόνος. Αυτή η μετάβαση από έναν άμεσα βιωμένο φθαρτό κόσμο στο σύμπαν "του ουσιώδους και του διηνεκούς" δεν αποτελεί απότομη ρήξη, αλλά δημιουργικό βήμα» (11). Οι επιστολές της Ιφιγενείας Βαγενά αποκαλύπτουν τη «δημιουργική» σχέση της με τον θάνατο. Τελικώς είναι ιδέες του ανεψιού ή της θείας;
Γ) «Η κατάδειξη της φθοράς που επιφέρει ο χρόνος, η επαφή με τη φύση αντιμετωπίζονται με μια "ψυχρή" γραφή, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος του συναισθηματισμού.»(12)  Η «ψυχρή γραφή», που επισημαίνεται από τον Γαραντούδη, μήπως είναι τέχνασμα της Ιφιγενείας που προσπαθούσε με τον τρόπον αυτό να αποστασιοποιηθεί από τον ποιητικόν εαυτό της και να «μπει » εις το ποιητικόν «εγώ» του ανεψιού της;
Διά τούτο λέγω πως απαιτείται εις το μέλλον η κριτική να εντρυφήσει επί των κειμένων και να αποδώσει τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, δια να εννοήσουμε επιτέλους τι οφείλει ο Βαγενάς στη θεία του και τι η θεία  εις τον Βαγενά. Έως τότε - δυστυχώς - μόνον υποθέσεις δυνάμεθα να διατυπώσουμε.
Το γεγονός ότι τα έξι βιβλία μελετών και δοκιμίων (13)  πάνω σε θέματα της λογοτεχνίας και της λογοτεχνικής κριτικής τον έχουν αναδείξει σε έναν από τους σημαντικότερους σήμερα Έλληνες κριτικούς, δυσκολεύει την έρευνα. Διότι ενώ οι ποιηταί είναι ανυπεράσπιστοι, οι ποιηταί που είναι και κριτικοί είναι περίεργον είδος και αντλούν παράδοξον ισχύν. Ιδίως όταν με τα δοκίμια και τις μελέτες τους κερδίζουν την αναγνώρισιν έως και από την συντεταγμένην  πολιτείαν (14)   και κατά συνέπεια γεννούν ενδοιασμούς εις εκείνους που ήθελον σκύψει ερευνητικά εις τα έργα τους. Πόσο μάλλον όταν τίθενται τέτοιου είδους ζητήματα συνδημιουργίας (;) ποίησης μεταξύ «συγγενών».
Αποτολμώ να γράψω μίαν υπόθεσιν και μ’ αυτή να κλείσω.
Η λύσις κάποιων εκ των ζητημάτων που ετέθησαν ευρίσκεται ίσως εις το μόνον πεζόν που έγραψε ο Βαγενάς. Την περιβόητον «Συντεχνία» (15)   που εξεδόθη το 1976 αμέσως μετά την έκδοσιν της πρώτης του συλλογής  «Πεδίον του Άρεως».
Προφανώς τότε ο νεαρός Βαγενάς ευρίσκεται εις την δύσκολον θέσιν να επιλέξει τον τρόπον που θα χειριστεί την ποίησίν του σε σχέση με την ποίησιν της θείας του. Εις το εν λόγω πεζόν, λοιπόν, ενώ πουθενά δεν κάμνει λόγον για τη θεία του, επιλέγει να διεκπεραιώσει αντίστοιχον πρόβλημα διά της μυθοπλαστικής οδού.
Δημιουργεί τον εκ Δράμας αφανή ποιητή Μενέλαο Σοϊλελμετζίδη. Προφανώς δεν υπήρξε τοιούτος τις ποιητής.
Αλλά ποία η ανάγκη να εφευρεθεί είς ανύπαρκτος;
Ο Φρόϋδ ομιλεί δια την μετάθεσιν. Ε, λοιπόν ο Βαγενάς ουσιαστικώς μετέθεσεν το πρόβλημα των σχέσεών του με την ποίησιν της θείας του εις το εν λόγω αφήγημα. … Στην πραγματικότητα ο φανταστικός ποιητής  είναι η persona της θείας και ο ανώνυμος αφηγητής είναι ο ίδιος ο Βαγενάς.
Εμμέσως το αποδέχεται όταν λέγει εις την «Συντεχνία» (16) :  «Υπάρχουν άνθρωποι που αναγνωρίζουν τη φυσιογνωμία μου στην ανεπιτήδευτη απόδοση της γυναικείας ψυχολογίας…» (17)
Αλλ’ εκείνο που αποκαλύπτω -και είναι συγκλονιστικόν- είναι ότι ο Βαγενάς εις το εν λόγω κείμενον χρησιμοποίησε αυτούσια αποσπάσματα επιστολών της θείας του προς τον ίδιο και τα παρουσίασε (διά τας ανάγκας της μυθοπλασίας) ως σκέψεις του ανυπάρκτου ποιητού Μενελάου Σοϊλελμετζίδη. Ευτυχώς αντίγραφα των επιστολών διεσώθησαν τυχαίως από τον φιλόλογον Ξενοφώντα Κοκόλη όστις εις παραπεταμένον χαρτόκουτον ευρήκε πλήθος στοιχείων, όταν μετά τον θάνατον της γηραιάς κυρίας ηγόρασε το διαμέρισμά της και προέβη εις τον αναγκαίον καθαρισμόν. Ελπίζομεν κάποτε η έκδοσις των επιστολών να αποδείξει την στενήν πνευματικήν σχέσιν ανεψιού και θείας (αλλά θα αποτολμήσει ποτέ την έκδοσιν ο Ξενοφών;). Εκεί λοιπόν ο Βαγενάς παραθέτει συνεχόμενα αποσπάσματα δώδεκα επιστολών, πού καλύπτουν μια περίοδο τριάντα χρόνων ως δήθεν «πνευματική διαθήκη του ανυπάρκτου ποιητού Μενέλαου Σοϊλελμετζίδη»:
«Το ποιητικό μου έργο, δηλαδή ή σιωπή μου, ασχολείται με το πρόβλημα της ποίησης, ένα πρόβλημα πού δε θα υπήρχε αν η λογική της ποίησης είχε γίνει κατανοητή. . . Για να μιλήσω απλά : ο μοναδικός σκοπός του ποιητικού μου έργου είναι να δώσει ένα τέλος στην ποίηση... Γιατί ή ποίηση έχει βρει εύκολο καταφύγιο στη γλώσσα, κι αυτή είναι η πιο αποτρόπαιη πράξη της... Η γλώσσα είναι ικανοποιητικό μέσο αναπαράστασης μόνο όταν ασχολείται με τα εξωτερικά γεγονότα... Η γλώσσα δε μπορεί να ελπίζει πώς θ’ αποδώσει τα νοήματα του εσωτερικού κόσμου... Το μόνο που η γλώσσα μπορεί να εκφράσει είναι το «πώς» είναι η πραγματικότητα... Η γλώσσα δεν είναι σε θέση να εκφράσει το «τί» είναι η πραγματικότητα, πράγμα πού προσπαθούν (ή θά ’πρεπε να προσπαθούν) να πουν οι ποιητές... Στον κόσμο τα πάντα είναι όπως είναι και, συμβαίνουν όπως τυχαίνει να συμβούν. Αυτό πού τα κάνει να μην είναι συμπτωματικά δε μπορεί να βρίσκεται μέσα στον κόσμο• πρέπει να είναι έξω άπ' αυτόν... Η λύση στο πρόβλημα της ποίησης μέσα στο χώρο και το χρόνο πρέπει να βρίσκεται έξω από το χώρο και το χρόνο... Αυτό σημαίνει πώς υπάρχουν πράγματα που δεν μπορούν να ειπωθούν... Αυτό σημαίνει πως έπρεπε να πάψω να μιλώ...».
Πρόκειται -ξαναλέω- για αποσπάσματα των επιστολών της θείας προς το ανεψίδι της τα οποία ρίχνουν άπλετον φως τουλάχιστον εις το ερώτημα διατί η γηραιά κυρία ηρνήθη να εκδόσει ποτέ μίαν έστω προσωπικήν ποιητική συλλογή και να παρουσιαστεί αυτοπροσώπως ως ποιήτρια. Η γηραιά κυρία επίστευε βαθιά ότι: «Δεν υπάρχει άδοξότερος θάνατος από το να πεθάνεις διάσημος, πασίγνωστος για τους άλλους, και άγνωστος στον ίδιο σου τον εαυτό». Αυτό ήτο το τραγικόν μεγαλείον του βίου της: η καταφρόνησις μιας περίλαμπρης δόξας που απειλούσε να παραποιήσει το αληθινόν της πρόσωπο. Δεν ξέρω πολλούς που κατόρθωσαν να κατανικήσουν έναν τέτοιο πειρασμόν. Ξέρω πώς η θεία του Βαγενά είναι ένα αφανές πλην μέγιστο πνευματικό ανάστημα που επέλεξε να ομιλήσει πλαγίως μέσω του ανεψιού της. Και αυτή ταύτη η απόφασίς της αυτομάτως την μετατρέπει εις ένα πρόσωπον ακραίως διχασμένον και αντιφατικόν (εφόσον επέλεξε ταυτοχρόνως να γράψει και να μη γράψει)• ένα πρόσωπον σχεδόν μυθικόν, άξιον να το απαθανατίσει ένας Μπόρχες.

                                                                                                                                     ΘΩΜΑΣ ΨύΡΡΑΣ


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 (1) «Πεδίον του Άρεως», Αθήνα, Διογένης, 1974.

 (2) «Βιογραφία», Αθήνα, Κέδρος, 1978.

 (3) Αντίγραφον της επιστολής εσώθη τυχαίως εις χαρτόκουτο που ευρήκε ο φιλόλογος Ξενοφών Κοκόλης, όταν μετά τον θάνατον της κυρίας ηγόρασε το διαμέρισμα και προέβη εις τον αναγκαίον καθαρισμόν).

 (4) «… Η μέθοδος του Βαγενά είναι κοφτές εικόνες φαινομενικά ασύνδετες, αλλά που κλεισμένες σ' ένα στέρεο και στενό περίγραμμα, εξαναγκάζονται να συγκλίνουν προς μια ομοιογενή ποιητική διάθεση ή προς ένα αντίστοιχο νόημα. Το νόημα τείνει προς την εντυπωσιακή εμφάνιση, αστραπιαία πάντα, μιας σύγχρονης ρεαλιστικής πραγματικότητας που συγγενεύει με την "απομυθοποίηση". Μα η απομυθοποίηση, εκτός του ότι έγινε ένα είδος "πανάκειας ηθικών καταστροφών", δεν είναι παρά μια αφελώς ρομαντική φάση προς την άγονη άρνηση. Γιατί με την άρνηση δεν μπορείς να γνωρίσεις τίποτε, μια που καταργείς κάθε προϋπόθεση γνώσης.
Μα ο Βαγενάς, διδαγμένος από τον Σεφέρη, δεν αρνιέται. Ανιχνεύει γνωστικά αυτή την καινούρια πραγματικότητα, που σε τελευταία ανάλυση, δεν είναι δυνατό να διαχωριστεί από την ατομική του ποιητική πραγματικότητα. Κι η ατομική του ποιητική, διαθέτει νεύρο και λιτότητα, αλλά και ηρακλείτιο μάτι που συγκομίζει υποβλητική απαισιοδοξία: "Γιατί μακρύτερα; Αφού κανείς θα ξαναϊδεί τα ίδια τοπία."».  Ανδρέας Καραντώνης Περιοδ. Νέα Εστία Νο 108, 1980

 (5) «Ο ποιητής και ο χορευτής: Μια εξέταση της ποιητικής και της ποίησης του Σεφέρη», Αθήνα, Κέδρος, 1979.

(6) «Τα γόνατα της Ρωξάνης», Αθήνα, Κέδρος, 1981,.Σελ. 48
«Περιπλάνηση ενός μη ταξιδιώτη», Αθήνα, Κέδρος, 1986 Σελ. 56
«Η πτώση του ιπταμένου», Αθήνα, Στιγμή, 1989, Σελ. 64
«Βάρβαρες ωδές», Αθήνα, Κέδρος, 1992. Σελ. 48
«Η πτώση του ιπτάμενου β΄», Αθήνα, Παρουσία, 1997. Σελ. 24
«Σκοτεινές μπαλλάντες και άλλα ποιήματα», Αθήνα, Κέδρος, 2001. Σελ. 80

(7)«Αυτό που από μια πρώτη ματιά φαίνεται ότι ολοκλήρωσε ο Ν. Βαγενάς στα Γόνατα της Ρωξάνης είναι η δημιουργία μιας άκρως συνεκτικής, ποίησης. Επιβεβαιώνοντας μια ήδη από το παρελθόν διατυπωμένη πρότασή του για τη συγκινησιακή χρήση της γλώσσας, έρχεται να δει τώρα στην πράξη (και από αυτή την άποψη είναι ολοφάνερη η προσπάθειά του να φτάσει σε μια κατά τον δυνατόν πιο αποκαθαρμένη ποιητική εικόνα) σε πιο βαθμό μπορούν να αποδοθούν ποιητικά οι συναισθηματικές και οι αισθησιακές καταστάσεις που έχει περάσει ο άνθρωπος και που τις χρησιμοποιεί τώρα ως εναύσματα στις περιηγήσεις της μνήμης φαντασίας του…» Αλέξης Ζήρας, Γενεαλογικά» εκδ. Ρόπτρον 1989
«Για τον Βαγενά η έρις την οποία κάθε άνθρωπος αναπτύσσει με το είναι του είναι ένα πρόβλημα του χρόνου, όμως οι στίχοι του αναδίδουν μια παγανιστική επιθυμία υπέρβασης του χρόνου. Η αναζήτηση ενός αισθήματος θρησκευτικότητας ασφαλώς θα υπονόμευε αυτήν την ποίηση. Για τον ποιητή η ύπαρξη, "δώρο" θνητό, δεν είναι μια αναπότρεπτη πραγματικότητα, αλλά ένα μυστήριο προς εξιχνίαση. Η εξερεύνηση όμως αυτού του μυστηρίου δεν πραγματοποιείται μέσα από μεταφυσικές αναζητήσεις ή θρησκευτικές ψευδαισθήσεις αλλά γεννιέται και διεξάγεται μέσα από την ακριβή παρατήρηση των πλέον συνηθισμένων και κοινότοπων πράξεων και λέξεων. Θάνατος και χρόνος είναι το ίδιο πράγμα. Ο ίδιος ο χρόνος συχνά ταυτίζεται με τον θάνατο και η ζωή γίνεται μια καθημερινή εμπειρία θανάτου. Ο θάνατος είναι ο τελετάρχης της επικείμενης κηδείας μας. Η ζωτικότητα του έρωτα είναι μια ψευδαίσθηση της στιγμής: το αίτημα της αιωνιότητας μπορούμε να το εμπιστευθούμε στην ποίηση, που έχει την ικανότητα να εκμηδενίζει τον χρόνο.» Caterina Carpinato «Nasos Vaghenas,  Vagabondaggi di un non viaggiatore», Crocetti Editore, Milano 1997
«…Η ιδέα του Ν.Β. να ψάλει με τις Ωδές του την αναπότρεπτη φθορά μέσα από τη λατρεία και τον άκαρπο έρωτά του προς τη διπρόσωπη γυναικεία μορφή του κοσμικού και του γήινου συστήματος καταξιώνει αυτή τη φιλόδοξη σύνθεση και δίνει στον λόγο του και χάρη και νόημα ανώτερο από το πρωτογενές υλικό του. Πέρα από αυτό το γεγονός, οι "Βάρβαρες Ωδές" συνειδητά αναθερμαίνουν μιαν αναγνωρίσιμη ποιητική παράδοση και από αυτήν την άποψη βάζουν ορισμένα πράγματα στη θέση τους. Για το καλό του ίδιου το ποιητή αλλά και της νεοελληνικής ποιήσεως.» Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 24-1-1993
«Η έντεχνη διάσταση ανάμεσα στη συγκίνηση και τη λέξη είναι αισθητή ήδη από τα πρώτα ποιητικά βιβλία του Νάσου Βαγενά (Πεδίον του Άρεως, 1974 και Βιογραφία, 1978) προαναγγέλλοντας εκείνη την απόσταση που όλο και περισσότερο θα μεταφράζεται σε ειρωνεία, μια ειρωνεία που αναδιατάσσει τις αξίες της ζωής και της λογοτεχνίας. Ήδη αυτή τη φάση ο Βαγενάς αποδεικνύει την ικανότητα του να συγχωνεύει την ουσιαστικότητα τη συντεθειμένη από λέξεις που εκφράζουν πράγματα συνηθισμένα ή κοινότοπα με μιαν υπαινικτικότητα μόλις διαφαινόμενη, όμως αποκαλυπτική μεγάλων μυστικών. Η τάση του προς την ουσιώδη επιγραμματικότητα συμφιλιώνεται με την αποσπασματικότητα των πληροφοριών, οι οποίες ωστόσο εκβάλλουν σε μια διατύπωση αποκαλυπτική της αλήθειας. Η συνομιλία του με το λογοτεχνικό παρελθόν (ακόμη και στο παίξιμο του με λογοτεχνικές μορφές όπως εκείνες του σονέτου, του τριολέτου, του χάικου ή της ωδής - ένα βιβλίο του έχει τον τίτλο Βάρβαρες Ωδές, 1992) - διευρύνει το πεδίο των υπαινιγμών εμπλουτίζοντας σημαντικά το πολιτισμικό δίκτυο του επιχειρήματος του. Ταυτόχρονα η έκφραση του Βαγενά κερδίζει σε δραστικότητα με τόνους που βρίσκονται στο μεταίχμιο ανάμεσα στο σοβαρό και το παιγνιώδες, όπως στο ποίημα με τον ιταλικό τίτλο La forza del destino της συλλογής. Η πτώση του ιπτάμενου, β΄ (1997).» Mario Vitti «Storia della letteratura neogreca», Roma, Carocci Editore, 2001

 (8)

Αγάπες που αγαπώ και πάθη που επιτρέπω:
Ένας ζεστός καφές το πρωί.
Το διάβασμα (όσο γίνεται πιο αργά) της εφημερίδας.
Μια βροχή πότε-πότε για να πλένει τα αισθήματα.
Το χώμα στα καινούργια σου τακούνια.
Η θάλασσα το απόγευμα με λίγη συννεφιά.
Γαρίφαλα. Πολλά γαρίφαλα.
Ακόμη:

"Ο άνθρωπος που πηδάει πάνω απ' την πόλη" του Σαγκάλ.
Ν' ανεβαίνω παλιά ξύλινα σκαλοπάτια.
Το χέρι μου στο στήθος σου.
Κάποια ποιήματα του Καβάφη.
Όμως κυρίως το χέρι μου στο στήθος σου. 

(9)
Δεν χρησιμοποίησα όλο το σκοτάδι μου σωστά
Ούτε το λευκό που είχα στοιβάξει στο στήθος.
Κομμάτια σύννεφα αιωρούνται στο διάστημα.
Ο αέρας κατεβάζει συνεχώς παγωμένες αναμνήσεις.
Ας δούμε τι μας επιφυλάσσει το υπόλοιπο της Δημιουργίας.
Είμαστε ακόμη κάπου στη μέση της τρίτης μέρας. Μόλις
έχει αρχίσει να λειτουργεί το φως.
Το χώμα δεν έχει καλά - καλά κρυώσει.
Και φυσικά ούτε λόγος
για γαλάζιο. Βλέπω
τον αγαθό Θεό ανάμεσα σε δύο φτερωτά
λιοντάρια να σκαλίζει με το σκαρπέλο του σκοτεινά κοράλλια.
Εσύ δεν έχεις ακόμη γεννηθεί
ούτε βέβαια το τρυφερό σου σώμα.
Ως εκ τούτου ο κήπος της Εδέμ
δεν έχει λόγο υπάρξεως.
Ούτε ωραία δέντρα. Ούτε ζεστά πουλιά.
Ούτε φρούτα γλυκά που φουσκώνουν και σκάνε.
Το φίδι μόνο κινείται άπραγο. Σιωπηλό
μέσα σε μια παρωδία χρωμάτων.
 
(10) «O Ποιητής Νάσος Βαγενάς» Ευρυπίδης Γαραντούδης, Επίκουρος καθηγητής, Παν/μιο Κρήτης

(11) στο ίδιο

(12) στο ίδιο

(13) «Ο λαβύρινθος της σιωπής: Δοκίμιο για την ποίηση», Aθήνα , Κέδρος, 1982
«Η εσθήτα της θέας: Σημειώσεις για τη ποίηση και την κριτική». Αθήνα, Στιγμή, 1988.
«Ποίηση και μετάφραση» Αθήνα, Στιγμή 1989
«Η ειρωνική γλώσσα: Κριτικές μελέτες για την νεοελληνική γραμματεία», Αθήνα, Στιγμή, 1994
«Σημειώσεις από το τέλος του αιώνα», Αθήνα Κέδρος, 1999.

 (14) Το βιβλίο του Βαγενά  «Η Ειρωνική Γλώσσα», βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Κριτικής το 1995.

(15) «Η συντεχνία», Αθήνα, Κέδρος, 1976, σ. 29

(16) Ακόμη και η επιλογή της λέξεως «Συντεχνία» αποδίδει κάποια συνεργατικήν σχέσιν (συν+τέχνη). Να είναι κι αυτό τυχαίον;

(17) δες Νάσος Βαγενάς, Συντεχνία, «Μενέλαος Σοϊλελμετζίδης (1889-1955)», εκδ. Κέδρος, Αθήνα, σ.29

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου