Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011

Σιουζουλής Βασίλης: « Η Ευτυχία του ’50 » , Εκδόσεις οδός Πανός, Αθήνα 2006.



«Η Ευτυχία του 50» είναι το τελευταίο – αλλά το πρώτο σε πρόζα – βιβλίο του Βασίλη Σιουζουλή. Παρά το γεγονός ότι από το εξώφυλλο (που κοσμείται με ένα πίνακα του Χρήστου Σαμαρά ) χαρακτηρίζεται «μυθιστόρημα» δεν είναι μυθιστόρημα ∙ ο Σιουζουλής δεν δομεί ένα συγκροτημένο story αλλά χρησιμοποιεί ένα πλήθος από μικρές σχεδόν ανεξάρτητες η μία από την άλλη μικροϊστορίες ταξινομημένες αδρά σε μια χρονολογική ακολουθία (παιδικά , γυμνασιακά και ύστερα χρόνια) αλλά στην πραγματικότητα  αφήνεται στην ελευθερία της μνήμης και της αφήγησης για να πισογυρίζει και να ξαναπιάνει νήματα και νύξεις διαλύοντας την χρονική αλληλουχία.
Το τελικό «αφήγημα» ακολουθεί περισσότερο τις συναισθηματικές ανάγκες της «αφήγησης» (χρησιμοποιώ διακριτά τους όρους) παρά τις χρονικές. Έτσι ο «μύθος» του Σιουζουλή φτιάχνεται από ψηφίδες μνήμης και από παλίμψηστες μνημονικές διαθέσεις.. 
Το κείμενο βέβαια δεν ανήκει στο γραμματειακό είδος του χρονικού ή της μαρτυρίας, ούτε βέβαια έχει σχέση με το απομνημόνευμα  όσο κι αν η εξωτερική δομή αλλά και το περιεχόμενο του βιβλίου παραπέμπουν σε τέτοιου είδους «βιογραφικά» είδη.

Από τα δύσκολα χρόνια στο χωριό με το ξεκίνημα του  εμφυλίου πολέμου,  τη μετακίνηση για λόγους ασφάλειας στον Άη Νικόλα το βλάχικο στον Τύρναβο, τα παιδικά χρόνια  που συμπίπτουν με τα χρόνια του εμφυλίου, τα γυμνασιακά και τα  ύστερα χρόνια, ο Σιουζουλής  γράφει και χαίρεται την εμπλοκή του με τη μνήμη.
Δημιουργεί ένα αφηγητή τη φωνή του οποίου ακούμε να μας μιλά χωρίς στιγμή να κρύβει την εμπλοκή του με τα πράγμτα. Μάλιστα χαίρεται την εμπλοκή του, αυτοπαρασέρνεται στο χείμαρρο της ανάμνησης. Ο αφηγητής μοιάζει με εκείνα τα πιτσιρίκια που κάνουν βουτιές σε ποταμίσια νερά και χαίρουνται που τα τραβάει το ρέμα. Έτσι κι ο Σιουζουλής παραδίνεται σαν παιδί στις δίνες της μνήμης  ξεφωνίζοντας από χαρά που μπορεί να θυμάται…
Ο αφηγητής ξέρει ότι  μνήμη δεν είναι απλώς η δυνατότητα να θυμόμαστε (νάχεις καλό «θυμητικό» που λέμε στη Θεσσαλία), είναι κυρίως η δυνατότητα όσα θυμάσαι να γίνουν υλικά ζωής και να ορίζουν την περπατησιά σου.
Ο Σιουζουλής έγραψε ένα βιβλίο τέτοιο που μόνο αυτός μπορούσε να γράψει. Περίμενε βέβαια πολύ αλλά αυτό το πολύ των χρόνων ήταν τελικά εκείνο που σφράγισε την ποιότητά του κειμένου. Γιατί δεν είναι κείμενο εν βρασμώ. Είναι κείμενο που πέρασε από πολλά για να κατασταλάξει ώστε τελικά να φτάσει να κατακτήσει μιαν «εξεγερμένη νηφαλιότητα»... Ο αφηγητής, μια εξεγερμένη συνείδηση, δε διστάζει να ονοματίσει τον προδότη, προδότη, και το φονιά, φονιά. Αλλά συνάμα έχει ως «έμφυτο» στοιχείο στο λόγο του τη νηφαλιότητα ώστε να κατανοεί και να ερμηνεύει ακραίες ανθρώπινες συμπεριφορές  (το φθόνο, τη ζήλια, το πάθος, την κακία…) Από αυτή την οπτική το κείμενο συγκροτεί και μια σπουδαία ανθρωπιστική κατάθεση. Άλλωστε η επιστροφή στο παρελθόν πάνω στην οποία βασίζεται το βιβλίο χρησιμοποιείται ως μια  παράκαμψη μέσω του παρελθόντος για να βγούμε σε ένα νέο μέλλον. Πρόκειται για μια παράκαμψη που μας επιτρέπει να συνειδητοποιήσουμε την κοινωνική ζωτικότητα που θυσιάστηκε τις κρίσιμες δεκαετίες. Χωρίς νοσταλγία  του παρελθόντος δεν μπορεί να υπάρξει αυθεντικό όνειρο για το μέλλον.

Ο Τύρναβος της δεκαετίας του 50 είναι ο βασικός χώρος, το σκηνικό της δράσης. Είναι η σκηνή της «αυλής των θαυμάτων» απ’ όπου μπαινοβγαίνουν λογής πρόσωπα που χάνονται λίγο παρακάτω ξαναβρίσκονται, επανέρχονται κατόπιν. Εκτός φυσικά από δύο πρόσωπα που η «σκιά «τους  είναι μόνιμα παρούσα : τον αφηγητή ο οποίος είναι το κεντρικό πρόσωπο, και την Ευτυχία, ξαδέλφη και συμμαθήτρια του αφηγητή στο δημοτικό και στο Γυμνάσιο που η παρουσία της «δένει» το μύθο καθαίροντας τους «βάσανους χρόνους».
Έχουμε για πρώτη φορά  τα ανθρωπολογικά του Τυρνάβου, αυθεντικό αφηγηματικό υλικό, απαλλαγμένο από φολκλόρ, δοσμένο με μάτι που αποδίδει εκ των υστέρων δικαιοσύνη και αποτιμά  στάσεις και συμπεριφορές.  Έχουμε μια πρώτη «ιστορία ζωής» στην οποία το υλικό της μνήμης είναι δουλεμένο με «καλοσύνη».
Και δεν ξέρω αν αυτή η λέξη έχει πια την ίδια σημασία που είχε κάποτε…
                                                                                                                                              Λάρισα 2006

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου