Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011

Δημήτρης Παπαδούλης : Η Άλλη Ζώνη - μυθιστόρημα για τον τρόμο

     Όταν κάποιος συγγραφέας μπει στον πειρασμό να γράψει ένα αφήγημα «πρέπει» όσο γίνεται πιο έγκαιρα να ξεκαθαρίσει για το καλό της ίδιας του της αφήγησης το «ποιος», το «που», το «τι»…,  έτσι ώστε ο αναγνώστης να κατανοεί αυτό που συμβαίνει στην ιστορία που ξετυλίγεται μπροστά του. Βέβαια αυτή η κλασική αρχή της αφήγησης συχνότατα εγκαταλείπεται ιδίως όταν ο συγγραφέας επιδιώκει να δώσει μορφή αινίγματος ή να χρησιμοποιήσει τον τρόπο του παραλογισμού στην οργάνωση της ιστορίας του.
     Στην «Άλλη ζώνη» λοιπόν ο συγγραφέας επιλέγει ένα περίεργο αφηγηματικό τρόπο που εκμεταλλεύεται στοιχεία από πολλές αφηγηματικές μορφές.
    Κατ’ αρχάς έχουμε ένα αφηγητή που μας μιλάει σε πρώτο πρόσωπο  για πράγματα στα οποία συμμετέχει ως άμεσο δρων πρόσωπο. Ο αφηγητής είναι και ο ήρωας της ιστορίας. Ποιος όμως είναι αυτός που "μιλάει"; Όσο κι αν αρχικά εμείς οι αναγνώστες δεν εμποδιζόμαστε - ίσως κι επειδή κάνουμε το λάθος να ταυτίσουμε το συγγραφέα με τον αφηγητή - εντούτοις στο τέλος του αφηγήματος μαθαίνουμε  ότι αυτός που μας "μιλούσε" αφηγούμενος την ιστορία του δεν είναι παρά ένα ον με τη μορφή μιας  μαύρης πεταλούδας . Μιας πεταλούδας που τρέφεται από τον τρόμο των άδικων για τις αδικίες τους και «ζει» μόνο για τη Δικαιοσύνη. Αυτή η μαυρη (ή μαυροφορεμένη ) μορφή μιλάει για την προηγούμενη ζωή της.
     Ωστόσο οι πληροφορίες που δίνονται είναι «μετρημένες». Στα βασικά αφηγηματικά ερωτήματα  που ικανοποιούν το μηχανισμό της αιτιολόγησης που αποζητά ο αναγνώστης δίνονται εξηγήσεις οι οποίες είναι στοιχειώδεις επίτηδες και από συγγραφικό υπολογισμό δεν παρέχονται πλήρεις και επαρκείς πληροφορίες που να καλύπτουν τις αναγνωστικές αγωνίες.
Στο πρώτο κιόλας κεφάλαιο θα μάθουμε :
Πότε ; :
«όταν τα πράγματα γύρω μου τρελλάθηκαν τόσο που δεν μπορούσα να τα παρακολουθήσω, αποφάσισα να αφήσω την πατρίδα»
Γιατί; :
«Γύρω νου η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο»
«έξω από την αυλή μου ο χωροφύλακας έπαιζε με το κομπιούτερ και μ’ ένα πάτημα κουμπιού αφάνιζε κατοσταριές κόσμου χωρίς να ενοχληθεί να ζητήσει συγγνώμη»
«όσα ακατανόητα συνέβαιναν γύρω μου …τόσο πιο έντονη γινόταν  η επιθυμία μου να φύγω, να φτάσω κάπου όπου το μακρύ χέρι (του χωροφύλακα) δε θα μπορούσε να με αγγίξει»
Που; :
«Μόνο ένα τέτοιο μέρος υπάρχει»
«Οι περισσότεροι το αποκαλούν ψιθυριστά «Άλλη ζώνη»
Πως; :
«Ένας μόνο είχε το προνόμιο να εκπατρίζεται ένα χρόνο μετά κάθε δίσεκτο έτος…αποφάσισα να επιδιώξω την πρόκληση»
«Έφτασα στη ζώνη χωρίς να το καταλάβω»
«Έμαθα από την πρώτη ώρα να αρκούμαι σε ό,τι μου παρουσιαζόταν»
«Μου πήρε καιρό να συγχρονίσω τους βιορυθμούς μου στο μόνιμο μισοσκόταδο της ζώνης. Σοκαρίστηκα όταν είδα τα πρώτα πλάσματα της περιοχής»
«Τα χαρακτηριστικά τους έμοιαζαν με γλυπτά καμωμένα από μονόχρωμο μοσχοσάπουνο»
«Μόνο θηλυκά κυκλοφορούσαν σ’ αυτή τη χώρα»…

    Αυτή είναι η αρχική αφηγηματική “τεκμηρίωση” πάνω στην οποία βασίζεται «η Άλλη Ζώνη». Ενώ αντιλαμβανόμαστε για το τι συμβαίνει δεν κατανοούμε γιατί ακριβώς συμβαίνει. Το απροσδιόριστο κυριαρχεί ως αφηγηματικός τρόπος. Τα όρια είναι ασαφή, ή μάλλον η αφηγηματική τεχνική διαλύει επίτηδες τα όρια για να δείξει με την ηθελημένη ασάφεια το διαπερατό των κόσμων και των πραγματικοτήτων που εξιστορεί.

   Από κει κι έπειτα  μία γυναίκα, η Πίργιο, αναλαμβάνει να τον οδηγήσει στον κόσμο της Ζώνης και να τον μυήσει στην επερχόμενη εξέγερση των καταπιεσμένων που υπάρχουν «άφαντοι» εκεί.
    Αλλά και εδώ στην Άλλη Ζώνη τα όρια συνεχίζουν να είναι εντελώς ασαφή. Το πάνω, το κάτω, το εδώ, το πέρα, το τώρα,  το πριν, το σήμερα, το χτες, η μνήμη, η ταυτότητα, η επιθυμία,  η ηδονή … όλα βρίσκονται σε μια διαδικασία απονεύρωσης, ακύρωσης ή αντιστροφής.
     Εντελώς μπερδεμένη η Πίργιο θα τον φέρει σε επαφή με τον γέροντα Μαξιμιλιανό, μια επαφή που γίνεται καταλύτης για την απόπειρα να διαφύγει από την Άλλη  Ζώνη. Δοκιμάζει να αποδράσει αλλά μόλις περνάει έξω από τη Ζώνη και μπαίνει ξανά πίσω στον πρώην «δικό του κόσμο» διαπιστώνει ότι τα πάντα έχουν αλλάξει. Ο ίδιος έχει απόλυτη άγνοια για το τί ακριβώς έχει συμβεί στον κόσμο του. Ο αφηγητής νοιώθει να μην ανήκει πλέον πουθενά, σε κανένα κόσμο. Επιστρέφει πίσω στη Ζώνη διπλά φοβισμένος από όσα είδε κι έζησε έξω από αυτή ...

    Η αφηγηματική τεχνική που ακολουθεί με συνέπεια ο Παπαδούλης διαμορφώνει ένα κείμενο με αινιγματική υφή το οποίο όμως διαρκώς ανοίγει πιθανότητες -πόρτες- ερμηνειών. Ο τρόμος που επισημαίνεται ήδη από τον υπότιτλο έχει να κάνει ακριβώς με αυτό το παιχνίδι των πιθανοτήτων. Ο νους του αφηγητή παύει να είναι όργανο καθοδηγητικό της σκέψης αλλά ένα εργοστάσιο παραγωγής λογικοφανών πιθανοτήτων που όλες προσπαθούν να απαντήσουν βασικές ερωτήσεις (που είναι και ερωτήσεις του αναγνώστη): ποιος είμαι, τι κάνω εδώ, που βρίσκομαι, γιατί βρίσκομαι, τι θέλουν οι άλλοι από μένα, ποιοι είναι οι άλλοι, γιατί και πως και τι… Οι απαντήσεις δεν ορίζουν καμία βεβαιότητα. Αντίθετα οι απαντήσεις είναι ανοιχτά ενδεχόμενα. Αυτές καθώς αναδύονται μέσα από μια «πραγματικότητα» κατασκευασμένη επίτηδες με ασαφή όρια, παράγουν τον τρόμο και πολλαπλασιάζουν την αφηγηματική αγωνία, κάνοντας τον αναγνώστη να μετέχει στο παράλογο. Είμαστε ήδη στην επικράτεια του καφκικού Πύργου.
    Καθώς λοιπόν τα όρια του νου (δηλαδή τα όρια της πραγματικότητας)  διαλύονται, δεν υπάρχει δυνατότητα να παράγονται σημασίες – και μάλιστα συλλογικού τύπου - δεν είναι δυνατό να παράγονται συναισθηματικού τύπου αιτιολογήσεις ή  αναγνωστικές συναισθηματικές εμπλοκές «μετοχής» για τη δράση των ηρώων. Δηλαδή δεν μπορεί να λειτουργήσει για τον αναγνώστη το αριστοτελικό «δι’ ελέου και φόβου». Μ’ αυτή την έννοια το μυθιστόρημα μπορεί να θεωρηθεί ως μπρεχτικής σύλληψης. Η απόλαυσή του κειμένου δεν μπορεί να αναζητηθεί και να εκτιμηθεί στην ποιότητα της «μετοχής» και της «κάθαρσης» αλλά στη λογική της μπρεχτικής «αποστασιοποίησης». Και εξηγούμαι – γιατί αυτό γίνεται επίτηδες στον Παπαδούλη ως συστατικός τρόπος οργάνωσης της ιδιότυπης φανταστικής αλληγορίας του:
   «Η Άλλη Ζώνη» είναι ένας «κειμενικός τόπος» η ύπαρξη του οποίου συναρτάται από «τούτο τον τόπο», τον δικό μας, τον πραγματικό (για να  υπάρξει το «Άλλο» πρέπει να προυπάρχει το «Αυτό»). Υπάρχει λοιπόν η δική μας Ζώνη (ο κόσμος μας) και αυτή τροφοδοτεί τη δυνατότητα να υπάρχει η «Άλλη Ζώνη». Αυτό συνεπάγεται ότι ο αναγνώστης καθώς προχωρεί στην ανάγνωση της φανταστικής αλληγορίας κρίνει τις αφηγηματικές πράξεις μέσα από τη δική του Ζώνη και τη στάση του στο δικό του κόσμο.

    Παρά το γεγονός ότι “Η Άλλη Ζώνη”  μοιάζει να βγαίνει από την επιστημονική φαντασία και να χρησιμοποιεί την εικονοπλασία των κόμικς, ελάχιστη σχέση έχει με αυτά τα αφηγηματικά είδη. Θα διακινδυνεύσω να πω ότι "Η Άλλη Ζώνη" είναι κειμενικός τόπος που μας έρχεται κατευθείαν από τους προσωκρατικούς. Είναι προσωκρατικής υφής και σύλληψης. Και για να είμαι ακόμα πιο συγκεκριμένος είναι αναξιμάνδριας σύλληψης. Ο Αναξίμανδρος είπε ότι «....το άπειρο που είναι η αρχή του κόσμου, είναι εκτός κόσμου» Αυτό το «εκτός κόσμου», δεν πρέπει να το εννοήσουμε ως ένα άδειο τίποτα, ένα κενό. Αντίθετα είναι μία αταχτοποίητη και άτακτη περιοχή – δηλαδή δεν είναι «κόσμος» (τάξη και αρμονία) Αυτό το άπειρον σύμφωνα με τον Αναξίμανδρο - αλλά και με τον Παπαδούλη - περιέχει τα τέσσερα βασικά στοιχεία, αέρα, γη, νερό και φωτιά και καθώς αυτά τα στοιχεία αλληλοεισδύουν το ένα στο άλλο ή καθώς το ένα επηρεάζει το άλλο το άπειρον μεταμορφώνεται σταδιακά κι έτσι δημιουργούνται τα όντα τα οποία καθώς φθείρονται επιστρέφουν και πάλι στο άπειρο, στο εκτός «κόσμου».
Ο Αναξίμανδρος επιμένει: εκείνη η κοσμική δύναμη που εξασφαλίζει την
ισορροπία  είναι η Δικαιοσύνη. Ο Παπαδούλης λοιπόν ακουμπώντας  πάνω σε μια τέτοιου είδους και ήθους αναξιμάνδρεια οπτική δημιουργεί ένα κειμενικό τόπο όπου ο ήρωας –αφηγητής αναζητά εναγώνια την ύψιστη αρχή της ζωής: τη «δικαιοσύνη». Απαιτεί τη δικαιοσύνη όχι με τη μορφή μιας κοινωνικής εξουσίας που ταχτοποιεί τις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά τη δικαιοσύνη ως κοσμική αρχή, ως  μια μορφή φυσικού νόμου για όλα τα πλάσματα.

Βέβαια ετούτη η Ζώνη, ο δικός μας κόσμος, τον απογοητεύει βαθιά. Όπου κι αν κοιτάξεις η Δικαιοσύνη υπονομεύεται. Τα πάντα “τρελλαίνονται”. Οι αδικίες της εξουσίας, η «θεσμισμένη» αδικία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, η αδικία που διακινεί ο Χωροφύλακας  αναγκάζουν τον ήρωα-αφηγητή να αποζητά την «φυγή» στην «Άλλη Ζώνη», ελπίζοντας σε μιαν ευτοπία. Όμως και εκεί η Δικαιοσύνη δεν υφίσταται. Και εκεί είναι ένα διαρκές και πιεστικό ζητούμενο γιατί η Άλλη Ζώνη είναι ο  “ου-τόπος”, ελλιπής, άξενος και καταπιεστικός. Το όνειρο της ευτοπίας ναυαγεί. Γι' αυτό και ο αφηγητής  - μόνιμος αναζητητής της Δικαιοσύνης – θα προσπαθήσει να αποδράσει....

      Βέβαια ακόμα και το πιο ακραίο αδιέξοδο δεν μπορεί να είναι απόλυτο. Και στο αδιέξοδο υπάρχουν – πρέπει  να υπάρχουν πόρτες . Ο αφηγητής πρέπει να βρει και να ανοίξει μια νέα πόρτα έτσι ώστε να συγχωνευτεί με το Άπειρον να γίνει τελικά συστατικό στοιχείο της κοσμικής «Δικαιοσύνης».

Έστω κι αν ο ίδιος ο αφηγητής αναλωθεί και μεταμορφωθεί σε μια πεταλούδα (που η αρχαίοι την ονόμαζαν «ψυχή»).

Λάρισα 8 Ιουνίου 2006                                                                                                     Ψύρρας Θωμάς


 Μια συνέντευξη του συγγραφέα Δημήτρη Παπαδούλη στο Mega Channel το καλοκαίρι του 1994. Συνέντευξη και ανάγνωση αποσπασμάτων: Γιάννης Κοτσιφός. Σκηνοθεσία: Κώστας Εφραμίδης



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου