Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

Φωτογράφος στον κάμπο


του φίλου μου φωτογράφου Φώτη Νατσιούλη

« - Ακούσατε, ακούσατε!…»
- Ο μουστακαλής κήρυκας ανέβαινε στο σκαλί της πλατείας κι έβανε φωνήν μεγάλη - 
«Ακουουούσατε!!!…
Μεθαύριο μέρα Τετράδη όσοι έχουν άλογο και σούστα να πάν να το δηλώσουνε στου γραμματικού, να λάβουνε χαρτί… Κι ο παιδονόμος λέει να μην εβγαίνουνε της ογδόης πέραν οι μαθητές για να ρεμπελεύουνε… και αύριον εθέλει νάρθει ο κυρ-Μπαζής ο έμπορας να πάρει σταφύλι κουτουράδα απ’ όποιον αγαπά να δώκει τ’ αμπέλι τ’… Και δώδεκα δραχμές παίρνει την αρμαθιά καπνό ο Καραμίντζας ο Δομενικιώτης, κι όποιος γλέπει συφερτικιά την τιμή να κοπιάσει αύριον εις τον καφενέ του  Γκρόζου να πωλήσει…
Ακούσατε ακουουούσατε!…»

Με τέτοιες φωνές μεγαλώσαμε.
Τι ο κάμπος είναι κορμί απλωμένο κι αισθήσεις έχει. Έχει στόμα, αφτιά, ρόγες από δάχτυλα που σ’ ακουμπάν και σε ξεψαχνίζουν, έχει και στόμα ολάνοιχτο και ιδρωμένα μάτια. Είναι ξαπλωμένο κορμί, αλλ’ άνθρωπος δεν είναι. Είναι πελώριο ζωντανό, μια ιδρωμένη φοράδα είναι, που διψάει και τραβάει το σκοινί κατά το πηγάδι, να αναποδογυρίσει τον κουβά ώσπου να γλείψει λάσπη…

Έλεγα τέτοιες κουβέντες σε φωτογράφο που ήθελε να τραβήξει, λέει, φωτογραφίες για να στήσει μιαν έκδοση καλλιτεχνική.
«- Καλόπαιδο, δεν γίνεται ο κάμπος να μπει σε φωτογραφία. Δεν τραβάς ποτέ φωτογραφία το πετσί το ιδρωμένο. Δεν το θέλουνε τα μάτια των αστών. Και προς τί να τραβήξεις εικόνες απ’ το ισιάδι, από το ίσιωμα; απ’ το απέραντο τίποτα;… »
Το κατάλαβε σαν είδε το αποτέλεσμα.
Τίποτα.
Ίσιωμα και χώμα.
Δυο φορές τίποτα.
Είπα λοιπόν:
«- Σα θες να καταλάβεις, ώρα να αφήσεις τη μηχανή! Χρειάζεται να νοιώσεις αυτό πού όλοι προσπερνούν σαν έρχουνται στον κάμπο.
Άκου!
Δες!
Μύρισε βαθιά!
Πιάσε!
Βάλε τ’ αχείλι σ’ να γευτεί!.. Κι αυτό που έλαβε και πήρε η καρδιά σου κράτησον βαθιά μες στην ψυχή· ετούτο είναι ο κάμπος…»
Δύσκολο να καταλάβει…
Κι έπιασα να τον μιλώ:
«- Ο κάμπος δε χωρεί σε μηχανές κι εικόνες. Είναι φαρδύς, είναι πλατύς, είναι ίσιος. Δε δείχνει τίποτις με τη μιας στο μάτι. Θέλει να σκύψεις να ταπεινωθείς, να βάνεις το μάγουλο στη γης, να γίνεις χώμα. Να δεις αυτό που προσπερνάν όλοι οι περαστικοί βιαστικά και δεν το γλέπουν.»
Πάλι δε με κατάλαβε.
«- Το μικρό, λέω, το μικρό!.. αυτό είναι ο τρόπος σου, το μικρό να κοιτάς για να δείξεις το μεγάλο!…»

«- Άκου!..
Ο κάμπος σιωπηλός είναι, μα έχει βουή παράξενη. Φωνές που έρχουνται μακριά απ’ τα μποστάνια καθώς ανθρώποι εργατικοί ανοίγουνε καρίκια να περάσει το ποτιστικό νερό, παλιά μαλκότσι που στενάζουν  ντούκου-ντούκου ν’ ανεβάσουνε νερό, στεναγμοί απ’ τη φοράδα στο ντάμι κι ένα μουγκανητό απ’ τον μπουγά οπού νειρεύεται τη γελάδα του…
Ακούς;…

Τώρα δες!..
Αχνός  σκώνεται από το χώμα τα μεσημέρια και κυματίζει διάφανος, ιδρωμένος ήλιος  σα  μήλο που κρέμεται απ’ τον ουρανό, τσαπάδι μαύρο που δεν μαύρισε ακόμα…Δες, δόλιε μ’, την κάψα που μαραγκιάζει τα φύλλα και κάνει το χώμα να σκίζεται σαν πέτσα κακιά. Δες, στα ζευγολατιά να κενώνουν από ένα πιάτο φακή στα παραπαίδια…
Βλέπεις;…

Ο κάμπος έχει γεύση σταφύλι μπαντίκι. Ή γεύση πεπόνι με τυρί αρμυρό. Καρώ πετσέτα και κλειδώτο στο χωράφι, φτσέλα με νερό, χλιαρό αγίασμα  που καλύτερο κι από δροσιά  μοιάζει στο ξηρό στόμα. Και γεύση από χειμωνιάτικο  τραχανά με τσιγαρίδα απ’ τη γουρούνα που σφάξαμε τα Χριστούγεννα, καλή της ώρα!..
Εγεύθης;…

Τον  κάμπο - τι κι αν είναι απέραντος; - τον πιάνεις στις ρώγες των δαχτύλων. Μαύρη κόλλα στα δάχτυλα σαν αρμαθιάζεις καπνόφυλλα και πίκρα κακιά σαν το βάλεις  στο στόμα καθώς πας να απλώσεις τις αρμαθιές στον ήλιο. Κάμπος είναι το γάλα απ’ τη συκιά που κολλάει στη γλώσσα άμα τρως τα σύκα σύφλουδα, και η φαγούρα άμα μπεις στην αποθήκη να γυρίσεις με το φτυάρι το κριθάρι. Είναι ο ιδρώτας στο μέτωπο που αν πας να τον σφουγγίξεις γένεται λάσπη... κόλλα κακιά…
Άπλωσες το χέρι να την πιάσεις;…

Βάλε τη μύτη χάμου σα λαγωνίκα!
Κάμπος είναι η μυρουδιά από καρπούζι και ντομάτα. Είναι η ευωδία απ’ το χλωρό μπαχτσέ που κουβανείς απάνω σου στο κορμί σαν πας να μάσεις το μπερεκέτι, αναστημένο με κόπο. Είναι, σε λέω, η μυρουδιά της αποθήκης όταν πας να πάρεις τα παραχωμένα καρπούζια στο στάρι.  Και σα γυρνάς το απόβραδο να τινάζεις τη μυρουδιά απ’ το ρούχο του πατέρα σου – ανεμίδα, τσιγάρο, σκόνη και μυρουδιά καφενείου…
Μύρισες ολόγυρα τες ευωδίες του τόπου;…

Δες,  άκου,  μύρισε,  γέψου,  πιάσε!

Μάζεψέ τα όλα τούτα. Αποταμίεψέ τα μέσα σου, ωσάν σε αποθήκη εκεί οπού στις γριντιές  κρεμάμε τα ρόδια και τα χειμωνιάτικα πεπόνια, εκεί που φυλάμε το κιούπι με τα ρετζέλια μες  στο μούστο.
Μάζεψέ τα όλα μέσα σου, σαν σε υπόγειο που μυρίζει τσίπουρο και βαθιά χαρά απ’ το σαράκι των χρόνων. 
Κι άμα θησαυρίσεις μέσα σου όλα αυτά., ε… θα καταλάβεις, τη χαρά που έχουμε όταν με το καλό έρθει η ώρα να τρέξει αίμα απ’ το μανάρι που φυλάγαμε για το Πάσχα και το κλάψαμε όλοι.

Είμαστε στην ανοιχτωσιά του κάμπου κι εκτεθειμένοι απόλυτα. Και τα βουνά τα πέτρινα είναι μακριά. Είναι σα να μας έχουνε κλείσει τιμωρία εδώ, σαν μαθητές που μας έβανε τιμωρία ο δάσκαλος πίσω απ’ τον πίνακα για μια ανεξήγητη ζαβολιά… Την επράξαμε;… Δεν την επράξαμε;… Ποιος νοιάζεται πλέον;…  Εμείς πάντως μένουμε εγκλωβισμένοι κι έρημοι σε  χώρο ανοιχτό και μαζί περίκλειστο,  χτισμένοι στο ισιάδι και την ανοιχτωσιά με τον ουρανό καπάκι.
Ξεχασμένοι, είμαστε.

Κατεβαίνουμε μουγκοί με το τραίνο στην πόλη. Πεζεύουμε από τα αυτοκίνητα ερχόμενοι ο καθείς από τα δικά του Κιλελέρ. Χρόνια τώρα κάνουμε την ίδια δουλειά: φορτώνουμε - ξεφορτώνουμε.
Φόρτωμα - ξεφόρτωμα, μία ζωή, και εμείς να διαλαλούμε τον κόπο μας στις λαϊκές αγορές και όλο να μπερδεύουμε τα ονόματα περαστικών αγοραστών με παλαιά ονόματα από ανθρώπους που δεν γνωρίσαμε, αλλά άγνωστοι δεν είναι. Ελένες που γεννοβολούσαν και έσκαβαν ολημερίς… Ζωές μικρονύφες που χάθηκαν  ταΐζοντας το φούρνο με ξύλα - πού να προφτάξουν τη φαμίλια… Κυρίους κι αφεντάδες που προσπερνάν ακατάδεχτοι…
Και καμιά φορά περνά ως φαντασιά ένας δικός μας που τον ελέγαμε Μαρίνο κι ήταν έτοιμος τον τσιφλικά να αδράξει, να βάνει στον κάμπο φωτιά, να κάψει την τράπεζα, να πάψουν τα χρέα, να κλείσει τους δρόμους με το τραχτέρ - τέρας καινοφανές - στην εθνική.

Τώρα πια ξέρουμε πως στο Γκιτίκι δεν έχει νερό, πως ο Πηνειός πάει στερεύει, η Κάρλα υπάρχει - δεν υπάρχει, κι η πομόνα  -αλίμονο- τραβάει άμμο κι αρμύρα…

Καθώς πίνουμε τσίπουρο τα μεσημέρια, βγαίνει ο κόπος κι ο φόβος μαζί. Το ένα πίσω απ’ το άλλο τα πενηνταράκια, μπας και διώξουμε τον βάσανο που όνομα δεν έχει... Και ξεχαρμανιάζουμε μανιακά στο σκυλάδικο τη νύχτα έρημοι, μόνοι κι ανέραστοι.

Ζούμε στην αναμονή μιας πυρκαγιάς.

Και τώρα άμα μπορείς, τράβα φωτογραφίες!…»

ΨύΡΡΑΣ ΘΩΜΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου