Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

«ὄρος» : το υψηλόν και το ιερόν ή η Γεωγραφία της ετερότητας

Εισήγηση στο συνέδριο της Wild Wilderness 

Για να δηλωθεί στην ελληνική γλώσσα η μεγάλη έξαρση της γήινης επιφάνειας, η μάζα της ξηράς που βρίσκεται εμφανώς ψηλότερα από εκείνες που την περιβάλλουν και παρουσιάζει γενικά απότομες πλευρές, σχετικά περιορισμένη κορυφαία έκταση και αξιόλογο τοπικό ανάγλυφο, χρησιμοποιούνται κατεξοχήν τρεις λέξεις: όρος, βουνό και λόφος.
Πρόκειται για τρεις λέξεις αβέβαιης ετυμολογίας που χρησιμοποιούνται με την ίδια ακριβώς μορφή εδώ και χιλιάδες χρόνια. Τις συναντούμε στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου, στον Ησίοδο, στους αρχαίους λυρικούς και τον Ηρόδοτο...
Ας εξετάσουμε την κάθε μία χωριστά.

Για την ψιλούμενη (σπανιότατα παρουσιάζεται με δασυνόμενη μορφή), λέξη  «ὄρος»   έχουν διατυπωθεί δύο απόψεις:
1) πρόκειται για ρηματικό ουσιαστικό που έχει παραχθεί από το θέμα του ρήματος ὄρνυμι (εγείρω, υψώνω)(1) που συνδέεται με το ινδικό rsva-  (υψηλός),ή,
2) προέρχεται από την ελληνική ρίζα Γορ ή Fορ που πιθανώς ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ινδοευρωπαϊκής ρίζας werdh- / wredh (= μεγαλώνω,ανεβαίνω, ορθώνομαι, ψηλώνω) που η ριζική της σημασία συνδέεται με τις σωματικές κινήσεις που δηλώνουν οι έννοιες κινώ, διεγείρω, σηκώνω, αναπτύσσομαι και τις εντοπίζουμε στα ποιητικά κυρίως ρήματα:
ὀρούω = εγείρομαι και ορμώ εμπρός ( Ευριπίδης, Ηρακλής Μαινόμενος 972,   Ομηρικός ύμνος Εις Απόλλωνα 417)
ὄρνυμι = ορμώ - εγείρω, ( Ιλιάδα Ε 629, Μ.293, Οδύσσεια ψ. 348)
ὀρίνω  = εγείρω - διεγείρω,( Οδύσσεια σ. 75, Επικράτης εν Αδηλ. 1. 36)
ὀροθύνω  = ορθώνω- διεγείρω - προτρέπω (Ιλιάδα Φ. 312, Ο-δύσσεια ε. 292)
ὀρθόω-ῶ   = ορθώνω (2), (πρβλ. το    επίθετο της Αρτέμιδος «Βωρθία » και καθ’ ανομοιωτική αποβολή « Ὀρθία » που υποδεικνύει πως η λέξη είχε αρχικά μπροστά της το F.)
Από τον ιωνικό τύπο «τό οὖρος» και «ὁ οὖρος», (πληθυντικός:  τά οὔρεα) παράγονται  οι λέξεις οὔρειος, οὐρεσιβώτης, οὐριβάτας και πιθανώς το επίθετο «οὔριος» (= ευνοϊκός).

Στην πραγματικότητα οι δύο απόψεις που αφορούν στην ετυμολογία της λέξης διαφέρουν ελάχιστα μια και παραπέμπουν στην ίδια ρίζα Fορ η οποία  σ’ όλους της τους λεκτικούς σχηματισμούς και τις μεταβολές διατηρεί την έννοια της όρθωσης, της ανάπτυξης και της διέγερσης γεγονός που μας πείθει πως αρχικά αναφερόταν και περιέγραφε σωματικές καταστάσεις. Την ίδια  ρίζα μπορούμε να ανιχνεύσουμε και σε πλήθος άλλων λέξεων που περιγράφουν επίσης σωματικές καταστάσεις όπως το θαμιστικό - επιτακτικό ρήμα οὐρῶ    (Fορέω), άλλά και το ουσιαστικό οὐρανός (βοιωτικός και δωρικός τύπος ὠρανός, αιολικός ὄρανος): αυτός που καταβρέχει, αυτός που ρίχνει βροχή.

Η νεοελληνική λέξη βουνό(το), συναντάται στη μεσαιωνική ελλη-νική ως «βουνό(ν)» και «βουνίν» και προήλθε από μετάπλαση με βάση την αιτιατική, κατά το ουδέτερο το όρος από το αρσενι-κό της αρχαίας ελληνικής «ὁ βουνός» (3).
Η ετυμολογία της είναι αβέβαιη. Άλλοι τη θεωρούν δάνεια λέξη είτε Κυρηναϊκής προέλευσης (Ηρόδοτος), είτε γενικά ξενική  (Αίλιος Διονύσιος, 2ος αιώνας) (4) ενώ άλλοι τη χαρακτηρίζουν δωρική. Πάντως σχετίζεται με τη συσσώρευση, το σωρό (5) και τη διόγκωση γεγονός που μας επιτρέπει να τη συνδέουμε με τη λέξη «βουβών» δηλαδή με το μέρος του σώματος ανάμεσα στο ανώτερο τμήμα των μηρών και στα γεννητικά όργανα. Εάν γίνει αποδεκτή η ετυμολογική σχέση με το «βουνός» τότε η αρχική σημασία της λέξης θα είναι «οίδημα στον βουβώνα», «αυτό που ορθώνεται στο βουβώνα».

Η λέξη «λόφος» συναντάται στον Όμηρο. Στην Ιλιάδα δηλώνει τον αυχένα των υποζυγίων, τη χαίτη (Ιλιάδα Ψ 508), ή το σημείο του ανθρώπινου αυχένα που εξέχει (Ιλιάδα Κ 573), στη δε Οδύσ-σεια η λέξη αναφέρεται με τη σημερινή της σημασία (Οδύσσεια λ 956, π 471), και στα δύο έργα όμως τη συναντούμε να  παρουσιάζεται και με τη σημασία του λοφίου της περικεφαλαίας. Είναι χαρακτηριστική η έκφραση «λόφους κείρεσθαι» που περιγράφει ένα ιδιαίτερο τρόπο κουρέματος που τον ονόμαζαν «σκάφιον» (κουρεύανε ολόγυρα το κρανίο αφήνοντας στο υψηλότερο μέρος του κρανίου ακούρευτες τρίχες. Πάντως με τη λέξη «λόφος» δηλώνονται διογκώσεις που καλύπτονται από τριχοφυία ή βλάστηση. Άλλωστε η αρχαιοελληνική λέξη «λοφιά» δηλώνει τη χαίτη και το υποκοριστικό της λέξης λόφος, το «λοφίον», ακόμα και σήμερα περιγράφει ακριβώς το θύσανο από τρίχες, φτερά ή νήματα που προβάλλουν από ένα καπέλο ή ένα κεφάλι.


Η προηγούμενη ετυμολογική και σημασιολογική αναζήτηση των εννοιών όρος, βουνό και λόφος επιτρέπει την εξαγωγή κάποιων πρώτων διαπιστώσεων:

Οι τρεις έννοιες δεν αναφέρονται αρχικά στο γεωγραφικό ανάγλυφο αλλά στο  ζωντανό ανθρώπινο σώμα και μάλιστα παραπέμπουν με αξιοσημείωτη εμμονή σε  μία συγκεκριμένη σωματική περιοχή. Αξίζει να τονιστεί πως η λέξη «ὄρος» στην αρχαία ελληνική δήλωνε και το επάνω εξογκωμένο τμήμα του ποδιού πριν από το μεγάλο δάχτυλο και η ίδια λέξη (στους Ίωνες: οὖρος) χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα ώς σήμερα για να δηλώσει  το ξύλινο, φαλλικού τύπου, εργαλείο με το οποίο πίεζαν τις ελιές και τα σταφύλια για να παραχθεί ο χυμός. Η λέξη «ὄρος» επίσης χρησιμοποιείται στην αρχαιοελληνική και για το ουροδοχείο. Η ρίζα Fορ- που βρίσκεται στο θέμα της λέξης «ὄρος» αναφέρεται σε καταστάσεις σωματικών διογκώσεων που οφείλονται σε διέγερση και συνδέονται με σωματικές εκκρίσεις που παραπέμπουν στην περιοχή των γεννητικών οργάνων και της γονιμότητας. Άλλωστε ο ταύρος (λατ. urus,-i) που αποτελεί το κατεξοχήν σύμβολο της γονιμότητας αποκαλείται από τους Ίωνες και «οὖρος».
Αν τα προηγούμενα συσχετιστούν με την ετυμολογική σύνδεση «βουνός – βουβών» ενισχύεται η άποψη ότι η περιοχή του βουβώνος που περιλαμβάνει το βουβωνικό πόρο ο οποίος περιέχει τον σπερματικό τόνο στον άνδρα και τον στρογγύλο σύνδεσμο της μήτρας στη γυναίκα, καθώς και η εικονιστική αναλογία του εφηβαίου με τα συνδηλωτικά του αρχαιοελληνικού λόφου (λοφίον) ως διογκωμένου τόπου όπου βλασταίνει η τριχοφυία (η περιοχή του εφηβαίου αποκαλείται σήμερα όρος της Αφροδίτης) ανοίγεται μπροστά μας μια πρωταρχική σωματική γνώση που μεταφέρεται αναλογικά υπερμεγενθυμένη και προβάλλεται στο φυσικό περιβάλλον ως στοιχείο γνώσης και κατανόησης του κόσμου. Και βέβαια κάτι τέτοιο δε συμβαίνει μόνο στην περίπτωση των τριών εννοιών που αναφέρθηκαν αλλά και σε πλήθος από έννοιες που αφορούν κυρίως σε στοιχεία ή σε διαδικασίες βλάστησης.
 Για να το διατυπώσω διαφορετικά: μέσα από την ετυμολογική και σημασιολογική μελέτη της περίπτωσης τριών λέξεων βρεθήκαμε στη βάση του αρχαιοελληνικού θρησκευτικού ανθρωπομορφισμού. Η γνώση της ανθρώπινης σωματικής γεωγραφίας μεταφέρεται αναλογικά στο γεωγραφικό ανάγλυφο, όχι ως μια απλή εικονιστική και γενικά περιγραφική αναλογία, αλλά ως ευθεία προβολή του γνωστού και οικείου σώματος πάνω στο άγνωστο περιβάλλον το οποίο μ’ αυτό τον τρόπο οικειώνεται χωρίς να χάνει ούτε για μια στιγμή τα χαρακτηριστικά του αλλότριου. Επομένως βρισκόμαστε μπροστά σε μια μέθοδο οικείωσης δηλαδή γνώσης.
Από αυτή ακριβώς τη μέθοδο αντίληψης που βασίζεται στην ανθρωποκεντρική αναλογική μεταφορά προκύπτει στην περίπτωσή μας και η ιερότητα των βουνών. Θα πρέπει βέβαια εξαρχής να διαχωρίσουμε την έννοια του ιερού από την έννοια του ηθικού. Η διαφορά τους έγκειται στο ότι στο ιερόν εδράζει μια ιδιαίτερη δύναμη και ισχύς σε σύγκριση πάντα με την αντίστοιχη δύναμη που κατέχει ο πιστός (γιαυτό και το ιερόν είναι συνάμα διαφορετικό αλλά και απόλυτα οικείο.) Και στην περίπτωση των βουνών η σύγκριση γίνεται με αφετηρία την παρατήρηση της «γεωγραφίας» του ανθρώπινου σώματος σε επίπεδο όγκου-ύψους και δυνατοτήτων γονιμότητας-βλαστικότητας. Η ιερότητα του όρους λοιπόν προκύπτει μέσα από τη σύγκριση και την αναλογία και αισθητοποιείται ως μια μορφή ετερότητας που παράγεται σε σχέση με «το αυτό», την αντίληψη της σωματικής οντότητας.

Με βάση τα όσα αναφέρθηκαν μπορεί να τεθεί πλέον το ερώτημα «τι αντιπροσωπεύει η έννοια του όρους για την ελληνική κοσμοαντίληψη;».

Τα όρια της ελληνικής πόλεως δεν τελειώνανε στο τείχος που την περιέβαλε. Ως πόλιν πρέπει να θεωρούμε και την περιβάλλουσα χώρα που η δραστηριότητα του ανθρώπου μετέτρεπε σε καλλιεργημένη γη. Από κει και πέρα ξανοιγόταν οι ακαλλιέργητες εκτάσεις με την άγρια βλάστηση, οι βάλτοι, οι λίμνες, τα βουνά.Εκεί ο πολιτισμός σταματούσε και οι τόποι ανήκουν στη δικαιοδοσία μιας μεταιχμιακής θεότητας, της Αρτέμιδος, που κινιόταν στα όρια ανάμεσα στον πολιτισμό και την αγριότητα. «Δός δέ μοι οὔρεα πάντα » ζητάει από τον Δία η  Άρτεμις στον Ύμνο που της αφιερώνει ο Καλλίμαχος(6), και εδραιώνει την κυριαρχία της ως θεά σ’ ένα χώρο που δεν εντάσσεται στην πόλη. Η Άρτεμις δεν είναι θεά πολιτική, είναι «Βωρθία» και «Ορθία», δηλαδή θεά του άγριου κόσμου (η λέξη  «ἀγρός» αναφέρεται στα ακαλλιέργητα εδάφη τα οποία βρίσκονται πέρα από τα έσχατα όρια της γης, τάς ἐσχατιάς ) και συγχρόνως θεά της γονιμότητας.(7) Η Αρτεμις όμως δεν αντιπροσωπεύει την αγριότητα. «Δρα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τα σύνορα μεταξύ της αγριότητας και του πολιτισμού να είναι περατά» (8) γιαυτό και ως Ορθία επωμίζεται τη μύηση των νέων αγοριών που τα οδηγεί στην ενήλικη ζωή τους ως πολίτες πλέον, οδηγώντας τους νέους από την πόλη στις άγριες περιοχές τους εξανθρωπίζει γιατί η αγριότητα διευκολύνει να συνειδητοποιήσουν την αξία της κοινωνικής ζωής.
Το όρος λοιπόν δεν είναι για τους Έλληνες ο αδιαπέραστος χώρος της αγριότητας, ο χώρος της «φυσικής βαρβαρότητας», αλλά μια συνέχεια της ίδιας του της φύσης την οποία κατανοεί μέσα από το ίδιο του το σώμα-φύση, ή μέσα από τη φύση-σώμα.
Το όρος είναι το «ἕτερον» και συνάμα «τό αὐτό» σε σχέση με τον άνθρωπο. Η ιδέα αυτή θα εκφραστεί φιλοσοφικά από τον Πλάτωνα: το Αυτό δε μπορούμε να το συλλάβουμε παρά μονάχα σε σχέση με το Έτερον. Αν το Αυτό παραμείνει αναδιπλωμένο στον εαυτό του τότε δεν υπάρχει δυνατότητα για καμιά σκέψη και γνώση, για κανένα πολιτισμό.
Συνεπώς τα βουνά ως τόπος ετερότητας διευκολύνουν τον ελληνικό στοχασμό να ορίσει αντιθετικά τα ζεύγη κοινωνία - πολιτισμός, κοινωνικότητα - αγριότητα, ορθολογικό - ενστικτώδες, ήμερο - άγριο, καλλιεργημένο - ακαλλιέργητο και συγχρόνως με βάση αυτά τα διαλεκτικά ζεύγη να κατανοήσει και να αποδεχτεί τις λογής μορφές της ετερότητας που θα ενσαρκώσει με τον εναργέστερο τρόπο στο ελληνικό πάνθεον η μορφή του Διόνυσου. Η θιασική ὀρειβασίη  των πιστών του θεού θα σημάνει την αποδοχή του βουνού ως χώρου που διευκολύνει τον ορισμό της ταυτότητάς μας μέσα από την οικείωση του ετέρου.
Αλλιώς θα το λέγαμε, πως, καθώς αναμετράμε το είναι μας με τη φύση, καταλαβαίνουμε καλύτερα τον άνθρωπο.   
                                                                                                                          Ψύρρας Θωμάς                                
                                     
.....  ......  ......  ......  ......  ......
1.  πρβλ. το μυκηναικό ‘‘otwoweo’’  = (F)ορθF-ώFεος.
2.  Η λέξη «ὄρος» εμφανίζεται ως πρώτο συνθετικό με τις εξής μορφές:
•        ὀρεσ- [από το σιγμόληκτο θέμα της γενικής (τοῦ ὄρεσος - τοῦ ὄρους)] πρβλ. ὀρέσβιος,  Ὀρέστης.
•        ὀρι- [σε αρχαικού τύπου σύνθετα] πρβλ. ὀρίγονος, ὀρίγανος, ὀρίκτυπος
•        ὀρο- [με συνδετικό φωνήεν -ο-] πρβλ.  ὀρογενής, ὀροφύλαξ
•        ὀρει- [από τη δοτική ενικού ὄρει] πρβλ. ὀρειδόμος, ὀρείχαλκος, ὄρειος
•        ὀρεσι- [από τη δοτική του πληθυντικού ὄρεσι] πρβλ. ὀρεσίκοιτος, ὀρεσιδίαιτος
•        ὀροι- [ κατά τον τύπο της παλαιάς τοπικής πτώσης ὄροι] πρβλ.  ὀροιβάδες
•        ὄρειο  και ὀρεο- [ από το θέμα του επιθέτου ὄρε[ι]ος] πρβλ. ὀρεομήκης, ὀρε[ι]οβάτης
•        Fορε- [ Βορέας, σήμαινε τον ορεινό άνεμο.
 3 Δες: Ηρόδοτος 4. 158 και 199, Φιλήμων Νοθ. 1, Αδήλ. 34Α, Επιγρ. Μιλησίων στη Συλλογή  Επιγραφών 2905D.12,14. 
4. στιβάς (Cypr.), (βαρβαρική λέξη κατά τον Αίλιο Διονύσιο .Fr.93.)
5.δες και τη νεοελληνική λέξη σβουνιά (η) και  βουνιά (η): κοπριά βοοει-δών και άλλων μεγάλων ζώων. [βου-: ελνστ. βοών `στάβλος βοδιών΄ > βοωνία > βονία (αποφυγή της χασμ.) > βουνιά ([o > u] από επίδρ. του χειλ. [v])• σβου-: ανάπτ. προτακτ. [s] από συμπροφορά  με το άρθρο στη γενική ενικού και αιτια-τική πληθυντικού και ανασυλλαβισμό [tis-vu > tizvu > tis-zvu]]
6  Καλλίμαχος, Εἰς  Ἄρτεμιν , 18 )
7. J.P.Vernant, Το βλέμμα του θανάτου, εκδ. Αλεξάνδρεια, 1992,   σελ.17
8. J.P.Vernant, ό.π. σελ.19


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου