Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2011

Με αφορμή το αφιέρωμα στον Παπαδιαμάντη του "Αρχείου Θεσσαλικών Μελετών"

Πέρασαν εκατό χρόνια από το θάνατο του σκιαθίτη και Θεσσαλού Παπαδιαμάντη. Η εταιρεία Θεσσαλικών ερευνών με την έκδοση του 18ου τόμου του Αρχείου Θεσσαλικών Μελετών τιμά τη μνήμη του μεγάλου συγγραφέα συνεισφέροντας στο πλήθος της παπαδιαμαντικής βιβλιογραφίας  έξι κείμενα που έρχονται να φωτίσουν διαφορετικές πλευρές του έργου και της ζωής του...

Θα σας κουράσω ίσως. Το λέω για να ξέρετε τι σας περιμένει και να έχω την υπομονή σας

Θα μου επιτρέψετε με αφορμή την έκδοση αλλά και τη τιμή να με ορίσει ομιλητή για την παρουσίαση η εταιρεία Θεσσαλικών ερευνών να αναφερθώ σε τρία  διαφορετικά πράγματα:
α) να παρουσιάσω το συγκεκριμένο αφιέρωμα
β) να εστιάσω στο πλέον, κατά τη γνώμη μου, ενδιαφέρον κείμενο και
γ) με βάση τις αντιρρήσες μου να επιχειρήσω να θέσω ορισμένα ζητήματα της σημερινής παπαδιαμαντικής κριτικής.

Αρχίζω από το πρώτο που αφορά το αφιέρωμα:
Περιλαμβάνει όπως είπα, έξι κείμενα.

Ο Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος και η Λαμπρινή Τριανταφυλλοπούλου ανοίγουν το αφιέρωμα με ένα κείμενο προπομπό και προάγγελο μιας μακροχρόνιας έργασίας: τις ανυπόγραφες και άγνωστες παπαδιαματικές μεταφράσεις. Αναζητούν λοιπόν τα ιδιαίτερα στοιχεία ύφους του Παπαδιαμάντη στις μεταφράσεις του περιοδικού “Νέο πνεύμα” του Βλάση Γαβριηλίδη.
Το υφολογικό εγχείρημα είναι ιδιαίτερα σημαντικό όχι μόνο γιατί ενδέχεται να συνεισφέρει στη γραμματεία μας και νέα παπαδιαμαντικά κείμενα, αλλά και γιατί έμμεσα διευκολύνει να κατανοήσουμε ότι το μεταφραστικό έργο για τον Παπαδιαμάντη δεν ήταν πάρεργο, αλλά συνέχεια της δημιουργικής του εργασίας, κάτι που αποδεικνύεται  από τις συχνές επεμβάσεις του στο πρωτότυπο. Ο Παπαδιαμάντης ήταν μεταφραστής - συνεργάτης , «συνεπίκουρος στο δημιουργικό έργο του συγγραφέα και όχι μεταπράτης του ξένου έργου στα ελληνικά» (1).
Παρεπιμπτόντως να επισημάνω ότι  καθώς δεν είναι δυνατό να διαχωρίσουμε το κυρίως έργο από το μεταφραστικό, τα “νέα έργα” που θα εντοπιστούν τόσο σε επιπεδο επιλογής συγγραφέων και έργων όσο και σε επίπεδο γλωσσικής απόδοσης και μεταφραστικής ανασύνθεσης, θέτουν εκ νέου ζητήματα και ερωτήματα πλήθος για τον ερευνητή της παπαδιαμαντικής ιδεολογίας και του κόσμου της. (2)

Η Ρίτσα Φράγκου-Κικίλια στο άρθρο της ¨Ο Παπαδιαμάντης, ο Σικελιανός, ο Σκουβαράς¨  αναφέρεται στη σχέση των τριών προσώπων με το Βόλο.

Ο Δημήτρης Παλιούρας “Το σπίτι του Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο” αναφέρεται στην αρχιτεκτονική του σπιτιού του Παπαδιαμάντη και στις περιπέτειες έως να απαλλοτριωθεί και να γίνει εκθεσιακός χώρος.
Ο Γρηγόρης Καρταπάνης στο “Έκτοτε καθ' όλας τας επανόδους μου εις την γενέθλιον νήσον...” σε μια σημαντική για το βιογραφικό σχεδίασμα του συγγραφέα, παρουσιάζει τις επανόδους του Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο οι οποίες έχουν ιδιαίτερη σημασία γιατί διευκολύνουν το σημερινό μελετητή να εντοπίσει πως η επιστροφή στο γενέθλιο χώρος αντροφοδοτεί το δημιουργικό έργο του συγγραφέα. 

Η Βάσσα Παρασκευά στο κείμενό της “Η ιερά μονή Ευαγγελισμού Σκιάθου με αφορμή τις αναφορές του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη” παρουσιάζει την ιστορία και την εξέλιξη του σταυροπηγιακού μοναστηριού, τη σχέση του με το κίνημα των Κολυβάδων και τη παρουσία της μονής στο Παπαδιαμαντικό έργο (στη “Φόνισσα”, στην “Παναγία την Κουνίστρα”, στο “Όνειρο στο κύμα”). Πρόκειται για κείμενο που επαναφέρει έμεσσα τη συζήτηση για την “ιδεολογία” του Παπαδιαμάντη σε σχέση με τους Κολυβάδες και τις πιθανές προσωπικές επαφές του  με τους εγκαταβιούντες εις την μονήν... 

Άφησα τελευταίο το κείμενο του Λάκη Προγκίδη με τίτλο “Χωρίς τη φύση, πια” το οποίο καταπιάνεται με δύο βασικά ζητήματα: α) επισημαίνει τους τρεις σταθμούς της παπαδιαμαντικής κριτικής και β) με βάση την προσέγγιση του “Μυρολογιού της Φώκιας” συνάγει μια σειρά από συμπεράσματα που καταλήγουν στην απάντηση του ερωτήματος “γιατί σήμερα ο κόσμος μας έχει ανάγκη το έργο του Παπαδιαμάντη”. Είναι το κείμενο που θέτει και τα περισσότερα ζητήματα και είναι το πλέον ερεθιστικό για στοχασμό και για συζήτηση.

Εστιάζω λοιπόν στο δοκίμιο, του Λάκη Προγκίδη.

Ο Προγκίδης επισημαίνει ότι η τύχη του Παπαδιαμαντικού έργου ορίζεται τα τελευταία εκατό χρόνια από τρεις κορυφαίες προσπάθειες που συμβαίνουν στα 1941, 1981 και 2007.

Συγκεκριμένα αναφέρεται στο αφιέρωμα στον Παπαδιαμάντη του περιοδικού Εστία το 1941, όταν μέσα στα πρώτα κατοχικά Χριστούγεννα, σε μια δύσκολη στιγμή για το έθνος, όλος ο πνευματικός κόσμος από τον Σικελιανό και το Λουντέμη ώς τον Σβώλο, τον Τσάτσο και τον Καραγάτση στρέφονατι στο έργο του Παπαδιαμάντη για να αντλήσουν απαντοχή και καρτερία. Μνημονεύτε Παπαδιαμάντη και Διονύσιο Σολωμό! που θα έλεγε κι ο Ελύτης. Ο σκιαθίτης γίνεται εθνικός και μέρος της νεοελληνικής μας ιδιοπροσωπίας.

Στα 1981 συντελείται το ακατόρθωτο σχεδόν για την υλική τύχη του παπαδιαμαντικού έργου. Εκδίδεται από τον εκδοτικό οίκο  Δόμο, ο πρώτος τόμος των Απάντων του Παπαδιαμάντη σε επιμέλεια του Νίκου  Δ. Τριανταφυλλόπουλου ο οποίος αφιέρωσε όλη του τη ζωή στο τιτάνιο αυτό φιλολογικό έργο κι ακόμα συνεχίζει όπως ήδη είπαμε για τον εντοπισμό άγνωστων μεταφράσεων του συγγραφέα. Η φιλολογική έκδοση των Απάντων  έδωσε το έναυσμα για μια άνευ προηγουμένου κριτική επανεκτίμηση του Παπαδιαμάντη.

Στα 2007 κυκλοφορεί στα αγγλικά από τις εκδόσεις Harvey ο πρώτος, από τους τρεις προγραμματισμένους τόμους, με διηγήματα του Παπαδιαμάντη με επιμέλεια της Denise Harvey και του Λάμπρου Καμπερίδη με τον οποίο πρακτικά  ανατρέπεται το “δυσμετάφραστον” και τίθεται το πρόβλημα της μετάφρασης ως μακροχρόνιας και επίπονης διεργασίας με τη συμμετοχή πολλών καταξιωμένων μελετητών. Παράλληλα για πρώτη φορά το παπαδιαμαντικό έργο ανοίγεται στο παγκόσμιο κοινό γιατί κατά τον Προγκίδη και ο ξένος έχει ανάγκη τον Παπαδιαμάντη.

Ανοίγω παρένθεση για να εκφράσω την πρώτη μου αντίρρηση.

Οι τρεις σταθμοί του Προγκίδη είναι τέσσερεις. Και βεβαίως ο Λάκης το ξέρει αλλά προφανώς λόγοι σεμνότητας δεν του επέτρεψαν  να το διατυπώσει.
 Για λόγους δικαιοσύνης πρέπει λοιπόν ανάμεσα στους τρεις σταθμούς που προτείνει να παρεμβάλλουμε το έτος 1998 όταν ο Λάκης Προγκίδης δημοσίευσε το «Η κατάκτηση του μυθιστορήματος - Από τον Παπαδιαμάντη στον Βοκκάκιο» (3)  με πρόλογο του Μίλαν Κούντερα που τιτλοφορείται: «Οι προκλήσεις του Προγκίδη» (4).
Σ΄αυτό λοιπόν το βιβλίο ο Προγκίδης αποσπά τον Παπαδιαμάντη από το «εθνικό μικροπλαίσιο» (5)  και τον εντάσσει στο «μεγάλο πλαίσιο» του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος.  Στρέφοντας την πλάτη σε όλες τις ως τώρα θεωρήσεις του παπαδιαμαντικού έργου (6) , αποπειράται να το απαγκιστρώσει από τα ιδεολογήματα  μέσα από τα οποία κρίθηκε ως σήμερα.  Για τον συγγραφέα του, ο Παπαδιαμάντης είναι «ο μόνος Ελληνας που κατάφερε να διεισδύσει στο μεγάλο πλαίσιο του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος», και μάλιστα η παρουσία του Παπαδιαμάντη είναι πιο θεμελιώδης για την κατανόηση της τέχνης του μυθιστορήματος  από την τέχνη του Ραμπελέ, ή του Θερβάντες.
Μπορεί να διαφωνείτε, πάντως το βιβλίο και η εν συνεχεία ενασχόληση του Προγκίδη με τον Παπαδιαμάντη άνοιξαν νέους δρόμους στην παπαδαμαντική κριτική και κυρίως άνοιξαν το ενδιαφέρον των ευρωπαίων για το σκιαθίτη. Αποτέλεσμα της εργασίας του Προγκίδη ήταν ο τέταρτος σταθμός, δηλαδή η μετάφραση στα αγγλικά των διηγημάτων του Παπαδιαμάντη.

Κλείνω την παρένθεση με την αντίρρησή μου κι επανέρχομαι στο δεύτερο μέρος του άρθρου του Προγκίδη που αλλάζει -με τεχνική μυθιστορηματική- το θέμα προκειμένου να καταδείξει ότι το πραγματικά “παγκόσμιο είναι το τοπικό χωρίς τείχη”.
Με βάση το διήγημα του Παπαδιαμάντη “ Το Μυρολόγι της φώκιας” (7), και ιδιαίτερα με την τελευταία σκηνή όπου η φώκια ζυγώνει στο άπνοο κορμάκι της Ακριβούλας - το κοριτσάκι που  γλύστρησε κι έπεσε από τα βράχια καθώς πήγαινε να βρει τη γιαγιά του – και λίγο πριν το καταβροχθίσει το θρηνεί.
Αυτή ήτον η Ακριβούλα
η εγγόνα της γρια-Λούκαινας
Φύκια 'ναι τα στεφάνια της,
κοχύλια τα προικιά της ...
Κ' η γριά ακόμα μυρολογά
τα γενοβόλια της τα παλιά
Σαν να 'χαν ποτέ τελειωμό
τα πάθια κ' οι καημοί του κόσμου.
Ο Προγκίδης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η φώκια/φύση δεν μοιρολογεί την Ακριβούλα, αλλά τον φτωχό άνθρωπο και εκδηλώνει το σεβασμό στον βασανισμένο, στο φτωχό και στη φτώχεια που δεν έχει τελειωμό.(8)
Γενικεύοντας για το σύνολο του παπαδιαμαντικού έργου ο Προγκίδης επισημαίνει ότι αυτή  η “συμπονετική” σχέση της φύσης προς τον  άνθρωπο χάνεται, γιατί ο άνθρωπος πλέον “προσδέθηκε τυφλά στο άρμα της προόδου”, “έχρισε τον εαυτό του κύριο και κάτοχο του σύμπαντος”, και “η φύση τον αγνοεί”.  Κι αυτό τελικά είναι ζήτημα κεντρικό στην πρόσληψη του Παπαδιαμάντη από το σύγχρονο έλληνα και ξένο αναγνώστη. Μάλιστα τονίζει ότι “η φύση στο σύνολο της τέχνης του μυθιστορήματος έχει τα θεμέλιά της στην αισθητική της ενσάρκωσης και όχι σ΄αυτήν του ανθρωπομορφισμού”, όπερ μεθερμηνευόμενο σημαίνει ότι η “φαντασία του Παπαδιαμάντη έχει ζυμωθεί μέχρι τα ακρότατα όριά της με τις αξίες του Χριστιανισμού”.

Κι εδώ θα εισάγω  την δεύτερη αντίρρηση, αρχίζοντας με την τελευταία φράση του δοκιμίου του Προγκίδη: “Ο κόσμος μας έχει ανάγκη από τον Παπαδιαμάντη”.
Υπερθεματίζω. Όντως ο κόσμος μας έχει ανάγκη τον Παπαδιαμάντη. Αλλά μια και τέθηκε  από τον Προγκίδη αυτή η διαπίστωση σε σχέση με το δίπολο άνθρωπος-φύση και συνεπικουρικά προς αυτό παρατέθηκε το αντιθετικό δίπολο “ενσάρκωση VS ανθρωπομορφισμός”, νοιώθω ότι πρέπει να διαφωνήσω.
Ο Παπαδιαμάντης είναι εκφραστής μιας λαϊκής ορθοδοξίας, μιας λαϊκής θρησκείας που υπερβαίνει το θεολογικό δόγμα. Η φύση για τον Παπαδιαμάντη βεβαίως και είναι, μετέχει του “θείου”. Να το πω απλά:
Για τον  Παπαδιαμάντη το “θείο” είναι κατηγορούμενο κι όχι υποκείμενο. Κι ως κατηγορούμενο είναι μια ύψιστη ιδιότητα στην οποία μετέχει η φύση αλλά και η ανθρώπινη φύση μας. Ο Παπαδιαμάντης δε λέει: ο θεός είναι φύση, αλλά η φύση είναι θεός. Δε λέει ο θεός είναι αγάπη, αλλά η αγάπη είναι θεός.
Αυτή η αντίληψη που εύκολα ανισχεύεται στο έργο του Παπαδιαμάντη, έχει τις ρίζες της στην λαϊκή θρησκεία που συντηρεί στους κόλπους της ποικιλίες από παγανιστικά στοιχεία τα οποία δεν είναι διόλου ανθρωπομορφικά ή ενσαρκωτικά. Αντίθετα αναφέρονται στην ολότητα, στην ενοποιητική σχέση άνθρωπος-φύση-θεός. Τα πάντα έν.
Συνεπώς δεν εμπίπτουν στο αντιθετικό δίπολο “ενσάρκωση VS ενσωμάτωση” που προτείνει ο Προγκίδης ως εξηγητική αφετηρία του έργου του Παπαδιαμάντη. Η ολότητα, νομίζω, είναι και η μέγιστη δυσκολία να συλλάβουμε τον Παπαδιαμάντη όντας  μέλη ενός κατακερματισμένου κόσμου και ενός πιο κατεκερματισμένου έσω κόσμου, του μέσα κόσμου μας... Από αυτή όμως την “ενότητα” προκύπτει και η "συμπονετική" σχέση φώκιας-Ακριβούλας, ή,  φύσης – φτωχού και βασανισμένου ανθρώπου.
Συμπέρασμα:
Πρέπει να ψάξουμε ακόμα πολύ και περισσότερο στον Παπαδιαμάντη.
Από αυτή την πλευρά το αφιέρωμα του “Αρχείου Θεσσαλικών Μελετών” θέτει σημαντικά ερωτήματα στη συζήτηση για τον Παπαδιαμάντη, το έργο του και τη σχέση του με εμάς.


Λάρισα 4 -4 - 2011                                                                                                       ΘΩΜΑΣ ΨύΡΡΑΣ




 Σημειώσεις
(1)   Λάμπρος Καμπερίδης, «...με εντάφια κτερίσματα» - Ο πύργος του Δράκουλα και ο «μεταφραστής» Παπαδιαμάντης , εκδόσεις Δόμος, σ.13

(2)   Για παράδειγμα να αναφέρω τη μετάφραση από τον Παπαδιαμάντη του βιβλίου τού Στόουκερ Dracula. Δεν είναι ότι μας πρωτοεισάγει στον κόσμο του «βαμπιρικού» λογοτεχνικού είδους, αλλά μας περνάει σε μια άλλη θρησκευτική και ιδεολογική περιοχή, αυτός ο “ορθόδοξος” και “θρησκόληπτος”
    Εάν σας ενδιαφέρουν οι ανυπόγραφες μεταφράσεις του Παπαδιαμάντη στις εφημερίδες «Ακρόπολις», «Αστυ» και «Νέον Αστυ» :
* Αν. Π. Τσέχωβ, «Γέννησις δράματος» (Το «Αστυ» - 1901).
* Αν. Π. Τσέχωβ, «Το παράκαμε» (Το «Αστυ» - 1901).
* Αν. Π. Τσέχωβ, «Πόνος βαθύς» (Το «Αστυ» - 1901).
* Βέρνερ Φον Αϊδενσταμ, «Η εποποιία του βασιλέως» (Το «Αστυ» - 1901).
* Hall Caine, «Η αιωνία πόλις» (Το «Αστυ», 1901).
* Λιούης Ουάλας, «Μπεν Χουρ» («Νέον Αστυ» - 1902).
* Παύλου και Βίκτωρος Μαργκερίτ, «Η πανωλεθρία» («Νέον Αστυ» - 1902-1903).
* Μπραμ Στόουκερ, «Ο πύργος του Δράκουλα» («Νέον Αστυ» - 1903).
* Ε.Γ.Ουέλλς, Ο αόρατος, μετάφραση: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, με σχέδια της Εύης Τσακνιά, εκδόσεις Κίχλη.
* Τζέρομ Κ. Τζέρομ, «Τσαϊέρα» (Το «Νέον Πνεύμα», τομ. Α', 1894).
* Τζέρομ Κ. Τζέρομ «Περί κακών τελωνίων» (Το «Νέον Πνεύμα», τομ. Α', 1894).
* Ριχάρδου Δάβεϋ, «Ο σουλτάνος και το χαρέμι του» («Ακρόπολις»-1895).
* Ανώνυμης, «Πώς σπουδάζουν οι Αμερικανοπούλες» («Ακρόπολις»-1896).
* «Αι επιστολαί του λόρδου Βύρωνος» («Ακρόπολις» - 1897).
* Ε. Ι. Δίλλωνος, «Η Κρήτη και οι Κρήτες» («Ακρόπολις» - 1897).
* Ερρίκου Σιέγκεβιτς, «Quo Vadis;» (Το «Αστυ» - 1900).
* Ρούδγιαρδ Κίπλιγκ, «Η παράδοξος ιππηλασία του Μόρρουβη Τζώκες» (Το «Αστυ» - 1901).
* Μαρούλας Μάρκοβιτς, «Χανδερούν ή το περσικόν χαρέμι» (Το «Αστυ» - 1901).
* Κ. Βαρινύ, «Τα ερείπια του Ουξμάλ» (Το «Αστυ» - 1901).
* Ερρίκου Σιέγκεβιτς, «Οι ιππόται του Σταυρού» (Το «Αστυ» - 1901).
* Ε. Γ. Ουέλς, «Ο αόρατος» (Το «Αστυ» - 1901).
* Αντωνίου Παύλοβιτς Τσέχωβ, «Οι οικότροφοι» (Το «Αστυ» - 1901).

(3) Λάκης Προγκίδης , Η κατάκτηση του μυθιστορήματος - Από τον Παπαδιαμάντη στον Βοκκάκιο, μτφ. Γιάννης Κιουρτσάκης, Εστία 1998.

(4) Λάκης Προγκίδης, Ο Παπαδιαμάντης και η Δύση,  Πέντε μελέτες, Εστία 2002

(5) Λάκης Προγκίδης , Προδομένες διαθήκες, Εστία, σ. 214

(6) Λάκης Προγκίδης , Η κατάκτηση του μυθιστορήματος - Από τον Παπαδιαμάντη στον Βοκκάκιο, μτφ. Γιάννης Κιουρτσάκης, Εστία 1998,  βλπ. σ. 92-93

(7) Αξίζει κανείς να αντιπαραβάλλει την άποψη του Κυριάκου Χαραλαμπίδη για το ίδιο διήγημα του Παπαδιαμάντη στο Ολισθηρός Ιστός, Δοκίμια, μελέτες, άρθρα, συνεντεύξεις.  Άγρα 2009.

(8) «Συλλογίζομαι πώς θα τα πληρώσουμε, τόσα εκατομμύρια που χρωστάει το Εθνος!» (Ολόγυρα στη λίμνη). «Το πλείστον κακόν οφείλεται αναντιρρήτως εις την ανικανότητα της ελληνικής διοικήσεως» (Βαρδιάνος στα σπόρκα). «Η πλουτοκρατία ήτο, είναι και θα είναι ο μόνιμος άρχων του κόσμου. Αύτη γεννά την αδικίαν, αύτη τρέφει την κακουργίαν, αύτη φθείρει σώματα και ψυχάς» (Οι Χαλασοχώρηδες). Κι ένα από τα εμβόλιμα λαϊκά τραγούδια: «Κρέμεται η καπότα στην αλυγαριά, ντέρτι και μαράζι κι αναπαραδιά» (Στρίγγλα μάνα» ).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου