Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011

Το ίδιον Πάθος και η Γραφή : "Στην Πολυξένη" της Βεατρίκης Σαΐας-Μαγρίζου

Θα μου επιτρέψετε να ξεκινήσω με κάποιες πρώτες γενικές διαπιστώσεις:
Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια στη Λάρισα δημιουργήθηκε στο χώρο της λογοτεχνικής  έκφρασης, ποίησης και πεζογραφίας, μια εντελώς διαφορετική κατάσταση σε σχέση με όσα πρωτύτερα συνέβαιναν. Συντελέστηκε σιγά-σιγά μια βαθιά μεταβολή, τόσο σε επίπεδο προσώπων, όσο κυρίως σε επίπεδο αναζητήσεων περιεχομένου και φόρμας που επιβεβαιώνει έμπρακτα την προσπάθεια να δημιουργηθεί ένας εγγενής λόγος αποδεικτικός της άνθησης και του δυναμισμού αυτής της πόλης. Βέβαια αυτήν την εξέλιξη δε μπορούμε εύκολα να τη συνειδητοποιήσουμε γιατί οι τόποι της λογοτεχνίας από τη φύση τους δε γίνονται θέαμα ώστε να τραβήξουν την προσοχή αλλά και γιατί απαιτούν, μαζί με την περισυλλογή και την προσεκτική παρακολούθηση, τη νηφάλια επιβεβαίωση που μόνο ο χρόνος παρέχει.
Θα προσπαθήσω να περιγράψω τα χαρακτηριστικά ετούτης της άνθησης:
1. Πρόκειται για μια λογοτεχνία που παράγουν άνθρωποι μόνιμα εγκαταστημένοι στην πόλη. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό γιατί δημιουργεί τις συνθήκες συγκρότησης ενός αυτοδύναμου πυρήνα που διευκολύνει τη συνταύτιση και διαμορφώνει τα συλλογικά δεδομένα μιας μελλοντικής καρποφορίας.
2. Πρόκειται για μια  λογοτεχνία που παράγεται από ανθρώπους που ανήκουν πάνω κάτω στην ίδια γενιά. Αυτό συνεπάγεται ως ένα βαθμό κοινότητα βιωμάτων και αντιλήψεων και κυρίως νοοτροπίας - ιδιαίτερα για το ρόλο της τέχνης που εξασκούν και τους προσωπικούς στόχους τους συνυφασμένους με το έργο τους.
3. Πρόκειται για δημιουργούς που δε σχετίζονται με τα μαζικά μέσα κι επομένως είναι ξένη σ’ αυτούς η ευκολία της γραφής που μοιραία επιβάλλει το κάθε μέσο. Κι επίσης είναι ξένη η αντίληψη των δημοσίων σχέσεων ως τρόπος επιβολής στο αναγνωστικό κοινό.
4. Πρόκειται για μια λογοτεχνία που εκμεταλλεύεται εξίσου τη θεσσαλική ύπαιθρο αλλά και το αστικό κέντρο και κατακτά μ’ αυτό τον τρόπο την ιθαγένεια χωρίς παραχωρήσεις στη λαογραφική εξιδανίκευση και το παλαιόν ηθογραφικό φολκλόρ που επέβαλε παλιότερα μια δασκαλίστικη γραφή ως το μόνο υπαρκτό  λόγο της περιφέρειας.
5. Οι σύγχρονοι δημιουργοί της Λάρισας είναι συνειδητά δημιουργοί της περιφέρειας. Κι αυτό δεν το εκλαμβάνουν ως αποδοχή κάποιου επαρχιωτισμού, απλά γιατί νοιώθουν πως δεν είναι επαρχιώτες. Συνεπώς είναι απαλλαγμένοι από τα σύνδρομα αρκετών παλιότερων που κατέφευγαν είτε σ’ ένα παρδαλό εστετισμό, είτε σε λαογραφικές εμμονές  αναπαράγοντας την αντίληψη που είχε το κέντρο για την ελληνική επαρχία.
Η λογοτεχνία της Λάρισας, ξεκινώντας από την παλιότερη και πρωτοπόρο Κική Παπαγιάννη, τον ποιητή Κώστα Λάνταβο, το Βασίλη Σιουζουλή, τη Λίνα Καράμπα, την Άννα Μανωλοπούλου- Σκούφα, τον πεζογράφο Βασίλη Μπούτο, κι άλλους πολλούς, πλουτίζει διαρκώς σε πρόσωπα και σε έργα. Σημάδια μιας άνθησης που επιβεβαιώνεται διαρκώς. Κι απόδειξη η αποψινή μας συγκέντρωση για να χαρούμε μια νέα παρουσία και το ξεκίνημα μιας νέας πορείας. Να κατευοδώσουμε τη Μπέτυ Σαΐας Μαγρίζου και το πρώτο της μυθιστόρημα ‘’Στην Πολυξένη’’.

Αλλά ας έρθουμε στην όψη του βιβλίου και τα παραπεμπτικά συγκείμενα του εξωφύλλου που αποτελούν από μόνα τους σημεία ικανά να κατευθύνουν τον αναγνώστη:
1] έκδοση του Καστανιώτη, που κοσμείται από την υστεροακαδημαϊκής έμπνευσης ‘‘Κεφαλή κόρης’’, έργο του κρητικού ζωγράφου και χαράκτη Γιώργου Μανουσάκη, ένδειξη πως η κεντρική ηρωίδα είναι μια κόρη, ένα γυναικείο πρόσωπο βυθισμένο σε λογής σκιές.
2] ο γραμματολογικός χαρακτηρισμός: ‘‘Μυθιστόρημα’’, με το μι κεφαλαίο, ασύνειδη προτεραιότητα του μύθου έναντι της ιστορίας.
3] ο τίτλος: ‘‘Στην Πολυξένη’’,  κλασσική εκφορά και τύπος μιας αφιέρωσης, ένδειξη χαρίσματος, δώρισμα ψυχής και αντιχάρισμα, σε πρόσωπο αγαπημένο.

Το καθεαυτό κείμενο δομείται σε πέντε κεφάλαια που το καθένα περιγράφεται με  τοπικούς προσδιορισμούς (τόποι οικειότητας και για τη συγγραφέα) και μια χρονολογία αναφοράς:
Σ’ ένα χωριό της Λάρισας 1961
Θεσσαλονίκη 1990, 1992,1993 και 1995.
Μ’ αυτό τον τρόπο ορίζεται εξαρχής η κάθε στιγμή από την οποία εκκινεί ο απρόσωπος αφηγητής για να χαθεί μέσα σε λογής παρελθοντικούς χρόνους και σε συμβάντα διαφορετικών εποχών, διαφορετικών τόπων, διαφορετικών προσώπων και γενεών. Και ενώ το μυθιστόρημα δομείται με πέντε αφηγήσεις που διεκπεραιώνονται σε πέντε μέρες, χρονικά απομακρυσμένες μεταξύ τους, η εντύπωση που αποκομίζει ο αναγνώστης είναι πως ο χρόνος δεν έχει χάσματα, πως είναι ένα παχύρευστο κολλώδες συνεχές, με τους ανθρώπους πιασμένους πάνω του να αγωνιούν απελπισμένοι. Και αυτό είναι το κυρίαρχο τέχνασμα του βιβλίου και ίσως το πλέον αξιοσημείωτο στοιχείο του: οι διαδοχικές μικροαφηγήσεις που τεχνικά διασπαρμένες διαρκώς τέμνονται, που πότε αποκλίνουν και πότε συγκλίνουν, κλιμακώνονται σε πολλαπλά χρονικά επίπεδα και τελικά δημιουργούν ένα συμπαγές κείμενο που μοιάζει με μωσαϊκό.
Αλλά ας έρθουμε στην ιστορία:
Σ’ ένα χωριό της Λάρισας, στα χρόνια της φτώχειας και της ανέχειας, στις αρχές της δεκαετίας του 30, θα γεννηθεί η Δέσποινα η πρώτη κόρη της Μαρίας. Θα μεγαλώσει μέσα σε μια εξαμελή οικογένεια όπου, από πολύ ενωρίς, θα μάθει πως να υπομένει τη στέρηση. Θα μάθει πως η θέση της ως κορίτσι κι αργότερα ως νέα κοπέλα ορίζεται από την απεριόριστη καρτερία κι εκφράζεται με τη μορφή μιας ενσυνείδητης υποταγής που την οπλίζει με σιωπηλή αντοχή και κουράγιο. Η Δέσποινα εσωτερικεύει τους καταναγκασμούς που ασκούνται πάνω της και τους διεκπεραιώνει σιωπηλά σα φυσικά φορτία που πρέπει να περάσουν από τις πλάτες της. Το δυσβάσταχτο φορτίο της ανέχειας και της πείνας, την πατρική αυταρχικότητα, τη μητρική εκμετάλλευση που τη φορτώνει από τα παιδικά της χρόνια με τις βαριές φροντίδες του μεγαλώματος των μικρότερων αδερφιών και με τις λογής φροντίδες του νοικοκυριού, όλα τα ξεπερνά σιωπηλή, υποταγμένη και υπάκουη, χωρίς ποτέ να ζητά τίποτα, χωρίς να διεκδικεί έστω κι ένα ψίχουλο.
Κι όμως η υποταγή δεν παράγεται από μιαν αποδοχή της εξουσίας που ασκούν οι άλλοι, παράγεται αντίθετα από ‘‘καλοσύνη’’, από ένα βαθύ συναίσθημα σεβασμού και προσφοράς στους δικούς της.
Στη ζωή της θα επιχειρήσει τρεις απόπειρες προσωπικής εξόδου από τούτη τη δυστυχία και την καταπίεση:
Η πρώτη στα δεκάξι της όταν θα εμπιστευτεί τη λεφτέρωσή της στον Λευτέρη, ένα νεαρό του χωριού που στην πρώτη τους συνάντηση θα τη βιάσει και στη συνέχεια θα υπομείνει τις συνέπειες για μια πράξη που δεν έπραξε, αλλά για μια πράξη που έπαθε. Θα κληθεί να πληρώσει ως υπεύθυνο θύμα και να ξεπληρώσει το αμάρτημα που δε διέπραξε με ένα καταναγκαστικό γάμο. Ο πατέρας θα της επιβάλλει να παντρευτεί έναν άγνωστο, κατά πολύ μεγαλύτερο άνδρα, το Θόδωρο, τον οποίο η οικογένεια θεωρεί δώρο θεού που τη βοηθάει να αποτινάξει από πάνω της το μίασμα. Την ίδια τη μέρα του γάμου της η Δέσποινα θα φύγει με τον άνδρα της στην ξενιτιά, στη μακρυνή Αυστραλία, αποδιοπομπαίο θύμα της πατρικής βούλησης που συμφωνεί με τις επιταγές μιας ανδροκρατούμενης κοινωνίας.
Μαζί μ’ αυτό τον άνδρα θα ζήσει δεκατέσσερα εφιαλτικά χρόνια γεροκομώντας τον πεθερό και υπηρετώντας τον έκφυλο κουνιάδο της. Απόλυτα μόνη και απροστάτευτη.
Τότε θα επιχειρήσει τη δεύτερη απελπισμένη της προσωπική έξοδο. Θα ερωτευτεί πραγματικά, για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή της, το Γιόσι, το θλιμμένο νεαρό που διαρκώς γράφει σκυμμένος στα χαρτιά του και τον παρατηρεί πίσω από το παράθυρό της σπιτικής φυλακής της. Θα συναντηθούν μόνο μια φορά, τη μέρα που φεύγει και τον χάνει για πάντα.
Μετά το θάνατο του άνδρα της, το 1961, η Δέσποινα επιστρέφει πίσω στο χωριό. Είναι τριάντα χρονώ πλέον αλλά ψυχικά και σωματικά ρημαγμένη. Για δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια θα ζήσει στο χωριό γεροκομώντας τον πατέρα και τη μάνα της. Μετά το θάνατό τους θα αναζητήσει καταφύγιο κοντά στην οικογένεια του μικρότερου αδερφού της του Γρηγοράκη στη Θεσσαλονίκη.
Βρισκόμαστε πια στα 1979 και η Δέσποινα είναι σαρανταοχτώ χρονώ. Καρτερική και σιωπηλή πάντα, υιοθετεί μια στάση απόλυτης διακριτικότητας για να μη δημιουργεί προσκώμματα στο καινούργιο σπιτικό της. Μετατρέπεται σ’ ένα αγαθοποιό πνεύμα που κυκλοφορεί αμίλητο, έτοιμη να προσφέρει τις καλές της υπηρεσίες σ’ όλους τους οικείους της. Από πάνω της θα περάσουν και πάλι όλα τα προβλήματα των δικών της.
Θα μεσολαβήσει και θα απαλύνει τις τριβές ανάμεσα στον αδερφό και τη νύφη της, θα βοηθήσει την ανεψιά της στο βιαστικό γάμο της, το μικρό ανηψιό της να ξεπεράσει το τραύμα από το βιασμό, θα στηρίξει την αδερφή της στα προβλήματα με τις τοξικομανείς κόρες της, τον μεγάλο αδερφό της που έχασε το μοναχοπαίδι του, θα αγωνιστεί με την έφηβη ανιψιά της να απεξαρτηθεί...
Θα λειτουργήσει ως μια σιωπηλή οικόσιτη θεότητα που προστατεύει από τις συνέπειες των παθών, μια διακριτική σαν ίσκιος παρουσία που συντρέχει και καθαίρει το πάθος που πάει να απειλήσει τους δικούς της. Οι παρεμβάσεις της χαρακτηρίζονται από μια ομοιοπαθητικής φύσης κάθαρση. Συμπαραστέκεται και λύνει τα προβλήματα των δικών της προβάλλοντας πάνω τους τα δικά της πάθη, κι έτσι δι’ ελέου και φόβου επέρχεται η των τοιούτων παθημάτων κάθαρσις.
Στο διάστημα που ζει κοντά στον αδερφό της το Γρηγοράκη η Δέσποινα θα γνωρίσει για πρώτη φορά και τη φιλία στο πρόσωπο της Πολυξένης. Σ’αυτή θα μιλήσει σπάζοντας τη σιωπή που κουβαλάει από παιδί. Σ’ αυτή θα ξανοιχτεί για πρώτη φορά στη ζωή της και μαζί της θα δημιουργήσει τον πιο ισχυρό δεσμό που γεννιέται από τη δυνατότητα των ανθρώπων να ανοίγουν την καρδιά τους και να προσφέρουν από το περίσιο της. Η Δέσποινα θα προστατέψει τη φίλη της από τις αρπακτικές διαθέσεις των γαμπρών της, κι όταν πια εκείνη αρρωστήσει θα της σταθεί σα μάνα και σαν αδερφή.
Η ανήμπορη Πολυξένη θα προτείνει τη λύση στο ίδιον πάθος της Δέσποινας. Της ζητάει να γράψει τα βάσανά της στο χαρτί. Και η Δέσποινα ανταποκρίνεται.
  Έτσι θα επιχειρήσει την τρίτη προσωπική της έξοδο. Και θα προσφέρει ως αντίχαρη ‘‘Στην Πολυξένη’’ τη διέξοδο  που προσφέρει η προσωπική έκφραση και η γραφή.

   Τελειώνοντας με την ιστορία του βιβλίου επιβάλλεται να επισημανθεί ένα σημείο που ενδέχεται να δημιουργήσει αναγνωστικά εμπόδια. Επειδή ο αναγνώστης, ο κάθε αναγνώστης, είναι και συνδημιουργός του κειμένου υπάρχει ο ‘‘κίνδυνος’’ το μυθιστόρημα να διαβαστεί μέσα από μια στενή φεμινιστική οπτική γωνία. Ήδη ο εκδότης το έθεσε σε κυκλοφορία την ημέρα της Γυναίκας. Θεωρώ πέρα για πέρα άδικο να περιοριστεί η πρόσληψη του κειμένου από τέτοιου είδους περιοριστικές οπτικές. Δεν πρόκειται μόνο για ένα ‘‘φεμινιστικό’’ μυθιστόρημα του οποίου ο μύθος λειτουργεί ως καταγγελία για τη θέση της γυναίκας. Ο αναγνώστης πρέπει να διαβάσει το βιβλίο μέσα από μιαν ευρύτερη  πολιτική, υπαρξιακή και ανθρωπιστική οπτική και θα ανακαλύψει πολλά περισσότερα:
την καρτερική σιωπή που πλουταίνει τον άνθρωπο και τον ωριμάζει,
 τη βιωμένη γραφή που ανακουφίζει από τη φθοροποιό ένταση των προσωπικών παθών,
τη φιλία ως προσωπική σχέση απαντοχής που δημιουργεί η ανταλλαγή ομοίων βιωμάτων,
την καθαρτική λειτουργία του αφηγηματικού λόγου που θησαυρίζει την ανθρώπινη εμπειρία,
τις λογής σχέσεις εξουσίας που αναπτύσσονται ανάμεσα σ’ όλα τα πρόσωπα του έργου
και κυρίως τη σοφία που δεν παράγεται μόνο από τον ορθολογικού τύπου στοχασμό αλλά από την αποθησαύριση των βιωμάτων  και τις ανοιχτές πληγές του καθενός.

Τότε ο καθένας μας θα αναγνωρίσει πως πρόκειται για έργο μιας πεισματικής ευαισθησίας που επικεντρώνεται στο επιμέρους για να αναδείξει το ευρύτερα ανθρώπινο, που εμμένει στη συγκεκριμένη περίπτωση μιας γυναίκας για να δώσει διέξοδο στην οργή και την τρυφερότητα, να δείξει το πρόσωπο της ανθρωπιάς στα αρσενικά και θηλυκά του κόσμου. Γιατί - και να θυμήσω τα λόγια της Σιμόν Βέιλ - ‘‘...η κατανόηση είναι πάντα μια κίνηση ανοδική, γι’ αυτό το λόγο η αντίληψη θα πρέπει πάντα να είναι συγκεκριμένη. Δε βρισκόμαστε ποτέ έξω από τη σπηλιά, διαρκώς αγωνιζόμαστε να βγούμε έξω από αυτήν (1).’’
Και τέτοια κείμενα όπως το ‘‘Στην Πολυξένη’’ μας βοηθούν να βγούμε λίγο πιο έξω από τη σπηλιά, να συναντήσουμε μέσα από τη συγκεκριμένη αντίληψη μιας μυθιστορηματικής περίπτωσης την κατανόηση της τρυφερότητας και την αναγκαιότητα της οργής, τη σιωπηλή αγάπη και τη δύναμη να προσφέρουμε χωρίς να ζητάμε ανταμοιβή. Κοντολογής να γινόμαστε περισσότερο άνθρωποι. Τι περισσότερο μπορείς να ζητήσεις από ένα μυθιστόρημα; 

Λάρισα 26-3-1996                                                                                                            Θωμάς Ψύρρας


(1)  Σιμόν Βέιλ, ‘‘ Πρώτο και Τελευταίο σημειωματάριο’’.                                                       
                                                                                       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου