Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

Γιώργος Α. Χατζηλάκος : Η πολυδιαβασμένη Ντόρις και η αγράμματη Σούζι


Τα βιβλία που σε δυσκολεύουν είναι τα βιβλία των ανθρώπων που γνωρίζεις. Δίχως να το θέλεις δεν είσαι ποτέ ένας απλός αναγνώστης. Είσαι ένας αναγνώστης που θαρρεί πως είναι αρκούντως υποψιασμένος κι έτσι συχνά λειτουργεί με μια διάθεση κουτσομπολίστικη ή με μια προδιάθεση να ανακαλύπτει και να φαντάζεται πίσω από τις λέξεις τον άνθρωπο.
Βέβαια ποτέ ο συγγραφέας δεν είναι ο απόλυτος παρών. Χωρίς να είναι απών εντούτοις έχει τον τρόπο του να διαφοροποιείται. Αλλά δεν είναι διόλου εύκολο να κάνεις αυτή τη διαφοροποίηση…
Ξέροντας ότι θα αντιμετώπιζα με τον εαυτό μου μια τέτοια αναγνωστικά «μπερδεμένη » κατάσταση πήρα απόφαση να διαβάσω το βιβλίο τρεις φορές πριν να παρουσιαστώ μπροστά σας. Και μάλιστα έβαλα εξαρχής τις προδιαγραφές των απανωτών αναγνώσεων :
- το πρώτο διάβασμα θα ήταν για τον άνθρωπο, να διακρίνω τον κυρ-Γιώργο, αλλά και να διασταυρώσω πιθανώς κάποια μυθιστορηματικά πρόσωπα με τα αντίστοιχα υπαρκτά
- το δεύτερο διάβασμα ήταν για να συσχετίσω τα μυθιστορηματικά γεγονότα με τα ιστορικά δεδομένα μια και πρόκειται ουσιαστικά για την περίοδο της γερμανικής κατοχής στην Θεσσαλονίκη και συγκεκριμένα στη δράση του φοιτητικού της ΕΠΟΝ.
- η τρίτη ανάγνωση ήταν  για το φιλολογικό του πράγματος, όπου πλέον ο στόχος μου ήταν να επισημάνω - γιατί δεν γίνεται να εξαντλήσω – μια σειρά σημεία που αξίζει κατά την γνώμη μου να προσεχτούν έτσι ώστε να διευκολύνουν την απολαυστική ανάγνωση από τη δική σας πλευρά. Άλλωστε αυτός νομίζω ότι πρέπει να είναι και μια παρουσίαση ενός βιβλίου.

Και θα μου έλεγε με εκείνο το τσεκουράτο ύφος που δε σήκωνε και πολλά πολλά : «Αντε! ας προχωρήσουμε επί της ουσίας!»

Ας δούμε σε γενικές γραμμές την ιστορία, το story πάνω στο οποίο βασίζεται το έργο.
Χώρος η Θεσσαλονίκη,  την περίοδο της γερμανικής κατοχής.
Στην οδό Αγγελάκη κοντά στο Συντριβάνι, λειτουργεί ένας «κρυφός» οίκος ανοχής τον οποίο διευθύνει η μαντάμ Σούζυ. Εκεί συχνάζουν μια παρέα νεαρών φοιτητών του Αριστοτελείου, όλοι τους μέλη της φοιτητικής ΕΠΟΝ,  οι οποίοι εκτός των σωματικών ηδονών και απολαύσεων χρησιμοποιούν το συγκεκριμένο σπίτι για χώρο συνωμοτικών συναντήσεων αλλά και ως μια «ιδανική» γιάφκα για τα σύνεργα της αντιστασιακής δράσης. Εκεί εργάζεται και η Μαργαρίτα. Η ωραιότερη ανάμεσα σε όλα τα κορίτσια του ιδρύματος…
Οι άντρες που μπαινοβγαίνουν σ’ αυτό το σπίτι είναι μιας κάποιας κοινωνικής θέσης. Πρόκειται για σπίτι «καθωσπρέπει», κι όχι σαν εκείνα της οδού Ειρήνης ή της Μπάρας…
Εδώ συχνάζει  και ένας γερμανός αξιωματικός από τη Βιέννη, αριστοκρατικής καταγωγής και με σημαντική ανθρωπιστική παιδεία. Ο Χανς Φίσερ ομιλεί άψογα ελληνικά Οι νεαροί τον υποψιάζονται ότι είναι βαλτός να ψαρεύει κουβέντες κι ότι τελικός του σκοπός είναι να διαλύσει την ΕΠΟΝ και να συλλάβει τους ηγέτες της και κυρίως τον Νίκο Μπαλλή, το γυαλάκια της Φιλοσοφικής.
Ο Χανς Φίσερ ζητούσε πάντα την ίδια γυναίκα, τη Μαργαρίτα. Η αλήθεια είναι όμως πως ποτέ δεν ολοκλήρωνε μαζί της τη συνεύρεση γιατί ήταν «ελλειμματικός» και είχε φοβία με τις γυναίκες. 
Μια βραδιά λοιπόν ο Χανς ζήτησε από τη ματρόνα να συνοδεύσει την Μαργαρίτα έξω για λίγες ώρες στο κέντρο στα Κούτσουρα του Δαλαμάγκα που εκείνο τον καιρό τραγουδούσε ο Τσιτσάνης…
Στην πραγματικότητα είχε τις πληροφορίες του για μια συνάντηση που επρόκειτο να λάβει χώρα στο εν λόιγω κέντρο και χρειαζόταν την κοπέλα ως κάλυψη…
Όμως ο γυαλάκιας, εκείνος που περίμενε ο Χανς, ειδοποιήθηκε έγκαιρα και δεν ήρθε. Ήρθε όμως ο «Κουρσάρος», ένα ιδιαίτερα χαρισματικό παληκάρι, τότε οργανωμένος στη «Φιλική» συμφοιτητής των θαμώνων του οίκου ανοχής, αλλά όχι και σύντροφος στις ηδονές τους – τώρα πλέον καθηγητής του Αριστοτελείου…  Εκείνο το βράδυ ο Κουρσάρος θα συναντήσει τη ματιά της Μαργαρίτας [σελ80]
Εκείνη η συνάντηση θα είναι μοιραία. Η Μαργαρίτα θα ερωτευτεί κεραυνοβόλα το νεαρό και θα πάψει να δέχεται πλέον πελάτες. Η σχέση τους τελικά θα ολοκληρωθεί.
Η μαντάμ Σούζυ δεν θα αργήσει να αντιληφθεί ότι η Μαργαρίτα είναι ερωτευμένη. Θεωρεί ότι η παρουσία του νεαρού της χαλάει το μαγαζί και τον διώχνει «να μην ξαναπατήσει».
Σε όλο αυτό το διάστημα ο Χανς ήταν απασχολημένος με τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης και δεν είχε επισκεφτεί καθόλου το σπίτι της μαντάμ Σούζυς. Έτσι δεν είχε πληροφορηθεί τον έρωτα της Μαργαρίτας…
Ο Κουρσάρος μαζί με άλλους 143 λίγο μετά το γεγονός της αποπομπής του, συνελήφθη και τους μετέφεραν στη Σταυρούπολη, στο στρατόπεδο Παύλου Μελά.
Η Μαργαρίτα τρελλαμένη από την αγωνία και συνοδευμένη από την μαντάμ Σούζυ πηγαίνουν και στήνονται έξω από τα σύρματα του στρατοπέδου με τους άλλους συγγενείς των παλληκαριών να μάθουν νέα για την τύχη τους.
Η μαργαρίτα θα φύγει από το σπίτι. Όμως ο Χανς θα κινήσει γή και ουρανό και θα την βρει. Δεν γνωρίζει τίποτε από όσα μεσολάβησαν. Θα της ζητήσει να γίνει γυναίκα του και να πάει μαζί του στη Βιέννη. Η μαργαρίτα θα δεχτεί με τον όρο να αποφυλακιστούν οι κρατούμενοι φοιτητές. Κι ο Χανς δέχεται. Και κρατάει το λόγο του .
Η Μαργαρίτα θα δει από μακρυά για τελευταία φοράτον άντρα που αγάπησε να περπατάει στην προκυμαία της Θεσσαλονίκης με ένα φίλο του.
Μέγα Σάββατο του 1943 η Μαργαρίτα θα φύγει με τον Χανς Φίσερ για τη Βιέννη με την αμαξοστοιχία που μετέφερε αξιωματικούς της Βέρμαχτ.
Πριν ακόμα περάσουν τα σύνορα η Μαργαρίτα θα αισθανθεί ζαλάδες. Ο γιατρός που την εξετάζει θα διαπιστώσει την εγκυμοσύνη. Η Μαργαρίτα κουβαλά στην Βιέννη το παιδί του Κουρσάρου
Ο Χανς που δεν γνώριζε την αλήθεια ήταν περήφανος που θα γινόταν πατέρας. Εκεί όμως στα στενά του Ντεμιρ Ισάρ , στο σταθμό της Κλεισούρας, άγνωστο από ποια παρόρμηση παρακινημένη η Μαργαρίτα θα ζητήσει να περπατήσει λίγο για να ξεμουδιάσει. Θα προσπαθήσει να διαφύγει γυρνώντας πίσω σε μια εμπορική αμαξοστοιχία που προχωρά με κατεύθυνση τη θεσσαλονίκη. Ο Χανς θα την αντιληφθεί και μεμιάς θα τα καταλάβει όλα. Εκεί θα τη σκοτώσει. [σελ. 134] 

Αυτή σε γενικές γραμμές είναι η κεντρική ιστορία, εκείνη που κρατεί το βιβλίο. Όμως το βιβλίο δεν είναι αυτό που μόλις ακούσατε.
Ο Χατζηλάκος καταφεύγει σε ένα τέχνασμα το οποίο είναι καθοριστικό για τη μορφή και το περιεχόμενο του αφηγημένου λόγου.
Η ιστορία που σας παρουσίασα γραμμικά βάζοντας τα γεγονότα της σε χρονική τάξη, ακούγεται –προσέξτε το ρήμα – ακούγεται σε άλλο χρόνο και σε άλλο χώρο από κάποιον αφηγητή ο οποίος δεν κατονομάζεται. Αυτός ο αφηγητής στέλνει το αφήγημα στον φίλο του Φιλόλαο στο Παρίσι. Πρόκειται για ένα αφηγητή «ρεαλιστή», «τεχνολόγο», «υπηρέτη των θετικών επιστημών», «γεωπόνο» ο οποίος παρουσιάζεται στο σήμερα, στο δικό μας χρόνο, στο τώρα,  ως φοιτητής που θαυμάζει απεριόριστα τον καθηγητή του τον Κουρσάρο. Αυτός λοιπόν μιλά, αυτουνού η φωνή ακούγεται,  αυτός σχολιάζει κι αυτός πληροφορεί τον μακρινό του δέκτη. Έτσι εξαρχής το μυθιστόρημα δομείται σε βάση επικοινωνιακή ως μονόλογος ενός προσώπου το οποίο έχει σκοπό την πληροφόρηση ενός φίλου του.
Άλλωστε ο θαυμασμός του σημερινού φοιτητή για τον καθηγητή του αποτυπώνεται και στον τίτλο του μυθιστορήματος. «Η πολυδιαβασμένη Ντόρις» δεν είναι πρόσωπο του μύθου αλλά μια εμμονή αναλογικού τύπου του αφηγητή –φοιτητή που βλέπει τον Κουρσάρο σαν εκείνους τους άντρες που περιγράφει η συγγραφέας Ντόρις Λέσσιγκ στο Σημειωματάριό της - εκείνους τους ηδονικούς άντρες που έχοντας   μιαν αδέξια ανυπόμονη ταπεινοφροσύνη εντούτοις διατηρούν μια αλαζονική δύναμη που τους επιτρέπει με την παρουσία τους και μόνο να κυριαρχούν οι ποθητοί… Αντιλαμβάνεστε ότι αναφέρεται  με τα λόγια της Λέσιγκ και με αντίστοιχα λόγια της μαντάμ Σούζυς στην καταλυτική παρουσία του Κουρσάρου…

Όμως οι πληροφορίες που μεταδίδει στον φίλο του Φιλόλαο τις έχει πάρει από λογής πηγές . Η κυριότερη πηγή του είναι ο κοινός φίλος τους ο Κώστας Πρίντζιπας που κατάφερε να παρασύρει τον κύριο Κοντούλη, αδερφικό φίλο και παλιό συμφοιτητή του καθηγητή του Κουρσάρου σε μιαν αφήγηση  διαρκείας. Έχουμε λοιπόν μια άλλη αφήγηση μέσα στην προηγούμενη. Και δεν τελειώνουμε εδώ.
Όσοι μπορούν να φανταστούν την τέχνη του ψηφιδωτού μπορούν εύκολα να κατανοήσουν αυτό που υλοποιεί ο Χατζηλάκος. Πάνω στο σώμα της κύριας ιστορίας κεντιούνται αναρίθμητες μικροιστορίες, παρεκβάσεις, πισωγυρίσματα, προλήψεις που οργανώνουν τελικά μια πινακοθήκη ή ένα συμφωνικό «κείμενο»: οι προσωπικές ιστορίες της Σούζυς, της Θάλειας, της συμφοιτήτριάς  Ρόζης, του Τσιάρα, του Μπαλλή, του… μέτρησα πάνω από σαρανταδύο επιμέρους τέτοιες μικροϊστορίες. Αληθινό ρεκόρ!
Και μια επισήμανση :
Όταν στο τέλος του βιβλίου ο φίλος του Κουρσάρου, ο κύριος Κοντούλης, αφηγείται στον Κώστα Πρίντζιπα, πως ψηλά στο Καρπενήσι συνάντησε μετά από 15 χρόνια τον Κουρσάρο  κι αρχίζει η διήγηση της ζωής ταιριάζοντας τις αναμνήσεις και τις καινούργιες πληροφορίες κλείνοντας το ψηφιδωτό της ζωής τους… Είναι το πλέον συνταρακτικό κείμενο που διάβασα…

Αλλά θαρρώ ότι κατάλαβα γιατί το έκανε.
Ο κυρ Γιώργος δεν ήθελε  να πει μια ιστορία ενός ερωτικού τριγώνου σε μιαν δύσκολη εποχή. Τέτοια ήταν έξω από τη φτιασιά του… 
Κυρίως ήθελε να στήσει μια πινακοθήκη στάσεων και συμπεριφορών δηλαδή να αποδώσει το ήθος της εποχής.

Γιαυτό και εντελώς παράξενο και «άτοπο» για μυθιστόρημα δηλώνει ότι πρόκειται για : «μαρτυρίες από τα χρόνια εκείνα τα δύσκολα και ηρωικά για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι.» 
Ενώ λοιπόν ξεκινά από μια τέτοια διδακτική διάθεση  συγκροτεί ένα κλασικής δομής μυθιστόρημα που υλοποιεί τη διδαχή της πέρα από την ομολογημένη του πρόθεση. Τελικά ο κυρ Γιώργος πονηρά μας έκλεισε το μάτι. Δεν έγραψε μαρτυρίες αλλά ένα παλίμψηστο κείμενο που μας αφορά όλους..

Προσπάθησε  να μας δείξει πώς η ζωή είναι μια αινιγματική απάντηση  και ότι είμαστε και εμείς μέλη αυτής της αινιγματικής απάντησης  και επομένως μπορούμε εντός και απέναντί της να σταθούμε με περισσότερη φιλικότητα και κατανόηση για τη δύναμη και την αδυναμία μας, για το τυχαίο και το αναπόφευκτο.
Κι αυτό ο κυρ Γιώργης το κατάφερε…

Λάρισα  2004                                                                                                           ΨύΡΡΑΣ ΘΩΜΑΣ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου