Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

Γιατί ο Παπαδιαμάντης είναι σημαντικός;

Δημοσιευμένο στο περιοδικό Γραφή, Λάρισα, Χειμώνας 2001, περίοδος Γ´

Η προσπάθεια να αξιολογήσουμε το έργο του Παπαδιαμάντη μοιάζει ενέργεια μάταιη - με την έννοια, ότι όσα ειπώθηκαν έως  σήμερα, περιγράφουν ως ένα μεγάλο βαθμό την αδυναμία της κριτικής να συμφωνήσει σε βασικά στοιχεία  για το παπαδιαμαντικό έργο. «Κανένας άλλος συγγραφέας δεν μας ‘βασάνισε τόσο’ όσο ο Παπαδιαμάντης. Ως αναγνώστες. Ως συνειδήσεις. Ως λαό. Ως έθνος.» (1)
Ποιες «εικόνες» μας δίνει η κριτική για το έργο του Παπαδιαμάντη;
Προσπερνώ την παλιά – και άνευ ουσίας πλέον – διαμάχη ανάμεσα σε θαυμαστές και κατηγόρους, ανάμεσα σ’ εκείνους που υποστηρίζουν πως ο Παπαδιαμάντης υπήρξε ένας γίγαντας ή ότι ο Παπαδιαμάντης είναι ένας σαλεμένος μονομανής μπεκρούλιακας.  Αυτές οι σχηματικές αντιπαραθέσεις δεν απαντούν στο πρόβλημα.
Προσπερνώ επίσης την πανεπιστημιακή κριτική (ως επί το πλείστον) που επιμένει να βλέπει τα κείμενα του Παπαδιαμάντη ως σώμα επί του οποίου είναι δυνατό να ασκηθεί η γαλλική αφηγηματολογία σε όλες της τις εκδοχές: να δούμε δηλαδή τον Παπαδιαμάντη ως  «σκάκι», «σενάριο», «σταυρόλεξο», «σχεδιασμό» (2). Όσο κι αν τέτοιες επιστημονικές - τεχνικές πρακτικές είναι χρήσιμες, δεν απαντούν στο ερώτημα : γιατί ο Παπαδιαμάντης είναι σημαντικός;
Απέναντι σ’ αυτό το ερώτημα, η κριτική μάλλον σηκώνει ψηλά τα χέρια.
Δεν έχουμε παρά να αρχίσουμε από τον αφορισμό του Παύλου Νιρβάνα στις αρχές του 20ου αιώνα ( «Περί του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη  δεν γνωρίζομεν σχεδόν τίποτε») και να φτάσουμε σήμερα στη διαπίστωση ενός νέου ποιητή του Στρατή Πασχάλη («το μυστικό της τέχνης του … είναι πολύ πιο εφτασφράγιστο απ’ όσο θα φανταζόταν κανείς. Μέχρι σήμερα προσπαθούμε να το ξεδιαλύνουμε») (3). Από ότι καταλαβαίνετε, μπορεί να έχουν γραφεί χιλιάδες σελίδες σε ένα αιώνα σχεδόν, αλλά δεν είμαστε και πολύ μακριά από κει που ξεκινήσαμε.
Κάνοντας έναν απολογισμό των κριτικών απόψεων που διατυπώθηκαν για το έργο του Παπαδιαμάντη, μπορούμε σχηματικά  να διακρίνουμε  δύο απόψεις (σε λογής αποχρώσεις και τόνους) που δεσπόζουν περιγράφοντας την αμηχανία μας.
Η πρώτη: «  Η αξία του Παπαδιαμάντη βρίσκεται πέρα από το κείμενο».
Η δεύτερη: « Η αξία του Παπαδιαμάντη εντοπίζεται στη σχέση του έργου προς κάποιου είδους πραγματικότητα».
Αφού εξετάσω χωριστά την κάθε μία, θα προσπαθήσω να τις υποβάλλω σε σύγκριση μήπως και φανερωθεί το «κοινό» στοιχείο, γιατί αυτό ενδέχεται να είναι το κυρίαρχο σημείο του έργου, η κλειδαριά του έργου (αλλά, όχι υποχρεωτικά και το κλειδί).

Πολλοί κριτικοί μας λοιπόν διατύπωσαν την άποψη ότι η αξία του Παπαδιαμάντη βρίσκεται πέρα από το κείμενο. Η «αίσθηση» ότι «η αξία του βρίσκεται αλλού», εγείρει αυτόματα το ερώτημα: «Που;». Και η απάντηση δεν μπορεί  παρά να επιμεριστεί σε λογής δεδομένα της παπαδιαμαντικής επιφάνειας: στην ενστικτώδη ικανότητα του Παπαδιαμάντη να θεολογεί, στην ικανότητα να χειρίζεται τους ταπεινούς και καταφρονεμένους, στη νοσταλγική εμμονή στη Σκιάθο του, στο μείγμα της γλώσσας του κλπ.. Όμως αυτά όλα αποτελούν μόνο προσχήματα και φανερώνουν εν τέλει την αδυναμία να προχωρήσουμε πέρα από την επιφάνεια του έργου.
Για παράδειγμα, ένας άνθρωπος σαν τον Οδυσσέα Ελύτη δεν δίστασε να πει: «δεν ξέρεις αν είναι η Σκιάθος που γέννησε τον Παπαδιαμάντη ή ο Παπαδιαμάντης τη Σκιάθο» και συνέχισε ότι ο Αλ. Παπαδιαμάντης κάνει «...έναν αργό και συγκεκαλυμένο αγώνα: πώς ν’ απομονώσει τα γράμματα των δέντρων και των κυμάτων, των κοριτσιών και των ονείρων ώστε να φτιάξει το προσωπικό του αλφάβητο». Είναι δυνατό όμως η αξία του Παπαδιαμάντη να μετατίθεται απλώς σε μοτίβα του έργου του και εν τέλει, με τη μέθοδο της επιλογής, να μιλάμε ο καθείς με βάση την προσωπική μας προτίμηση; να μιλάμε δηλαδή όχι για το Παπαδιαμαντικό έργο καθαυτό, αλλά να διαμορφώνουμε μια μεταγλώσσα που οικοδομείται στη βάση της απολύτως προσωπικής εντύπωσης καταλήγοντας τελικά να μιλάμε για την «εντύπωση» την ίδια! Γιατί βεβαίως το «προσωπικό αλφάβητο» στο οποίο αναφέρεται ο Ελύτης αφορά όχι τα στοιχεία που έτσι κι αλλιώς χρησιμοποίησε ο Παπαδιαμάντης, αλλά κυρίως όσα ανέδειξε ως προσωπική μυθολογία ο Ελύτης με το δικό του έργο.
Ο Παλαμάς, προσπαθώντας πολύ πρώιμα να εντοπίσει την «Μούσα του Παπαδιαμάντη» [- και λέγοντας «Μούσα», προφανώς δεν εννοούσε γενικά και αόριστα την «έμπνευση» όπως την όριζαν οι ρομαντικοί, αλλά  το «πρώτο κινούν» που συσσωματώνεται τελικά σε έργο - ], ο Παλαμάς λοιπόν κατέφυγε σε μια παρομοίωση. Τη «Μούσα» του Παπαδιαμάντη την παρομοίαζε με «τη Λιαλιώ, την νοσταλγόν. Παντρεμένη με τον πεζότατο μεσόκοπο κυρ-Μοναχάκη, ζη τον περισσότερο καιρόν βυθισμένη στο όνειρο της πατρίδας πέρα».
Αντιλαμβανόμαστε ότι η κριτική αυτού του είδους που μεταθέτει την «αξία» του έργου «πέρα» από το κείμενο και μάλιστα δεν διστάζει να το χρησιμοποιεί ως χώρο ενδείξεων –σκαλοπατιών με σκοπό να τα περπατήσουσε όσο γίνεται πιο γρήγορα για να βγούμε από αυτό και να πάμε «πέρα», «έξω», «αλλού» σε κάποιον άυλο και πνευματικό τόπο αναφοράς των κειμένων. Δηλαδή ενώ διαβάζουμε το απτό κείμενο, την αξία του την αναζητούμε σε ένα ιδεατό ασαφή και τελικά αφανή «κόσμο» η ύπαρξη του οποίου μάλλον υπονοείται παρά δηλώνεται, αλλά ωστόσο χρησιμεύει ως κριτικό εργαλείο. Αντιλαμβανόμαστε ότι μια τέτοια στάση δεν μπορεί να λειτουργήσει πειστικά κι αναπαράγει μάλλον την κριτική αμηχανία. Αυτή την αμηχανία καταγράφει ενοχλημένος στο αφιέρωμα της Εστίας ο Πετιμεζάς Λαύρας, κι αυτός φίλος της αντίστοιχης κριτικής στάσης: «Η κριτική δοκίμασε να τον αναλύσει, να τον εξετάσει, να τον κατατάξει. Δεν το μπόρεσε, ούτε και θα το μπορέσει. Ξεγλιστράει και ξεφεύγει».(4)

Η δεύτερη κριτική στάση, που λέει: « Η αξία του Παπαδιαμάντη εντοπίζεται στη σχέση του έργου προς κάποιου είδους πραγματικότητα», και μάλιστα αποπειράται να την καθορίσει και να την μελετήσει, εγείρει μια άλλη σειρά από προβλήματα όπως για παράδειγμα:
Τι εννοούμε όταν λέμε «σχέση»; Τι εννοούμε όταν λέμε «την τάδε ή τη δείνα πραγματικότητα»; και ποια είναι αυτή ιστορικά ή κοινωνικά ή ιδεολογικά; Ερωτήματα διόλου εύκολα να απαντηθούν. Απλώς τα επισημαίνω, και προχωρώ.
Οι κριτικοί αυτής της στάσης επιμένουν ότι αν η λογοτεχνία του Παπαδιαμάντη  έχει κάποιο νόημα, αυτό το νόημα βρίσκεται έξω από το λογοτεχνικό συμβάν και συγκεκριμένα εντοπίζεται στη σχέση του παπαδιαμαντικού έργου με την πραγματικότητα, όπως την ορίζει ή την αντιλαμβάνεται ο κάθε κριτικός.
Αυτό το νόημα έχει η επιγραμματική φράση του Τέλλου Άγρα: «ο Παπαδιαμάντης είναι φυσικό φαινόμενο», ή του Γιάννη Χατζίνη: «ο Παπαδιαμάντης είναι ένα φαινόμενο φυσικό και αποτελεί το σπάνιο προϊόν ορισμένων συνθηκών ζωής και ορισμένων προϋποθέσεων»(5). Αλλά τι είδους «φυσικό φαινόμενο;»… Ο Τάσος Λιγνάδης  επισημαίνει «στην "ηθογραφία" του Παπαδιαμάντη οι άνθρωποι είναι πραγματικοί, με την έννοια του "υπαρκτοί". Δεν είναι από άλλα βιβλία, από σκέψη, από φαντασία. Είναι από ζωή».(6)  Ακόμα κι ο Τσάτσος σημειώνει: «Υπάρχει στο έργο του (του Παπαδιαμάντη), μέσα σε πολλά περιττά και νεκρά, αυτό που λέμε αλήθεια και ζωή»(7). Αλλά γιατί να αποτελεί μέτρο και κριτήριο αξίας η εξίσωση λογοτεχνίας – πραγματικής ζωής; … Γιατί και ο συμβολαιογράφος του Ραγκαβή, ή ο κοινωνικός Ξενόπουλος, για τη ζωή γράφανε, αλλά Παπαδιαμάντηδες δεν ήταν!
Ο Γιάννης Τσαρούχης ανύποπτος, ή πολύ υποψιασμένος, θα πει: «Την ελληνική γλώσσα την επηρέασε πολύ η ανάγκη του Ελληνα να μεταναστεύσει σε άλλους κόσμους, εξωτικούς -και κατά ένα τρόπο ανώτερους-, ψάχνοντας να βρει "το κάτι άλλο". Καλλιτέχνες όπως ο Παπαδιαμάντης και ο Θεόφιλος, οι οποίοι προσπάθησαν να δώσουν την ουσία μερικών πραγμάτων, περιφρονήθηκαν και μισήθηκαν γιατί αγαπούσαν την πραγματικότητα»(8)… Πώς όμως είναι δυνατό ο Θεόφιλος και ο Παπαδιαμάντης να ψάχνουν να βρούν το «κάτι άλλο το ανώτερο» και συγχρόνως  να  «αγαπούν την πραγματικότητα». Πώς συμβιβάζονται τα δύο;

Συμβιβάζονται γιατί οι δύο αυτές κριτικές στάσεις συνδέονται με σχέση αιτιότητας μεταξύ τους. Αλληλοσυμπληρώνονται και το κρίσιμο σημείο στο οποίο ακουμπούν είναι η πραγματικότητα..
Αλλά για ποια πραγματικότητα, μιλάμε;
Σταχυολογώ ενδεικτικά από τις απόψεις των κριτικών μας:
Τάσος Λιγνάδης: οι ήρωες του Παπαδιαμάντη «είναι η ζωή» (9),  Γεώργιος Θέμελης: το παπαδιαμαντικό έργο είναι «συνισταμένη όπου ταυτίζεται ο άνθρωπος και ο λογοτέχνης»(10), Γιώργος Βαλέτας:  «Και λέγοντας ζωή και δημιουργία στον Παπαδιαμάντη, χαρακτηρίζω από δύο πλευρές το ίδιο πράγμα, -τόσο ζωή και έργο αλληλοσυμπληρώνονται και αλληλοεκφράζονται με θαυμαστή αντιστοιχία και αρμονική συνοχή»(11), Ανδρέας Θ. Κίτσος-Μυλωνάς: «Ο Παπαδιαμάντης δεν είναι λογοτεχνία, είναι ζωή» (12)… Δηλαδή, ο Παπαδιαμάντης είναι ένας «ρεαλιστής», ένας σαν τους ευρωπαίους, λίγο κοντύτερα ή λίγο μακρύτερα από το Μπαλζάκ ή το Ντοστογιέφσκυ;… γιατί το ρεαλιστικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα είχε τάξει προγραμματικά «τη σχέση με την πραγματικότητα και τη ζωή». Αλλά για όποιον διάβασε δέκα σελίδες Παπαδιαμάντη τα  πράγματα δεν είναι! Γιατί δεν είναι «ρεαλιστής» μ’ αυτή την έννοια.

Ας ξαναπιάσουμε το παραδοξολόγημα του Τσαρούχη: ότι ο Παπαδιαμάντης έψαχνε να βρεί  «κάτι άλλο το ανώτερο» και συγχρόνως  «αγαπά την πραγματικότητα»!

Η λύση βρίσκεται στην άρση της αντίφασης με οδηγό το ίδιο το παπαδιαμαντικό έργο. Ο Παπαδιαμάντης λοιπόν σχετίζεται ταυτόχρονα με το «ανώτερο» και την «πραγματικότητα» με μιαν ιδιαίτερη σχέση: με τον τρόπο που κοιτά τα πράματα. Συγκεκριμένα:
1.        Κατ’ αρχάς μεταφέρει τη νοσταλγία ενός λατρευτικού δεσμού με το φυσικό κόσμο.
2.        Κατά δεύτερο λόγο, βλέπει τον κόσμο με το ενιαίο βλέμμα της κοινότητας (δηλαδή «κοιτά» και «βλέπει» το φυσικό κόσμο ακριβώς στην ολοκληρωμένη και αυτονόητη φυσικότητά του.)
3.        Ο ίδιος ως συγγραφέας γίνεται ένα υποκείμενο το οποίο «μαγεύεται» από αυτό ακριβώς το βλέμμα. [προσοχή! Χρησιμοποιώ το μαγεύεται με την ανθρωπολογική του σημασία. Όπως ο Λεβι-στρώς χρησιμοποιεί τον όρο «μαγική σκέψη»]
4.        Αυτή η στάση θεμελιώνει τη λειτουργία  της σημασίας των πραγμάτων
Είναι λογικό λοιπόν ο Παπαδιαμάντης που διαθέτει αυτή την ειδική ικανότητα του «ὁρᾶν», να δημιουργεί ένα περίκλειστο κόσμο (δεν εννοώ αποκομμένο), αλλά ένα «σύμπαν» που υπάρχει, αλλά «εμείς» αδυνατούμε να το δούμε γιατί δεν έχουμε τα απαραίτητα όργανα, τα «μαγεμένα» μάτια και το ειδικό βλέμμα, για να το συλλάβουμε πλέον. Το νοιώθουμε κοντά μας, το ψηλαφούμε στην ιστορία μας, υφίσταται στην παράδοσή μας, αλλά δεν το βλέπουμε. [Χωρίς να θέλω σας έδωσα την έννοια του ερμητικού, επισημαίνοντας άθελα ότι βρισκόμαστε στην καρδιά της νεωτερικότητας.]
Για να κατανοήσουμε το «ὁρᾶν» του Παπαδιαμάντη θα χρησιμοποιήσω μιαν εικόνα , δηλαδή ένα βλέμμα, από το  δημοτικό τραγούδι: «κόκκινο χείλι φίλησα, κι έβαψε το δικό μου … κι έβαψε η άκρη του γιαλού κι η μέση του πελάγου.»
Το βλέμμα «βλέπει» ότι «πραγματικά» είναι βαμμένη η άκρη του γιαλού κι η μέση του πελάγου. Αυτό, σας παρακαλώ, δεν είναι «μεταφορά», είναι η κυριολεξία του «μαγεμένου» βλέμματος.
Αν λοιπόν διαβάσουμε τον Παπαδιαμάντη ως πεζογράφο ο οποίος υπό την επήρεια αυτού του ιδιότυπου βλέμματος παράγει τα παραμύθια του, τότε πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι να φτάσουμε στα άκρα: να τον διαβάσουμε σαν να μην φιλοτέχνησε ποτέ του σύμβολα, μύθους, αλληγορίες, αλλά απλά σα μετάφερε το «Αληθινό», το δικό του αληθινό, αυτό που «έβλεπε». Και χρειαζόμαστε κι εμείς το «μαγεμένο» βλέμμα έστω κι αν δεν ανήκουμε σε μια κοινότητα που μας εξοπλίσει με μια τέτοια ματιά.

Αν πάλι,  θεωρήσουμε ότι ο Παπαδιαμάντης βρίθει από σύμβολα, μύθους, αλληγορίες, πρέπει να αποδεχτούμε πως υφίσταται στο κείμενο ένας πυρήνας, ο οποίος  μεσολαβεί ανάμεσα στη «μορφή» και στο «περιεχόμενο» και γίνεται αντιληπτός μόνο στην περιοχή της καθαρής «συγκίνησης».  Κι όταν λέω «Συγκίνηση», [«Συν-κίνηση»] εννοώ τη μήτρα της παπαδιαμαντικής πεζογραφίας, αυτό που υπάρχει πραγματικά στο κείμενο,  ως πεζογραφικός πυρήνας, και συγκροτεί μια πραγματικότητα που μένει έξω απ' τις αρμοδιότητες της συμβολοποίησης,  που δεν περνάει μέσα από τον αυτοέλεγχο, κι εντοπίζεται συχνά απ' το ένστικτο του αναγνώστη ως «θεϊκό» ή ως «ζωικό». Και το ένα και το άλλο ανήκουν στο γένος του  «ιερού». Εδώ ανάμεσά τους χτυπιέται σαν τεντωμένη χορδή ο Παπαδιαμάντης. Αυτή είναι η σχέση του με την «πραγματικότητα». Κι από αυτόν τον υπόγειο παραδαρμό αναγγέλλεται το «Απολύτως Αληθινό». 
Έτσι, τον Παπαδιαμάντη πρέπει να τον δούμε ως συμμέτοχο σ' έναν λόγο ιερουργικό και σ' έναν λόγο ονειρικό και ενορμητικό συνάμα. Αυτό είναι υψηλή πεζογραφία αλλά δεν είναι «ρεαλισμός» ούτε και ηθογραφία.

Τελικά ο Σκιαθίτης μένει «βουβός» μέσα στο κείμενό του, δίχως δομή, δίχως στιλ, δίχως συγγραφική αγωνία (δίχως καν την τελετουργία της έκδοσης του βιβλίου). Οι αγωνίες του έρχονται από τους συγκλονισμούς του έρωτα και του πένθους, της ορφάνιας και της εμπιστοσύνης προς τα στοιχειά, ποτέ απ' το ναρκισσισμό της ρητορικής, ποτέ από τη φιλοδοξία. Άλλωστε η «γοητεία» του  παράγεται κι απ' το γεγονός ότι το τελευταίο που τον νοιάζει είναι να γοητεύσει.
Του φτάνουν τα δικά του βάσανα!                                    
         ΘΩΜΑΣ ΨΥΡΡΑΣ

σημειώσεις
1.Λάκης Προγκίδης , Παπαδιαμαντική κιβωτός, Βήμα, 4-1-98
2.Βακαλόπουλος, Η ιερή μελωδία της πραγματικότητας, Αντί, τ463, 5-4-1991
3.Στρατής Πασχάλης, εισαγωγή στον τόμο «Σκοτεινά Παραμύθια», εκδ. Μεταίχμιο 2001
4.Πετιμεζάς - Λαύρας· στο αφιέρωμα της Νέας Εστίας, σελ. 166.
5.Γιάννης Χατζίνης «Συντροφιά με τον Παπαδιαμάντη», στο αφιέρωμα της Νέας Εστίας, σελ. 59.:
6.Τάσος Λιγνάδης, «Ομολογία πίστεως στον Παπαδιαμάντη», Φώτα Ολόφωτα, σελ. 118
7.Κωνσταντίνος Τσάτσος, «Η "ατμόσφαιρα" του Παπαδιαμάντη"», αφιέρωμα Νέας Εστίας, σελ. 38 λ. 121.:
8.Γιάννης Τσαρούχης, «Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει», Αγαθόν το εξομολογείσθαι, σελ. 283, εκδ. Καστανιώτης 1986:
9.Τάσος Λιγνάδης, «Ομολογία πίστεως στον Παπαδιαμάντη», Φώτα Ολόφωτα, σελ. 118.
10.Γεώργιος Θέμελης, στις «Σύντομες κρίσεις» του αφιερώματος της Νέας Εστίας, σελ. 150.
11.Γιώργος Βαλέτας  «Ο άνθρωπος και η εποχή του», αφιέρωμα Νέας Εστίας, σελ. 4
12.Ανδρέας Θ. Κίτσος-Μυλωνάς «Παράγραφοι», Φώτα Ολόφωτα, σελ. 142

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου